Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Το Ψευτισμένο Αλάτι


 Θυμόμαστε πάντα τα δύσκολα χρόνια που ζήσαμε κάποτε. Και να μην μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, τα  χρόνια εκείνα τα θυμάται μόνο όποιος τα έζησε. Για τα χρόνια εκείνα μιλήσαμε στα παιδιά μας πολλές φορές και μάλλον μάς πίστεψαν γιατί είναι παιδιά μας, και είναι αλήθεια ότι προσπάθησαν αρκετά να μας . . .καταλάβουν,  αλλά και με το γνωστό σε όλους . .  .τριτοηλικιακό παράπονο (για να μην το πω «γεροντικό», γιατί για μερικούς  που . . . επιμένουν ο χαρακτηρισμός ίσως  είναι κάπως . . . βαρύς)   με το επαναλαμβανόμενο αυτό και βαρετό παράπονο, λέμε  τα ίδια και στα εγγόνια μας που φανερά απορούν. .  .
Όμως   για να αντιληφθούν  οι επόμενες γενιές  περί τίνος πρόκειται, θα πρέπει πρώτα να κάνουν σπουδές  στον ανάλογο κλάδο, αλλιώς, θα εξακολουθούν να ρωτούν, « μά γιατί παππού; Δεν υπήρχαν τότε  μηχανήματα  στις πλατείες να πάρετε χρήματα;  . . .».
 Έτσι είναι αυτά και μακάρι να βγούμε από το αδιέξοδο, αλλά μάλλον δεν το βλέπω, γιατί οι ίδιοι που μας έριξαν στο λάκκο των λεόντων, οι ίδιο πάλι ετοιμάζονται  να ξανακάνουν τα ίδια, δέστε τους ( να τους δείτε θέλω να πω, αλλά αυτό το δέστε τους, έχει κι’ άλλο νόημα, που όμως απαιτεί  σκοινί για δέσιμο ,  κι ότι νομίζετε κάντε . . .)
Βέβαια,  αν πριν από την κρίση σκεφτόμασταν πιο σοβαρά, τα πράγματα δε θα έφταναν εδώ που έφτασαν.  Γιατί, το Τσουνάμι το βλέπαμε που ερχόταν, το βουητό ακούγονταν αλλά εμείς κλείναμε τα μάτια  εφησυχασμένοι, νομίζοντας ότι  τα πλαστικά χρήματα ήταν ατελείωτα. Και βλέπεις σήμερα πάλι τους ίδιους, να προσπαθούν να μας πείσουν  ότι είναι όλοι τους άσχετοι με το φαγοπότι που προηγήθηκε, βλέπεις τους δυο μεγάλους αρχηγούς να λεν τα ίδια όπως πρώτα, τους ακούς να μιλούν και βλέπεις να γυαλίζει το μάτι τους και μένεις απελπισμένος   μπροστά στο αδιέξοδο.   Και αφού οι μέλλοντες  να μας κυβερνήσουν,  μάλλον δε θα έχουν τη δυνατότητα να διορίζουν τον κάθε «Λάκη» από το παράθυρο,( ή θα μπορούν; Λέτε;),  μια λύση μάς απομένει, να ξαναθυμηθούμε το μπόι μας και τη θέλησή μας και να κάνουμε όχι μόνο αυτό που «πρέπει», αλλά «αυτό που μάς πρέπει»,  κι’ όχι ό τι μας λεν αυτοί που κονομούν από το πετσί μας και την πλάτη μας αιώνες τώρα.
Αλλά για τα δύσκολα χρόνια που περάσαμε « τότε» ξεκίνησα να πω, και η σκέψη ξεστράτισε  στο σημερινό  πρόβλημα. Για το καταραμένο «τότε» που μαθητές στο Γυμνάσιο της μικρής και επαρχιακής Αρναίας, πληρώναμε  το νοίκι μας σε είδος, γιατί τα μέσα συγκοινωνίας ήταν ανύπαρκτα και έπρεπε να μένουμε εκεί, νοικιάζοντας φτηνά δωμάτια  και φέρνοντας με τα πόδια  απ’ τα σπίτια μας στα χωριά, τα απαραίτητα τρόφιμα για μια βδομάδα. Η κυκλοφορία μας ως μαθητών με το πηλίκιο  και την ποδιά, είχε περιορισμούς και την ορισμένη ώρα έπρεπε να μην κυκλοφορούμε έξω, έπρεπε να μένουμε στο σπίτι του ο καθένας, κι’ αυτό βέβαια ελέγχονταν από ομάδες καθηγητών οι οποίοι με βάρδιες, έκαναν έλεγχο καταγράφοντας παρουσίες και απουσίες ακόμα και μέσα στα σπίτια που μέναμε.  Τις απογευματινές ώρες και μέσα στο ωράριο που  επιτρεπόταν   η κυκλοφορία μας, ανταλλάσσαμε επισκέψεις  με συμμαθητές, νά για κάποιο δανεικό βιβλίο,  κάποια μετάφραση ή «λύση» και για να ξεφύγουμε για λίγο  απ’ όλα. Εκεί λοιπόν σε κάποιο σπίτι πάνω ακριβώς από το μαντρότοιχο του  Καραλιόλιου τού Γιατρού, ενός Γιατρού με Κεφαλαία γιατί «θεράπευε» πιστός στον όρκο του προς τον Ιπποκράτη, θεράπευε  όλους, ανεξάρτητα από το αν είχαν ή δεν είχαν να τον πληρώσουν. Εκεί σ’ αυτό το σπίτι σε ένα μικρό δωμάτιο έμεναν δυο συμμαθητές μας. Νοικοκυραίοι ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, η γιαγιά και ένας παππούς σε πολύ μεγάλη ηλικία, θαρρείς τον παππού τον έλεγαν  Γιώρ’, ο οποίος   δεν καλοέβλεπε, αλλά μας αγαπούσε και μας μιλούσε, ήθελε την παρέα μας,  ρωτούσε για το ένα και το άλλο, από πού είμαστε, και έλεγε διάφορες ιστορίες, τις περισσότερες βαρετές, αλλά από σεβασμό τον ακούγαμε  μέχρι που έλεγε «άειντε τώρα να φάμι  κι να πέσουμι. .  .»  κι’ αυτό το «να πέσουμι» το έλεγε μόλις νύχτωνε, γιατί κοιμόταν πολύ νωρίς. Το βραδινό του φαγητό ήταν τραχανάς  που τον ζέσταινε η γιαγιά στο τζάκι  σε ένα ρηχό κατσαρολάκι  κι’ από το ίδιο έτρωγε ο παππούς την παπάρα ρουφώντας  με απόλαυση  το ζουμί. Το αλάτι όμως ήθελε να το ρίχνει μόνος του, έτσι ήταν μαθημένος. Δίπλα στο τζάκι υπήρχε ένα πήλινο κουπάκι από γιαούρτι μέσα στο οποίο έβαζαν το αλάτι, ένα χοντρό αλάτι, απ’ όπου έπαιρνε ο παππούς και έριχνε στον τραχανά. Κάποιο χειμωνιάτικο βράδυ λοιπόν, λίγο πριν αρχίσει η απαγόρευση της κυκλοφορίας, και έπρεπε να πάμε ο καθένας στο σπίτι του, επαναλήφθηκε η ίδια διαδικασία, αλλά ο παππούς παίρνοντας με το χέρι του αλάτι, δε. . .σημάδεψε καλά και το έριξε έξω απ’ το κατσαρόλι. Ανακάτωσε τον τραχανά και τον γεύτηκε, μα δεν ικανοποιήθηκε από τη γεύση αφού ήταν ανάλατος και γυρνώντας προς το μέρος μας  είπε με παράπονο .
Έι . .  .Έι . . . Βρε   τ΄ς  ρουφιάν’. . .ακόμα κι του άλας του ψιέφναν . . .  (Το ψεύτισαν . .)
Και  είπε ο παππούς με μια κουβέντα, αυτό που μάζευαν για αιώνες οι πρόγονοί του, οι πρόγονοι όλων μας, οι φτωχοί πρόγονοί μας  που «αμφί πλευραίσιν δοράς αιγών κατέτριβον»,  οι ανήμποροι να αντιδράσουν στη δύναμη όλων αυτών που μπορούν και «ψευτίζουν» τα πάντα,  που μπορούν να ψευτίσουν ακόμα  και το αλάτι, που στην εποχή μας ψεύτισαν ακόμα και τη Δημοκρατία μας για χάρη  της ατιμωρησίας τους και τών καταθέσεών τους. Κρίμα, γιατί  σε έναν περήφανο λαό, τέτοια συμπεριφορά δεν άρμοζε ποτέ. Ο Ζβέρκος όμως όσο δύσκολα σκύβει, τόσο απότομα σηκώνεται. Και το φοβούνται αυτό το απότομο και απρόβλεπτο «σήκωμα». Και γι’ αυτό αποφεύγουν τις δημόσιες εμφανίσεις.  Αλλά ας το καταλάβουν. Στις εξέδρες των επισήμων δε θέλουμε να στέκονται «αυτοί». Θέλουμε να σταθούν οι  «σωστοί», εκείνοι  που δεν μπερδεύουν το πραγματικό τους ανάστημα με τον ήσκιο τους.  Αυτούς μόνο θέλουμε. Αυτούς που είναι σαν εμάς. Αυτούς που μπορούν και θέλουν να μάς καταλαβαίνουν.
 Οι άλλοι ας παν στις Ελβετίες να κλωσήσουν τις καταθέσεις τους . Κι’ ας πάψουν με νόμο να λέγονται Έλληνες. Καιρός είναι.   
 Ο Μάρτης 31 κι’ ακόμα χελιδόνια δεν είδαμε. Λέτε να πήγαν αλλού;
     Βαγγέλης Μαυροδής   mavrodis.blogspot.com

1 σχόλιο:

Γιάννης Σαράφης είπε...

Για το ψευτισμένο άλας είχα ακούσει και ένα ωραίο σχόλιο από έναν συμπαθή Λουκουβίτη. Έτρωγε και το αλάτι του φάνηκε... ανάλατο. Τότε ξεστόμισε την φράση που από τότε έγινε μασάλι: "Γυναίκα, φέρε το Κάλλας ν' αλατίσουμε το άλας"!