Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020


                      


   Κόλλυβα   με σπόρους ροδιού.
 Το Σκτέλ’
Το Σκτέλ’ αναφέρθηκε σε προηγούμενη . . . διατριβή,  εκεί που με σκωπτική διάθεση, έγινε μια έμμεση πρόταση για να λυθεί το θέμα των συνταξιοδοτικών ταμείων, κι’ εκεί μπήκε μια ερώτηση η οποία απευθύνθηκε έτσι γενικά προς όλους,  και στάσου και να δεις, υπήρξαν δύο απαντήσεις, κι’ αυτό είναι παρήγορο, γιατί  φαίνεται ότι δεν ισχύει εκείνο που λέμε συχνά, «εγώ τα λέω, ο ίδιος τ’ ακούω». Αυτό λοιπόν το «Σκτέλ’» δεν έχει καμιά σχέση  με το άλλο το «Ξτέλ’»  που ανέφεραν οι δύο αγαπητοί  σχολιαστές και μάλιστα ο ένας με αρκετή δόση ειρωνείας για την ασάφεια  των επιχειρημάτων και τη λανθασμένη παρουσίαση, που  «μέσα στα πολλά που λες και που  αν δε διορθωθούν, στραβά θα μείνουν σε πολλούς  για πάντα . . .». Ο αγαπητός επώνυμος σχολιαστής  άμεσα δήλωσε, ότι ενοχλήθηκε από «τα πολλά» αλλά εκείνο που κάνει εντύπωση είναι η υπόδειξη-παραίνεση, την οποία μού απευθύνει, για να διορθώσω τα «στραβά» που διαδίδω στους ανύποπτους αναγνώστες. Και      πίσω απ’ αυτήν την υπόδειξη, εκτός από κάποιον ρόλο «δασκάλου», διακρίνω  και μια ακτιβιστικού είδους  φροντίδα  για σωστή ενημέρωση των αναγνωστών, για να μη μάθουν και να μην ακούσουν μερικές  λανθασμένες απόψεις , μερικά  «στραβά» και στραβωθούν για πάντα, (αφού θα τους μείνουν για πάντα . . . ). Μα είναι δυνατόν να στραβωθεί κάποιος και μάλιστα «για πάντα» επειδή  αγνοεί  το τι σημαίνει το «Σκτέλ’;». Γιατί, είτε Σκτελ’ το πει, είτε Ξτελ’ σημασία έχει το ότι ένα πράγμα έχει στο νου του, κι’ αυτό είναι τα Κόλλυβα. Και για να μη μακρηγορούμε και (ξανα)- κουράσουμε  τους επαΐοντες, λέμε ότι  το Σκτέλ’ έχει μακρά ιστορία, έρχεται από πολύ παλιά, και πέρασε στο Βυζάντιο πριν από το Χριστό και τα Χριστούγεννα. Έχει άμεση  σχέση με το «σκύτος» το δέρμα, όπως με το «σκύτος» άμεση σχέση έχει και το «σκουτί» (μάλλινο χοντρό και σκληρό ύφασμα σκληρό σαν δέρμα), και ιδίως έχει άμεση   σχέση με τη μικρή στρογγυλή ασπίδα εκείνη που κρατούσαν οι ελαφρά οπλισμένοι και η οποία  ήταν φκιαγμένη από αλλεπάλληλα συρραμμένα δέρματα, εκείνη που έμοιαζε, κυριολεκτικά, με το δίσκο της παλιάς και γνωστής μας «παλάντζας» αλλά βέβαια αρκετά μεγαλύτερη. . Τις ασπίδες αυτές οι Βυζαντινοί τις έλεγαν  Σκουτάρια και νάτο το «σκυτάριον». Οι Βυζαντινοί όμως πάλι, λόγω τούυ σχήματός του,  Σκουτέλιον ονόμαζαν το «Πινάκιον φαγητού εις σχήμα λεκάνης , άλλως «γαβάθα». Και το «Σκουτέλλι» αυτό, «χρησιμοποιείται ειδικώς για τα κόλλυβα, τα οποία φέρουν κατά τα Ψυχοσάββατα στην την Εκκλησίαν, για να τα ευλογήσει ο ιερεύς (να τα διαβάσει) και έπειτα μοιράζονται στο εκκλησίασμα». Αυτά αναφέρει για το «Σκουτέλλι» η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια  τόμος ΚΒ, αλλά και ο καθηγητής Φαίδων Κουκουλές στο μνημειώδες έργο του « Βυζαντινών βίος και Πολιτισμός» τόμος Β ΙΙ , Οικιακά Έπιπλα και Σκεύη, σελ. 65.  Βέβαια, σίγουρα υπάρχουν και  ειδικότεροι να απαντήσουν και να αναλύσουν καλύτερα τέτοια θέματα, αλλά πολύ φοβούμαι ότι  τα επιχειρήματα εκείνων τών πλέον ειδικών,  οι αναλύσεις και οι πολλές λεπτομερείς παραπομπές στη σχετική  βιβλιογραφία, θα κουράσουν πολύ  περισσότερο τούς αδημονούντες εκλεκτικούς αναγνώστες  τουτέστιν τους «ακαρτέρετους» οι οποίοι  τόσο εύκολα  χαρακτηρίζουν κάποιον το λιγότερο «βαρετό», και μάλιστα με φανερή ειρωνεία .  Σκτέλ’ λοιπόν και όχι Ξτέλ’ και μάλλον φαίνεται ότι  σε μερικά χωριά, μείναμε πεισματικά «απροσάρμοστοι» και εξακολουθούμε ακόμα να θυμόμαστε πράγματα παλιά, με κίνδυνο να τα μεταδώσουμε λάθος.  Κι’ αυτό μάλλον δείχνει, ότι ο γλωσσικός μας λώρος μάς συνδέει ακόμα με την «παλιά» γλώσσα. Φαίνεται ότι αυτός ο λώρος ακόμα δεν κόπηκε, παρά τους ιδιωματισμούς, τις παραλείψεις φωνηέντων και τις φωνητικές προσαρμογές, αλλά το γλωσσικό Ντι Εν Ει (αν υπάρξει ποτέ) , μπορεί να το αποδείξει. .  . Πάντως, το βέβαιο είναι ότι το «Σκουτέλι» το παραλάβαμε από τους παλιότερους, γλωσσικά σωστό, αλλά όπως κάναμε σχεδόν με όλες τις πολυσύλλαβες λέξεις, το φέραμε κι’ αυτό στα μέτρα μας, κόβοντας τα τρία από τα τέσσερα φωνήεντά του, και το καταντήσαμε  Σκ(ου)τέλ(ι). Αλλά όμως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές μου, αδυνατώ να καταλάβω  εκείνο το «Ξ’τώ» το οποίο  σημαίνει λέει «Χρεωστώ- Χρωστώ», γιατί πουθενά στη Χαλκιδική δεν άκουσα να το λεν. Αντίθετα, αυτό το, «τ’ Ξτού» (  Των Χριστουγέννων, τα Χριστούγεννα  . . . θα σφάξουμι του γρούν’), αν και σταματήσαμε να το λέμε, και σπάνια ακούγεται πια, όμως το θυμόμαστε γιατί το ακούγαμε από τις γιαγιάδες μας και μάς έμεινε. Αλλά έχω τη γνώμη,  ότι αυτό που απόμεινε στα μέρη μας από την  κανονική φράση «Τού Χριστού» δεν είναι παρά ένας ιδιότυπος χρονικός προσδιορισμός και δεν έχει να κάνει με τον ίδιο το Χριστό και τη μοναδική θέση που κατέχει στη Χριστιανική θρησκεία ως Σύμβολο. Γι’ αυτό και σώθηκε διαχρονικά χωρίς να ενοχλήσει κανέναν, αφού παρέμεινε μόνο ως ένας σκέτος χρονικός προσδιορισμός. Το άλλο όμως που γράφτηκε στο σχόλιο ότι δηλαδή  το «Ξτέλ’» προέρχεται από τη συγκοπή-συντόμευση του «Χριστέλ’»  νομίζω ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά μια τέτοια άποψη, και θα ήταν τουλάχιστον  «άκαιρο», γιατί διαχρονικά θα ήταν αδιανόητο στον οποιονδήποτε να αποκαλέσει το Χριστό με τέτοιο υποκοριστικό που φανερά παραπέμπει σε   κάτι το υποτιμητικό για τον ιδρυτή της Χριστιανικής  Θρησκείας. Και αν ακόμα κάτι τέτοιο θα τολμούσε κάποιος να το υποθέσει και να το διαδώσει, η Εκκλησία θα το καταδίκαζε αμέσως, σε μία από τις τόσες συνόδους της στις οποίες εξέτασε και ρύθμισε θέματα και ζητήματα  πολύ λιγότερο  σοβαρά.
   Και όσο για τα κόλλυβα σε «δίσκο», αυτό είναι φαινόμενο  των τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα, γιατί από όσο θυμούμαι, οι γυναίκες που πήγαιναν «Σκτέλ’ στην Εκκλησία, όλες τα κόλλυβα τα είχαν σε βαθύ πιάτο. Αργότερα, όταν επαγγελματίες ανέλαβαν τα κόλλυβα, εμφανίστηκαν οι δίσκοι, με στολίδια από κουφέτα άσπρα, με σταυρούς και σχήματα, ενώ  παλιότερα, το μόνο στολίδι πάνω στα κόλλυβα  ήταν οι σταφίδες και τα σπυριά από ρόδι, που κι’ αυτό έχει τη σημασία του και φτάνει  πολύ μακριά το ρόδι, φτάνει στη Δήμητρα και στο μύθο για την αρπαγή τής κόρης της  Περσεφόνης στον Άδη, αλλά αυτά είναι θέματα της ωραίας  μυθολογίας μας και δεν είναι του παρόντος. Για τις διάφορες κατά τόπους ονομασίες της σκούπας συμφωνώ. Άλλωστε διαχρονικά σε κάθε τόπο για την κατασκευή της σκούπας χρησιμοποιήθηκε  όποιο υλικό ήταν πρόχειρο,   άφθονο και ανθεκτικό.  Ήθελα μόνο να συμπληρώσω, ότι η σκούπα που γινόταν από Σπάρτο, φυτό ανθεκτικό από το οποίο έφκιαχναν και σκοινιά,(1)  έδωσε το όνομα στο ρήμα  Σπαρτεύω και με μετάθεση των συμφώνων, έγινε το Παστρεύω. Αυτά.      
(1)              Στη Μ. Παναγία, το μεγάλο σκοινί στο σαμάρι, που χρησιμοποιείται για φόρτωμα, ακόμα το λεν «Σπαρτίνα». Και με την ευκαιρία, χαιρετισμούς στα σόια εκεί στη Μ. Παναγία. 
 Με χαιρετισμούς σε όλους    Βαγγέλης Μαυροδής