Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020


                            Ο  Τελευταίος
Από χτες, δε λέει να ησυχάσει. Πάει έρχεται και ο ύπνος του λίγος. Σηκώθηκε ξανασηκώθηκε, το τζάκι άρχισε να χωνεύει  τα κάρβουνα, έριξε  δυο ξύλα και  σιγά σιγά από την  εσωτερική  σκάλα, με αναμμένο  το  γκαζοκάντηλο,   κατέβηκε στο κατώι. Έβαλε χόρτο στο παχνί και σφάλισε  το παραθυράκι  προς το βοριά, κρύο έξω κι’ ο γάιδαρος ξεσαμάρωτος, τον χάιδεψε στα καπούλια και ανέβηκε πάνω, η γυναίκα κοιμάται ακόμα, ρίχνει πού και πού μια ματιά στη μισάνοιχτη πόρτα, μετακινείται όσο μπορεί σιγά μέσα στο σπίτι, αλλά με το  που πήγε  να, ξεκρεμάσει το  καφέμπρικο από το καρφί της κουζίνας, εκείνο ταλαντεύτηκε  δεξιά αριστερά με το  γνωστό  εκνευριστικό  ήχο. Πήγε να βγει στο μπαλκόνι, και  η πεσμένη  πόρτα τρίζει  όπως  σέρνεται στο κεφαλόσκαλο, απόψε όλα έρχονται  ανάποδα. Δεν  απόφυγε  τους σπιτικούς  θορύβους  και  από «μέσα» από τη  «Φυρή» πόρτα  της  κάμαρης,  ακούστηκε  και ήρθε το νυσταγμένο  παράπονο,
-Μα τι κάνεις χριστιανέ μου, κάτσε στον τόπο σου, ησυχία δεν έχεις ακόμα δεν έφεξε, ξέρω τι σού φταίει αμά τι να σε κάνω, δεν κατάλαβες ότι πάν αυτά, τελείωσαν για μας;       
Συνήθεια τόσα χρόνια να ξυπνάει νωρίς, χειμώνα καλοκαίρι, συνήθεια που ούτε τώρα στα γεράματα  δε σταμάτησε, δεν μπορείς μια ολόκληρη ζωή να έχεις βάλει το ξυπνητήρι  τής ζωής σου  να χτυπάει νύχτα και στο τέλος να το ξεχάσεις, να το σταματήσεις, τόσα χρόνια σού έγινε συνήθεια και πάει, έτσι και σήμερα και μάλιστα σήμερα που δεν είναι όποια κι’ όποια μέρα, σήμερα έφεξε η Καθαρή Δευτέρα, μια σημαδιακή μέρα που την περίμενε όλο το χρόνο να έρθει, που όλη τη χρονιά τα σχεδίαζε όλα, και πάντα σε συνεννόηση με την παρέα, τι θα φορέσουν πού θα πάν, τι θα πουν, όλα. Όμως, σήμερα τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί, όλα έγιναν χτες, τι όλα δηλαδή, πρωτοφανέρωτα και μισοψεύτικα, έτσι άκουσε, δεν είδε, αλλά τι να πεις, τα φαντάζεται, αλλά δεν τα είδε, και καλύτερα που δεν  τα είδε και δεν  τα άκουσε. ..  Ξαναγύρισε  προς  τα μέσα, αρχίνησαν  να  τελειώνουν  και τα προσανάμματα και πρέπει να το φροντίσει κι’ αυτό, και πού να τρέχει χειμωνιάτικα   στο βουνό, δυο βήματα  είναι, αλλά στην  ηλικία του κάτι τέτοια   φαίνονται δύσκολα, πέρασε    βλέπεις  τα  ογδόντα πέντε και  κάτι τέτοιες   τιποτένιες  ασχολίες   που παλιότερα  δεν τις  έπιανε για δουλειές, τώρα, τον  κουράζουν.
Βγήκε στο μπροστινό ξύλινο  μπαλκόνι, έτσι  όπως ήταν, όπως σηκώθηκε, και  κοίταξε προς τα κάτω   στο χωριό τη γειτονιά,  όσο έπιανε αχάραγα  το μάτι του, τα  τζάκια    άρχισαν  να  καπνίζουν, κι’ όπως  δε φυσούσε  έβλεπε τον  καπνό να  ανεβαίνει σε μια ίσια γραμμή, μετρώντας  πόσοι  σηκώθηκαν  την ίδια ώρα, να,   ο  Γιάννης της  Κλεανθώς   απέναντι, ο  Αντώνης παρακεί  με τα πολλά παιδιά, παρακεί ο    Χρήστος, ο Λεωνίδας, ο Γιώργης, όλοι  συνομήλικοι πάνω κάτω, κι’ αυτοί μοναχοί με τα παιδιά ξενιτεμένα, άλλα στην  Αυστραλία και αλλόυ, τυχεροί αυτοί που  τάχουν τα  παιδιά τους κοντά στη Σαλονίκη,  άλλα έφυγαν μακριά, μερικά στη Γερμανία και ο μικρός του Χρήστου  τόσα  χρόνια  στον  Καναδά, τον  θυμάται τότε πού ήρθε πρωί πρωί για τα κάλαντα  κι΄ έπεσε  από τη σκάλα χαμηλά, γιατί φοβήθηκε  τη σκύλα τους  εκείνη τη  «Μούργκα»  που είχαν  τότε  φύλακα  του σπιτιού, αλλά που  αυτή η « Μούργκα» ποτέ  δεν  μπήκε μέσα , χειμώνα καλοκαίρι παρέμενε απόξω, να  προσέχει  το σπιτικό  και να  νευριάζει  συνέχεια με τις νυφίτσες  που  υπήρχαν  ζευγάρι  στην  αυλή και στα ενδότερα του σπιτιού, κρατώντας    αυτές οι Νυφίτσες, μια   ισορροπία , ανάμεσα  στις ανάγκες της οικογένειας   και στις  συνήθειες  των  ποντικών που  προσπαθούσαν να επιβιώσουν ροκανίζοντας τα  πάντα !!  Αυτήν  τη  Ξανθιά Σκύλα   τους   τη  « Μούργκα» που,  τα  χρόνια  που ο  ίδιος κάθε Καθαρή  Δευτέρα  ντύνονταν  Καρναβάλι, όταν  τον  αντίκρυζε με φορεμένο το  Σίβο  Γιδοτόμαρο  και  τα ψεύτικα  γένια,  τον  γαύγιζε  ασταμάτητα  απορημένη, μέχρι  που μύριζε  τα  τσαρουχοφορεμένα   πόδια  του  και κάπως  ησύχαζε, ακολουθώντας τον  με το κεφάλι σκυφτό  μαζί  με τα παιδιά τής γειτονιάς   μέχρι το Καραούλι, αφήνοντας  τα παιδιά να συνοδέψουν  τον  Καρνάβαλο με φωνές και γέλια  μέχρι την  πλατεία που θάρχιζε  η  Παράσταση!!  Έρε    χρόνια!!!   Τώρα???    Αναπολώντας   όσα  θυμούνταν,  όλα  εκείνα  τα  χρόνια που πέρασαν,  χάθηκε, χάθηκε  σε  πρόσωπα  και  «ανάμια» ,χάθηκε  σε κάποια γεγονότα που με τα  χρόνια πέρασαν  στην  πλευρά του Μύθου  και ποιος θυμάται  το γεγονός αλλά ο Μύθος  παρέμενε, παρέμεινε να  τον αφηγιούνται     οι μεγάλοι στους μικρούς,  και οι νεότεροι   να απορούν,  αν  όλα όσα ακούν,  « γίνκαν»   και κατά πόσο πρέπει να  τα πιστέψουν!!    Το  όνειρο  στο ξύλινο μπαλκόνι,  ήρθε  να  το θυμίσει η    Μαρία από μέσα,   . Έλα μέσα θα  «πουντχιάεις»  !!! Κάνει κρύο σήμερα, ο καιρός δείχνει Χιονιάς!!
Πιες  τον  καφέ σου  κι’ άμα κατεβείς    προς το μεσοχώρι   να φέρεις λίγο Ταραμά, Καθαρή  Δευτέρα  είναι σήμερα, μπορεί ναρθούν  και τα παιδιά από τη  Σαλονίκη,  πάρε και λίγο χαλβά κι’ ένα Κάμελ Μαύρο…
Καθαρή  Δευτέρα σήμερα σού λέει. .  . . Ποια Καθαρή Δευτέρα?
Σκέφτηκε να πάει  προς τα μαγαζιά, προς το Μεσοχώρι, βαρέθηκε, το ανέβαλε για μετά  το Μεσημέρι. Γύρισε  όλο το σπίτι, ο τόπος δε τον  χωρούσε,  ήξερε  τι τον φταίει, αλλά σού λέει  άμα το πω, θ’ αρχίσει πάλι η γκρίνια, για  το  πόσων  χρονών  έφτασαν, ότι  παραγέρασαν ,  άσε που θάρχιζε να λέει για αμαρτίες και τέτοια , και  δε  θα σταματήσει . . και ποιος κάθεται ν’ ακούει    κάθε χρόνο τα ίδια .. Και, «δεν  τα χόρτασες  αυτά τόσα χρόνια,  εγώ ξέρω τί τράβηξα με  τα  καμώματά σου, με  το Μύθο μάς έχουν στοχωριό,  ποιος σε  λέει, ο  Γιώργης ο Καρναβαλάς, που με κουβαλούσες εδώ  από βραδίς  να  φαν  και να πιούν  για να είσαστε  έτοιμοι  για  το μεσημέρι τής Καθαρής  Δευτέρας, να δώσετε την  παράσταση στην πλατεία  και ν’ απομείνει  από χρόνια το παρασούμι σου Καρναβαλάς,  πως και δεν  άλλαξες  και  τόνομα, και να  τελειώνει η Γυναίκα όπως κάθε φορά,  λέγοντας    με σημασία. . Ο Λύκος και που γέρασε    τα ίδια χούια   έχει.. .»
Κατέβηκε στο κατώι  κι’ άνοιξε το παλιοσέντουκο. Όλα εκεί  έρημα και βολεμένα, « σαν, μέσα  σε νεκρόκασσα σκέφτηκε Μακριά από δω .  .». Πάνω πάνω τα  γουρουνοτσάρουχα  τυλιγμένα  με τα ποδοπάνια όπως  τάβγαλε την  τελευταία φορά,  τότε . .  πότε  να ήταν??  Τότε, ζούσαν  κι’ ο Βασίλης κι’ ο  Χριστάκος.  .  από κάτω το Σίβο  γιδοτόμαρο, ραμμένο με μαστοριά να φοριέται από πάνω, έτσι χωρίς μανίκια,  ξερό και  σουφρωμένο, αλλά  η τρίχα του εκεί,  γυαλιστερή και μπόλικη, ύστερα  από τόσα  χρόνια . .   Πήρε  τα  ψεύτικα γένια, τούφες από άσπρο  μαλλί  δεμένες με σπάγκο, και  τάφερε  στο πρόσωπο, έτσι  όπως    τα έβαζε παλιά .Μύριζαν  κλεισούρα, παρατημένα μαζί με τα άλλα σύνεργα  της παράστασης. . .  Πόσα χρόνια? Γύρισε  κατά τον  τοίχο ψηλά εκεί,  στα  « μούτλα»  περασμένη στο κενό  ανάμεσα στα πατόξυλα και στο ντουβάρι, περίσσευε   προς τα  έξω  η Μηλιαδίσια καψαλισμένη  μαγκούρα, χοντρή με ρόζους, απαραίτητο εξάρτημα   στην Καρναβαλική παρουσία, που την  ανέμιζε   ψηλά σαν  αρχαίος Μύστης σε  Διονυσιακή πορεία..  .   Αυτό, το τύπωσε  τότε, τότε που  τού  το είπε  και το εξήγησε  εκείνος  ο μορφωμένος  συγχωριανός,  ο Γιώργης  ο Καθηγητής, που  τα  σπούδασε αυτά, και τάξερε, και πολύ  του άρεσε  που  τα έμαθε , κι’ ας μην  μπορούσε να πει  λεπτομέρειες. Φτάνει που τού άρεσε   να  αισθάνεται ότι  κρατάει από κάποιους προγόνους   που  είχαν  όνομα!!    Μέχρι τότε τα ζούσε,   χωρίς  να  σκέφτεται  τίνος μοιάζει, με  τα καμώματά του  να περνούν  «έτσι» ,έτσι όπως  τα έμαθαν από τους  παλιούς, δεν  πειράζει που δεν  τα ήξερε  και δεν  τα έμαθε αυτά   από  πού βγήκαν  κι’ από που έρχονται, φτάνει που  τα  ευχαριστήθηκε τόσα χρόνια, οι γραμματιζούμενοι γι’ αυτό τα  μαθαίνουν, να τα λεν και στους άλλους, σε όσους   θέλουν  να  ακούσουν  και να μάθουν. Είχαν καλή παρέα τότε οι τρεις, έφυγε πριν από χρόνια ο Βασίλης, τον ακολούθησε και ο Χριστάκος, απόμεινε μονάχος του, να ανάβει κάθε χρόνο μέσα του , κάθε Αποκριά, εκείνη  η  πυρκαγιά, ο πυρετός για τα ίδια, τα τόσο απόμακρα, αλλά και  τόσο χθεσινά.  . .
Έλεγε βέβαια το χωριό, πιο χωριό δηλαδή, οι  τάχαμου  θεοφοβούμενοί  τα μουρμούριζαν ,πως  «τι  πράγματα είναι αυτά, κάθε Απόκριες  τα ίδια»,  τα  έλεγαν  αλλά ποιος τούς άκουγε, οι  ίδιοι αυτοί κάθε χρόνο  κάθε Καθαρή  Δευτέρα, μαζεύονταν  στην  πλατεία να παρακολουθήσουν  τα γινόμενα. Και ο εκπρόσωπος της εκκλησίας όμως, ποτέ δεν, τους εναντιώθηκε, μια και οι ίδιοι ποτέ δεν  έθιξαν  ούτε σχολίασαν τα όσα το χωριό΄ συλλογικά  ακολουθούσε και πίστευε. Τα μεθυσμένα και καυστικά τους σχόλια,  περιορίζονταν σε πρόσωπα και καταστάσεις , αλλά με τέτοιο τροπο, που ήταν αδύνατο να μη γελάσει το χωριό. Εύρισκαν  και ένα τριμμένο ράσο, το κόνταιναν και τα μπάλωναν να τα φορέσει τελευταία στιγμή ο Βασίλης, μαζί με το παλιό καλυμμαύκι,  εκεί στο μπαλκόνι τού Αποστόλη  του Χαϊδευτού, ζούσε τότε ο Αποστόλης, τότε που ανέβηκε ο Βασίλης στο μπαλκόνι, και   κουρκουσούρεψε όλο τα χωριό,   με το Χριστάκο και τον ίδιο δίπλα του μουτζουρωμένους και με ψεύτικα γένια και  με το κατάλληλα κομμένο κρεμμύδι στο στόμα τους, να φαίνονται  τα παράταιρα δόντια .  . Και έκανε ένα κρύο!!! Μα όλοι  εκεί μικροί και μεγάλοι..
Έπιασε τα σύνεργα του Καρναβαλιού, και  τα ξανάβαλε ένα ένα μέσα στο σεντούκι . Βγήκε    στην αυλή με το μυαλό γεμάτο αναμνήσεις και σκέψεις, άκου λέει  θα τα  πετάξει, τού το είπε μια φορά στο θυμό της,  και πάνω στον  καυγά  και στο θυμό καί των δυό, τής  γύρεψε    να τα βάλει  μαζί  του, «από κάτω,» να  μη φαίνονται, ποτέ  δεν  ξέρεις, μπορεί να  χρειαστούν  άμα βρει και τους άλλους εκεί. . .
Ξαναμπήκε στο κατώι, έριξε στο γάιδαρο ένα παλιό σάισμα και τον οδήγησε  προς τα κάτω, στη  βρύση  της  γειτονιάς, στη βρύση  του Γεροδημήτρη,  για πότισμα  και για να  ξεμουδιάσει από την ακινησία του σταύλου.
  Τον  κράτησε τα γάιδαρο, όχι  γιατί τον  χρειάζονταν όπως  παλιά, αλλά τον  έχει  για παρέα όταν  βγαίνει έξω  στα  χωράφια,  τον  προσέχει, με το χορτάρι και το κριθάρι του,  τι να σού κάνει κι’ αυτός, γέρασε  μαζί  του, και δεν τού κάνει καρδιά να τον αποχωριστεί, και  κάπου κάπου όταν είναι οι δυό τους τον χαϊδεύει  στο σβέρκο, και. .  . «άντε βρε φουκαρά, μαζί θα πάμε εμείς. . 
Απόφαγαν πέρασε η ώρα και κίνησε για κάτω για τα μαγαζιά.  Κάθισε  στο καφενείο του Φράγκου  , δίπλα στη τζαμαρία να βλέπει  την πλατεία, παράγγειλε καφέ και κονιάκ. Συνηθισμένη η κίνηση  σαν νάταν μια κανονική μέρα, σαν μια οποιαδήποτε μέρα. . Μα . . σήμερα  είναι Καθαρή  Δευτέρα, δεν είναι  όποια κι’ όποια μέρα.  . .Τού φάνηκαν όλα άνοστα, χωρίς νεύρο. Άλλαξε λιγοστές κουβέντες με τη διπλανή παρέα που σιωπηρή κουτσόπινε . Άρχισε να  χιονίζει, νύχτωσε για  τα καλά.  Σκέφτηκε να   ξεκινήσει, να γυρίσει στο σπίτι, ποτέ δεν αργεί εδώ και χρόνια, αλλά του άρεσε  εκεί στη τζαμαρία να βλέπει έξω τα φώτα της πλατείας, θαμπά, από το χιόνι που έπεφτε και πύκνωνε συνέχεια.  Γύρισε  το βλέμμα προς το στενό του Τσελεπή, από  κει  που  έβγαινε στην  πλατεία μασκαρεμένος, με από «καταπόδι» τούς   γείτονες  από το Καραούλι μικρούς και μεγάλους, να τον συνοδεύουν  μέχρι την πλατεία, εκεί που τους περίμενε  ο κόσμος να    γελάσει, να ξεδώσει. .
Από κάτω, από τα Συροπλάδικα, από το στενό του Μόδεστου, έβγαινε ο Βασίλης  με τα  παιδιά της γειτονιάς του να τον ακολουθούν με φωνές και γέλια.  Και , από  το ξύλινο γεφυράκι μπροστά από το σπίτι  τού  Βαλμά, κατέβαινε στην  πλατεία ο Χριστάκος, να ανταμώσουν   οι  τρεις τους, όπως είχαν  συνεννοηθεί αποβραδίς μετά το ξενύχτι  και την  οινοποσία  στο δικό του σπίτι. Έτσι γίνονταν κάθε χρόνο … Κι’ απόψε?
Η πλατεία έρημη με το χιόνι να  ανεβαίνει, πέρασαν  από τα μυαλό του όλα όσα έγιναν εκεί,  πόσα γλέντια, πόσοι γάμοι, από κει  έφυγε με τους συνομήλικους για στρατιώτης, με τα όργανα να τους ξεπροβοδούν  με κείνο το γνωστό τραγούδι, εκείνο το «Μάννα’μ  χαρτιά μας ήρτανε φαντάροι  για να  πάμε. . .», εκεί πρωτοχόρεψε δημόσια στο γάμο  του  μεγάλου αδερφού του, κι’ εκεί, κάθε χρόνο κάθε Καθαρή  Δευτέρα, έδινε το παρών, μασκαρεμένος και αχώριστος μαζί με τούς άλλους δυό…
Και σήμερα? Τι  σόι Καθαρή Δευτέρα είναι αυτή?  Καληνύχτισε, και πήρε το δρόμο για το σπίτι.  Στην απάνω  βρύση το μπακάλικο -καφενείο τού Στέργιου ανοιχτό πάντα μέχρι αργά. Κατέβηκε  τα  τρία σκαλοπάτια και  ζήτησε  τα ψώνια που του παράγγειλε  η σύζυγος. Ο Στέργιος πίσω  από τον πάγκο  και όρθιοι μπροστά, με  το ρακοπότηρο στο χέρι δυό  γείτονες, τον κάλεσαν  να  πιει ένα μαζί τους, τους ευχαρίστησε, το ήπιε και με  τα ψώνια βγήκε στο δρόμο .  Το  χιόνι  εξακολουθούσε  να πέφτει πυκνό, είδε τα πατήματά του που  τα σκέπαζε γρήγορα, πέφτει χιόνι πολύ με μεγάλες νιφάδες κι’ έτσι  που  δεν φυσάει, στρώνεται ανενόχλητο. Έφερε  το  βλέμμα γύρω  κι’ άκουσε, άκουσε  τη σιωπή  της ήρεμης νύχτας και τα μουρμουρητό  της Απάνω Βρύσης  που τη θυμάται  έτσι, να τρέχει συνέχεια, με κείνο το μπρούτζινο    στόμιο, ένα στόμιο ίδιο λιονταρίσιο κεφάλι.
Εδώ  ήταν παλιά το κέντρο του χωριού  πριν να γίνει η πλατεία, εδώ παιδί ό  ίδιος είδε  τον  πατέρα του ντυμένον καρναβάλι  να  χορεύει κι’ ένιωσε χαρά και περηφάνια  πρωτογνώριστη, τον είχε για  παράδειγμα τον  πατέρα του, ικανό σε όλα και πρώτον στα γλέντια και στα Καρναβάλια, από κείνον  παρέλαβε το γιδοτόμαρο και τη Μηλιαδίσια ροζιασμένη  μαγκούρα, τον  έμοιασε σε όλα τον πατέρα του, κι’ από τον ίδιο άκουσε για κάποιον  πρόγονό τους που έβαλε στοίχημα να περάσει κάποια Καθαρή  Δευτέρα απ’ αυτήν  την πλατεία τής Απάνω Βρύσης, να περάσει  χωρίς ρούχα γυμνός, αλείφτηκε λέει με μέλι και κόλλησε επάνω του πούπουλα,  αλλά διασχίζοντας τον μαζεμένο κόσμο, το πλήθος τον σταμάτησε, τον καθυστέρησαν, πούντιασε  και σε λίγες μέρες πέθανε, τόλεγε ο Παππούς   του  αυτό, έγινε σίγουρα κάποτε, κανείς δε θυμόταν ούτε το όνομά του και τι να το κάνουν να το θυμούνται το όνομα, πάντα  το γεγονός μετράει και  πέρασε στουςκατοπινούς, έγινε Μύθος.  Ο Ίδιος ένιωθε  ωραία όταν θυμόταν αυτήν τη χιλιοειπωμένη ιστορία, δεν ήταν βλέπεις ξένος, ήταν  από το σόι τους ο  πρωτοπόρος πρόγονος.
Εδώ στην Απάνω Βρύση, άγουρο  παλικάρι πια με τους συνομήλικους, περίμεναν  πριν νυχτώσει, περίμεναν  ν ’αλλάξουν  ματιές και κουβέντες με  τα κορίτσια που πήγαιναν για νερό, κι’ εδώ εκείνο το απόγευμα  τού καλοκαιριού, αντάλλαξε τις πρώτες αλλιώτικες ματιές με τη Μαρία  κι’ έμεινε ασάλευτος να την κοιτάζει μέχρι που χάθηκε στον ανήφορο φορτωμένη τη στάμνα.  Εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα που κάποια  θυγατέρα τού μπάρμπα Γιάννη μοίραζε  στους περαστικούς  τού  «Τζίτζιρα  το Κλίκ’» εκείνα τα μικρά στρόγγυλα ψωμάκια τα φκιαγμένα από το πρώτο  σιτάρι της χρονιάς, αρχαία συνήθεια κι’ αυτή. 
Με τη Μαρία έζησαν  τόσα χρόνια καλά, πέρασαν μαζί μια ολόκληρη ζωή, δεν  έχει παράπονο, κι’ ας μουρμούριζε εκείνη κάπου κάπου για τα αθώα κουσούρια του,  και σαν ποια κουσούρια δηλαδή, νά, αυτά που έκανε μαζί με τους άλλους δυο κι’ αυτό μονάχα  στη Αποκριά, μια  φορά το χρόνο. Εξήντα τόσα χρόνια μαζί έζησαν κι’ ανάστησαν παιδιά ταιριασμένοι και μονοιασμένοι  σε όλα, μόνο που, δε  συμφωνούσε μαζί της  όταν  την άκουγε να  μιλάει για αμαρτίες    και παράδεισους ,και απαντούσε ο  ίδιος  με τα δικά του,  « και τι να τους κάνει αυτός τούς παράδεισους και τους χλοερούς- ισκιωμένους τόπους» που έλεγε ο παππάς όταν  ξεπροβοδούσαν τους πεθαμένους για τον άλλο κόσμο, όταν τα άκουγε αυτά έρχονταν  στο μυαλό΄ του οι υγρές πρασινάδες που πιάνουν οι πέτρες  στα ανήλιαγα μέρη, ο ίδιος ποτέ δεν λιμπίστηκε  ένα ανήλιαγο μέρος ισκιωμένο και υγρό, όλο στο βουνό  ήθελε  να βρίσκεται, ανάμεσα στα ψηλά δέντρα και στον ήλιο , να βλέπει μακριά  και να χαίρεται.  Και όταν ανέβαινε  ταχτικά στην «Καμήλα» στο βουνό πάνω απ’ το χωριό , έμενε με τις ώρες  εκεί, να αντικρύζει τη θάλασσα κι’  όλον τον τόπο από τον Άθωνα μέχρι τη Σιθωνία. Έτσι τον ήθελε τον παράδεισο, άμα σκέφτονταν καμιά φορά να πάει και κατά κει . .Αλλά και ποιοι νομίζει ότι  πηγαίνουν εκεί?  Κάποιοι  σαν τον αδερφό της  που τάχαμου κάνει το θεοφοβούμενο και  τους έφαγε το μισό  προικιάρικο  χωράφι τους?  Αυτό πολύ  την  πείραζε αλλά δεν μίλησε  ποτέ  γιατί  αυτή ήταν η αλήθεια,  αυτός δεν θέλει τέτοιους ισκιωμένους τόπους, ας πάει απέναντι στα βουνά με τα δέντρα,  τα αγκάθια και τις βατσινιές, σίγουρα  εκεί  θα  βρίσκονται  μαζωμένοι όσοι, αιώνες τώρα μασκαρεύονταν και γλεντοκοπούσαν, όσοι στη ζωή  τους ένιωσαν τη  φλόγα της  Αποκριάς και το Διόνυσο να χορεύει μέσα τους, τα  είπε ο Γιώργης  ο καθηγητής αυτά, τα τύπωσε, δεν  τα ξέχασε, του άρεσαν. Μέσα απ’ αυτά βρήκε τις ρίζες  του και κατάλαβε τον  εαυτό του, δικαιολόγησε  τη φύση του.
Πολλές φορές  την Καθαρή  Δευτέρα  ένιωθε να  ψηλώνει και να χάνεται, έτσι  που  ήταν ντυμένος με  σίβο γιδοτόμαρο και τη μαγκούρα στο χέρι,  έβλεπε τα γουρουνοτσάρουχα  στα πόδια του να  χωρίζουν   μπροστά,  να  σκίζονται, να βγάζουν νύχια μυτερά και   τρίχες ίδια τραγοπόδαρα…  
Συνέχισε τα δρόμο για τη  γειτονιά του το Καραούλι, το χιόνι πύκνωσε και τα πόδια βάραιναν ,άρχισε να γλιστράει στο ίσιωμα, θυμήθηκε το μπαστούνι που τού έφερε ο μεγάλος από τη  Σαλονίκη, το ακούμπησε  σε μια άκρη και ούτε που σκέφτηκε να κρατήσει τέτοιο πράγμα. Μόνο τη ροζιασμένη μαγκούρα κράτησε μασκαρεμένος.  Το θεώρησε ντροπή να περπατήσει στο χωριό κρατώντας  αυτό το καλαμένιο γυαλιστερό πράγμα ,αυτά είναι για τούς δασκάλους είπε. Άμα παραγεράσω, βλέπουμε. Έτσι τούς είπε και εκεί τελείωσε  η συζήτηση. Πέρασε  το στενό του Βουζονίκου  , με κόπο έβγαλε τον  ανήφορο, και κοντοστάθηκε στο Καραούλι.
 Αριστερά τα Σαμαράδικα με ένα φωτισμένο παραθύρι, ησυχία με το χιόνι να πέφτει  ασταμάτητα, γύρισε κοίταξε προς τα κάτω  προς το χωριό, δεν μπόρεσε  να  ξεχωρίσει τίποτα, το χιόνι πυκνό . Εδώ  στο Καραούλι  αναστήθηκε κι’ έπαιξε μικρός  μαζί με τους  άλλους της γειτονιάς, δίπλα στο πατρικό του η  αλάνα, κάθε  φορά που περνάει κοντοστέκεται  του αρέσει να βλέπει το χωριό από ψηλά, όλα  στα πόδια του με τον Άη Λιά   απέναντι, νιώθει   ευχαριστημένος που μεγάλωσε και ζει σ’ έναν  τέτοιο  τόπο, από δω απόκτησε εκείνο  το σημάδι στο χέρι, όταν  έπεσε μικρός  πηδώντας  πάνω από τη  φωτιά του Άι Γιαννιού του Κλήδωνα, ζωσμένος  στη μέση  και στο κεφάλι με κλωνάρια λουλουδιασμένης Κληματίδας όπως ήταν η συνήθεια  τότε για μικρούς και μεγάλους, αγόρια και κορίτσια. . .  Δυο βήματα το σπίτι βαρέθηκε να κάνη το γύρο, κίνησε  να πάει από  τη πίσω  μεριά, από τον  απάνω δρόμο.  Αριστερά  στον χαμηλό όχτο, το  γκρεμισμένο σπίτι τού μακαρίτη Αριστείδη,  δυο  ντουβάρια όλα κι’ όλα όρθια  και η σκεπή μπρούμυτα, να  φωλιάζουν μόνιμα κουρούνες   και κουκουβάγιες , στενοχωριόταν  κάθε φορά που τόβλεπε έτσι.  Κοίταξε  το παλιόσπιτο  περίλυπος, και ξαφνικά   από το ντουβάρι άκουσε μια φωνή, σιγανή βαθιά και απόκοσμη, άκουσε  το όνομά  του . . 
Γιώργη. . .Βρε  Γιώργη. . .Απόρησε  και πλησίασε προς  τον τοίχο.  Κάτω από την  ξύλινη  κολόνα με το λιγοστό  φως,  ένας   άγνωστος ντυμένος με ράσο μπαλωμένο σε μεριές  μεριές,  με ψεύτικα γένια  και σκούφο καλογερικό. Και  παραδίπλα  ένας  άλλος   με γένια   ψεύτικα και με δόντια παράξενα, μουτζουρωμένος  και γελαστός, είδε, αλλά  δεν πολυκατάλαβε, όλα αυτά κάτι  τού θύμισαν αλλά πάλι.  . .  
Ο γελαστός είχε κρεμασμένο ανάμεσα στα σκέλια ένα  μακρύ  ανδρικό «εργαλείο» δεμένο μαστορικά στη μέση του που μόλις άνοιξε  τα πόδια, σηκώθηκε  και χτύπησε από κάτω  το ταψί που κρατούσε, κάνοντας  να  χοροπηδήσουν  τα καρύδια που ήταν μέσα . . .
Τους κοίταξε  ξανά στο λιγοστό φως της κολόνας, κάτι   άρχισε  να  καταλαβαίνει, αλλά, . . .πάλι.  . .είναι δυνατό??Τόσα  χρόνια πέρασαν. . . Γίνονται αυτά??  Έβγαλε  τον καλογερικό σκούφο ο πρώτος,  ήρθε κοντά τους,  τούς   είδε στο λιγοστό φως…  Εσύ  είσαι  Βασίλη??  Βρε  Χριστάκο.. μα, καλά, πώς!!!? 
Μα, τι γίνηκε  βρε  Γιώργη?? Δεν έχει Καρναβάλι  σήμερα?  Τα  παρατήσατε?  Δεν είδαμε τίποτα  και καρτερούμε από το πρωί  τόσος κόσμος… Κανένας  δε μασκαρεύτηκε φέτος??  Ούτε  σύ? 
Τι να  σας πω  βρε παιδιά, δεν ξέρω.. .Να..  φέτος   το καρναβάλι το έκαναν την Κυριακή. Άυτήν  την απόφαση  πήραν στο χωριό. Είπαν  πως δεν προλαβαίνουν  να παν στις δουλειές  τους οι χωριανοί που κατοικούν  στη Σαλονίκη και το μετέφεραν    στην Κυριακή. Μοίρασαν  σουβλάκια και  κρασί στην πλατεία,  μαζεύτηκε ο κόσμος και χάζευε μερικούς  παιδαράδες ντυμένους με στενά ρούχα Φράγκικα και ψεύτικες πιστόλες  στη μέση,    πέρασε κι’ο γιος τού Τάσιου μασκαρεμένος  και φορτωμένος  ξεράδια, παρίστανε λέει κάποια παλιά γυναίκα, δεν ξέρω τι  να σας πω, πήραν απόφαση, πάει πια από δω και πέρα.. .  τι να πεις.. Εγώ  δεν πήγα, άκουσα… .  
Μα, τι λες μωρέ Γιώργη,  Τι απόφαση λές?  Ποιος πήρε τέτοια  απόφαση?  Τι δουλειά έχουν  αυτοί από τη Σαλονίκη? Από  κει γίνεται  το κουμάντο στο χωριό?  Κοίτα τι γίνεται.. . Κι’ εμείς? Εσύ?  Πάμε Χριστάκο, πάμε γι’ αλλού.. Δεν  μπορεί, κάπου  θα βρούμε. . . Κάπου  θα το κρατούν ακόμα.. .δεν μπορεί  παντού  να το χάλασαν.. Πάμε απέναντι στο Παγγαίο και στη  Θάσο, εκεί δεν  τα παρατούν  αυτά, πάμε κι’  ας μη μας ξέρουν, θα μαθευτούμε   . . Πες  και στους  άλλους  που καρτερούν   να ξεκινήσουμε, να προλάβουμε. . .
Γύρισαν  προς τα κάτω  προς τη  βρύση  του Γεροδημήτρη, είδε, είδε κι’ αυτός  το παράξενο  πλήθος που ανεμίστηκε, σιωπηλό και αέρινο,  κόσμος πολύς, κόσμος  αμέτρητος,  ένα ψίκι μεγάλο και μασκαρεμένο, με Καφτάνια και μυτερά σκουφιά,  με τσαρούχια και πουτούρια,  με μπενεβρέκια και κοντοκάπια ανάρριχτα στους ώμους, άλλοι  μουτζουρωμένοι, άλλοι  έτσι  χωρίς τίποτα  το ξεχωριστό, γαϊδούρια πολλά σαμαρωμένα και ξεσαμάρωτα  με μασκαράδες καθισμένους  απάνω τους ανάποδα, παιδιά πολλά, να τρυπώνουν ανήσυχα ανάμεσα  στις σκιές των μεγάλων, γυναίκες πολλές ντυμένες άντρες, γυναίκες ντυμένες γύφτισσες, φορτωμένες  με κόσκινα,  γριές  με τσεμπέρι και καβάδια, κόσμος πολύς μέχρι που φτάνει το μάτι…   
ΚΙ’ εκεί στην άκρη προς το ξύλινο μπαλκόνι τού Αργυρού, άνδρες  αμέτρητοι, με σαντάλια στα ξυπόλυτα  πόδια, με γένια και μακριά μαλλιά,  με ένα ρούχο και τον ένα ώμο ξεσκέπαστο, ζωσμένοι με κισσούς, και στο ένα χέρι να κρατούν  κούπα ενώ στο  άλλο μια μαγκούρα  ψηλή που  στην κορυφή της ανέμιζαν  πρασινάδες. . .   Και ανάμεσα σε όλους  αυτούς,  ένας άντρας ψηλός  φορώντας  μακρύ άσπρο ρούχο και στο κεφάλι στεφάνι  από Κισσό, να παίζει ένα όργανο  φκιαγμένο από δυο ξύλα αντικρυστά, με χορδές, που η μουσική του σκορπίζονταν  πάνω  από το αέρινο  πλήθος, μεθυστική και φανερή  να την πιάσεις, σαν καταχνιά… 
«Μα, ποιοι είναι  όλοι αυτοί?,» Ρώτησε μουδιασμένος.. . 
«Γιώργη, αυτός εκεί πίσω με το γιδοτόμαρο είναι ο Παππούς σου. Εκείνος  ο ψηλός με τα  πούπουλα στο κορμί  είναι δικός  σας  από  το σόι σας, πολύ παλιός.. .Στο  γαϊδούρι  επάνω  είναι ο Στέργιος από δω  από  τη γειτονιά και   στην  άκρη με το καβάδι είναι Μανάκα σου η Χάδω. Και αυτοί εκεί στην άκρη με τη Μουσική, είναι οι παλιότεροι  ,εμείς αυτούς τούς βρήκαμε και ούτε που ξέρουμε από πότε είναι, κόσμος πολύς βλέπεις ,αμέτρητος …Είναι Σταγειρίτες, Γοματιανοί, απ’ τα Βραστά  από παντού.  . 
Πάμε να  φύγουμε   Βασίλη, βιαστείτε να προλάβουμε πουθενά, κάτι  θα          βρούμε.. .
Κίνησε  το πλήθος  και χάθηκε σιωπηλό στον κατήφορο, κι’ απόμεινε μονάχος, σκεφτικός και περίλυπος. Ακόμα δεν πίστευε στο όραμα, σού λέει «,είναι δυνατό..? Γίνονται αυτά..  ?  Όμως, πάλι, λες?  Κάθισε κατάχαμα πάνω στο χιόνι, κι’ ακούμπησε  στον τοίχο. Κάτι κουνήθηκε μέσα του,  κάτι θολό και αόριστο. Για μια στιγμή κάτω από το λιγοστό φως  της κολόνας, και ανάμεσα στις νιφάδες, είδε να περνάει από μπροστά  του όλη του η ζωή, θολή και αόριστη, και να χάνεται αυτή  η  ζωή  του  στο βάθος της χιονισμένης   νύχτας , μαζί με τις πυκνές νιφάδες που έπεφταν ασταμάτητα …   Έβγαλε   από τη  σακούλα το μαύρο  Κάμελ και με αδέξιες  κινήσεις, αργά αργά, μουτζουρώθηκε.  . Μοναχός, χαμογελαστός και ευτυχισμένος, γυρόφερε το χέρι   στο μουτζουρωμένο αξύριστο πρόσωπο και χαμογελώντας το σήκωσε σε  αποχαιρετισμό  προς τα  κάτω, προς τα εκεί που  έφυγαν οι άλλοι και οι  δικοί του, εκείνοι  τού ονείρου και  της φαντασίας. Με  παγωμένο και παραπονεμένο χαμόγελο κοίταξε  προς τα μέσα  του. . .
«Λές να είμαι εγώ ο Τελευταίος..»   
Το χιόνι  ασταμάτητο όλη τη νύχτα, κοίμισε και σκέπασε  το όνειρο. 
 Την άλλη μέρα, στο   Κέντρο υγείας  ο νοσηλευτής ρώτησε τους  τραυματιοφορείς. . .  
Μα γιατί ο Παππούς  είναι μουτζουρωμένος.. .  ?
Ά. . φαίνεται κρατάει από την Κυριακή. Στο χωριό του από φέτος, το Καρναβάλι  το έκαναν Κυριακή… .
Στο  γραφείο ο γιατρός  συμπλήρωσε το Πιστοποιητικό Θανάτου.
«Αιτία θανάτου.
Καρδιακή  ανακοπή  λόγω παρατεταμένης εκθέσεως εις χαμηλήν  θερμοκρασίαν».
 Και για την αφήγηση και αντιγραφή,  Βαγγέλης Μαυροδής.
19 Ο φεβρουάριος, 2018 Καθαρή Δευτέρα 

Δεν υπάρχουν σχόλια: