Παρασκευή 20 Μαρτίου 2020








Οι  Νυφίτσες  μας
Αποτέλεσμα εικόνας για Νυφίτσα
Στο χωριό μας το Νεοχώρι Χαλκιδικής, κάποτε τα κατοικίδια ζώα ήταν πολλά.  Το κάθε σπίτι είχε μια δυο γίδες, μουλάρια υπήρχαν περισσότερα και λιγότερα γαϊδούρια, είχε και πολλά ζευγάρια βόδια στο χωριό για όργωμα και το σύρσιμο της ξυλείας, και στα βόδια έδιναν και ονόματα  όπως Κοκκίνης, Ζάρκος, Μαυρέλης, Πατέλης και άλλα,  αλλά για τα βόδια αξίζει να αφιερώσουμε  ένα ξεχωριστό γραφτό. Ακόμα,στο χωριό  οι κότες ήταν αμέτρητες και τα σκυλιά περίσσευαν.
Μπελάς μεγάλος τα σκυλιά που γνώριζαν μόνο τους δικούς τους και τους ανθρώπους της γειτονιάς, τους άλλους όλους τους γάβγιζαν και τους κυνηγούσαν, δεν κοτούσες να περάσεις από κάπου σε καταπόδιαζαν και  πολλά δάγκωναν ύπουλα χωρίς να σε προειδοποιήσουν με το γάβγισμα, άσε το τι τραβούσαμε  όταν λέγαμε τα κάλαντα νύχτα από σπίτι σε σπίτι, εκεί στο χωριό μας στη γειτονιά του «Τσιότρα»  σε μερικά σπίτια ήταν αδύνατο να πλησιάσεις, λες και τα σκυλιά τους τα είχαν δασκαλεμένα, γιουρουντούσαν (ορμούσαν) όλα μαζί και δε γλίτωνες αν δε βαστούσες δεκανίκι να τα βαρέσεις  για να απομακρυνθούν, ή να μείνεις ψύχραιμος και ακίνητος, -όσοι ξέραμε αυτό κάναμε- έλα όμως που οι περισσότεροι το έβαζαν στα πόδια, άλλο που δεν ήθελαν τα σκυλιά και να την άλλη μέρα οι «καταδιωχθέντες» βρίσκονταν με μπαλωμένο πανταλόνι.
Τί μπορούσαμε  να κάνουμε όμως έτσι ζούσαμε με όλα αυτά τα παράλογα γύρω μας, τα οποία σήμερα θεωρούμε ωραία και γραφικά, αλλά τότε ήταν μπελάς σκέτος κι’ όποιος δεν τα έζησε δεν ξέρει, και άντε να μπούμε στο κυρίως θέμα που είναι οι νυφίτσες, όχι βέβαια  γενικά οποιεσδήποτε νυφίτσες, αλλά για τις δικές μας πρόκειται τις ιδιωτικές, τις νυφίτσες που φιλοξενούσαμε στο σπίτι μας, τι φιλοξενούσαμε δηλαδή, αυτές υπήρχαν στο σπίτι ζευγάρι είτε το θέλαμε είτε όχι.
Δεν εμφανίζονταν βέβαια και στο. . . σαλόνι, αλλά στο σπίτι μας  ζούσαν, εκεί γεννοβολούσαν, και όσους απογόνους και να έκαναν, σε μάς υπήρχε πάντα μόνο ένα ζευγάρι.
Φαίνεται ότι τα τέκνα τους δεν τα έστελναν για . .  .σπουδές στο Χάρβαρντ, αλλά τα πάντρευαν στη γειτονιά,  τάστελναν σε διπλανά σπίτια, όπου κι’ εκεί υπήρχε τροφή, υπήρχαν ποντίκια, και μπορεί να μην υπήρχε άφθονη τροφή για τους ενοίκους, όμως για τα ποντίκια του σπιτιού όλο και κάτι βρίσκονταν κι’ έτσι  κουτσά στραβά, ήταν εξασφαλισμένη αν όχι η  καλοπέραση, όμως ήταν σίγουρη η   συνέχιση του είδους της νυφίτσας, η οποία παρά τις ζημιές που κάνει,  γενικά είναι χρήσιμη και απαραίτητη για την καταπολέμηση των ενοχλητικών τρωκτικών και ερπετών, άσε που όποιος δεν είδε νυφίτσα να τρέχει ή να κουβαλάει το μικρό της πιασμένο απαλά απ’ το λαιμό, όποιος δεν τα είδε αυτά, δεν ξέρει τι θα πει ευκινησία και στοργή.  
Στο σπίτι μας  λοιπόν οι νυφίτσες συνήθως έκαναν φανερή την παρουσία τους  μόνο το βράδυ που όλα ησύχαζαν.
Ακούγονταν στο ταβάνι  που επικοινωνούσε με το κατώι μέσα από τους τσιατμάδες  και απ’ αυτά τα κενά των μεσότοιχων,  ανέβαιναν και κυνηγούσαν τα ποντίκια που αλαφιασμένα έτρεχαν πάνω κάτω και τσίριζαν, και από τις τσιρίδες που έβγαζαν, ξέραμε πότε τα έπιαναν.
Αυτό γινόταν  κάθε βράδυ. Και , είπαμε μόνο ένα ζευγάρι οι νυφίτσες, αλλά  τα ποντίκια ατελείωτα.
Κάπου κάπου η νυφίτσες μας όταν ξεθάρρευαν έβγαιναν  χορτάτες και οι δύο στην αυλή να πάρουν τον αέρα τους , εκεί προς την άκρη στον πλοκό, που φύτρωναν πυκνά χόρτα, για να κρυφτούν άμα παρουσιάζονταν κίνδυνος, σηκώνονταν στα πίσω πόδια και οι δύο και πάντα πλάτη με πλάτη για να βλέπουν προς όλες τις μεριές. Όμορφα ζωάκια με χρώμα κανελί και πανέξυπνα να κοιτούν γύρω κουνώντας το κεφάλι γρήγορα, και  μόλις  κουνιόταν κάτι ή παρουσιάζονταν άνθρωπος, γινόταν άφαντες.
Από όσα βλέπαμε, οι νυφίτσες μας έτρωγαν τα πάντα.
Μια μέρα η μία κουβαλούσε  μια πράσινη γκουστέρα ( σαύρα) ζωντανή και κάποτε  βρήκαμε στην αυλή  έναν μικρό αλαφιάτη (δενδρογαλιά) μισοψόφιο, δεν μπόρεσαν να τον κουβαλήσουν και τον αποτελείωσε  η γάτα μας, τον έφαγε ζωντανό αρχίζοντας από την ουρά.
Τέτοια ωραία συνέβαιναν στο σπίτι μας και στην αυλή μας.
Εμείς τα παιδιά βλέπαμε τις νυφίτσες από το παράθυρο, τις βλέπαμε να τρέχουν  ανάμεσα στις κότες και τις συνηθίσαμε, τις θεωρούσαμε  ότι ανήκουν στα κατοικίδια της οικογένειας, ακόμα και η σκύλα μας δεν τις κυνηγούσε, όπως ήταν ξαπλωμένη με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια.
Τις έβλεπε περίεργα και με μισό μάτι βέβαια, αλλά δεν τις κυνηγούσε,  ίσως γιατί γνώριζε ότι ήταν πιο σβέλτες  από την ίδια, ούτε τις γάβγιζε, μόνο τις  φοβέριζε βγάζοντας έναν σιγανό γρυλισμό που όσο πήγαινε και δυνάμωνε χωρίς όμως να γίνεται γαύγισμα. Ούτε όμως κι’ εκείνες πλησίαζαν πολύ στο «θηρίο . .»
 Έτρεχαν προς τη μεριά του φράχτη κι’ εκεί κοντοστέκονταν και  όρθιες έριχναν μια ματιά προς τη  μεγαλόσωμη σκύλα πριν εξαφανιστούν.
-Ύστερα από τόσα χρόνια, τώρα που το σκέφτομαι, η αυλή μας ήταν ένας μικρός ζωολογικός κήπος. Απ’ όλα είχε. Είχε και ήμερα είχε και άγρια . . .  
Όλα τα βλέπαμε και τα είχαμε συνηθίσει, αλλά τις νυφίτσες μας τις είχαμε σχεδόν καθημερινούς σουλατσαδόρους και τις θεωρούσαμε περισσότερο δικές μας από άλλα άγρια ζώα και πουλιά που ήταν περαστικά και εμφανίζονταν κάπου κάπου.  
-Οι νυφίτσες για όποιον δεν τις έχει δει είναι  μικρόσωμα ζώα, με πολύ λεπτό σώμα, πανέξυπνα και τα μικρά τους τα  κουβαλούν από μέρος σε μέρος, πιάνοντάς τα με το στόμα τους απαλά από το σβέρκο, όπως κάνουν και οι γάτες  όταν αλλάζουν θέση στα γατιά τους που δεν μπορούν να περπατήσουν.
Έτσι στο σπίτι μας  υπήρχε ένα modus Vivendi, συμβιώναμε όλοι με αρμονία, μέχρι που συνέβη ένα γεγονός το οποίο άλλαξε τις διαθέσεις  της Μάννας μας απέναντι στις νυφίτσες και από την ανοχή της για την υποχρεωτική φιλοξενία, πέρασαν στη λίστα των ανεπιθύμητων, ως personae non gratα    που λεν στη διπλωματική γλώσσα και  να γιατί.
Στα χωριά ως γνωστό, σε όλα τα σπίτια είχαμε κότες, απαραίτητες για τη διατροφή  μας οι οποίες κότες όμως έπρεπε να  μεγαλώσουν από μικρά κλωσοπούλια που έβγαιναν απ’ το αβγό αφού το κλωσούσε η κλώσα για αρκετές μέρες και στην αρχή  αυτά τα κλωσοπούλια μέχρι να  αποχτήσουν αρκετό μπόι και να μην κινδυνεύουν από τις νυφίτσες, το βράδυ  τα σκέπαζε η Μάννα μας με ένα  διρμόνι ( αραιό κόσκινο) που εφάρμοζε και πατούσε καλά στο χώμα στο κατώι.
Το πρωί τα ξεσκέπαζε και τα έβγαζε έξω, όπου τα σεργιανούσε η κλώσα όλη μέρα και τα μάθαινε να σκαλίζουν στο σωρό της κοπριάς που υπήρχε μόνιμα στην άκρη της αυλής κι’ όταν έβρισκε κανένα σπόρο, τον κομμάτιαζε με τη μύτη της και με ένα χαρακτηριστικό κακάρισμα, μάζευε τα πουλάκια γύρω της για να φάνε.
Αυτή η εικόνα με τα κλωσοπούλια γύρω από την κλώσα είναι χαρακτηριστική και έμεινε μόνιμα  στη μνήμη όσων μεγάλωσαν σε χωριό.
Έτσι λοιπόν και κάποια χρονιά που είχαμε κλωσοπούλια όψιμα, εκεί γύρω στο τέλος Σεπτεμβρίου, κάθε βράδυ η μάννα μας τα σκέπαζε  με το διρμόνι και όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που μαζέψαμε τα καρύδια και τα βάλαμε προσωρινά χύμα στο κατώι μέχρι να στεγνώσουν καλά και να μπουν σε τσουβάλια, όχι για να τα πουλήσουμε αλλά για να τα φάμε  το χειμώνα.
Άλλα φρούτα βλέπεις δεν είχαμε, καρύδια όμως και δαμάσκηνα, μήλα και αχλάδια  λιασμένα είχαμε.
Εκεί λοιπόν στο κατώι δίπλα στα καρύδια σκέπαζε η Μάννα μας κάθε βράδυ τα κλωσοπούλια, με την  κλώσα  να ξενυχτάει δίπλα  τους, γιατί βλέπεις την κλώσα οι νυφίτσες δεν την πείραζαν, ήταν μεγάλη, δεν ήταν του. .  . χεριού τους.
Κάποιο πρωί λοιπόν που κατέβηκε η Μάννα στο κατώι για να ξεσκεπάσει τα κλωσοπούλια και να τα βγάλει στην αυλή, βρήκε μόνο την κλώσα να κακαρίζει ανήσυχη και κάτω από το διρμόνι όλα, μα όλα τα κλωσοπούλια πνιγμένα, ψόφια.
Κατάλαβε και βεβαιώθηκε η Μάννα  χωρίς καμιά αμφιβολία, ότι για την απώλεια έφταιγαν οι νυφίτσες και μόνο αυτές, θυμήθηκε την περίοδο που όλη οικογένεια έδειχνε τα έστω ουδέτερα αισθήματά της προς το ζεύγος  τις νυφίτσες, ζύγισε τα υπέρ  και τα κατά, σκέφτηκε ότι από τη μια μεριά οι νυφίτσες μας  γλίτωναν από τα ποντίκια που ήταν κάτι το συγκεκριμένο, αλλά αυτό δεν ήταν ορατό και άμεσο, και από την άλλη, η ζημία έγινε, τα  κλωσοπούλια ήταν εκεί, μπροστά της, πνιγμένα και ξαπλωμένα , και άντε να ξαναβάζει κλώσα το προχείμι και πού να βρεις αρνίθα να κλωσήσει φθινοπωριάτικα, τότε δεν πουλούσαν οι πλανόδιοι έτοιμα  κλωσόπουλα, έπρεπε η κάθε μια νοικοκυρά να μαζεύει τα αυγά διαλεγμένα, να βάζει  κλώσα, να την ταΐζει και να την ποτίζει εκεί που κλωσούσε για να μη σηκωθεί και κρυώσουν τα αβγά, να τη φροντίζει για μέρες, μέχρι που να βγουν  τα πουλιά, ήθελε κόπο και φροντίδα η όλη διαδικασία και νάρχονται οι νυφίτσες να τα πνίγουν όλα  έτσι από γινάτι, γιατί τα έπνιξαν αλλά δεν τα έφαγαν, λες και το έκαναν για εκδίκηση, μυστήριο πράγμα αυτή η συνήθεια της νυφίτσας να τα πνίγει χωρίς να τα τρώει, μόνο ο άνθρωπος έχει τέτοια χούγια, σκοτώνει τους ομοίους του ενώ ξέρει ότι δεν τρώγονται.  
Σήκωσε το διρμόνι, η Μάννα μας και τα μάζεψε όλα στην ποδιά, αλλά τότε κατάλαβε ότι το διρμόνι δεν εφάρμοζε καλά στο χώμα στο κατώι, πατούσε σε ένα  καρύδι και άφηνε κενό, από κει πέρασαν οι νυφίτσες και να το κακό τελειωμένο. .  .
Είπε νευριασμένη όσες  βλαστήμιες θυμόταν και πέταξε τα  ψόφια κλωσοπούλια στην κοπριά να τα φαν οι γάτες.
Από τη μέρα εκείνη όσες φορές ακούγονταν στο ταβάνι το κυνηγητό και οι τσιρίδες των ποντικιών, η Μάννα μας μουρμούριζε «να σας βαρέσ’ αγέρας . .» και άλλα πολλά και κάθε φορά που εμφανίζονταν  οι νυφίτσες στην αυλή, έριχνε κατά πάνω τους ότι έβρισκε πρόχειρο, όμως σιωπηρά  από κει και πέρα, το διρμόνι με τα  κλωσοπούλια , το σιγούρευε σε μια άκρη στο κατώι, σε μέρος καθαρό και ίσιο, μακριά από τα καρύδια και από άλλα αντικείμενα, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. . . 
Γιατί, μπορεί φανερά ο εγωισμός να μη μας αφήνει να παραδεχτούμε  το μέρος της ευθύνης που μας αναλογεί για μια ζημία και το φταίξιμό μας, αλλά μη έχοντας πού να ρίξουμε αυτό το φταίξιμο, φροντίζουμε να βρούμε τον αδύνατο κρίκο, να τα φορτώσουμε όλα εκεί, όταν μάλιστα αυτός ο κρίκος  βρίσκεται σε αδυναμία  να υπερασπιστεί  τον εαυτό του.
Αυτά έγιναν τότε  με τις Νυφίτσες μας, αλλά όπως ήρθαν και άλλαξαν τα πράγματα, ζωντανή νυφίτσα  έχω να συναντήσω πολύν καιρό.
Αυτά λοιπόν και με χαιρετισμούς   
Βαγγέλης Μαυροδής  
                                           

Δεν υπάρχουν σχόλια: