Η Βίζιτα
Και το λοιπόν,
Ήταν
τότε που ήμασταν πιο μικροί, αρκετά
μικρότεροι δηλαδή γιατί όχι και πως
μεγαλώσαμε πάρα πολύ, αλλά να, δεν είμαστε και όπως πρώτα και εν πάση
περιπτώσει, σήμερα δεν είμαστε όπως τότε στο χωριό, που όταν γιόρταζε κάποιος
την ονομαστική του γιορτή τον επισκέπτονταν όλοι σχεδόν γνωστοί και φίλοι, τότε
που οι επισκέψεις στις ονομαστικές γιορτές άρχιζαν από πολύ νωρίς, από το
απόγευμα και ο κόσμος πήγαινε επίσκεψη σε ονομαστική γιορτή χωρίς να κουβαλάει
τίποτα, χωρίς να πονοκεφαλιάζει τι δώρο θα πάει στον εορτάζοντα.
Σήμερα
κατάντησε βραχνάς και πρόβλημα μεγάλο το να κάνεις μια επίσκεψη σε κάποιον, γιατί όλο και κάτι πρέπει να
κουβαλήσεις, κάτι να προσφέρεις και σκέφτεσαι, σε τόσους έχω να πάω τόσα θέλω,
στο τέλος βλέπεις ότι για να πάς σε
τρεις τέσσερες θέλεις δυο μεροκάματα, κάνεις ένα τηλεφώνημα και λες χρόνια
πολλά και,
-Nα, . . κάτι μας έτυχε, το παιδί έχει πυρετό και πού να
το αφήσουμε θα έρθουμε κάποια άλλη μέρα . . .» ( και αυτό το λες γιατί άμα περάσει η γιορτή η
υποχρέωση του δώρου εξατμίζεται και ξεχνιέται), και στο τέλος καθόμαστε και
βλέπουμε τηλεόραση ή βγαίνουμε στο καφενείο ξεθαρρεμένοι ότι σίγουρα δε θα μας
δει ο εορτάζων γιατί οπωσδήποτε αφού γιορτάζει, είναι στο σπίτι του. . . .
Τότε,
μόνο οι άντρες που γιόρταζαν (και γιατί μόνο οι άντρες αυτό μέχρι σήμερα δεν το
κατάλαβα), και όσοι ήθελαν βέβαια πήγαιναν ένα πανέρι με λειτουργιές
(άρτους) στην εκκλησία (το έλεγαν
πεντάρτο γιατί είχε πέντε άρτους μαζί
κι’ ένα μπουκάλι κρασί).