Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Παράξενος Μέρμηγκας



             (Προσβάλλονται τα μερμήγκια  από Αλτσχάιμερ. . . ;)

Καλημέρα λοιπόν και πάλι και οπλισθείτε με υπομονή, το θέμα παρουσιάζει ενδιαφέρον, αλλά είναι και ελαφρώς  . . .φιλοσοφικό. Θα φανεί στη συνέχεια αν παρουσιάζει ενδιαφέρον ή απλώς είναι μια «φλατ» ιστορία όπως λέμε στα.. .  Ελληνικά, πίνοντας Φραπέ κάτω από την ομπρέλα «παρά θίν αλλός». Και όποιος συμφωνεί ας το πεί, έχουμε και ι μέιλ, το είπαμε αυτό. Όποιος όμως δε συμφωνεί, πολύ. .  .δημοκρατικά λέμε , ότι  αν δεν συμφωνεί, άς  πχει   . . .ξύδι. .  .και να . .  .κάτσει στην άκρη . .  . τόσο απλό και κατανοητό . . . . Και λοιπόν,
   
Όταν  ακούς  να λένε  για κάποιον συνήθως απόντα, ότι «φορτώθηκε πολλά και ζορίζεται . . .»,   φέρνεις στο μυαλό την εικόνα ενός ανθρώπου φορτωμένου με λίγα ή πολλά, με μικρό ή μεγάλο δέμα με ένα γεμάτο σακί ή ένα βαρύ ξύλο, και κουρασμένος κατευθύνεται κάπου και αν αυτό συμβαίνει στην πόλη, αποκλείεται να έχει στους ώμους του ξύλα, μια μπάλα τριφύλλι  ή  ένα  κλεμμένο. . . κατσίκι.
Σίγουρα θα είναι φορτωμένος και ξεχεριασμένος με ψώνια σε πλαστικές  σακούλες πολύχρωμες. Και καλά όποιος είναι φορτωμένος, αλλά βλέπεις  και μερικούς να σέρνονται χωρίς να είναι φορτωμένοι με φανερά βάρη, και καταλαβαίνεις ότι  το βάρος είναι στη σκέψη τους, ένα  βάρος πολλές φορές ασήκωτο,  από απλήρωτους λογαριασμούς  και γενικά από  αδυναμία να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Και βλέπεις άλλους να είναι τελείως «άδειοι» και κυριολεκτικά να σέρνονται, και καταλαβαίνεις από το ύφος τους ότι μάλλον αυτοί, κουβαλούν  την τεμπελιά τους,  ή  τη βαριεστημάρα τους. Αλλά και  πάρα πολύ σπάνια, τυχαίνει και κάποιος  να κουβαλάει  ακόμα και το πάθημά του από  . . . λανθασμένο υπολογισμό   και είναι αρκετά  γνωστό το σιχαμερό ανέκδοτο για κείνον που νόμισε οτι  αερίστηκε, αλλά  δυστυχώς κλπ κλπ, πολύ σπάνια περίπτωση βέβαια, αλλά μπορεί και να συμβεί. . . , και ξεκινήσαμε το . . . πόνημα με . . . σοβαρότητα και παρά λίγο να . .. παρασυρθούμε, το είπαμε όμως κι’ αλλού , και συγγνώμην δηλαδή, και η συγνώμη για τους λεπτεπίλεπτους και τους πολύ μυγιάγγιχτους και γραμματιζούμενους, εκείνους με το σταυρωτό σακάκι, που φανερά . . ναι μεν . . ., αλλά όταν τους κρύψει η κόχη και δεν  τους βλέπει κανείς. . . κλπ κλπ και είπαμε,   το χούι για πολυλογία και ξεστράτισμα, είναι δύσκολο να κοπεί. .  ..    
Κάθεσαι και σκέφτεσαι λοιπόν, κοιτάς δεξιά αριστερά  στύβοντας το μυαλό για να κατεβάσει ιδέες  μήπως και βρεθεί διέξοδος στις δυσκολίες που αντιμετωπίζεις αβοήθητος εν μέσω κρίσης, μιας κρίσης που τη δημιούργησαν άλλοι και ξαφνικά χωρίς να φταις βρέθηκες μέσα, και όχι μόνο βρέθηκες μέσα, αλλά βρέθηκες «καταμισιού»,   και βλέπεις κάποιους  να φορτώνουν με κουτοπονηριά τα δικά τους προβλήματα σε άλλους  και αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσοι πρόθυμοι  «αχθοφόροι», αλλά όλα έχουν μια εξήγηση,  κι’ αν το ψάξεις παραπέρα, θα διαπιστώσεις οτι  η αντοχή και υπομονή τού κάθε  υπομονετικού «αχθοφόρου» εξαρτάται από  την ανοιχτωσιά τού μυαλού του και  από τις ανάγκες του, ιδίως από τις ανάγκες και μάλιστα τις τεχνητές, που  άλλοι τού δημιουργούν. 
Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις  στάθηκε ένα παράξενο φαινόμενο, και πόσο  παράξενο δηλαδή, αφού τέτοια συμβαίνουν στη φύση κάθε μέρα αμέτρητα, αλλά  εμείς δεν τα βλέπουμε και πού να τα δούμε, αφού εδώ και πάρα πολύ καιρό πιστεύουμε μόνο  σε όσα δείχνε η τηλεόραση. Σήμερα λοιπόν  συνέβη το αναπάντεχο. Από την αρχή τού καλοκαιριού  οι μόνιμοι και καθημερινοί επισκέπτες και συγκάτοικοί μας είναι τα αμέτρητα τζιτζίκια που πριονίζουν τα νεύρα μας αρχίζοντας πριν βγει ο ήλιος μέχρις αργά το βράδυ, είναι οι πράσινες και καφετιές  γκουστέρες (σαύρες) με το συνεχές κυνηγητό γύρω απ’ το τροχόσπιτο και οι οποίες ανεβασμένες στο φράχτη μάς κοιτούν περίεργα, και μαζί με όλα αυτά, έχουμε και τα λίγα ενοχλητικά κουνούπια που μάς τιμούν στο βραδινό δείπνο. Βάλε και τα μεταμεσονύχτια νιαουριτά από τις γάτες και  νά η πλήρης εικόνα των γειτόνων και απρόσκλητων μουσαφιραίων τής καλοκαιρινής μας  τροχοσπιτιακής διαμονής  κάτω από τον παχύ ίσκιο  τής καρυδιάς. Δε μιλούμε βέβαια  για τους μεταμεσονύχτιους  εποχούμενους δικυκλιστές, αυτοί «δεν παίζονται   με τίποτα» και ευτυχώς, τους ακούμε από κάποια απόσταση. Όσοι δεν έχουν  εμπειρία από παρόμοια διαμονή στη φύση δυσκολεύονται να προσαρμοστούν, αλλά από κάποια στιγμή  και πέρα  τα συνηθίζουν όλα υποχρεωτικά και κάπως  προσαρμόζονται αφού  δεν μπορούν να κάνουν κι’  αλλιώς. Έτσι, ενώ στην αρχή ακούγονται  τρομαγμένες φωνές και ξεφωνητά, και «αχ. . .τρέξτε. . . τί  είναι αυτό;», σιγά σιγά οι πρώην τρομαγμένοι  φτάνουν να δίνουν συμβουλές και να καθησυχάζουν τούς άλλους, τους άσχετους, και οι ίδιοι πάλι να προσπαθούν να πείσουν αυτούς τους νεοφερμένους άσχετους,  ότι με το να χαλάσεις τον ιστό της. .  . συγκατοίκου αράχνης, αφήνεις τα ενοχλητικά κουνούπια να  γκιζερούν ελεύθερα. .  .
  Μπροστά λοιπόν   από το τροχόσπιτο στο κουρεμένο χορτάρι, φάνηκε να περνάει διαγώνια ένας μερμηγκόδρομος  πάνω στον οποίο  η κυκλοφοριακή συμφόρηση είναι φανερή. Ο στενός δρόμος ξεκινάει πίσω από το φράχτη, από το οικόπεδο τού γείτονα, διασχίζει διαγώνια την χορταριασμένη αυλή μας σε ένα μήκος είκοσι και παραπάνω μέτρων και καταλήγει πίσω από το τροχόσπιτο, εκεί που βάζεις μερικά πράγματα τα οποία δε χρειάζονται, ή δε θέλεις να φαίνονται και τα οποία το έτερον ήμισυ μόλις τα εντοπίσει αναρωτιέται «αν . . .και σε τι χρειάζονται όλα αυτά . . .», ενώ η μονίμως αντίθετη γνώμη είναι, «άστα μπορεί να . . . χρειαστούν . . .» ( και εδώ που τα λέμε για πότε. .  .;)  Και σωστή απορία, αλλά στο γονιδίωμα όσων  έλκουμε την καταγωγή από μικρά χωριά, έχουν καταχωρισθεί  ανάγκες άγνωστες και κάπως παράλογες για τη σημερινή  πραγματικότητα της ευκολίας και  αφθονίας των υλικών γενικά, αλλά επ’ αυτού θα επανέλθουμε εν καιρώ, και θα εξετάσουμε «Τα Τιμαλφή της Καθημερινότητας», θα πούμε για εκείνα  τα ταπεινά αλλά τόσο χρήσιμα εργαλεία και σκεύη που χρησιμοποιήθηκαν στα νοικοκυριά για πολλά πολλά χρόνια και που μερικά, τα χρησιμοποιούμε ακόμα σήμερα, και μπορεί το θέμα να φανεί βαρετό σε μερικούς, αξίζει όμως τον κόπο. Τέλος όμως η . . .παράκαμψη, και,    
 Χιλιάδες  κατάμαυρα μερμήγκια λοιπόν πηγαινοέρχονται  και καταλήγουν εκεί, στη στενούρα μεταξύ τροχόσπιτου και  φράχτη, εκεί είναι ο ελλειψοειδής κρατήρας που έγινε από τα μπάζα που έβγαλαν τα μερμήγκια σκάβοντας όλη τη νύχτα για να κάνουν τη υπόγεια φωλιά τους. Και, ελλειψοειδής ο επιφανειακός κρατήρας, γιατί τα μερμήγκια άγνωστο για ποιο λόγο, διάλεξαν να σκάψουν την υπόγεια φωλιά τους δίπλα από μια  πέτρα κι’ έτσι  τα μπάζα που έβγαλαν έπεσαν μονόπατα. Πάνω στο μερμηγκόδρομο κινούνται  εκατοντάδες  μερμήγκια, μπορεί και χιλιάδες και προς τις δύο κατευθύνσεις,  χωρίς να μπορείς να υπολογίσεις  αν είναι περισσότερα  όσα κινούνται προς τη φωλιά, ή προς το . . . εργοτάξιο. Το περίεργο όμως είναι οτι τα μερμήγκια που κινούνται  προς τη φωλιά τους, ενώ θα περίμενες να είναι όλα φορτωμένα, βλέπεις οτι  πάρα πολλά,  ίσως το ένα τέταρτο τού πληθυσμού που κινείται,  τα βλέπεις να προχωρούν έτσι άσκοπα, να . . . χαζεύουν από δω κι’ από κει σαν αργόσχολοι συνταξιούχοι  χωρίς να μεταφέρουν  κάτι, και ενώ από δίπλα τους περνούν «συνάδελφοι» κουβαλώντας  αντικείμενα δυσανάλογα μεγάλα για το μπόι τους και τη δύναμή τους, και μερικοί  δυο και τρεις μαζί σέρνουν  κάτι μεγάλο, κανείς από τους κοπανατζήδες δεν τα προσέχει αυτά, και είναι φανερό οτι κάνουν  πως δε βλέπουν και σφυρίζουν αδιάφορα, ενώ  κάθε τόσο συναντιούνται και ακουμπούν τις μικροσκοπικές κεραίες τους με τις οποίες μάλλον συνεννοούνται και ανταλλάσσουν πληροφορίες. Είναι φανερό δηλαδή, ότι  δε θέλουν να παρατήσουν  το άσκοπο σουλατσάρισμα και να τρέξουν για βοήθεια.
Εδώ όμως ανακύπτει κάποιο ερώτημα, δηλαδή αν οι κοινωνίες των μερμηγκιών είναι αυτές  που ξέραμε μέχρι τώρα, με την πλήρη ισότητα των «μελών» τους, και τη δίκαιη και ισομερή κατανομή  καθηκόντων και υποχρεώσεων. Γιατί, με το να μην εργάζεται ένας μεγάλος αριθμός  «πολιτών-μερμηγκιών» και αποφεύγοντας αυτοί όλοι να βοηθήσουν, μ’ αυτή τους την αδιαφορία, ανατρέπουν τη θεωρία η οποία έχει καθιερωθεί παγκοσμίως,  ότι το πολιτειακό σύστημα στις μερμηγκοκοινωνίες  είναι το αρχαιότερο σοσιαλιστικό, και τα μερμήγκια-μέλη   ζουν,  εργάζονται και διοικούνται, σύμφωνα με τις αρχές και τα πρότυπα του . .  .Μαρξιστικού-Λενινιστικού  μοντέλου. Και βέβαια μπορεί κάποιος  να  φέρει ως επιχείρημα ότι όλοι αυτοί οι «σουλατσαδόροι» είναι . .  .αδειούχοι ή έχουν  . . .ρεπό(!!), αλλά  κάποιος που έχει άδεια, ή ρεπό, μάλλον φεύγει μακριά από τον τόπο της εργασίας του και ξεκουράζεται. .  . και άρα, πρέπει κάπου αλλού να ψάξουμε για να μας φύγει η απορία, αν φύγει βέβαια. . .
 Σ’ αυτόν τον μερμηγκόδρομο λοιπόν, συμβαίνουν παράξενα πράγματα. Και ενώ   άλλοι μέρμηγκες σουλατσάρουν άσκοπα και . . .χαζεύουν κάνοντας διαδρομές χωρίς φορτίο,  γράφοντας κόκκινα χιλιόμετρα όπως τα λεν οι φορτηγατζήδες, βλέπεις  να περνούν  άλλοι . . . .συνάδελφοί τους μεμονωμένοι ή σε ομάδες,  να περνούν φορτωμένοι με κάτι χρήσιμο ή σέρνοντας  πολλοί μαζί  ένα θεόρατο για τα μέτρα τους αποξηραμένο σκουλήκι και πού το πέτυχαν, βλέπεις όλα αυτά και συμπεραίνεις οτι ακόμα και στα  αμιγώς . . .μερμηγκοσοσιαλιστικά συστήματα  κάποιοι τη βγάζουν καθαρή σε βάρος «τής βάσης» και των ιδεολόγων-συντρόφων, κι’ αυτό το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα ,από την παρατήρηση μόνο τών όσων συμβαίνουν στην επιφάνεια, γιατί ποιος ξέρει τί γίνεται στο σκοτάδι των κάτω διαμερισμάτων της φωλιάς, εκεί που  εδρεύουν τα . . . διάφορα υπουργεία, εκεί που οι υπεύθυνοι και «ωραίοι», οι διάφοροι  επώνυμοι  -Άκηδες  (μερμηγκάκηδες) παίρνουν τις αποφάσεις και μοιράζουν τα πόστα και τα αξιώματα, εκεί που υπάρχουν  οι αποθήκες τροφίμων, οι. .  .κάβες  και η όποια. . . πολυτέλεια. Και δε γνωρίζουμε κι’ ούτε μπορούμε να μάθουμε  αν αυτά τα φαινόμενα  τής διαλυτικής χαλάρωσης  που φαίνονται στην επιφάνεια, μακριά, έξω και καθοδόν προς  τη μερμηγκοφωλιά, δε θα μάθουμε αν τα ίδια  δεν παρατηρούνται αναλογικά και στο εσωτερικό της. Θα μού πει κάποιος οτι για όλα έχει προβλέψει το σύστημα, αλλά οι πολλοί επιφανειακοί . . . κοπανατζήδες  το ρεζιλεύουν αυτό το σύστημα, εκτός. . ., εκτός αν όλοι αυτοί οι σουλατσαδόροι που δεν κάνουν τίποτα,  απλώς αποτελούν την πολυπληθή  . .  .κρατική  αστυνομία τής αποικίας, αποτελούν το «μάτι»  τής κεντρικής  εξουσίας και του αόρατου «Μεγάλου Αδερφού», οπότε το πολιτικό σύστημα της μερμηγκοφωλιάς  φαίνεται ότι κάπως «γέρνει», προς τα μέσα, και όπως λέμε «μπάζει» και ένας αντικειμενικός . .  .συνταγματολόγος ακόμα και χωρίς να έχει υπόψη του την αθέατη και  «υπόγεια» ιεραρχία της μερμηγκοφωλιάς, θα αποφαίνονταν ότι μάλλον το πολιτειακό αυτό σύστημα, κάθε άλλο, παρά δημοκρατικό μπορεί να θεωρηθεί, και αν είναι έτσι, καταρρίπτεται ο γνωστός μύθος περί εργασιομανίας των μερμηγκιών, γιατί μια εξαρτημένη και αστυνομευόμενη εργασία δεν πείθει κανέναν οτι προσφέρεται οικειοθελώς και από  καθαρά ιδεολογικά κίνητρα.    Όμως, ο αγαπητός και ακριβός αναγνώστης ήδη θα άρχισε να αναρωτιέται τί θέλει να πει, τί υπονοεί  τέλος πάντων εκείνος ο ερωτηματικός υπότιτλος στην αρχή   αν δηλαδή προσβάλλονται  τα μερμήγκια από τη νόσο τού αλτσχάιμερ;  Έ λοιπόν  δεν τη γράψαμε έτσι αυτήν την απορία, και η ερώτηση δεν είναι ρητορική, γιατί η απάντηση  έρχεται πλήρης και αιτιολογημένη  όπως θα φανεί στη συνέχεια, χωρίς αυτή η συνέχεια να μάς υποχρεώσει να . . . βραδιαστούμε. Όση ώρα λοιπόν  αργόσχολοι όντες και χασομέρηδες απορούντες καταγράφαμε τις παρατηρήσεις για τα συμβαίνοντα στον μερμηγκόδρομο,  φάνηκε  από το βάθος  να προχωρεί προς τη φωλιά με βήμα αργό και κουρασμένο, ένας. . . καταϊδρωμένος μέρμηγκας, να προχωράει και κάθε τόσο να σταματά για να  . . .ξαποστάσει και να ανασάνει, αλλά το περίεργο είναι οτι δεν βλέπεις τη φάτσα του, αλλά βλέπεις την. . . πλάτη του τη σκυφτή  γιατί και διότι  ο μέρμηγκας προχωρεί με την όπισθεν  κι’  αλλιώς δε γίνεται, και πώς θα προχωρούσε κανονικά, αφού  αντί να κουβαλάει κάτι συνηθισμένο, ας πούμε ένα σπόρο, ή μια ψόφια μέλισσα ή κάτι τέλος πάντων που μπορεί να το σηκώσει και να  τρώγεται, αυτός ο ταλαίπωρος, σέρνει με πολύ κόπο, ένα άχρηστο πράγμα και δυσανάλογα βαρύ για το μπόι του,  σέρνει έ ν α  κ α μ έ ν ο  σ π ί ρ τ ο. . . !! Τον βλέπεις τον ταλαίπωρο  το . . . γέρο «ασκεπή» και μούσκεμα στον ιδρώτα να  προσπαθεί και τον λυπάσαι. . .Απορείς γιατί το κάνει αυτό, κι’ αναρωτιέσαι και λες,  μήπως και στον κόσμο των μερμηγκιών  υπάρχουν υπερήλικες  που δεν συμπλήρωσαν τα. . . ένσημα;  Ή μήπως   ο εγκέφαλος τού γερομέρμηγκα διέγραψε λόγω. . . Αλτσχάιμερ  τις άνωθεν εντολές  για τη χρησιμότητα  ορισμένων αντικειμένων;  Μήπως ο φουκαράς ο γέρος «τόχασε»  και βλέποντας το καμένο σπίρτο  το πήρε ως κάτι χρήσιμο;  Ή το καμένο σπίρτο του θύμιζε κάτι θολό και ακαθόριστο απ’ τα παλιά και σκέφτηκε, «πάρτο και βλέπουμε;» Μήπως είμαστε στον ίδιο παρονομαστή, ο ένας να κουβαλάει κάτι αμφιβόλου χρήσεως και ο «άλλος» να μαζεύει πράγματα που «μπορεί κάποτε να χρειαστούν;»  Βέβαια, ο παραλληλισμός μπορεί και να μην τιμά το.. . μέρμηγκα, αλλά,  λέτε    να τού διαφεύγει η χρησιμότητα τού πράγματος  λόγω Αλτσχάιμερ, ή μήπως  η  κατ’ ανάγκη μακρόχρονη και δια βίου κατευθυνόμενη και ελεγχόμενη εργασιομανία του  να αποδείχθηκε ισχυρότερη; Πάντως, όπως και να έχει το πράγμα, το φαινόμενο αποδεικνύει ότι  η κοινωνική μέριμνα  στη μερμηγκοφωλιά αν δεν είναι ανύπαρκτη, μάλλον θα πρέπει να είναι  υποτυπώδης και με περιθώρια. . . βελτίωσης , για να αφήνει ένα γέρο μέρμηγκα χωρίς φροντίδα, να  μη διαθέτει το «σύστημα»  κάποιο ίδρυμα για την περίπτωσή του  ή έστω ένα  . . . .ΚΑΠΗ. .  .!!!   
Όμως,  όμως,  το φαινόμενο του γερομέρμηγκα δεν είναι για γέλια. Το φαινόμενο  μοιραία φέρνει κι’ άλλες σκέψεις, σκέψεις για το μέλλον όσων  θα υποχρεωθούν να εργάζονται σε μεγάλη ηλικία, να εργάζονται μέχρι και στην ηλικία  που ο εγκέφαλος τού ανθρώπου να αντιληφθεί,  ότι συμπλήρωσε τόσα χρόνια συνεχούς και παραγωγικής(;) λειτουργίας, και να πει «ως εδώ . . .  φτάνει ..  .!!!» και έτσι,  αυτοπροστατευόμενος να θέσει στο «ON» από μόνος του το σύστημα προστασίας του, και να βάλει  «μπροστά» τον αυτόματο πιλότο κρατώντας  μόνο τις απαραίτητες βασικές του λειτουργίες. . . Και παρόμοια  περιστατικά δυστυχώς, μάλλον θα πληθύνουν στο μέλλον, και φαντασθείτε τον εβδομηνταπεντάρη δημόσιο υπάλληλο  με βλέμμα απλανές και πλατύ χαμόγελο να ρωτάει το διευθυντή του, «εσείς τί θέλετε; Ποιος είστε; Σάς εξυπηρετούν;»
 Ή την κυρία Φιλόλογο  σε βαθύ γήρας, να  προσπαθεί να θυμηθεί για ποιο λόγο μπήκε στην αίθουσα και να προσθέτει στις εννέα Μούσες και την  . . . .Άντζελα. . . !! Γραφικό έ;
Και κοίτα φίλε μου κάτι μυστήρια πράγματα, από μια απλή παρατήρηση μιας «μερμηγκολεωφόρου», βγήκε ολόκληρο κατεβατό, αλλά εδώ τέλος, και πάλι χαιρετίσματα σε όλους γνωστούς και αγνώστους, ημεδαπούς και αλλοδαπούς. . .
   Ο ίδιος βαρετός πάλι , Βαγγέλης Μαυροδής
Σκάλα Ποταμιάς, κεκαυμένου μηνός  Ιουλίου λήγοντος  και,
Άκουσα από το ραδιόφωνο της  ΕΡΤ 3 ( και αν δεν την ακούτε χάνετε . . .), άκουσα, ότι ο φετινός Ιούλιος  λέει ήταν ο ζεστότερος μήνας στα τελευταία 100 χρόνια, και άμα λιώσουν οι πάγοι λέει η θάλασσα θα ανεβεί, και μάλλον το οικόπεδό μας θα βγει φάτσα στη θάλασσα θα ανέβει και η αξία του και ποιος μας πχιάνει. . . μόνο να μην ανεβεί υπερβολικά  η θάλασσα, οπότε. .  .θα πρέπει να μετακινηθούμε «κατασιαπάν . . .»   
Αυτά, κα νάμαστε καλά να πούμε κι’ άλλα. . .  . .  

Δεν υπάρχουν σχόλια: