Κυριακή 28 Απριλίου 2019

Το Φανάρι της Κουζίνας


Από την  τελευταία γραφή  γύρω από τα Τιμαλφή  της Καθημερινότητας πέρασε  καιρός με γεγονότα 
 που  δεν αφορούν σε όλους , και ποιους όλους δηλαδή, να , αυτούς τους λίγους και τους ελάχιστους που θα τύχει να διαβάσουν αυτά τα γραφόμενα και  θα μού πεις ποιον ενδιαφέρουν, αυτά, αλλά, να.  ., λέμε για να λέμε  και να περνάει η ώρα κι’ ο καιρός, γιατί όταν κάποιος βγει στη σύνταξη, χούι το έχει να χασομεράει τους άλλους.  Όμως  τι   να κάνουμε, κατανόηση ζητούμε και το αχτύπητο επιχείρημά μας είναι, «δε θα φτάσετε στα χρόνια μας???» .Έτσι λοιπόν  ύστερα από  μερικά απρόοπτα,  και για χάρη των γραμμάτων (έλα ντε), αλλά και των εγγραμμάτων, (αυτό κι’ αν τα λέει όλα,) ξαναπιάνουμε το πληκτρολόγιο, και συνεχίζουμε  εκείνα τα Τιμαλφή της Καθημερινότητας, και όχι δηλαδή ότι αν δεν τα συνεχίζαμε θάχανε  βελόνι η Βενετιά, αλλά αφού  είπαμε και τάξαμε ότι θα συνεχιστεί η περιγραφή μερικών απ’ αυτά τα «Τιμαλφή» έτσι για να τα θυμηθούν όσοι τα γνώρισαν, να θυμηθούν  όλοι εκείνοι  οι άνω των πρώτων δεύτερων και τρίτων “ήντα» και γιατί όχι, ακόμα και εκείνοι οι λίγοι, που έφτασαν τα τέταρτα και μακάρι να τα πέρασαν(!!!),   αλλά και για  να μάθουν κάποιοι λίγοι  μικρότεροι όσοι  τέλος πάντων είναι ακόμα περίεργοι.  
Έτσι ύστερα από την παρουσίαση μέχρι τώρα μερικών βασικών Τιμαλφών, όπως είναι η Σκούπα, η Παλάντζα, το Λαδικό, η Μασιά, (Τσιμπίιδα ή Τζμπίδ΄ όπως το λέμε στο χωριό μας το Νεοχώρι) , και ο ταπεινός Νιφτήρας και το άγνωστο σε πολλούς Δικράνι συνεχίζουμε, κι’ αν και έστω μόνο ένας περίεργος κι’ ονειροπόλος τα διαβάσει αυτά τα γραφόμενα, η Τέχνη βγαίνει. . κερδισμένη.   .
Μετά λοιπόν από τα γνωστά στους παλιότερους   το  Νιφτήρα, το Δικράνι, τη Γκαζόλαμπα τη Γραμπούλα (ξύλινη Τζουγκράνα) και άλλα, σημαντικά και ασήμαντα, σειρά έχει το γνωστό Φανάρι της κουζίνας.
Εκείνο το τόσο γνώριμο στους παλιότερους, που κατά καιρούς έκλεινε μέσα του  ό,τι πολυτιμότερο υπήρχε στο σπίτι  για φαγητό και που όλοι κοιτάζαμε το περιεχόμενό του με δέος, ιδίως  το ρυζόγαλο και σπάνια, και κανένα χαλβά

σιμιγδαλένιο.  Το Φανάρι  όμως  το κρεμούσαν ψηλά και δεν το φτάναμε.  Έτσι  όπως ήταν  κρεμασμένο πολύ ψηλότερα  από το μπόι μας,  εμείς οι μικροί, το περιεχόμενο βλέπαμε μόνο λίγο «λοξά».  Και το Φανάρι το πολιορκούσαμε συνεχώς, ιδίως όταν η Μάνα έβαζε μέσα το ρυζόγαλο για να μην το φτύσουν οι μύγες, αλλά και για να γλυτώσει από τις επιθέσεις μας.
Κρεμασμένο  ψηλά το  Φανάρι, τόσο που να το φτάνουν μόνο οι μεγάλοι χωρίς να χρειάζονται  καρέκλα για να πατήσουν, μάς προκαλούσε συνέχεια , αλλά δεν τολμούσαμε, γιατί  η μετακίνηση της καρέκλας  γίνονταν αντιληπτή και η επιχείρηση ματαιώνονταν πριν ακόμα αρχίσει, αφού το σύρσιμο της καρέκλας, και περισσότερο η σιωπή και η ησυχία έβαζε σε υποψίες τη Μάννα  και περιόριζε το σχέδιό μας σε απλή απόπειρα.    
Για  το Φανάρι ο λόγος λοιπόν  και ποιος παλιός δεν το θυμάται?
Και βέβαια    αυτά τα Τιμαλφή που αναφέρονται παραπάνω, και  τόσα  άλλα  που  θα αναφερθούν, αρκεί να προκάνουμε, κι’ αν δεν τα γνωρίσουν οι σημερινοί κι’ αν δε μείνουν να τα  . .  βαριούνται οι μέλλοντες,  δε θάχανε η Βενετιά Βελόνι, έλα όμως που όταν είσαι μιας κάποια ηλικίας επιμένεις και λες, ας τα πω κι’ όποιος θέλει ας τα’ ακούσει . . Και από τον μικρό κατάλογο των μέχρι τώρα αναπτυχθέντων θεμάτων, δεν επιδιώκουμε και ακαδημαϊκό θώκο, αλλά  είπαμε κι’ αλλού,  λέμε όχι μόνο για να  λέμε, αλλά ελπίζουμε ότι  κάτι θα μείνει στο τέλος και όλο και κάποιος θα θυμηθεί και θα χαμογελάσει, έστω και ένας. .  Για το Φανάρι λοιπόν ο λόγος.
Κι’ αν κάποιος  δεν το θυμάται δεν χάνει και τίποτα. Μπορεί  να είναι μικρός, να  είναι γεννημένος  μετά το 1960, οπότε δικαιολογείται να μην το γνωρίζει και πού να το είδε αφού αυτά τα ταπεινά πράγματα δεν τα προτιμούν στα Μουσεία.  . Θα έπρεπε όμως, εκτός από τα μουσεία στα οποία δείχνουν τα αρχαία πράγματα και καλά κάνουν, θα έπρεπε λέω να δείχνουν και τα κάπως σύγχρονα και νεότερα. Και λέω νεότερα  και δεν θέλω να πω τα πολύ νεότερα, τα σημερινά δηλαδή, αλλά να. . .
Αν όμως είναι τρανήτερος, δεν δικαιολογείται  να αγνοεί  εκείνο το πρωτόγνωρο  κουζινικό εξάρτημα-έπιπλο που  μέσα του βάζαμε τα φαγητά  για να τα προφυλάξουμε από τα μυγοφτύσματα και τις γάτες.
To Φανάρι το θυμάμαι εκεί στη δεκαετία του ’50 που μπήκε σε μερικά σπίτια στο χωριό και βέβαια όχι σε όλα, και μάλιστα εκεί που υπήρχε στην κουζίνα, το κρεμούσαν στον τοίχο ψηλά, τόσο ψηλά που να το φτάνει η νοικοκυρά αλλά να είναι κάπως απαγορευτική η επίσκεψη για τους μικρούς και αδύνατη για τους μικρότερους.
Το Φανάρι για όσους δεν το έζησαν ή δεν το είδαν, αποτελούσε για την νοικοκυρά ένα ασφαλές μέρος  για την προσωρινή αποθήκευση και ασφάλιση   τού φαγητού που περίσσευε ή που έπρεπε να φυλαχτεί συνήθως  το κρέας μέχρι να μαγειρευτεί. Αλλά το Φανάρι  κατά  κάποιο τρόπο αποτελούσε και δείγμα  νοικοκυροσύνης και καθαριότητας –υγιεινής για το σπίτι, αλλά και απόδειξη  ότι το φαγητό «περίσσευε» αν και μερικές νοικοκυρές γειτόνισσες που δεν διέθεταν  παρόμοιο έπιπλο,  θα μπορούσαν να πουν με κάποια ζήλεια βέβαια, θα μπορούσαν να πουν ότι . .  « Έ ε  σάματι κι τι εχ’ν να βάλ’ν μέσα . . .»  και συμπληρώνω και λέω μετά λόγου γνώσεως που λέμε ότι την εποχή που θυμάμαι στο χωριό, καμιά μα καμία δεν είχε περισσευάμενα φαγητά να τα βάλει  στο Φανάρι, πάρεξ μερικά  που  θα καταναλώνονταν στο επόμενο «Τραπέζι» συνήθως το βραδινό. Και έτσι το λοιπόν,  να πάμε παρακάτω και ύστερα από μήνες και μήνες αναμονής  και αναβολών, να και πάλι, εδώ είμαστε να συνεχίσουμε τα περί  τιμαλφών τα οποία Τιμαλφή, οι περισσότεροι σημερινοί ,και μάλλον οι «λίγοι» τα αγνοούν αφού ποτέ δεν τα μεταχειρίστηκαν και δεν τα χρησιμοποίησαν , και βέβαια γιατί να ενδιαφερθούν για αντικείμενα  ξεχασμένα και για «άχρηστα» πράγματα αφού σήμερα όλα αυτά τα «παλιά» και τόπο πχιάνουν και «πότε θα το χρειαστούμε» πέταξέ το ή « δεν έχουμε  χώρο, φώναξε τον παλιατζή» Θα πρέπει όμως εδώ να πούμε ότι το Φανάρι της Κουζίνας δεν μπορεί να θεωρηθεί  «πράγμα» και μάλλον αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς και δίκαιοι θα πρέπει να το κατατάξουμε στα  λειτουργικά έπιπλα της κουζίνας, αφού η  μοναδική του χρησιμότητα ήταν  σημαδιακή και λειτουργική, και ο αποκλειστικός προορισμό του ήταν    να προφυλάσσει το φαγητό  από τις πάμπολες μύγες, γιατί  οι ο κίνδυνος από τις γάτες αποκλείονταν αφού ήταν κρεμασμένο ψηλά. Εκεί λοιπόν  γύρω  απ’ αυτό το Φανάρι της  Κουζίνας  πλέχτηκαν  πολλές και διάφορες  ιστορίες, ιστορίες  όχι  με μπερδεμένα  σενάρια,, αλλά ιστορίες που  είχαν σχέση  μόνο  με την ανέχεια και την αιώνια στέρησή μας, στέρηση  όχι από τα βασικά, αλλά, στέρηση  από τα γιορτινά και σπάνια,  που  ναι μεν ήταν  νόστιμα  αλλά  που δεν τα είχαμε κάθε τόσο. Και αυτά  τα  σπάνια  και  τα «κάθε τόσο» ήταν  η γαλατόπιτα, το ρυζόγαλο, ο χαλβάς και  μερικά άλλα . Βέβαια  σε μια οικογένεια  με  πέντε   αχόρταγα  παιδικά στόματα, το περίσσευμα από πίτες  και γαλατόπιτες  που έμπαινε  στο Φανάρι της κουζίνας ήταν  κάτι σαν κοροϊδία, αλλά έλα όμως  που αυτό το έστω  λίγο «περίσσευμα» έπρεπε να προφυλαχτεί μέσα  στο Φανάρι, προς  μεγάλη μας σκασίλα   και κύριος  οίδε για  το πότε  και από  ποιον θα φαγωθεί.!!!
Αυτό το Φανάρι, το αγοράζαμε από την  Αρναία, εκεί που καναδυό τενεκετζήδες, μόνο με ένα «λαμαρινοψάλιδο» και με το «καλάι» έφκιαχναν  θαύματα.  Είχε σκελετό από λεπτή λαμαρίνα, και οι  πλαϊνές πλευρές του καθώς και η πόρτα, ήταν ντυμένες με σίτα, σίτα όχι πλαστική, αλλά συρμάτινη (τα πλαστικά ήρθαν πολύ αργά όταν  πλέον δεν  χρειάζονταν).Από εκεί λοιπόν από την  Αρναία, προμηθεύομάσταν  τα Φανάρια, και  αν πας πίσω και πεις να αριθμήσεις πόσα σπίτια είχαν  Φανάρι στο χωριό, ελάχιστα θα βρεις που να μην είχαν. Πάντως στη γειτονιά μας στο Καραούλι τα  περισσότερα  σπίτια, διέθεταν Φανάρι. Τώρα  το τι έβαζαν  μέσα, άλλο ζήτημα, αλλά στα περισσότερα  το έβλεπες κρεμασμένο στο καρφί της κουζίνας, με κάποιο βαθύ πιάτο μέσα το περιεχόμενο του οποίου ήξερε μόνο η νοικοκυρά, και τα παιδιά, και αυτά μόνο από τη μυρωδιά.  Στο  Φανάρι συνήθως έμπαινε  το περίσσιο φαγητό από το μεσημέρι, κι’ αυτό λιγοστό και σπάνια συνέβαινε,  και κάποιες φορές,  ξεπουπουλιασμένη  η  αρνίθα  για να μαγειρευτεί  την  επόμενη μέρα.  Βέβαια  η  μαγειρεμένη  αρνίθα, ( ο όρνις στην  αρχαία, και   κότα στη  σύγχρονη Ελληνική),και είναι  απορίας άξιον πώς  έμειναν στα μέρη  μας πάρα πολλές  αρχαίες λέξεις και εκφράσεις, αλλά  ο αρχαίος όρνις  αλλοιώθηκε ελάχιστα και μια που γεννάει  αυγά, τον  αλλάξαμε και Φύλο και  με την  αλλαγή τον  προσφωνούμε «αρνίθα». Ομολογώ, ότι αυτό το Φανάρι πολύ με παίδεψε στην  περιγραφή του, όμως χαλάλι του, γιατί με  τα κατά καιρούς περιεχόμενά του και τη απαγορευμένη προσέγγισή μας  σ΄ αυτό, αύξαινε την όρεξή   και τη  φαντασία μας.  Και,  για να τελειώνουμε,, λέμε  ότι το Φανάρι ήταν μια πρόοδος στα μικρά μέρη σε εποχές ανέχειας και φτώχειας, αφού ούτε νερό  είχαμε μέσα  στο σπίτι, ούτε και πουλούσαν  πάγο για να έχουμε παγωνιέρες.  Και όταν ήρθαν οι εποχές τής αφθονίας με  τα  ΙΖΟΛΑ   και  τα ΠΙΤΣΟΣ γεμάτα ή τέλος πάντων με αρκετά τρόφιμα  που «τάφταναν όλοι»,το έρμο το Φανάρι  συνταξιοδοτήθηκε  και  έμεινε να μάς θυμίζει τα νιάτα μας, τότε που «ήμασταν», σε πλήρη  ενέργεια, και τώρα αναμιμνησκόμενοι ημερών αρχαίων, μείναμε να λέμε, «εγώ  τότε!!!!»   αλλά  εγώ τότε το πρωί πηδούσα  μέσα στο πανταλόνι, ενώ τώρα για να το φορέσω, ακουμπώ στον τοιχο!!!. .Έχει κάποιος  αντίθετη γνώμη???? Και άκουσα κάποτε στο χωριό μου κάποιον γέρο να λέει στο φίλο του που παρουσιάστηκε ξεσακάκωτος  πρωί πρωί χειμώνα στο καφενείο, να  λέει.  .  «Dυς (ντύσου)¨Γιωρ¨΄  άμα  αρουστήσουμι  κι  πιθάνουμι, χάνουμι κι τ’  σύνταξ’ ¨» Και επιτέλους ανασάναμε!!
Βαγγέλης Μαυροδής