Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Το Τεφτέρι


Για το  Τεφτέρι θα πούμε λοιπόν, αυτό το «Δευτέριον» των βυζαντινών, μπορεί και να προέρχεται από τη λέξη «διφθέρα» που είναι το τομάρι, εκείνο το λεπτό επεξεργασμένο τομάρι πάνω στο οποίο έγραφαν οι πολύ παλιοί πρόγονοί μας αλλά έγινε γνωστό ως Περγαμηνή, και επειδή ήταν και πανάκριβο ως γραφική ύλη, οι κατοπινοί έσβηναν αυτά που ήταν γραμμένα στο τομάρι και έγραφαν δικά τους πράγματα, ψαλμούς και άλλα.
Έλα όμως που με την ανακάλυψη των ακτίνων Χι μπόρεσαν και διάβασαν όσα είχαν σβηστεί από κάτω και κέρδισε η επιστήμη, γιατί μπορεί άλλα να  έγραφαν από πάνω, αλλά με τις ακτίνες φάνηκαν και τα σβησμένα από κάτω κι’ έτσι φανερώθηκαν όλα  και  γίναμε σοφότεροι, αλλά  αυτά τα αφήνουμε  για άλλη φορά, το θέμα μας είναι το καθεαυτού Τεφτέρι, το μπακαλοτέφτερο  που στα χωριά όλοι το γνωρίσαμε, και  οι περισσότεροι λίγο πολύ το ξέρουν από το σχήμα του, για κείνο το  ταπεινό «μινιμαλιστικό»  τετράδιο θα πούμε ,  εκείνο το  δεύτερης και τρίτης σημασίας  βοηθητικό έντυπο το μικρό και λιγοσέλιδο, το οποίο  ως έντυπο  εκτός από την προπαίδεια που είχε στο πίσω εξώφυλλο, δεν είχε καμία  συμμετοχή  στην εκπαίδευση και στα γράμματα.
Παλιότερα όμως ήταν το  λογιστικό βιβλίο στο οποίο  καταχωρούσε ο μπακάλης τα καθημερινά ψώνια τής οικογένειας, τα οποία ψώνια ελλείψει ρευστού προμηθευόμασταν από το μπακάλικο με  πίστωση  και ο μπακάλης τα καταχωρούσε με βάση το . . .διπλογραφικό σύστημα όπως το ονομάζουν οι λογιστές, ή μάλλον ήταν ένα . . .τριπλογραφικό σύστημα το οποίο με την ευκαιρία, θα το στείλουμε στην Εφορία να το μελετήσουν οι ειδικοί για να το εφαρμόσουν μήπως και δει άσπρη μέρα το ταμείο τού κράτους που είναι συνέχεια μείον, αλλά μάλλον για να υιοθετηθεί ένα τέτοιο τριπλογραφικό σύστημα, ένας μόνο μπορεί να το επιβάλει, το εκ Βρυξελών αφεντικό, εκείνος ο δαιμόνιος κύριος . . .  Ολιρενίδης.
Το λογιστικό σύστημα λοιπόν τού βερεσέ, τής γνωστής πίστωσης, που ήταν αποδεκτό από τους δυο τρεις  μπακάληδες τού χωριού, λειτουργούσε ως εξής. Ο αρχηγός της οικογένειας σε συνεννόηση με τον μπακάλη της προτίμησής του και συνήθως μ’ αυτόν του πλησιέστερου μπακάλικου, άνοιγε έναν λογαριασμό  για ψώνια , με μόνη άγραφη εγγύηση την υπόσχεσή του, οτι μόλις θα μαζεύονταν ένα ποσό στο περίπου, δηλαδή στο πάνω κάτω, θα φρόντιζε να τον εξοφλεί, ή τέλος πάντων κάτι θα έκανε για να συνεχίσει και να μη χάσει την πίστωση. Δεν υπογράφονταν χαρτιά και τέτοια, αλλά ο προφορικός λόγος ήταν το «ομόλογο» για την ανοιχτή πίστωση. Έτσι μετά από τις τυπικές διαδικασίες έκλεινε η


συμφωνία και ο   μπακάλης έδινε στον πατέρα μου το γνωστό τεφτέρι με γραμμένο στο εξώφυλλο το όνομα και το επίθετο. Με το τεφτέρι αυτό, πηγαίναμε
στο συγκεκριμένο μπακάλικο και  ψωνίζαμε τα απαραίτητα για τις ανάγκες τής οικογένειας. Το είδος, την ποσότητα και την αξία από τα ψώνια που παίρναμε, τα σημείωνε ο μπακάλης στο τεφτέρι μας, αλλά  έγραφε τα ίδια και σε ένα πρόχειρο τετράδιο δικό του,  από το οποίο το βράδυ τα «ξεσήκωνε» και τα περνούσε στη μερίδα μας σε ένα χοντρό κατάστιχο, κι’ όταν γέμιζε η σελίδα έγραφε από κάτω «ις μεταφορά σελίς..  . .» και  όλο και παραπίσω πήγαινε, κι’ όταν δεν είχε άλλες σελίδες στο ένα βιβλίο, υπήρχε και δεύτερο.
Κρίμα όμως που δε σώθηκαν αυτά τα βιβλία, από τις σελίδες των οποίων παρέλασε κόσμος και κοσμάκης και κάλυψαν τις στοιχειώδεις καθημερινές μας  ανάγκες, τα βιβλία με τον ιδιαίτερο  γραφικό  χαρακτήρα  και τις ανορθογραφίες τού μπακάλη. Στα τεφτέρια θα εύρισκε κανείς σήμερα, τόσα στοιχεία που θα μπορούσε να παρουσιάσει ολόκληρη μελέτη για τις τότε  ανάγκες, τη συχνότητα αγοράς ορισμένων ειδών, τις εξοφλήσεις και τόσα άλλα από τα οποία θα έβγαινε  ένα συμπέρασμα για τα παλιά «ωραία χρόνια».
Το Τεφτέρι, εκτός από «λογιστικό έντυπο»,    έπαιξε και  ένα πολύ μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση τού χαρακτήρα και τής ψυχολογίας μας γενικά . Στα σπίτια μας στο χωριό, μπορεί στα περισσότερα να μην υπήρχαν βιβλία και σε πολύ λίγα να υπήρχαν ένα δυο, κι’ εκείνα γύρω από τη θρησκεία, κάποιος «Καζαμίας» ή ο βίος κάποιου αγίου, κάποιο Αναγνωστικό τού Δημοτικού Σχολείου τής παλιάς εποχής που σώθηκε, και το πολύ να υπήρχε η Γενοβέφα, ή Ωραία του Πέραν.Μπορεί να μην υπήρχε τίποτα που να βοηθήσει στο  άνοιγμα τού μυαλού, υπήρχε όμως εκείνο το αναθεματισμένο Τεφτέρι, το Τεφτέρι που όσο το μισούσαμε, τόσο μάς ήταν απαραίτητο.
Με το Τεφτέρι είχαμε μια βαθιά σχέση ανάγκης αλλά και μίσους. Το Τεφτέρι ήταν κάτι που δεν ήθελες  να το βλέπεις και να το σκέφτεσαι, αλλά και που το είχε  στο νου της όλη η οικογένεια  μη  παραπεταχτεί και χαθεί, γιατί τότε  αλίμονο  το σύνολο από τα χρωστούμενα ήταν στην όποια  διάθεση τού μπακάλη αλλά γενικά πάντοτε οι φόβοι μας αποδεικνύονταν  αβάσιμοι, γιατί και  που το χάσαμε μερικές φορές για λίγο, δεν έγινε τίποτα, όμως και μόνη η ιδέα και ο φόβος για «πανωγράψιμο» μπορούσε να φέρει την οικογένεια σε άσχημες καταστάσεις. Το είχαμε σε μέρος που να μη χάνεται, σε μέρος που να το ξέρουμε όλοι, γιατί όλα τα μέλη τής οικογένειας που ήταν σε ηλικία να πάν μέχρι τον μπακάλη, μπορούσαν να το μεταφέρουν, και βέβαια πάντα για αγορά μετρημένων ειδών μπακαλικής και με τη ρητή εντολή, « να φέρεις μόνο αυτά που σού είπα, αλλιώς θα σε σκοτώσω. . .»,και το «θα σε σκοτώσω» εννοούσε το ξύλο που θα φας αν παρακούσεις και αυτή η απειλή ήταν μεν μια καθαρά φραστική απειλή, η οποία

λέγονταν χωρίς πρόθεση αλλά την ακούγαμε και την είχαμε συνηθίσει από τα πρώτα χρόνια που μάς επιφόρτισαν με το θλιβερό καθήκον να πηγαίνουμε στον μπακάλη.
Είναι πολύ οδυνηρό ακόμα και ύστερα από τόσα χρόνια,  να σκέφτεσαι οτι σε στέλνουν μόνο για ελιές  ρέγγα και λάδι ή καθαρό πετρέλαιο κι’ εσύ  να λαχταράς λίγο χαλβά ή ένα λουκούμι, να θέλεις να ξεφύγεις λίγο, λίγο να παρακούσεις, να κάνεις την επανάστασή σου την αθώα,  να θέλεις να πάρεις  κάτι για τον εαυτό σου εκτός παραγγελίας και να αισθάνεσαι όχι γενικά και αφηρημένα τις συνέπειες από την παραβίαση της   μητρικής εντολής, αλλά από μια σταλιά παιδί από τότε που η ηλικία σου επιτρέπει και επιβάλλει μόνο την ξενοιασιά και το παιγνίδι, από τότε ακόμα να σε έχουν μπολιάσει με άπειρα ΜΗ κι’ όσο μεγαλώνεις να προσθέτουν ΜΗ απάνω στο ΜΗ  στην αρχή της ζωής σου, να σού  απαγορεύουν την αταξία και  συνέχεια να σού βάζουν τον πήχη ψηλότερα, και από την απειλή να μην πάρεις με το τεφτέρι τίποτα παραπάνω από αυτά που σού είπαν, να φτάνουν στα ΜΗ μιλάς ΜΗΝ ανακατώνεσαι και κάποτε, ν’ αναφέρουν παραδείγματα, για ανθρώπους που έπαθαν, για εξορίες και διωγμούς, για αποκλεισμούς και δυστυχίες, και όλα αυτά για να σε προφυλάξουν για να μην πάθεις, «να μην τραβήξεις  κι’ εσύ. . . .»    και να βλέπεις γράμματα από άλλες χώρες που έρχονταν μια δυο φορές το χρόνο στο σπίτι,  ανοιγμένα τα γράμματα, με αθώο κατά τα άλλα περιεχόμενο, χωρίς τίποτα το ενοχλητικό για την εδραιωμένη   εξουσία, γράμματα  με συγκαλυμμένο το παράπονο  για κάποιο «λάθος» και με μια έκφραση  ξεκάθαρη και καθόλου διφορούμενη, «αδερφέ είμαι καλά, η ζωή εδώ κλπ κλπ, και.. . .  άμα ξαναγινόμουν νύφη, ήξερα πως να χορέψω καλύτερα. . .» αποστολευς Χ. Μ. . ... . Tatabanya  Magyarorsag , και όλα αυτά, μέσα σε ένα κλίμα βαρύ, με πολύ λίγες και σπάνιες τις μέρες κάποιας χαράς, μιας χαράς ετεροχρονισμένης και παράταιρης,  που  δεν εξαρτιόταν από τα γεγονότα, από πανηγύρια και ονομαστικές γιορτές, αλλά από το χρηματικό ποσό που μαζεύονταν στο τεφτέρι, και άκουγες κάθε τόσο, την παράκληση τής Μάνας ,  « να δούμε πόσα μαζεύτηκαν στο τεφτέρι» και δόστου προσθέσεις και κρατούμενα,  και «πολλά τα βγάζεις,  ξαναμάστα να μην έκανες λάθος. . .» κάθε τόσο ή ίδια συζήτηση, και το τεφτέρι, εκεί στον τόπο του, πάνω στο τζάκι στη γωνία, κάτω από την «κρίνα» με τον καφέ και τη ζάχαρη, για να στέκεται ίσιο από το τσαλάκωμα που πάθαινε κάθε φορά που το πηγαίναμε στον μπακάλη, γιατί δε χωρούσε καλά στα παιδικά  χέρια  μας και το σπάζαμε λίγο, και το σφίγγαμε κιόλας μην το χάσουμε, και ευτυχώς που είχαμε τη δική μας παραγωγή στα απολύτως απαραίτητα, πατάτες  και φασόλια, και τα φασόλια τριών ειδών, άσπρα παρδαλά και κίτρινα, κι’ αυτά από το μισό στρέμμα  που είχαμε ποτιστικό, ερχόταν και ο

χειμώνας με τα δύσκολα, ρούχα και παπούτσια, υπολογίσιμα και τα τετράδια και όλα τα απαραίτητα για το σχολείο, το χειμώνα το τεφτέρι παραφούσκωνε  κι’ όλο
και περίμενε ο πατέρας να τον ξοφλήσει ο ξυλέμπορας, ή να βγάλει εκκαθάριση ο Συνεταιρισμός, θυμάμαι που συνέχεια μιλούσε ο πατέρας για κάποιον ξυλέμπορα
με όνομα Κοφτερός δεν τον κακολογούσε αλλά έλεγε οτι είναι μικρός έμπορας και σε παίρνει στη δουλειά χωρίς να ρωτάει και πολλά, και το πιο σπουδαίο «κανονίζει μόνος του για την άδεια» κι’ αυτή η άδεια είχε τη σημασία της όταν ήταν το δάσος και η δουλειά, δηλαδή η υλοτομία, όταν ήταν να γίνει  σε περιοχές κοντά στα σύνορα στο Καϊμακτσαλάν στη Φλαμουριά ή στην Κόκοβα,(το Πολυδέντρι)  όπου δεν μπορούσε να πάει για δουλειά όποιος κι’ όποιος. . . . όχι δηλαδή πως η εξουσία φοβόταν τον υλοτόμο που θα πήγαινε στην επιτηρούμενη ζώνη, αλλά με τα απαγορευτικά μέτρα της, έδινε το σήμα ότι το μάτι της έβλεπε και ήλεγχε τα πάντα, αφού ακόμα και για το ποδήλατο τότε έπρεπε να βγάλεις άδεια κυκλοφορίας, ναι ναι, ρωτήστε τους παλιότερους και θα σας πουν. Πάμε να ξεφύγουμε πάλι  και θα βγει κάποιος «ανώνυμος» να βγάλει τη χολή του, αλλά δε βαριέσαι, το είπαμε κι’ άλλοτε, κάποτε η ανωνυμία φόρεσε κουκούλα κι΄ έστειλε ανθρώπους  στο απόσπασμα, κι’ αργότερα,  οι ίδιοι άνθρωποι,  επώνυμα και χωρίς μάσκα πλέον, με τα χνώτα που μύριζαν ρακί, περιέφεραν τα φυσεκλίκια τους και την οργή τους  στα χωριά μας  τραγουδώντας    εκείνο το κατάπτυστο  « όποιος δε θέλ’ του βασιλιά κι θέλ’ λαουκρατία, ο δρόμος είνι ανοιχτός, να πάει στη βουργαρία». . . .και σήμερα οι απόγονοί γενικώς, διαθέτοντας υπολογιστή  και επιλεκτική μνήμη ή (ευτυχώς) άγνοια, λεν τη γνώμη τους ανώνυμα και εκ του ασφαλούς, καταντώντας επιεικώς γραφικοί. . .
Σε τέτοιες εποχές γνωρίσαμε το τεφτέρι και το συνδέσαμε με το φόβο, με το μη μιλάς μην ανακατώνεσαι, μην τα βάζεις μ’ αυτούς. . .
-Το τεφτέρι με την εξόφληση ή την εκκαθάριση έπαιρνε μια ανάσα και τφου πάλι απ’ την αρχή, ο ίδιος κύκλος, η ίδια αγωνία  και οι συνεχείς παρακλήσεις της Μάνας , «Μάστα να δούμε πόσα είναι. . .»
Το καλοκαίρι το Τεφτέρι σαν να έπαιρνε για λίγο μια ανάσα, νά  μαρούλια δικά μας, νά οι ντομάτες και τα αγγούρια και οι πιπεριές όλα δικής μας παραγωγής, αργότερα τα φασολάκια, σκόρδα κρεμμύδια από την αυλή μας, πράσα ποτέ δεν είδαμε στο χωριό, και σίγουρα αν έβαζε κάποιος χωριανός, έστω μόνο ένας, θα έβαζαν κι’ άλλοι έτσι είναι αυτά στα χωριά, ο ένας συνερίζεται τον άλλο.
Από πλευράς σαλατικών στο τεφτέρι μας ποτέ δε φάνηκαν, μαρούλια ντομάτες αγγούρια, όσα καταναλώναμε απ’ αυτά ήταν δικής μας παραγωγής, κι’ αν πεις για  καρότα, μπρόκολα, κουνουπίδια  και άλλα «ευγενή» εισαγόμενα σαλατικά ποτέ δε φάνηκαν στο χωριό, ούτε  γνωρίζαμε το σέλινο και τον άνηθο αλλά στους μπαχτσέδες πάντα υπήρχε ο μαϊδανός που  ακόμα τον λέμε Μακεδονήσι και ο δυόσμος φύτρωνε μόνος του παντού, ακόμα κι’ εκεί που δεν τον έσπερνες,


«περπατούσε» και αυγάτιζε συνέχεια, και ήταν απαραίτητος για να νοστιμίσει τα φαγητά, ακόμα και αποξηραμένος το χειμώνα. Κι’ αν πεις για άγρια χορταρικά,
εκεί είναι που η ποικιλία ήταν ανεξάντλητη, άλλα χόρτα για σαλάτα, λουβουδιές τσουκνίδια  παπαρούνες για πίττες, και πόσα άλλα που δεν θυμούμαι τώρα πώς
τα λέγαμε, αυτά όλα και νοστίμιζαν τα φαγητά  στο τραπέζι μας αλλά το κυριότερο «αλάφραιναν» το τεφτέρι.
Στο Τεφτέρι μας  από τα «εισαγόμενα ξενικά»  κάπου κάπου εμφανίζονταν το ρύζι, οι ρέγγες, και αραιά και πού οι φακές και τα μακαρόνια-τα κοφτά για να τρώγεται το ζουμί με το κουτάλι-, και πολύ σπάνια  καμιά φορά τα ρεβίθια έτσι για να ξεχάσουμε τη γεύση της φασολάδας η οποία πέρασε στο ντιενέι μας.
Η Μάνα κάθε χρόνο , έφκιαχνε τραχανά και χυλοπίτες που τις λέγαμε «φύλλα» κι’ έτσι περνούσαμε «πορευόμασταν», αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί το χειμώνα μέσα στο Τεφτέρι φαινόταν ταχτικά το τουρσί λάχανο, γιατί  το αγοράζαμε,        αφού στον τόπο  μας τα καρπολάχανα ευδοκιμούν, αλλά μάλλον κανείς δεν έκανε την αρχή να φυτέψει, άλλη ιστορία κι’ αυτή και θα πούμε κάποτε για το πώς και πότε «ήρθαν» τα καρπολάχανα στο χωριό, εύκολο το τουρσί και φτηνό να γίνει, αλλά στο χωριό οι περισσότεροι  το προτιμούσαν «αγοραστό» και όσο φτηνό να ήταν, πολλές φορές φέρναμε  στους γονείς το επιχείρημα οτι αν φκιάχναμε τουρσί στο σπίτι, αντί να το αγοράζουμε με το Τεφτέρι, θα μπορούσαμε στη θέση του να παίρναμε. . . .χαλβά, μέλι και άλλα . . . ημιαπαγορευμένα.
Το Τεφτέρι μάς σημάδεψε , σημάδεψε και επηρέασε την ψυχολογία μας.   Έτσι ζούσαμε τότε, φοβισμένοι και απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο, με  μόνο προορισμό  τη Θεσσαλονίκη για τους άτυχους  που   έπρεπε να κάνουν κάποια εγχείρηση.
Οι χαρές μας ήταν λιγοστές κι’ εκείνες κουτσουρεμένες, τσιγκουνεμένες, χαρές μόνο για λίγο, χαρές χρονομετρημένες .Οι  μεγαλύτεροι  δε μας άφηναν να χαρούμε,  με τη στάση τους και τα μισόλογά τους στην αρχή, φανερά αργότερα όσο μεγαλώναμε,  μας μετέδιδαν       το φόβο με τις εμπειρίες τους, εμπειρίες   που τις κληρονόμησαν κι’ αυτοί από τους δικούς τους γονείς και τους παππούδες τους, μ’ εκείνο το συνεχές μη μιλάς μην ανακατώνεσαι . . . .
Κρατώντας σφιχτά το τεφτέρι, περπατούσαμε από το σπίτι στο μπακάλικο  χωρίς γέλιο και με μόνη τη σκέψη να υπακούσουμε στην  αυστηρή εντολή της Μάνας , να μην τολμήσουμε να πάρουμε κάτι παραπανίσιο από όσα έπρεπε.
Αυτή η αυστηρή Μητρική εντολή συνοδευμένη με την απειλή της τιμωρίας, στο βάθος έκρυβε τον πόνο και την αγωνία για την επιβίωση της οικογένειας , μαζί και

τη βουβή και ανέκφραστη κραυγή για όσα δεν μπορούσε η Μάνα να τα εκφράσει αλλιώς, για όσα περίμενε και δεν ήρθαν, για όσα η ζωή τής στέρησε χαρίζοντάς τα
σε άλλους απλόχερα, σε άλλους που δεν τα άξιζαν γιατί δεν κοπίασαν να τα αποχτήσουν.
Αυτός ο περιορισμός  στην αγορά με το τεφτέρι από το μπακάλικο, έκρυβε πόνο και μια αναγκαστική υποταγή στην ανέχεια, αφού  η Μάννα γνώριζε καλά τις
οικονομικές δυνατότητες της οικογένειας , έχοντας  μπροστά της τις ανάγκες πρώτα του σπιτιού και ύστερα τις ατομικές τού καθενός μας και  μετρώντας τα μελλοντικά ελάχιστα έσοδα, από τα λιγοστά μπαρμπουνοφάσουλα που θάπαιρνε ο έμπορος και την αναμενόμενη και αόριστη χρονικά  εξόφληση του ξυλέμπορα και την εκκαθάριση του δασικού συνεταιρισμού.
Ακόμα έχω στη μνήμη το καταραμένο το Τεφτέρι που στο εξώφυλλο μπροστά  έγραφε NOTTES με καλλιγραφικά γράμματα. Είχε μια ουδέτερη όψη, αλλά μέσα του έκρυβε το δράμα της επιβίωσης, της οικονομικής εξάρτησης  και της υποταγής στην ανάγκη, πράγμα που καταγράφηκε στον εγκέφαλό μας  και μας σημάδεψε.
Έ  λοιπόν αυτό το  τεφτέρι, αν μπορούσα κι’ αν ήταν δυνατό,  θα τόσβηνα από τη μνήμη. Και δεν ενδιαφέρομαι να μάθω, ούτε θέλω να ξέρω, γιατί οι  θεοφοβούμενοι Βυζαντινοί που μύριζαν σκέτο λιβάνι το είπαν έτσι, δεν θέλω να μάθω αν το είπαν έτσι επειδή ήταν  το πρώτο έντυπο από «διφθέρα»   ή το είχαν σαν «δεύτερο» κατάστιχο για να κρυφτούν από την Εφορία τής εποχής.
Εκείνο που έμεινε μέσα μας από την εποχή του Τεφτεριού, για πολλά χρόνια, ήταν  ο φόβος και η  επιφυλακτικότητα απέναντι σε όλους, γιατί  ακόμα και οι καληνύχτες τότε λέγονταν με αβεβαιότητα και δεν ήταν τυχαίο που  η απάντηση στην Καληνύχτα, ήταν το ξεχασμένο «άντε και καλό ξημέρωμα», ναι, «καλό ξημέρωμα» γιατί  τότε και ο ύπνος ακόμα ήταν ταραγμένος. . . τα όνειρα λειψά . . .     Γιατί δεν ήξερες τι σου ξημερώνει. . .
Βαγγέλης Μαυροδής   vagelis_mavrodis@yahoo.gr
Λήγοντος Νοεμβρίου  2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: