Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020



                                            Τα    Κατούνια
Τώρα θα πουν  κάποιοι, τι θέμα είναι αυτό, θα το πουν βέβαια όσοι   προχωρήσουν στην ανάγνωση της  περί Κατουνίων διατριβής (μηδέ και του Στέργιου εξαιρουμένου)  και λέω μόνο το μικρό όνομα χωρίς βαθμούς και αξιώματα γιατί τότε  αγγίζουμε τα . . . προσωπικά δεδομένα.
 Έτσι λοιπόν, πολύ σύντομα και χωρίς εισαγωγή μπαίνουμε στο θέμα, για να εξηγήσουμε τι είναι τα «Κατούνια» δηλαδή τα ρούχα γενικώς κι΄ εδώ για να συνδεθούμε  με τα προηγούμενα, θα πρέπει να πούμε πώς ξεκίνησε η όλη ιστορία, και όλα ξεκίνησαν από τότε που δημοσιεύτηκε και δεν αναρτήθηκε (ακόμα!) η  περισπούδαστη πραγματεία «περί Τσίρου» δηλαδή για τον Τσίρο είχαμε πει τότε, για το τι είναι ο Τσίρος, για το πώς «τσιρουνιέται» ο Τσίρος κρεμασμένος με σπάγκο από την ουρά για να στεγνώσει και να φαγωθεί ως μεζές από τους μερακλήδες, κι’ εκεί παρεμπιπτόντως, αναφέραμε και τα κρεμασμένα ρούχα στην αυλή, τα πολύχρωμα ρούχα που  τα κρεμούν στο σχοινί για να στεγνώσουν,  με όλα τα πονηρά επακόλουθα της άνοιξης, κι’ εκεί επίσης είπαμε τη λέξη «Κατούνια» την οποία  χρησιμοποιούμε για τα ρούχα γενικά , αλλά και ειδικότερα για τα ρούχα που τα κουνάει ο αέρας όπως είναι κρεμασμένα στο σκοινί της αυλής, έχουμε μια ιδιαίτερη έκφραση, λέμε  ότι « τσιρουνιούdι τα κατούνια» , έτσι είπαμε εκεί στα περί Τσίρου, και. . . .όποιος το θυμάται . . . (!!!),  αυτήν την ονομασία δώσαμε στα κρεμασμένα ρούχα, την ονομασία που γνωρίζουμε και λέμε από αιώνες κι’ ας μην είχαμε  ιδέα μέχρι τότε από πού προέρχεται, και τι ακριβώς σημαίνει, τι θέλει να πει, κι’ ας μην ξέραμε ότι η λέξη «Κατούνια» κάποτε πριν από καναδυόμιση χιλιάδες χρόνια(!!) σήμαινε το ρούχο το «κατωνάκιον»  το οποίο  φορούσαν οι δούλοι, για να ξεχωρίζουν από μακριά, γιατί το ρούχο από τα τότε μέχρι το σήμερα  προσδιορίζει και σηματοδοτεί την κοινωνική τάξη και προέλευση του  ανθρώπου.
 Έπρεπε ο δούλος να φαίνεται, να μην μπορεί να κρυφτεί, φορούσε κάτι το ξεχωριστό, όπως ας πούμε οι βαρυποινίτες κάποτε, για να μην μπορούν να κρυφτούν σε περίπτωση που την «κοπανούσαν» από μέσα για έξω, όπως κάποιος «δικός μας» που την κοπάνησε «ελικοπτερικώς» χωρίς ξεχωριστή ενδυμασία,  κι’ ακόμα τον ψάχνουν. . . κι’ όπως κάποιος άλλος (κι’ αυτός  «δικός μας») με γραβάτα  και μούσι αυτός,( για την ακρίβεια υπογένειον),  ο οποίος  έφυγε μέρα μεσημέρι με αερόπλανο για Μόναχο και πήγαν οι δικοί μας οι βολευτές και τον έψαχναν, να τον βρουν και να τον «ψαρέψουν»,  να τού πάρουν λόγια για κάτι. . . τηλέφωνα λέει και για κάτι . .. καλώδια που έφυγε και τα πήρε μαζί του λέει, αλλά αυτός δεν ήταν κρυμμένος, τους δέχτηκε καλά, τους κέρασε κιόλας εκεί, και οι δικοί μας γύρισαν άπρακτοι και πήγαν «διασκά-διασκά» (τουτέστιν  βιαστικά, δρομαίως όπως έλεγαν οι αρχαίοι κλπ κλπ), πήγαν κατευθείαν στο ταμείο της βουλής     για να εισπράξουν τα οδοιπορικά, τέτοια τα φαιδρά  που συμβαίνουν υπό τας κοντοχόνδρους ελαίας  και τας φαιδράς πορτοκαλέας, αλλά  πολλά είπαμε γι’ αυτούς όλους, και για να μη χάσουμε τη συνέχεια πάμε παρακάτω και, εκεί λοιπόν στα περί Τσίρου ευτράπελα που λέγαμε , αναφέραμε τα «Κατούνια» χωρίς να πούμε τι σημαίνει, γιατί τότε δεν ξέραμε τη σημασία  και την προέλευσή της λέξης. Όμως εκεί στη Βορειοανατολική πλευρά του Εθνικού μας Όρους του Χολομώντα, τη λέμε ακόμα αυτή τη λέξη, αλλά νομίζω ότι πολύ σύντομα θα ξεχαστεί και θα χαθεί, και ο λόγος είναι ότι οι περισσότεροι που τη θυμούνται χωρίς να τη λένε, νομίζουν ότι είναι λέξη ξενική, ότι μας ήρθε κι’ αυτή από τη Βορεινή πλευρά των συνόρων μας όπως τόσες πολλές άλλες οι οποίες όμως αφομοιώθηκαν και πολιτογραφήθηκαν ακόμα και από τον Μπαμπινιώτη.
Είπαμε εκεί, στα «περί Τσίρου»  ότι «τσιρουνιούdι τα κατούνια», τα απλωμένα ρούχα δηλαδή γενικά, αλλά τότε, δε μπορούσαμε να φαντασθούμε ότι τα «κατούνια» αυτή η παρεξηγημένη λέξη, θα ήταν καθαρά Ελληνική και όχι κάποια από κείνες που μας άφησαν κατά καιρούς όσοι «φιλοξενήθηκαν» στα χώματά μας. Αυτά λοιπόν τα «Κατούνια» έρχονται από μακριά,  από πολύ μακριά από τότε που η κοινωνική θέση του ανθρώπου σημαδεύονταν από την ενδυμασία του, από τα ρούχα που φορούσε.   Η λέξη αναφέρεται στα γραπτά που σώθηκαν από «τότε» και αφορά στο ρούχο που έπρεπε να φορούν οι δούλοι για να ξεχωρίζουν.
Οι δούλοι φορούσαν τα πιο χοντροκομμένα ρούχα  αλλά μάλλον και οι φτωχοί δε θα είχαν και πολλές επιλογές και μάλιστα γύρω στο 550  της παλιάς χρονολογίας  ο αρχαίος ποιητής Θέογνις κλαίει και οδύρεται επειδή «έπεσαν» οι αριστοκράτες και στην εξουσία ανέβηκαν οι ξυπόλυτοι, οι οποίοι  όπως λέει είναι από κατώτερη ράτσα, αφού πριν πάρουν την εξουσία ζούσαν σαν τα ζώα και κατά τη γνώμη του δεν αξίζουν να κυβερνούν, αφού  ζούσαν έτσι που «αμφί πλευραίσιν δοράς αιγών κατέτριβον» δηλαδή φορούσαν ακατέργαστα γιδοτόμαρα που έλιωναν απάνω τους, γιατί από την πολλή φτώχεια δεν είχαν τη δυνατότητα να τ’ αλλάξουν με κάτι άλλο καλύτερο.  
Από τότε λοιπόν  στην αρχαία Σικυώνα  που βρισκόταν κοντά  στο σημερινό Κιάτο της Κορινθίας, όπως αναφέρει ο αρχαίος Αθήναιος, οι δούλοι φορούσαν ένα μονοκόμματο μάλλινο ρούχο κάτι σαν χοντροκομμένο ράσο την «Κατωνάκην»   και γι’ αυτό ονομάζονταν και «κατωνακοφόροι». Το ρούχο αυτό  στον ποδόγυρο κάτω κάτω είχε μια «φάσα» από ακατέργαστη προβιά από ένα κομμάτι τραγίσιου ή πρόβειου δέρματος και το ίδιο αναφέρει και ο Αριστοφάνης στις Εκκλησιάζουσες.
Το ακατέργαστο αυτό δέρμα λοιπόν, οι πρόγονοί μας το έλεγαν «Νάκος και Νάκη» και απ’ αυτόν τον ακατέργαστο προβατίσιο ή κατσικίσιο ποδόγυρο, αυτήν την «κάτω- Νάκην» πήρε και την ονομασία του το μονοκόμματο ρούχο που φορούσαν οι δούλοι εκεί στην αρχαία Σικυώνα. Εδώ όμως αξίζει να αναφέρουμε και μια . . . ειδικότητα που βγαίνει ως παράγωγο απ’ αυτήν τη λέξη, να πούμε ότι οι αρχαίοι μας τον κουρέα προβάτων και αιγών, τον έλεγαν,  και  «Νακοτίλτη». (Άκου όνομα. . . !!!). Και έτσι οι γραπτές  μαρτυρίες των αρχαίων, βεβαιώνουν την καθαρά Ελληνική προέλευση της δικής μας ονομασίας για τα ρούχα γενικά, μιας ονομασίας που πάει να ξεχαστεί γιατί αυτή η ονομασία «Κατούνια» μέχρι τώρα ήταν παρεξηγημένη επειδή από άγνοια  τη θεωρούσαμε ότι ήταν δανεικιά από κάποιους γείτονες, ενώ είναι δικιά μας, καταδικιά μας.  Τώρα αν η ονομασία αυτή για τα ρούχα έμεινε από  τα τότε ενδύματα  των σεβαστών μας προγόνων μάς είναι άγνωστο, αλλά για να μείνει, μάλλον  κάποιοι στο περιβάλλον τους τη φορούσαν αυτήν την «κατωνάκην». Και όσο για το αν τη φορούσαν μόνο οι δούλοι ή και κάποιοι «δικοί μας», ένα είναι βέβαιο, ότι το συγκεκριμένο ρούχο . . . «φορέθηκε» στην περιοχή μας κι’ έτσι έμεινε και το όνομα, αφού είναι παραπάνω από σίγουρο, ότι δούλοι υπήρχαν αμέτρητοι στην περιοχή, γιατί τα μεταλλεία  στη μεριά των αρχαίων Σταγίρων δε σταμάτησαν να δίνουν ασήμι και μολύβι από  την εποχή του Φιλίππου ακόμα,  κι’ αυτό σημαίνει ότι τα δούλευαν οι πάμπολλοι δούλοι, οι οποίοι δε φορούσαν βέβαια χιτώνες όπως τα αφεντικά τους, φορούσαν την «κατωνάκην» κι’ έτσι έφτασε σε μας. Και σιγά σιγά,  με το πες πες, είπαμε αυτό που έπρεπε, συμπληρώσαμε ένα κενό στο  «διδακτορικό περί Τσίρου», αλλά συγχρόνως ρίχνουμε  και κάποια «ιδέα»  για το τι μπορεί να φορεθεί στο φετινό . . . καρναβάλι. (Άdι dε. . !!)
Με την ονομασία όμως «Κατούνια –Κατουνάκια» υπάρχει  και περιοχή εκεί στη μύτη του Άθωνα, υπάρχουν τα ασκηταριά πάνω από τους γκρεμούς, αλλά δε βρήκαμε  στοιχεία συγγένειας μεταξύ Κατουνίων-Ρούχων και της συγκεκριμένης τοποθεσίας. Μόνο σε μια επίσημη ιστοσελίδα, αναφέρεται ότι μερικοί μοναχοί εκεί, ασχολούνται και με την «Ιεροραπτικήν». Αν αυτό λέει κάτι, τότε υπάρχει η γλωσσική σύνδεση της τοποθεσίας με τα «Κατούνια», αλλά πάνω σ’ αυτό δεν επιμένουμε. Αν όμως κάποιος γνωρίζει πώς πήραν την ονομασία τα εκεί ασκηταριά, ας  το πει, αξίζει τον κόπο να το μάθουμε,  τα Κατουνάκια είναι ένας τόπος φοβερός, κι’ αν  πάς στο μέρος  και κοιτάξεις στον κατήφορο  σε πιάνει «αdράλα».     
Τώρα για να συνδεθούμε με τα . . . (προ) προηγούμενα, θα πρέπει να πούμε πάλι ότι «ο Τσίρος»  δημοσιεύτηκε στην τότε έντυπη και αξιόλογη εφημερίδα Γνώμη της Χαλκιδικής και στο φύλλο  915/06-09-08. Σήμερα  η εφημερίδα υπάρχει μόνο στο διαδίκτυο, με τον ίδιο τίτλο. Και για όσους διάβασαν τότε τα περί Τσίρου και δεν καλοθυμούνται τις. . . λεπτομέρειες, (και  θα ήταν θαύμα και να  θυμούνται), ξαναστέλνω τον «Τσίρο» για να αναρτηθεί στο διαδίκτυο και να ικανοποιήσει την περιέργεια όσων αναρωτιούνται περί τίνος πρόκειται, αλλά και για να  θυμηθούν όσοι το. . . ξέχασαν. Κι’ εδώ λέμε ότι  άμα διαβάσεις κάτι που σού άρεσε, δεν μπορεί, κάτι θα θυμάσαι, αλλά λέμε και το άλλο, δηλαδή,  άντε να θυμάσαι όσα απαιτούνται σε εξετάσεις, ας πούμε στον  ασέπ  και αλλού καλά, αλλά να σού ζητούν να θυμάσαι και τα «Περί Τσίρου», τι να πεις . . .  Τέλος πάντων, καλά είναι μερικά που διαβάζουμε και μας εντυπωσιάζουν, καλά είναι να τα θυμόμαστε, γιατί  για να μάς κάνουν εντύπωση, θα πει ότι μάς ευχαρίστησαν θα πει ότι ενεργοποίησαν τον εγκέφαλό μας για παραπέρα σκέψεις, θα πει ότι έφεραν παραστάσεις απ’ αλλού, παραστάσεις τις οποίες είχαμε ξεχάσει, τις είχαμε ξεγράψει, μας υποχρέωσαν να «ξανα»-θυμηθούμε πρόσωπα ή πράγματα και να «ξανα»-ζεστάνουμε τη μηχανή. . . κι’ αυτό είναι καλό γιατί ένα ξαναζέσταμα, μας βγάζει από την ανία και ίσως μας σηκώσει κι’ από τον καναπέ  και μακάρι. . .              
     Βαγγέλης Μαυροδής  
Πρωτοχρονιά του έτους  2011-  ,β ι΄α ΄-   ΜΜΧΙ       
              

Δεν υπάρχουν σχόλια: