Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Τα Τιμαλφή της Καθημερινότητας (συνέχεια)



Η Πυροστιά

Και τι να πεις για την πυροστιά, τον «Πυριστάτη», των Αρχαίων Παππούδων μας. Όλοι λίγο πολύ τη γνωρίζουν την πυροστιά, κι’ εδώ παραπάνω στο Διδυμότειχο μια ωραία γειτονιά στο Κέντρο ονομάζεται Πυροστιά, από ένα μαυσωλείο που στέκεται εκεί χωρίς σκεπή  με τέσσερες λεπτές κολόνες κτιστές, αλλά από μια μεριά φαίνεται σαν να στηρίζεται σε τρεις και μοιάζει με Πυροστιά.  Και  ο κόσμος από πολύ παλιά, αντί να το λέει Μαυσωλείο, δηλαδή τάφο, καλά έκανε και το είπε Πυροστιά κι’ έτσι έμεινε . . Η Πυροστιά αποτελείται από τρεις μικρές σιδερόβεργες κολλημένες μεταξύ τους στις άκρες τους έτσι που να σχηματίζουν ένα τρίγωνο, με τρία πόδια πάλι από το ίδιο υλικό. Τα πόδια εκεί που πατούν, συνήθως είναι λίγο στραβωμένα προς τα έξω και πλατύτερα, με πέλμα θα έλεγα, για να είναι σταθερή, ιδίως όταν χρησιμοποιείται η πυροστιά στο ύπαιθρο και πατάει σε σκέτο χώμα, οπότε είναι εύκολο να γείρει με όλα τα δυσάρεστα επακόλουθα, δηλαδή, και το χειρότερο είναι, να χυθεί  το φαί.
Παλιότερα  τις πυροστιές τις έφκιαχναν οι παραδοσιακοί σιδεράδες  στο αμόνι, από κομμάτια σίδερο, ότι εύρισκαν, και δουλεύοντάς τα στη φωτιά και στο αμόνι, προσπαθούσαν να τα στρογγυλέψουν, να τα ευπρεπίσουν, αλλά το χειροποίητο φαίνονταν και για όσους ξέρουν, είχε τη χάρη του. Αργότερα κυκλοφόρησαν οι «έτοιμες» από σιδερόβεργες στρόγγυλες, αλλά στο χωριό, δε νομίζω να αγόρασε κανείς τέτοια πυροστιά, μια και όλα τα σπίτια είχαν τις παλιές οι οποίες μπορεί να σκούριασαν λίγο, αλλά νομίζω ότι και σήμερα άμα τις χρειαστεί η νοικοκυρά είναι έτοιμες να δεχθούν τα . . .οπίσθια της κατσαρόλας μπορεί και τής μουτζουρωμένης και χοντρούλας  . . .μπακράτσας, (1) ακόμα και το παχύσαρκο καζάνι με τις δυο χειρολαβές.  
Είναι ανθεκτικές οι Πυροστιές και η μόνη φθορά τους συνήθως παρατηρείται στα πόδια εκεί που πατούν, γιατί είναι πιο λεπτά και φθείρονται νωρίτερα από το πάνω μέρος. Αλλά και αλλού, σε μας δηλαδή, από κει από τα πόδια ξεκινάει το «σλούμ’ζμα» (2 )  κι’ από την ανημποριά των ποδιών συνήθως δίνουμε στον γέρο τον χαρακτηρισμό  «ερείπιο», γιατί δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις κάποιον έτσι, να  πεις ότι είναι ερείπιο, επειδή δεν μπορεί να κουνήσει με ευκολία τα χέρια του, ή επειδή ψάχνει να βρει άλλα (πρώην. .  . εργαλεία) και. .  . δυσκολεύεται.  Φτάνει όμως και,     
Η Πυροστιά κάποτε, ήταν απαραίτητη σε κάθε σπίτι, μέχρι που περιορίστηκε η χρήση της όταν κυκλοφόρησαν οι γκαζιέρες με φυτίλι ή και χωρίς φυτίλι, και όταν ο κόσμος αντικατέστησε την όρθια ξυλόσομπα με την πλαγιαστή «Μασίνα» στην οποία εκτός της ζιέστας, (3 ) η νοικοκυρά μπορούσε και να μαγειρέψει επάνω της, αλλά και να ψήσει πίττα ή ότι άλλο  στο θάλαμο με την πόρτα που είχε στο αριστερό της μέρος. 
Το τελικό χτύπημα όμως η Πυροστιά το δέχτηκε από τις συσκευές υγραερίου και πολύ αργότερα, από την ηλεκτρική κουζίνα. Τότε επί εποχής Πετρογκαζ (!!) ήταν που γκρεμίστηκαν τα τζάκια και έμειναν μόνο οι καμινάδες να θυμίζουν την «αρχοντιά  (;)» μιας άλλης εποχής, και δυστυχώς (ιδίως για τους μακαρίτες), μαζί με το γκρέμισμα των τζακιών, εξαφανίστηκαν και οι φωτογραφίες τους που υπήρχαν αραδιασμένες στα περβάζια τους, καταδικασμένες σήμερα αν υπάρχουν ακόμα, να κιτρινίζουν και να κλαιν τη μοίρα τους σε κάποιο συρτάρι.
Και μετά απ’ αυτό, οι Πυροστιές κρεμάστηκαν στα κατώια και για να μην εμποδίζουν  κρεμάστηκαν ψηλά, με  τα πόδια προς τα έξω να χαζεύουν  τα ντουβάρια, να πλέκουν σταυρωτά ανάμεσα στα πόδια τους οι αράχνες τις «παγκουτσίνες» τους, (4 )  και να κάνουν τα ποντίκια  . . .μονόζυγο . . .Εκεί στέκονται οι Πυροστιές που βγήκαν στη σύνταξη και στην εφεδρεία, περασμένες  και κρεμασμένες στα μακριά αχρησιμοποίητα  από χρόνια «κουσσόξυλα», στα μισοφκιαγμένα στειλιάρια και στα μηλιαδίσια δικράνια, που εξέχουν ανάμεσα στα πατόξυλα, και περιμένουν κι’ αυτά όλα να τα ανακαλέσουν, στην  . . .ενεργό υπηρεσία, αλλά.  . .αλλά .. .η μόνη ελπίδα τους είναι να βρεθούν σε κάποιο μουσείο. .. 
Και όλα αυτά, Πυροστιές, παλάντζες, καντάρια, τσεκούρια, πριόνια, και άλλα πολλά, μένουν ακόμα εκεί, σαν εγκεφαλικός ομφάλιος λώρος που μας δένει με πρόσωπα άλλης εποχής και κάνοντας τους περίεργους πιτσιρικάδες να απορούν ρωτώντας  για την προέλευση  και τη χρησιμότητά τους .
Και αισθάνθηκα περίεργα όταν  πριν από χρόνια, σε ορεινό και παρατημένο χωριό της Ροδόπης, είδα μια σκουριασμένη Πυροστιά, «χωνεμένη» ψηλά στη διχάλα μια αχλαδιάς. Την είχαν κρεμάσει εκεί και εγκαταλείποντας το σπίτι, την ξέχασαν και με τα χρόνια, η αχλαδιά την αγκάλιασε . . .Κι’ αν είχα μαζί μου φωτογραφική μηχανή, θα μπορούσαμε να δούμε πάλι το θαυμαστό εκείνο σφιχταγκάλιασμα . . .και, είναι να απορείς, με το πλήθος των λεπτομερειών που έρχονται στη θύμησή μας, όταν φορτισθούμε με κάτι τέτοιες αναμνήσεις, σκαλίζοντας το παρελθόν.
-Κι’ εμείς, στο σπίτι μας είχαμε δυο Πυροστιές, μια μεγάλη και μια μικρή, αλλά η μικρή τον περισσότερο καιρό ήταν . . .άνεργη, γιατί με  τόσα μέλη που είχε η οικογένειά μας ποτέ δε σκέφτηκε η Μάννα μας να χρησιμοποιήσει μικρή κατσαρόλα. Η  μεγάλη Πυροστιά μας σήκωνε κατσαρόλες, μπακράτσες(4 )  και  ταψιά, και καμιά φορά και το καζάνι για  τη λίγδα στην αυλή.  Η Πυροστιά μας σχεδόν ποτέ δεν «άδειαζε». Συνέχεια ήταν στη φωτιά, μια για φαγητό, την άλλη για πίττα και στις καλές και χορτάτες χειμωνιάτικες μέρες, για να ακουμπήσει επάνω της το Τσιμπίδι (Τζbιδ’ »(5 ) για να ψηθούν τα λουκάνικα.   Έτσι, η Πυροστιά μας ήταν ας πούμε εξ ανάγκης οικόσιτη- εσωτερική, και κάποτε κάποτε έκανε μια βόλτα μέχρι το φούρνο, όταν ύστερα από το «ξεφούρνισμα» των ψωμιών, έπρεπε να μπει μέσα κάποια πίττα και συνήθως «πασπαλόπιττα» που έπρεπε να ψηθεί επάνω της «εναερίως», χωρίς δηλαδή να ακουμπάει το ταψί στις πυρακτωμένες πλάκες του φούρνου. Έτσι τις λιγοστές φορές που η Πυροστιά μας είχε «αργία», κρεμιόταν στο χοντρό χειροποίητο καρφί που ήταν μπηγμένο  κάπως ψηλά, στο ένα από τα δύο «Μούτλα» τού τζακιού,  στο μάγουλα δηλαδή, και κάπως ψηλά για να μην εμποδίζουν. Τα καρφιά αυτά τα χειροποίητα τα τοποθετούσαν από την αρχή, με την κατασκευή του τζακιού.
Για την πυροστιά δεν έχεις να πεις και πολλά, είναι η θέση της τέτοια, ταπεινή και αφανής, γιατί απλώς είναι ένα βοηθητικό οικιακό, μάλλον εργαλείο  να το πούμε, αλλά ένα ιδιότροπο εργαλείο που η θέση του είναι πάντα βοηθητική και υποστηρικτική για το κάθε μορφής μαγείρεμα. Και ενώ εκ των πραγμάτων είναι τόσο στενά δεμένη η πυροστιά με την κατσαρόλα, και παρόλο που χωρίς αυτήν μαγείρεμα δύσκολα γίνεται, η κοινωνική . . .διαφορά τους είναι εμφανέστατη, αφού ο τόπος διαμονής κατσαρόλας και Πυροστιάς είναι προκαθορισμένος και διαφορετικός, και η μεν κατσαρόλα μετά τη χρήση πλένεται και μπαίνει  στο ντουλάπι, «εντός» η δε Πυροστιά, ή βγαίνει βιαίως έξω, ή κρεμιέται στο καρφί του τζακιού για να συνεχίσει να σιγοκαίγεται, χωρίς να μπορεί να κάνει ένα. .  .διάλειμμα . . ..
Βέβαια  στα μέρη μας κάπου κάπου ακούγαμε από τους γέρους και κάποια παράξενα πράγματα,  έλεγαν δηλαδή ότι οι μεγάλες πυροστιές χρησιμοποιήθηκαν κάποτε από τους περιφερόμενους ληστές και άλλους ως όργανα βασανισμού. Οι βασανιστές τις περνούσαν λέει  καμένες στο λαιμό των θυμάτων για να ομολογήσουν θησαυρούς και άλλα, αλλά οι αφηγήσεις αυτές ποτέ δεν τεκμηριώθηκαν, γιατί ως φαίνεται, οι τότε ληστές, φρόντιζαν να μην αφήνουν αποδείξεις για τις πράξεις τους, αν τις έκαναν βέβαια αυτές τις πράξεις, και δεν είναι παρά μόνο κακόβουλες διαδόσεις και. . . λόγια. Σήμερα όμως δε χρειάζονται Πυροστιές , σήμερα σε ληστεύουν αλλιώς, και  δε χρειάζεται να σού βάλουν πυροστιά στο λαιμό, σήμερα αρκεί που γνωρίζουν τα τετραγωνικά του σπιτιού σου, και σε «τελειώνουν» με ένα λιγόλογο σημείωμα και μάλιστα στην καθαρεύουσα, και…  «παρακαλείσθε να προσέλθετε  . .  .δι’ υπόθεσίν σας. .  .». Τόσο εύκολο σήμερα, αλλά  ξανά στην πυροστιά, και,
Όταν   ήταν να βάλλουν οι Μανάδες μας πλύση για όλα τα ρούχα τού σπιτιού και μάλιστα εκεί προς την άνοιξη που έπλεναν και τα χειμωνιάτικα και τα σκεπάσματα ακόμα, έστηναν τις μεγάλες πυροστιές κοντά στο νερό, συνήθως στη βρύση τής γειτονιάς όταν βόλευε το μέρος, και πάντα οι βρύσες διέθεταν πολύ χώρο γύρω τους, ιδίως οι περιφερειακές. Κι’ εκεί ζέσταιναν το νερό, βάζοντας το μεγάλο καζάνι στη φωτιά. Πολλές νοικοκυρές όμως, που μάλλον δεν είχαν μεγάλη πυροστιά, έστηνα δυο μεγάλες πέτρες για να στηρίξουν το καζάνι, κι’ ανάμεσά τους άναβαν τη φωτιά, και η δουλειά γίνονταν το ίδιο εύκολα όπως και με την πυροστιά. Αυτήν την πρόχειρη κατασκευή-εστία στο χωριό τη λέγαμε Χαρκόλακκα, κι’ αυτή η λέξη κάτι μού θυμίζει, την είδα μάλλον να γράφεται ξενόγλωσσα σε σακιά με γνωστό περιεχόμενο, αλλά γι’ αυτό το σπουδαίο θέμα, θα επανέλθω την επόμενη φορά, αξίζει. Θα επανέλθω και θα φανεί ότι μερικές παράξενες λέξεις κι εκφράσεις δεν τις δανειστήκαμε  μόνο από τους κοντινούς γείτονές μας, αλλά κι’ από άλλους, από πολύ πολύ μακριά. Θα δούμε. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: