Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

O Νιπτήρας (Συνέχεια στα Τιμαλφή τής Καθημερινότητας)




Εδώ είμαστε λοιπόν  και έχουμε και λέμε αλλά και τι να πούμε, πήξαμε στο ψέμμα από παντού, όλα «μπάζουν», κανείς δε λέει αυτό που σκέφτεται, όλοι έχουν έναν τενεκέ στάχτη και μας τη ρίχνουν σταμάτια συνέχεια, σήμερα όλοι θέλουν να μάς σώσουν αλλά και όσοι μέχρι τώρα μας έσωζαν επαγγελματικά, οι ίδιοι πάλι   θέλουν να μας ξανασώσουν- και δεν το κάνουν βέβαια τζάμπα- και έτσι άκρη δε βρίσκεται.

Θέλουν να μας ξαναγυρίσουν πίσω στις .  . .ανέσεις που είχαμε στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με τις γκαζόλαμπες και τους κρεμασμένους νιπτήρες- μουσλούκια , και μακάρι να αλάξουν προς το καλύτερο τα πράγματα . . .γιατί όπως καλομάθαμε δύσκολα θα. . .  ξεμάθουμε, όσοι βέβαια θα αντέξουμε τις δοκιμασίες, γιατί άμα . . .τέλος πάντων. .κλπ κλπ…. κόβονται όλα και  δεν γίνεται  να ξαναμάθει κάποιος από την αρχή, ότι πρόλαβε τόμαθε «εν ζωή» κι’ εκεί που τον στέλνουν προωρα  δεν τα χρειάζεται, είναι γνωστά αυτά, άλλο τώρα αν οι «πίσω» τηρούν  ένα σωρό «δραχμοβόρες» συνήθειες που αν γινόταν να ερωτηθεί ο ακουσίως αποχωρήσας, μάλλον θα τους απέτρεπε.   
Γιατί μετά από τις περικοπές και τις απολύσεις, αρχίσαμε να «κρένουμι μουνάχοι μας» και να μιλούμε  σοβαρά για «αντοχές» και το ξεπερνούμε μέχρι στιγμής . . .αισίως, αλλά από την άλλη μεριά τού . . .τούνελ κανείς δε γνωρίζει τον αόρατο οριζοντα .  . .
Οι «ανέσεις» λοιπόν εκείνων των δεκαετιών, ήταν όπως και σήμερα, «Εσωτερικές» και «Εξωτερικές», ανάλογα  με το μέρος του σπιτιού στο οποίο τις. .  . απολαμβάναμε!!.
Έτσι στις «Εσωτερικές» πρώτος και καλύτερος έρχεται στο νου μου ο Νιφτήρας εκείνο το τενεκεδένιο δοχείο, ωραίο κατασκεύασμα είναι αλήθεια, που το έφιαχναν οι ντόπιοι τενεκετζήδες.
Και τον έφκιαχναν με μαστοριά και όμορφο τον Νιπτήρα, με καπάκι από πάνω, ένα καπάκι μικρό, κολλημένο με καλάι έτσι που να ανοιγοκλείνει με ασφάλεια, για να μην μπορεί να μπει η σκόνη και τα διάφορα  . ..  . οικόσιτα ζώα και   έντομα  ιπτάμενα και. .  .περπατητά  που πάντα υπήρχαν στα σπίτια μας και κυκλοφορούσαν ελεύθερα, τα μεν ιπτάμενα μέρα νύχτα, και τα περπατιάρικα ποντίκια και κατσαρίδες μόνο τις νυχτερινές ώρες, εκτός κι’ αν τα ενοχλούσε κανένας και πείραζε το «γιατάκι» τους, οπότε έκαναν  την εμφάνισή τους  και εκτός . . .ωραρίου.  . . . . . μέχρι που βγήκε το «Φλιτ» και το ποντικοφάρμακο, αλλά  και πάλι δεν εξαφανίστηκαν. Απλώς λιγόστεψαν, προσαρμόστηκαν στα νέα . . .μετρα  και έγιναν πιο. . . προσεχτικά. .  ..
Και νάτος ο Νιπτήρας λοιπόν με σχήμα μισού κυλίδρου σε όρθια στάση, με το πίσω μέρος ίσιο  για να κρεμιέται στον τοίχο και το μπροστινό μέρος του καμπύλο. Σ’ αυτό   το καμπύλο τμήμα του είχε κολλημένη την μπρούντζινη βρυσούλα (μισής στροφής).
Αυτός ήταν ο κλασικός Νιπτήρας, αλλά μερικοί τενεκετζήδες στο κάτω μέρος και στη δεξιά πλευρά του Νιπτήρα, κολλούσαν και μια όμορφη σαπουνοθήκη φκιαγμένη από την ίδια λαμαρίνα, με μια τρυπούδα στον πάτο  για να φεύγει το νερό και να μη λειώνει το σαπούνι που ναι μεν δεν ήταν σπάνιο, αλλά ήταν πάντα «αγοραστό». 
Ο Νιπτήρας ήταν μονίμως κρεμασμένος στην κουζίνα πάνω από τον νεροχύτη, που δεν ξέρω πώς κι’ από τι ήταν φκιαγμένος ο νεροχύτης παλιότερα,  αλλά αυτούς που θυμάμαι, ήταν τσιμεντένιοι μονοκόματοι και ασήκωτοι, σαν από  μωσαϊκό με μια τρυπίτσα στην άκρη για να φεύγουν τα απόνερα.
Και αν απορει κάποιος  για το πού κατευθύνονταν αυτά τα απόνερα είναι μια άλλη ιστορία, αλλά ιστορία που δεν δημιουργούσε προβλήματα, αφού τότε το  κάθε σπίτι στο χωριό, διέθετε ατομικό. . .  Βιολογικό Καθαρισμό σε κάποιο σημείο της αυλής κι’ ετσι πρόβλημα δεν υπήρχε.    
Τώρα αν ανατρέξω στην ιστορία του Νιπτήρα που είχαμε στο σπίτι, έχω να θυμηθώ πάρα πολλά και η εντονότερη ανάμνηση είναι  το πρωϊνό «νίψιμο» που μάς έκανε η Μάνα ανεβασμένους στο σκαμνί, και το φκιάξιμο της χωρίστρας στους μικρότερους, μόνο όταν πηγαίναμε στην εκκλησία, γιατί στο σχολείο δεν ήταν ανάγκη να πάμε με χωρίστρα.
Μόνο τα περισσότερα κορίτσια τα χτένιζαν κάθε μέρα με κείνα τα πυκνά και σκληρά χτένια και έφκιαχναν τις κοτσίδες τους, αλλά εκείνα τα χτένια για όποιον τα γνώρισε ήταν πυκνά και για κάποιον άλλο λόγο. Όμως δεν θα τα πώ όλα τώρα . .  .Έχουμε καιρό .. .
Στο σπίτι μας λοιπόν δίπλα στο Νιπτήρα  και στη δεξιά μεριά από κεί που έμπαινε το φως από τη διπαλνή τζαμόπορτα, ήταν κρεμασμένος στο καρφί και ένας μικρός καθρέφτης για το ξύρισμα τού πατέρα και για να «γυαλίζουμέστι»(1) οι μεγαλύτεροι προσπαθώντας να «στρώσουμε» το ατίθασο κοντό μαλλί μας,όταν αρχίσαμε να έχουμε τις γνωστές ανησυχίες.  
Ο καθρέφτης μας είχε μπροστά και μια «ποδιά» που χωρούσε τη βούρτσα για τα ρούχα, πάνω  στην οποία μπήγαμε τις χτένες.  
Το σπουδαιότρο πρόβλημα όμως που αντιμετωπίζαμε συνέχεια, ήταν το γέμισμά του Νιπτήρα με νερό, κι’ αυτό γιατί το νερό που χρησιμοποιούσαμε έπρεπε να το κουβαλήσουμε ανηφορικά στο σπίτι με τενεκέδες από την κοντινότερη βρύση που υπήρχε στη γειτονιά και έλα τώρα εσύ να βρεις ποιος θα πάει «για νερό» και ήταν αυτό μια συνεχής τριβή και γκρίνια μεταξύ μας, και ο κλήρος έπεφτε πάντα στον μεγαλύτερο που με τη στερρεότυπη απάντηση.  . . « καλα ντε. . . θα.  . .πάω . . .»  συνέχεια ξέφευγε. Η ώρα περνούσε και οι δουλειές του σπιτιού πλύσιμο και μαγείρεμα δεν καρτερούσαν, κι’ έτσι τις περισσότερες φορές η Μάννα ήταν εκείνη που  πήγαινε και ξαναπήγαινε στη βρύση, και μάς έμεινε αυτό να το θυμόμαστε και να απευθύνουμε κάπου κάπου και «κατόπιν εορτής» στον εαυτό μας ένα μετανιωμένο και ετεροχρονισμένο αλλά  πλέον άσκοπο.  . . «Γιατί; . . .», αν και η Μάνα ποτέ δεν παραπονέθηκε  για τέτοια . . .
Ο Νιπτήρας ήταν απαραίτητος στο σπίτι και πολύ μας εξυπηρετούσε, όσο δούλευε καλά. Έλα όμως που από την πολυκαιρία κάποτε τρυπούσε, μπορεί από σκουριά αλλά μπορεί  κι’ από . . .πέσιμο, οπότε ή έπρεπε να πάει στον τενεκετζή να κολληθείι η τρυπούδα, ή να βρεθεί ένας τρόπος να μπαλωθεί εκεί στο σπίτι επί τόπου.
Και πάνω σ΄αυτό, οι νοικοκυρές σκαρφίζονταν διάφορα, και το πιο συνηθισμένο ήταν να βάζουν λίγο αλεύρι από μέσα ή ζυμάρι, χωρίς βέβαια μόνιμο αποτέλεσμα γιατί το νερό πάλι δε σταματούσε και έσταζε, άσε που μύριζε και κάπως αλλόκοτα. .  ..
Καμιά φορά όμως όταν η τρυπούδα ήταν μικρή, περνούσαμε από τη μέσα μεριά προς τα έξω  ένα  κοματάκι ξύλο κι’ αυτό ήταν πιο σίγουρο από τα άλλα.
Τέλος πάντων όμως όταν ο Νιπτήρας έσταζε, όποια λύση και να εύρισκες ήταν σκέτο προσωρινό μπάλωμα, κι’αν δεν πήγαινε στον τενεκετζή μόνο τριβές και νεύρα δημιουργούσε στο σπίτι.
Ο Νιπτήρας φιλοξενήθηκε στα σπίτια μας στο χωριό για πάρα πολλά χρόνια, μέχρι που η εξέλιξη έφερε το νερό «μέσα», οπότε καταδικάστηκε κι’ αυτός σε αχρηστία και αν δεν πετάχτηκε, στην καλύτερη περίπτωση κρεμάστηκε σε κάποιο καρφί παρατημένος  στο κατώι, γιατί για τίποτα άλλο δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, αλλά παρέμεινε ως ένα από κείνα τα «Τιμαλφή» όλα εκείνα τα  ξεπερασμένα πια και άχρηστα, που τα βλέπουμε και τα ξαναβλέπουμε παραπεταμένα, χωρίς να τολμήσουμε  να τα ξεφορτωθούμε, γιατί μ’ αυτά μάς συνδέουν και μάς δένουν αναμνήσεις, γιατί τα έχουμε τοποθετήσει ως αναπόσπαστα τμήματα στον τοπογραφικό χάρτη του μυαλού μας.
Τα έχουμε κρεμάσει στο καρφί της μνήμης και δε λέν να απομακρυνθούν. .  .
Τώρα όμως να πω και κάτι για την «προ Νιπτήρα» εποχή.
Λοιπόν, το πρωϊνό «νίψιμο» τότε γινόταν στην αυλή ή σε μια άκρη στο μπαλκόνι  αν υπήρχε.
Οι «νιβόμενοι» έπαιρναν μόνοι τους νερό με έναν μαστραπά από κάποιο ξύλινο «καδί» (2)  και πλένονταν όπως όπως, εκτός κι’ αν ήταν να πλυθεί ο μεγάλος αδερφός, ή ο σύζυγος στον οποίο παραστέκονταν και έριχνε νερό η σύζυγος, η Μάνα ή  η αδερφή.
Εννοείται βέβαια ότι ο σύζυγος απολαμβανε κάτι τέτοιες μικροχαρές, όσο ήταν φρέσκος και. .  .καρπερός. Ύστερα και μετά, η σειρά πήγαινε στο γιό, ή στον γαμπρό και ο παππούς πια απολάμβανε . . . .άλλα.
Και όσο για το Μουσαφίρη είχαν σαν αρχή, στο νίψιμο να τον περιποιείται ή μεγάλη γυναίκα του σπιτιού που τού έδινε και την υφαντή πετσετα για να σκουπιστεί.
Για  τους μικρούς ο Νιπτήρας δεν ήταν και τόσο αγαπητός, γιατί το  νίψιμό τους κάθε πρωΐ μετά το αγουροξύπνημα ήταν ένα μικρό μαρτύριο, αφού γινόταν κάπως βίαια, μια και η Μάνα δεν είχε τα χρονικά περιθώρια για καθυστερρήσεις, και έπρεπε με το νίψιμο να τους «ξεμυξιάσει» κι’ όλας με το ζόρι,  κι’ άκουγες από τα ανοιχτά παράθυρα στη γειτονιά. .  .
-Φύσα βρεεεεε. . .   
Υπομονή όμως, για το λούσιμο με κείνες τις χοντρές πλάκες το άσπρο σαπούνι θα πώ μια άλλη φορά. Καρτεράτε και μη βιάζεσθε.
Αυτά μόνο για το Νίψιμο, γιατί για το λούσιμο και το άλλο το πιο   . . .σύνθετο, το ολόσωμο, θα γίνει λόγος αργότερα στο μέλλον, αλλά αρκεί να πώ κι’ αυτό κι’ ας μη φανεί . . .παραπανίσιο, να πω ότι όταν ήμουν  μικρός στο χωριό, άκουγα συχνά στη γειτονιά να λεν οι μεγαλύτερες γυναίκες στις κοπέλλες κάτι σαν ευχή, και όταν έμαθα το λόγο, κατάλαβα ότι ήταν για το ολόσωμο πλύσιμο και τις εύχονταν. .  . . «Αdι Αργυρή μι γεια . . .Άdι κι νύφ(η). .. !!.»
Ήταν δύσκολο τότε και αρκετά . . .αραιό το « Ντουζ» που το λέμε σήμερα και φυσικά η μπανιέρα με τη σημερινή μορφή της μάλλον ήταν άγνωστη. 
Φτωχό το θέμα του Νιπτήρα, αλλά και βαρετό ίσως για όσους δεν τον γνώρισαν και μπορεί και μερικοί να  . .  .γκρινιάξουν.
Για μας τους άλλους όμως είναι αλλιώς . . . .
Και εδώ τελιώνοντας, και κάτω από . . . (συνεχή)    σκωπτική διάθεση και  για να κλείσει και  η ιστορία κάπως «χαμογελαστικά» να αναφέρω την περίπτωση τού. .  .τελειόφοιτου   Θανασάκη που τον ρώτησε ο  Δάσκαλος του χωριού εκεί γύρω στο 1950 .  .
«Θανάση . . ..
-Νίβομαι, νίβεσαι, νίβεται. .  .Πές μας τί είναι;» Και ο Θανασάκης απάντησε . 
 – Είναι  . .  .Κυριακή κύριε . . .!!!
 Να πω όμως και κάτι γι’ αυτές τις αρθμημένες λέξεις που φαίνονται παραπάνω, και,
(1 ) Το ρήμα γυαλίζουμι (γυαλίζομαι) σημαίνει καθρεφτίζομαι και κλίνεται. .  .ομαλά, ήτοι, γυαλίζουμι, γυαλίζισι, γυαλίζιτι, γυαλίζουμέστι, γυαλίζιζστι, γυαλίζdι και ο παρατατικός εύκολος, γυαλίζουμαν και ο στιγμιαίος αόριστος, γυαλίσκα . . ( Το σίγμα όμως όχι ανοιχτό, αλλά . .  .ημίκλειστον, όπως στη λέξη πιά σκα (πιάστηκα) αν και η σωστότερη προφορά αυτουνού  τού ημίκλειστου σίγμα θα μπορούσε να αποδοθεί με τον αόριστο. . .Χέ .. . κα.(και με το μπαρδόν δηλαδή.  . .)  
(2 ). Η Κάδη και το Καδί, μικρό και κοντό ξύλινο βαρέλι ανοιχτό από πάνω, για νερό, για πάστωμα ελιάς, χοιρινού και άλλων. Το καδί είχε και ξύλινο καπάκι. Κι’ αυτό που προορίζονταν για νερό, είχε στερρεωμένο με μαστοριά ένα πελεκημένο λεπτό ξύλο στραβωμένο στη φωτιά για να μεταφέρεται εύκολα. Σε άλλα αυτό το «πιαστήρι» ήταν σιδερένιο.  
Και εκτός  . . .κειμένου, στα μέρη μας για το  αρχαίο ρήμα Νίζω, (νίπτω) όπως και σε άλλα μέρη,  έχουμε και  μέση φωνή, έχουμε το  Νίβουμι.(Νίβομαι).
Έτσι έχουμε  νίβουμι, -σι, -ιτι, νίβουμέστι, νίβιστι, νίβdι( αυτοί, ές-ά) και προστακτική  . .  .Νιψ’ (εσύ) . .!! ο Παρατατικός Νίβουμαν και ο αόριστος  . . .Νίφκα. (Εύκολα όλα και ιδίως . .  .εύηχα.  . ).         
.Αυτά λοιπόοοοοον . . .Και νάμαστε καλά να πούμε κι’ άλλα . . .
 Βαγγέλης Μαυροδής  

Δεν υπάρχουν σχόλια: