Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Τα τιμαλφή της Καθημερινότητας (συνέχεια) - Ο Κορεοκτόνος


                                                    Ο αιμοδιψής  Κορέος

Και  το χειροποίητο Λαδικό, η  κατά περίπτωσιν   Κορεοκτόνος.  . .Ζεματίστρα  η οποία μετά την κορεοκτονία, ξαναγέμιζε με λάδι  για να μπαίνει στο φαί με ελεγχόμενη ροή  ( μετρημένο). Και όλα αυτά συνέβαινον «εκείνα τα παλαιά και . .ωραία  χρόνια . . .», τότε που  ήμασταν γεμάτοι . . .φουλτάκες . . και « ξιούμασταν» αράδα...

   

  

(Ήτοι το ειδικό «Λαδικό» προς εξολόθρευση των κορέων.)


Και για όσους ξεχνούν ή βαριούνται να θυμηθούν,  στο προηγούμενο γραπτό
μίλησα για το Ξύστρο και είπα ότι πολλές φορές αυτό το εργαλείο εκτός από το καθάρισμα της σκάφης από τα ζυμάρια, το χρησιμοποιήσαμε για να ξεκαπαριάζουμε τα κάπαρα από τα φουσκωμένα  ασβέστια στους τοίχους που από κάτω τους φώλιαζαν οι κοριοί και περίμεναν να νυχτώσει για να κάνουν τα γιουρούσια τους επάνω μας και να μας πιουν το αίμα. Οι κοριοί καθώς και οι τρισκατάρατες ψείρες είναι πολύ αρχαία έντομα αφού οι ειδικοί τα βρήκαν λέει ως απολιθώματα και πριν από εκατομμύρια χρόνια ζούσαν και τρέφονταν με τον ίδιο τρόπο όπως και σήμερα, γιατί, ναι και στις μέρες μας ούτε οι ψείρες (έ…..καλά αυτές έκαναν πλούσιες τις φαρμακοβιομηχανίες. . .) αλλά ούτε και οι κορέοι απουσιάζουν. Και οι κοριοί όπως λεν οι ειδικοί κορεολόγοι (και άκου εσύ ειδικότητα.  . .!!!), ζουν λέει ένα χρόνο και παραπάνω  χωρίς να φαν τίποτα. Κι’ αυτοί οι ειδικοί που τούς μελετούν θα πρέπει να επιμείνουν στις μελέτες τους, για να μάθουν πώς αντέχουν σε τέτοια μακροχρόνια πείνα οι κορέοι να μάθουμε κι’ εμείς πώς τα καταφέρνουν και ζουν χωρίς να τρων και να  . . .ξοδεύουν,  να πάρουμε κι’ εμείς το κολάι, μήπως και βάλουμε τίποτα στην άκρη να μπορέσουμε να πληρώσουμε τα.  . .χαράτσια .  . .

Τα Δανεικά (αλλά και Δάνεια)

                    Τα      Δανεικά (αλλά και Δάνεια)
1.           Ο Χαρκόλακκας
Καλημέρα λοιπόν και λέω από την αρχή, ότι το θέμα είναι παραπλανητικό, γιατί δεν πρόκειται για δανεικά κι’ αγύριστα , ούτε για εκείνα τα δανεικά που μάς δίνουν οι Ευρωπαίοι τώρα, και που ούτε να μάς περάσει απ’ το μυαλό ότι μπορεί να γίνουν  αγύριστα, γιατί αυτοί που τα δίνουν έχουν χίλιους τρόπους να τα πάρουν πίσω και μάλιστα, θα πάρουν πολλές φορές παραπάνω απ’ ότι τους χρωστάμε,  αφού φτάσαμε να μάς δανείζουν για να ξεπληρώνουμε τους τόκους από όσα πήραμε μέχρι τώρα, και για να ξεπληρώσουμε τους τόκους αυτούς θα παρακαλούμε να μας δανείσουν κι’ άλλα και θα χαιρόμαστε και θα λέμε «ευτυχώς που μας δάνεισαν» και έτσι θα πάει συνέχεια, κι’ αν κατάλαβε κανείς, ούτε τα δισέγγονά μας θα έχουν ξεπληρώσει τους «έξω» . . .Εν πάση περιπτώσει, έτσι ή κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, αλλά εδώ  δεν θα μιλήσω για τα προβλήματα που προκύπτουν από τα δανεικά χρήματα, μ’ αυτά ασχολούνται άλλοι. Εμείς είμαστε μόνο για . . . «πλήρωνε ρε και μη ρωτάς πολλά . . .».
Εδώ θα προσπαθήσω να πω μερικά πράγματα για τις  παράξενες λέξεις που ακούγονται στην τοπική μας γλώσσα εκεί στα χωριά μας, κάτι λέξεις που φαίνονται ξεκάρφωτες και ούτε ξέρει αλλά ούτε και θυμάται κανένας από πού ξεφύτρωσαν. Μόνο μερικές σκόρπιες μαρτυρίες από δω κι’ από κει, από τις οποίες για να βγει κάποιο συμπέρασμα λογικό, θα πρέπει οι μαρτυρίες αυτές να συνδυαστούν με ιστορικά στοιχεία που φρόντισαν άλλοι να ψάξουν και να τα εντοπίσουν. Και βέβαια δεν αναφέρομαι στους πολλούς ιδιωματισμούς που συναντιούνται στα προφορικά μας, ούτε στις πετσοκομμένες λέξεις που τις κάναμε αγνώριστες αφαιρώντας φωνήεντα, ακόμα  και ολόκληρες συλλαβές, αλλά ούτε και σε κείνα τα έρμα τα ρήματα που τα κλίνουμε σύμφωνα με τους άγραφους κανόνες της δικής μας Τοπικής Γραμματικής.  
- Και για να έρθει το θέμα ομαλά, λέω ότι στο γραπτό για την Πυροστιά κάπου ανέφερα ότι όπου δεν υπήρχε αυτή η Πυροστιά, έστηναν δυο μεγάλες πέτρες σε ύψος τέτοιο που να ανάβουν εύκολα φωτιά από κάτω, και σε τόση απόσταση μεταξύ τους, που να μην πέφτει η κατσαρόλα ή το καζάνι.  Έτσι, όσοι δούλευαν στο βουνό μακριά από το σπίτι, ήταν υποχρεωμένοι να μαγειρεύουν στήνοντας την κατσαρόλα μ’ αυτόν τον τρόπο, επάνω στις δυο πέτρες. Αυτή την πρόχειρη και πρωτόγονη εγκατάσταση λοιπόν, δηλαδή τις δυο πέτρες με τη φωτιά από κάτω, αναμμένη ή και σβησμένη, με μισοκαμμένα δαυλιά και κάρβουνα ανάκατα με στάχτη, σχεδόν σε όλα τα χωριά μας την ονομάζουμε με μια λέξη που δεν ταιριάζει με τίποτα δικό μας.
Την ονομάζουμε « Χ α ρ κ ό λ α κ κ α» και η απορία μου ήταν . . . μακροχρόνια, μέχρι που επάνω σε ένα χάρτινο σακί με εισαγόμενα κάρβουνα, (εκ Βουλγαρίας παρακαλώ, λες και δεν έχουμε κάρβουνα δικά μας, και τι κάρβουνα, μαύρα κατάμαυρα), εκεί στο σακί,   είδα να αναγράφεται το περιεχόμενο ως “C h a r c o a l” που στα Αγγλικά έχει μια προφορά μεταξύ «Τσαρκόαλ», Και « Σαρχόαλ» αλλά αυτό το (σίγμα) πολύ παχύ, και σημαίνει  Ξυλοκάρβουνο, και για μάς σκέτο κάρβουνο αφού δεν μας χρειάστηκε ποτέ να ξεχωρίσουμε το ξυλοκάρβουνο από το Πετροκάρβουνο, γιατί αυτό το δεύτερο δεν το ξέραμε.   
Και δε νομίζω να ταξίδεψε στην Αγγλία κάποιος από τους δικούς μας Παππούδες και να έφερε το όνομα αυτό πεσκέσι, αλλά μάλλον μας ήρθε με άλλον τρόπο, αμεσότερο, και όχι μόνο  αυτή η λέξη αλλά κι’ άλλες αρκετές. Θυμάμαι μερικές, και θα τις αναφέρω, κι’ όποιος έχει αντίρρηση, ας πει τη δική του άποψη και «παρεξήγησις μηδέν . .», διότι τις υποδείξεις και τις διορθώσεις στη «δική» μας γλώσσα, καλά είναι να μην τις κάνουν οι «γραμματικοί». Δε θα δώσουμε τις λέξεις μας για διόρθωση στους «λογοτέχνες». Αυτοί, έχουν τα κουσούρια τους και μπερδεύονται ανάμεσα στις καταλήξεις, στις ρίζες και στα  απαρέμφατα. Τις λέξεις τις δικές μας δεν είναι να τις αφήνεις σε  «ξένα» χέρια, γιατί τους ξένους δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι. Οι λέξεις μας ταιριάζουν μόνο με τη δική μας  . . .γραμματοσειρά. Κι’ άμα πιάσουν οι ξένοι και βάλουν τις  λέξεις και τα ρήματά μας κάτω από τα μυωπικά τους μικροσκόπια, σίγουρα θα τις αλλάξουν, τις έχουν γινάτι, γιατί δεν τις άκουσαν δεν τις έζησαν, εξετάζουν μόνο αυτό που βλέπουν και το κάνουν λέει, σύμφωνα με τους κανόνες,  της γραμματικής, αλλά ποιας γραμματικής; Και ποιος θα  απαντήσει στο ερώτημα, «Η γραμματική γράφτηκε πρώτη, και ύστερα η Γλώσσα; Και η κάθε γλώσσα, πρώτα γράφτηκε και ύστερα μιλήθηκε; Ή το ανάποδο;  »  
 Γιατί, αυτοί οι ξένοι τις λέξεις μας λες και είναι λερωμένες, τις πιάνουν με γάντια και τις εξετάζουν, τις εξετάζουν μόνο σαν αραδιασμένα φωνήεντα και σύμφωνα, χωρίς να τις ακούν και πιάνουν με το . . .τσιμπιδάκι να ξαναβάλουν τα γράμματα που λείπουν και να βγάλουν στην άκρη όσα κατά τη γνώμη τους είναι παραπανίσια, σαν να βγάζουν τα αγκάθια από το ψάρι . . ..
 Τώρα για το «Χαρκόλακκα» στα χωριά μας συμφωνούν όλοι ότι με το όνομα αυτό εννοούμε το ίδιο πράγμα. Και κατά την προσωπική μου άποψη, το όνομα μάς ήρθε από τους ξένους τεχνίτες που κατά καιρούς έκαναν κουμάντο στα πρωτόγονα χυτήρια των μεταλλείων στα Σιδηροκαύσια (κάτω στο «λάκκο» στη Μπιάβιτσα).
Οι τεχνίτες αυτοί σύμφωνα με τους ιστορικούς ερευνητές, προέρχονταν από χώρες της Ευρώπης στις οποίες ήταν αναπτυγμένη η μεταλλοτεχνία. Και οι ιστορικοί, στηριζόμενοι σε μαρτυρίες περιηγητών και ψάχνοντας στις πηγές, αναφέρουν ότι για να ξεχωρίσουν το μολύβι και το ασήμι, στο καμίνι- χυτήριο στο ρέμα της Μπιάβιτσας, χρησιμοποιούσαν  ξυλοκάρβουνα. Μάλιστα ο Απόστ. Βακαλόπουλος στην ιστορία του Νέου Ελληνισμού, αναφέρει ότι το μεγάλο φυσερό στο καμίνι το δούλευαν λέει με μουλάρια, είχαν τον τρόπο τους και με τη δύναμη των μουλαριών δούλευε το Μουχάνι.  
Και έτσι, με την επανάληψη της ξενόφερτης λέξης από τους ξένους, έγινε γνωστή, και μάς έμεινε μέχρι σήμερα.  Πάντως αν κάποιος δουλέψει μέσα στα δάση της περιοχής και «κόβει» το μάτι του, θα διαπιστώσει ότι όπου υπάρχει το παραμικρό «ίσιωμα» στις πλαγιές, εκεί υπάρχει παλιά «καρβουναριά» που έμεινε από κάποιο καμίνι  από την εποχή των Σιδηροκαυσίων. Αυτά φάνηκαν στα μέρη που πέρασαν δασικοί δρόμοι, και φάνηκαν μόνο σε όποιους «ήξεραν» και μάλιστα σε όσους κάποτε έκαναν έστω και ένα καμίνι κάρβουνα, ή βοήθησαν και παρακολούθησαν το στήσιμο και το κάψιμο. Τώρα θα πει κάποιος ότι άλλο Τσαρκόαλ κι’ άλλο χαρκόλακκας .. .και δεν γίνονται τέτοια, αλλά πολλές φορές  η προφορά της ίδιας λέξης  από τόπο σε τόπο φορές αλλάζει, χωρίς να μπορεί κανείς να πει με σιγουριά τους λόγους της αλλαγής. Κι’ όπως αλλάζουμε με μεγάλη ευκολία τις λέξεις που δεν μας βολεύουν, αλλάξαμε και τη δύσκολη λέξη Charcoal και την κάναμε  Χαρκόλακκα και το παράξενο είναι ότι από απλή λέξη στα Αγγλικά, την κάναμε σύνθετη, αφού σε ελεύθερη . . . μετάφραση, χαρκόλακκας σημαίνει, «Ξυλοκάρβουνα στο Λάκκο», αυτόν το λάκκο που σκάβουμε ανάμεσα στις δυο πέτρες για να χωρέσουν περισσότερα ξύλα ..  .  Άλλωστε « Cha » του Ξυλοκάρβουνου στα Εγγλέζικα με Το « Χα» του Χαρκόλακκα είναι πάρα πολύ κοντά.            
2. Τα Μηλάκια
Παλιότερα τα παιδιά στο χωριό έπαιζαν με ένα μήλο ή και με ένα πάνινο τόπι «χειροποίητο» με γέμισμα από κουρέλια, και  με   το ένα χέρι, το έριχναν προς τα πάνω προσπαθώντας  να το ξαναπιάνουν χωρίς να τους πέσει κάτω, και συγχρόνως  μετρούσαν έτσι πόσες φορές το κατάφεραν. Αλλά, κάθε φορά που έκαναν μια επιτυχημένη προσπάθεια, άκουγες να λεν  «άπλο ένα.  . .άπλο δύο . .  άπλο τρία . . .κλπ κλπ». Και πολλές φορές αναρωτήθηκα από πού τόμαθαν αυτό και το έλεγαν. Και δεν έλεγαν  «μήλο ένα μήλο δύο κλπ . .»  Φαίνεται ότι και η λέξη αυτή μας ήρθε απ’ αλλού, και μάλλον την μετέφεραν τα παιδιά που έφερναν μαζί τους οι «ξένοι». Και τα παιδιά των ξένων, όλο και θα έπαιζαν με μερικά δικά μας και όλο και τα μεν θα έκαναν επίδειξη στα δε και ανάποδα, και θα μάθαιναν τα παιγνίδια τους, ακόμα και μερικές λέξεις έστω, και να που μας προέκυψε και το Αγγλικό «Έιπλ»  (που δεν προφέρεται βέβαια όπως το γράφω, αλλά κάπως ενδιάμεσα από έιπλ και άπλ), και μας προέκυψε  και το κρατήσαμε ως άπλο, και το θυμούνται ακόμα οι ηλικίες που σήμερα ξεπερνούν τα 65-70 και ζωή νάχουμε . . . Και τα ελάχιστα έστω αποτελέσματα απ’ αυτόν τον άγνωστο συγχρωτισμό ντόπιων και ξένων, γίνονται εύκολα αντιληπτά, αρκεί να έχει ακούσει κάποιος μερικές από τις  πολύ παλιές γυναίκες που τώρα δεν υπάρχουν πια, οι οποίες (όχι όλες) θυμούνταν ότι κάθε χρόνο την ημέρα των Φώτων που γίνονταν ο αγιασμός των υδάτων εκεί στην Απάνω Βρύση του χωριού, εκεί που τότε(1900-1925)  ήταν   το κέντρο του χωριού, έρχονταν λέει από τη Μπιάβιτσα Γαλλίδες και Ιταλίδες κυρίες, που φορούσαν μποτάκια και καπέλα και στα παλτά τους είχαν γούνινους γιακάδες μέχρι κάτω. Μάλιστα θυμούνται και ονόματα, Τερέζα, Ρόζα  και μερικά άλλα που από τότε που τα άκουσα, πέρασαν εξήντα χρόνια και τα ξέχασα. Μάλιστα τότε που δούλευε όλο το χωριό «σ’τ’ς’ αργασίις» στις «εργασίες» εκεί απέναντι από τη Μπιάβιτσα,  οι δικοί μας μπροστά στα ξύλινα σπίτια που έμεναν οι οικογένειες των «ξένων», έβλεπαν λέει να καλλιεργούν τριαντάφυλλα και πολύ εντυπωσιάζονταν. Και σκέψου κάποιον και κάποια να σχολούν μπαϊλντισμένοι ύστερα από δωδεκάωρη εργασία, και να βλέπουν τους ξένους να περιποιούνται τριαντάφυλλα. Εκεί παραδίπλα, σώζονταν ακόμα στη δεκαετία του ’50, ο σανιδένιος φράχτης στο κτήμα με τις λεπτοκαρυές του γερο Τσελεπή, και μπαίνοντας δεξιά προς τον Άγιο Αθανάσιο, στέκονταν ακόμα τα ράφια του «μαγαζιού» που διατηρούσε εκεί, κι’ όποιος αμφιβάλλει, ας ρωτήσει κάποιον τρανήτερο . .            
3.   Αγιούτο. Το παιγνίδι «Σκλαβάκια» είναι σε όλους ή στους περισσότερους γνωστό, εκείνο που τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες και η κάθε μία προσπαθεί να «σκλαβώσει» παίχτες από την άλλη ομάδα, τους μαντρώνει σε από πριν ορισμένο σημείο και οι μαντρωμένοι, ζητούν «βοήθεια»  να τους ξεσκλαβώσει, να τους ελευθερώσει κάποιος από την ομάδα τους. Αυτό είναι το παιγνίδι που στο χωριό το παίζαμε μόνο τα αγόρια γιατί ήταν πολύ κουραστικό, επειδή είχε πολύ τρέξιμο. Έ λοιπόν αυτό το παιγνίδι στο χωριό μας το λέγαμε  «Αγιούτο»  (το)  και είναι παραπάνω από σίγουρο ότι η ονομασία προήλθε από το Ιταλικό «Aiuto” που σημαίνει «Βοήθεια» και προφέρεται «Αγιούτο». Και στα μεταλλεία της Μπιάβιτσας αι αργότερα στον Μαντέμ Λάκκο εξακριβωμένα δούλευαν και Ιταλοί, ένας από τους οποίους ο μπάρμπα Ντομένικο Τζιανέζι (1882-1956), έμεινε γαμπρός στο χωριό μας, βαφτίστηκε  ορθόδοξος και πήρε το όνομα  Δημήτριος
4. Toutc ( προφορά  Τατς).  Έ λοιπόν αυτό είμαι σίγουρος ότι είναι ακριβής μετάφραση από το. .  . Ελληνικό «ακουμπώ», αλλά έλα όμως που δε μιλώ για λέξη που ακούγεται μόνο στην Ιγγλετέρα, αλλά για μια λέξη που τη λέγαμε και στο χωριό μας, και  σίγουρα τη θυμούνται πολλοί. Και για  να καταλάβουν και να μάθουν μερικοί δύσπιστοι, ότι στη γλωσσομάθεια είμαστε «παλαιόθεν» . . . πρώτοι, λέω εν συντομία ότι, όταν βλέπαμε ένα κατσίκι μικρό ή μεγαλύτερο, ιδίως τραγί, προτείναμε το δεξί χέρι απέναντί του λέγοντας «Τατς» κι’ εκείνο συνήθως ορμούσε και μας «κουντρούσε». Με τα μικρά αρσενικά κατσίκια ήταν διασκέδαση, αλλά με τα τραγιά έπρεπε να είσαι προσεχτικός, γιατί το κούντρισμα (χτύπημα) μπορεί να είχε συνέπειες. Εμείς λέγαμε «Τατς» αλλά δεν εξακριβώθηκε, αν τα κατσίκια ή τα τραγιά καταλάβαιναν τη . .  . ξένη γλώσσα, ή απλώς έβλεπαν το απειλητικά τεντωμένο χέρι και αμύνονταν επιτιθέμενα. Ποιος ξέρει . . .   
Ε  και τελευταίο , Aller- Partir ( (Πήγαινε –Φύγε). Και όποιος αμφιβάλλει, ας πάει στο χωριό και θα διαπιστώσει ότι μικροί και μεγάλοι           
ακόμα και τώρα, ξέρουν τι σημαίνει αυτό το «Αλέ παρτί» που κι’ αυτό δεν ξεφύτρωσε έτσι από μόνο του, αλλά μας το αφήκαν οι Γάλλοι που φάνηκαν στα μέρη μας, αυτοί που, δούλευαν στη Γαλλική εταιρεία που εκμεταλλεύονταν τα κοιτάσματα στη Μπιάβιτσα, εκεί που δούλευε και η Γιαγιά μας η Χαρίκλεια και όπως μας έλεγε το ωράριο ήταν δώδεκα ώρες. Ναι. Γύρω στο 1907 αυτό  ήταν  το ωράριο και πολύ φοβούμαι ότι όπου νάναι ξανάρχεται. Αυτά λοιπόν και τι μας έμεινε; Έμεινε η
5. Κράτσνα και μερικά άλλα, αλλά τα άλλα τα αφήνω για αργότερα, και μόνο για την κράτσνα θα πω ότι ξεκίνησε καθαρά ως εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε στα μεταλλεία, για να τραβούν σέρνοντάς την και «ξυστά» το μετάλλευμα,  γι’ αυτό και δεν είναι τετράγωνη όπως οι γνωστές τσάπες, αλλά στενεύει προς τα κάτω και είναι  κυρτή, για να μην φεύγει από δω κι’ από κει ότι πρέπει να «τραβηχτεί» προς τα εμπρός. Και επειδή το μετάλλευμα δεν τραβιέται «σκάβοντας» αλλά «ξυστά», και ξύνω στα Αγγλικά είναι το “ Skratce” (Σκράτς), μας έμεινε κι’ αυτή η λέξη και πολιτογραφήθηκε δια βίου. Η Κράτσνα  όμως που είναι η πιο κατάλληλη  λόγω κατασκευής να μαζεύει το χώμα γύρω από τα φυτά, πατάτες φασόλια καλαμπόκι και άλλα, χρησιμοποιείται και σήμερα, για το «τράφιασμα» στα χωράφια, εκεί που δεν έφτασε  η μηχανή. 
Έτσι λοιπόν έχουν τα πράγματα κι’ αν κάπου  μπήκε κάποιο λάθος, «παρεισέφρησεν» που λεν τα πτυχία,  ο ερασιτεχνισμός στις ξένες γλώσσες, προσδοκά κριτική καλόπιστη και με επιείκεια, τουλάχιστον από όσους τις σπούδασαν και τις δίδαξαν.
Και όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε ότι στα μέρη μας λέμε πολλές λέξεις άγνωστες σε άλλες περιοχές, και δεν πρέπει να απορούμε από πού μας ήρθαν αυτές οι λέξεις, αφού ο τόπος μας ήταν «πέρασμα» και λόγω των μεταλλείων, έδινε δουλειά σε πλήθος ξένων. Μάλιστα , για τα Σιδηροκαύσια οι ιστορικοί ομολογούν, ότι ήταν το μόνο μέρος στην Οθωμανικά αυτοκρατορία, στο οποίο λέει τρεις μέρες την εβδομάδα είχαν αργία. Την Παρασκευή οι Μουσουλμάνοι, το Σάββατο οι Εβραίοι και την Κυριακή οι Χριστιανοί. Βέβαια το τι είδους αργία ήταν δεν το ξέρουμε ακριβώς, και μάλλον θα έκλειναν τα μαγαζιά τους για λίγες ώρες για να πάει ο καθένας στον ευκτήριο οίκο της θρησκείας του. Πολλά τα τέτοια, και πού να βρεις τις μαρτυρίες και τις άπειρες πηγές, αλλά και ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτά, τώρα το ενδιαφέρον στράφηκε αλλού, στράφηκε προς τα κάτω, κατασιακεί που θα βγάλουν λέει χρυσό, και τι να τον κάνουν το χρυσό, και τι να στολίσουν, και τέλος πάντων καλός ο χρυσός, αλλά μόνο για όσους τον έχουν τώρα, γιατί όσοι τον είχαν στη μεγάλη πείνα, έβαλαν σο χέρι εξαθλιωμένους ανθρώπους κι’ αγόρασαν οικόπεδα, ραπτομηχανές και συνειδήσεις, και ύστερα,  . . . ύστερα. .  όπως όλοι , πέθαναν κι’ άφησαν πίσω τους το όνειδος, αλλά επειδή ξεχνάμε γρήγορα, χειροκροτούμε τους απογόνους τους που μας κυβέρνησαν και ίσως ακόμα μας κυβερνούν και μας κουνούν απειλητικά το δάχτυλο. Έχουμε όμως κι’ άλλα πολλά να πούμε στο μέλλον, και ψάχνω να βρω άκρη με κείνη την περίεργη λέξη που λέμε στο χωριό, μ’ εκείνη την « Πρέγκλα», κι’ όποιος ξέρει κάτι,  αναμένω.               
.  . Αυτά και δε θέλω γκρίνιες.  . .
 Βαγγέλης Μαυροδής

Τα Τιμαλφή της Καθημερινότητας (συνέχεια)



Η Πυροστιά

Και τι να πεις για την πυροστιά, τον «Πυριστάτη», των Αρχαίων Παππούδων μας. Όλοι λίγο πολύ τη γνωρίζουν την πυροστιά, κι’ εδώ παραπάνω στο Διδυμότειχο μια ωραία γειτονιά στο Κέντρο ονομάζεται Πυροστιά, από ένα μαυσωλείο που στέκεται εκεί χωρίς σκεπή  με τέσσερες λεπτές κολόνες κτιστές, αλλά από μια μεριά φαίνεται σαν να στηρίζεται σε τρεις και μοιάζει με Πυροστιά.  Και  ο κόσμος από πολύ παλιά, αντί να το λέει Μαυσωλείο, δηλαδή τάφο, καλά έκανε και το είπε Πυροστιά κι’ έτσι έμεινε . . Η Πυροστιά αποτελείται από τρεις μικρές σιδερόβεργες κολλημένες μεταξύ τους στις άκρες τους έτσι που να σχηματίζουν ένα τρίγωνο, με τρία πόδια πάλι από το ίδιο υλικό. Τα πόδια εκεί που πατούν, συνήθως είναι λίγο στραβωμένα προς τα έξω και πλατύτερα, με πέλμα θα έλεγα, για να είναι σταθερή, ιδίως όταν χρησιμοποιείται η πυροστιά στο ύπαιθρο και πατάει σε σκέτο χώμα, οπότε είναι εύκολο να γείρει με όλα τα δυσάρεστα επακόλουθα, δηλαδή, και το χειρότερο είναι, να χυθεί  το φαί.