Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Το Κάμπινγκ


Κανονικά, το θέμα θάπρεπε να το βαφτίσουμε Κατασκήνωση  γιατί όλα τα γεγονότα  που θα  αναφερθούν παρακάτω, συνέβησαν στο χώρο μιας κατασκήνωσης. Έλα όμως  που επικράτησε σε όλους μας, όταν λέμε τη λέξη κατασκήνωση να εννοούμε  εκείνο το χώρο που πηγαίνουν το καλοκαίρι τα μικρά και μεγαλύτερα παιδιά, εκεί που τα στέλνουμε δηλαδή όσοι μπορούμε, άσε τώρα ότι τα παιδιά μερικών προνομιούχων ομάδων (ως πότε;), πηγαίνουν δωρεάν γιατί οι γονείς είναι ασφαλισμένοι σε ισχυρά ταμεία, ενώ εμείς οι πληβείοι όπου πάμε θα πρέπει να πληρώσουμε, άλλου θεού παιδιά εμείς, για μάς τζάμπα δεν έχει τίποτα.
Και ακούς  να λένε για κατασκηνώσεις της Μητρόπολης , της Πρόνοιας και  του Προσκοπισμού, για κατασκηνώσεις της Τραπέζης της Ελλάδος, του ΟΤΕ και πόσες άλλες ών ουκ έστιν αριθμός, και μάλλον είναι γνωστός ο αριθμός, αλλά σωπάτε  και να μη γίνεται ντόρος και ξεσηκωθούν οι απόξω οι μη προνομιούχοι φτωχοί και φτωχομεσαίοι και καταργηθούν οι  τίτλοι και τα προνόμια τώρα στους δύσκολους καιρούς, αφορμή θέλουν οι θαλασσωμένοι αρμόδιοι για κάτι τέτοια, μόνο ο κύριος Εφραίμ δεν έχει δικές του κατασκηνώσεις, δηλαδή θα μπορούσε να έχει εκεί στις λίμνες, αλλά τις λίμνες τις αντάλλαξε νωρίς και η ευκαιρία χάθηκε. . . άσε που εκεί, σ’ αυτές τις λίμνες γεννιούνται κάθε χρόνο μερικά δισεκατομμύρια κουνούπια και μόνο με ράσο   κυκλοφορείς. . .Υπάρχουν όμως κι’ άλλες κατασκηνώσεις με κάτι περίεργα αρχικά αυτές, που λίγοι τις γνωρίζουν αλλά επωφελούνται πλήθος τυχεροί, γι’ αυτές όμως άλλη φορά.   Τέτοιες και άλλες σκέψεις έρχονται με  την αναφορά  στην  «κατασκήνωση» αλλά  και πολλές φορές ο νους πάει  σε κείνες τις καταστάσεις  που είχαν δημιουργηθεί μετεμφυλιοπολεμικά, τις  κατασκηνώσεις  εννοούμε που λειτούργησαν για ασθενικά και άπορα παιδιά και στις οποίες  σπάνια πήγαν αυτά τα ασθενικά και άπορα, γιατί συνήθως οι αρμόδιοι  έστελναν τα δικά τους, ή διάλεγαν τα παιδιά των δικών τους ανθρώπων, ένα δυο από κάθε χωριό,   και όταν επέστρεφαν αυτά τα παιδιά και βρίσκονταν ανάμεσά μας, δεν έπαυαν να διηγούνται για τις μαρμελάδες και το βούτυρο στο πρωινό και στο απογευματινό τους, και μας έρχονταν δύσκολο να καταλάβουμε ότι έτρωγαν τέσσερες φορές την ημέρα, για τα καρπούζια που έφαγαν και για τόσα άλλα που σε μας τους απόξω φάνταζαν εξωπραγματικά, γιατί εμείς το καρπούζι το τρώγαμε  με ψωμί, και το σταφύλι επίσης κι’ έρχονταν αυτοί που είχαν πάει στις κατασκηνώσεις της Κασσάνδρας και μας έλεγαν ότι τα σταφύλια και το καρπούζι τάτρωγαν μετά, αφού δηλαδή είχαν φάει το κανονικό φαγητό, τέτοια ακούγαμε και απορούσαμε με τη σιωπή των γονιών μας  και τις αόριστες απαντήσεις τους όταν τους ρωτούσαμε γιατί εμάς δε μας παίρνουν στην κατασκήνωση;. . . . Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε και πολλά πράγματα τότε, ούτε μας βοηθούσε και κανείς να ερμηνεύσουμε τα γεγονότα παρελθόντα  και πρόσφατα, αλλά νιώθαμε ότι δε  μας ήθελαν όλους παντού, όπως καταλάβαμε αργότερα ότι δε μάς  ήθελαν όλους  για παραπάνω σπουδές, πέρα από το γυμνάσιο, άλλη ιστορία κι’ αυτή, μάτωσε αμέτρητους αυτή η ιστορία, αλλά  δε γίνεται να επεκταθούμε και κατά κει, άλλη φορά. . . .  
Έτσι λοιπόν μετά από τη σοβαρή και   κάπως. . .μακρουλή εισαγωγή, άντε να μπούμε και στο χαρούμενο μέρος του θέματος, που αναφέρεται σε μερικές σκηνές γεγονότα και πρόσωπα από την καθημερινή ζωή σε μια κατασκήνωση, σε ένα Κάμπινγκ, φτηνό και πρόχειρα οργανωμένο, και μόνο με τις απαραίτητες ανέσεις, δηλαδή, νερό, και υποτυπώδη φωτισμό ίσα ίσα για να μη σκοντάφτεις τη νύχτα, λίγες οι ανέσεις του, τουαλέτες είχε, και  κοινόχρηστες βρύσες αιωνίως να στάζουν κι’ όταν τις άνοιγες το νερό αντί να πάει προς τα κάτω, εκτοξεύονταν όπου ήθελε, διέθετε και τρεις μεγάλες τσιμεντένιες γούρνες για το πλύσιμο των πιάτων και ανοιχτά βαρέλια από δίπλα για τα σκουπίδια και τα αποφάγια, στα οποία τα βράδια έκαναν επιδρομές-βουτιές όλες οι γάτες του χωριού και μάλωναν για τα ψαροκόκαλα, βγάζοντας σπαραξικάρδια νιαουρίσματα κι’ αν ψάξεις για άλλες τεχνολογικές ανέσεις,  ήταν ανύπαρκτες, δηλαδή, για να τηλεφωνήσεις έπρεπε να βγεις στο χωριό, τηλεφωνικοί θάλαμοι δεν υπήρχαν  πουθενά, τότε επικοινωνούσαμε ακόμα γράφοντας . . . γράμματα, πολύ αργότερα στήθηκαν  θάλαμοι με τηλεφωνικές συσκευές από τις οποίες μιλούσες ρίχνοντας ένα ειδικό κέρμα, και  τα κινητά τηλέφωνα ήταν ακόμα σε . .  .πειραματικό στάδιο ενώ  σήμερα ο καθένας έχει το δικό του και οι διάφορες. . .ΤΕΛΕ - ΦΟΝ  τα κονομούν άγρια και μας φακελώνουν κι’ από πάνω, και ο έρμος  ο αντίχειράς μας κοντεύει να πάθει αγκύλωση από τη συνεχή χρήση του τηλεκοντρόλ και το πάτημα των πλήκτρων στο κινητό. Λίγες οι ανέσεις στο κάμπινγκ, αλλά δίπλα στη θάλασσα και κοντά στο χωριό για να μπορείς να προμηθεύεσαι τα απαραίτητα, να κάνεις και καμιά βόλτα το βράδυ έτσι για αλλαγή  και να  δέχεσαι τις προσκλήσεις μερικών φορτικών και ενοχλητικών ταβερνιάρηδων να προτιμήσεις το μαγαζί τους. . . και η λύση είναι να τους εντοπίζεις από μακριά κι’ όταν περνάς από μπροστά τους, να σφυρίζεις αδιάφορα και να δείχνεις. . . χορτάτος. . . .!!           
Στη δεκαετία του ’80 λοιπόν λίγο πριν από τις μεγάλες αλλαγές, τότε που επικρατούσε μια ατμόσφαιρα αισιόδοξης αναμονής ότι όλα θ’ αλλάξουν και θα πάνε καλά, τότε που είχε γίνει της μόδας ως προσφώνηση εκείνο το «γειά σου Μεγάλεεεε» και λέγοντάς το  οι πολλοί, εννοούσαν τον ένα, το Μεγάλο,   αλλά μερικοί ή μάλλον αρκετοί, αυτή την προσφώνηση την έκαναν ιδεολογική ταμπέλλα και τα κονόμησαν άγρια, έτσι θα γίνεται πάντα και κάποτε πρέπει κάτι να κάνουμε. . . .   Νεότεροι λοιπόν κατά πολύ τότε και συνηθισμένοι στις λίγες ανέσεις, ψάχναμε τις φτηνές διακοπές και πού να τις βρεις, τα ξενοδοχεία απαγορευτικά, και τα μακρινά ταξίδια δραχμοβόρα, έτσι με το πορτοφόλι μας συνεχώς σε . . .δίαιτα, πού να πάμε αλλού, το κάμπινγκ η μόνη λύση, και μάλιστα και στα κάμπινγκ κι’  εκεί υπήρχαν διαβαθμίσεις, υπήρχαν  φτηνά και ακριβότερα, ήταν πιο κυριλέ τα ακριβά, με επιδείξεις κάποιας οικονομικής άνεσης, πήγα μια φορά να δω πώς είναι  στο απέναντι κάμπινγκ, εκεί έβαζαν και μουσαμάδες στο χώμα, έστρωναν και καλύτερα τραπεζομάντιλα, είχαν κι’ εκεί βασιλικούς σε μερικά τραπέζια, πλαστικά κι’ εκεί, και τα ενδιαφέροντα περιορίζονταν μάλλον στις τράπουλες που υπήρχαν πάνω,  δείγμα της χρόνιας ανίας και βαριεστιμάρας που εξαντλούνταν στο « πόσα παίρνετε» και «ο γαμπρός μας είναι διευθυντής στην Εθνική» και κάτι τέτοια  που αν τάκουγε ο «γαμπρός» αμφιβάλλω αν θα τα ενέκρινε, αλλά γενικά, κανένας γαμπρός σύζυγος ή γιος δεν ήταν παρακάτω από διευθυντής,  και άστα να πάνε,   κι’ οι καρέκλες ίδιες, το ύφος όμως διαφορετικό και η μύτη ψηλότερα, τέλος πάντων κι’ εκεί μία από τα ίδια, οι τουαλέτες κοινόχρηστες και τα ντους στο μεϊντάνι, τα μπουρνούζια  και οι πετσέτες κι’ εκεί κρεμασμένες σε σκοινιά, οι κουβέντες μετρημένες, ήθελαν να δείξουν  ότι εκεί ήταν άλλος κόσμος διαφορετικός, αλλά με μια ματιά καταλάβαινες ότι το ανώτερο ύφος ήταν φκιαχτό και τα χαμόγελα ψεύτικα, αλλά και οι αραδιασμένες σαγιονάρες «παζαρίσιες.  . . .!!!»  όπως παντού.
 Έτσι ζυγίζοντας τα πράγματα  από οικονομικής πλευράς αλλά   και μόνιμης καλής παρέας, για τρία καλοκαίρια συνέχεια πήγαμε απέναντι στο Κοινοτικό κάμπινγκ, σκηνή διαθέταμε και ότι άλλο χρειαζόταν, πλαστικές καρέκλες είχαμε και μια συσκευή υγραερίου για μαγείρεμα, όλα τα άλλα τα χρειαζούμενα τα είχαμε από παλιά, στρώματα δε χρειαζόμασταν, το πανί της περίκλειστης σκηνής από κάτω κι’ από πάνω μια κουβέρτα και τα λοιπά για στρώμα, κι’ αυτό ήταν όλο. Βέβαια στην αρχή πιανόμασταν λίγο στα μεριά μέχρι να συνηθίσουμε, αλλά περνούσε κι’ αυτό, και όλα ωραία, όλα καλά. . . άλλα μετρούσαν τότε, ποιος έβλεπε για στρώματα και περιττές ανέσεις, αλλά και πού να τα κουβαλάς και πώς να τα βολέψεις τόσα πράγματα, ένα μικρό αυτοκίνητο διαθέταμε, πού να τα χωρέσεις, το αυτοκίνητο τίγκα μέσα και τα παιδιά στριμωγμένα και η σκάρα φορτωμένη μέχρι απάνω ψηλά, με τη σκηνή το σκελετό και τα παλούκια της, το πλαστικό τραπέζι και τις καρέκλες, ήθελες λεκάνες και σκάφη, η πολύχρωμη εικόνα άλλες καταστάσεις θύμιζε κι’ ήταν για φωτογραφία. . . δε φωτογραφίσαμε την όλη εικόνα, τα αποτυπώσαμε  όλα στη μνήμη και τα συγκρατήσαμε, τα συγκρατούμε  δηλαδή προς το παρόν, για αργότερα. . . .βλέπουμε. .  .    
Κατακαλόκαιρο λοιπόν στο Κοινοτικό Κάμπινγκ  της Ηρακλείτσας, εκεί   λίγα χιλιόμετρα  έξω  από την Καβάλα, γεμάτο με σκηνές το Κάμπινγκ και μόνο καναδυό  τροχόσπιτα όλα κι’ όλα, κι’ όπως συνήθως, σε τέτοιο μέρος κόσμος  πολύς και οι γλώσσες διάφορες, αλλά οι πλειονότητα Έλληνες, με δεύτερους σε πληθυσμό τους Σέρβους, αρκετοί φωνακλάδες Γερμανοί, πολύ πιο πίσω σε αριθμό οι Πολωνοί  και καναδυό οικογένειες κάτασπρων Ολλανδών, οι Ολλανδοί απαξάπαντες με αχυρένια μαλλιά και τα παιδιά τους πανέμορφα όπως άλλωστε όλα τα παιδιά τού κόσμου. Όλοι μας πάνω σε ένα  χαμηλό πευκόφυτο λόφο πρόχειρα περιφραγμένο, με μια είσοδο και ρεσεψιόν και παραδίπλα έναν ηλεκτρικό πίνακα με τις μπρίζες βιδωμένες πάνω σε κόντρα πλακέ και από πάνω  μια καρφωμένη λαμαρίνα για τη βροχή. Από τον πρόχειρο πίνακα ξεκινούσαν τα καλώδια για την ηλεκτρική  σύνδεση μόνο των ψυγείων  που είχαμε,  όσοι βέβαια είχαμε και για φωτισμό του χώρου, υπήρχαν    ελάχιστες λάμπες, κρεμασμένες από αιωρούμενα σύρματα και σε μερικούς στύλους. Εκεί μέσα λοιπόν μέναμε και κυκλοφορούσαμε, ένας ωραίος βουερός και  χαμογελαστός κόσμος, ένας κόσμος με όλες τις ηλικίες, κάτι σαν μερμυγκοφωλιά που δεν ησύχαζε από τα χαράματα μέχρι αργά το βράδυ. Κόσμος ωραίος εκεί μέσα,  αλλά το χαμόγελο  πότε πότε έλειπε από ελάχιστους ευτυχώς, και αυτοί οι ελάχιστοι γκρινιάρηδες ομοεθνείς , οι οποίοι ήταν καμιά πεντέξη και ούτε, τις ιδιοτροπίες και τα κουσούρια τους δεν τα άφησαν στο σπίτι,  τα πήραν μαζί τους και τα κουβάλησαν στο κάμπινγκ και νά, δεν υπάρχουν ώρες κοινής ησυχίας, πάει ο μεσημεριανός ο ύπνος, οι σκηνές ακουμπιστές και οι θόρυβοι μέσα στ’ αυτιά μας, κάθε είδους θόρυβοι, κλάματα παιδιών, θόρυβοι αθώοι, σιγανοί αναστεναγμοί  και
πονηρά χαρχαλέματα, όμως κανένας απ’ αυτούς τους γκρινιάρηδες δεν έφευγε, και γιατί το μέρος ήταν θαυμάσιο και η θάλασσα πεντακάθαρη και στα δέκα μέτρα, αλλά και το κυριότερο για όλους τους φιλοξενούμενος εκεί μέσα, η παραμονή δεν κόστιζε ούτε το μισό από άλλα παρόμοια Κάμπινγκ κι’ εκεί ήταν το ζουμί. Οι  περισσότεροι όμως, ντόπιοι και ξένοι, μαθημένοι από τη ζωή και τις συνήθειες σε ένα τέτοιο μέρος, κάναμε υπομονή και διασκεδάζαμε με το κάθε τι, ας ήταν και λίγο ή περισσότερο ενοχλητικό. Ας πούμε  έψηνες κάτι δίπλα στη σκηνή και καταπού να πάει ο καπνός, δεν είχαμε και μπουριά να τον στείλουμε στον ανήφορο, κάπου πήγαινε, κάποιοι μύριζαν τις διάφορες μυρωδιές, μυρωδιές από κρέατα, ψάρια και λουκάνικα, ίσως ενοχλούνταν αλλά δεν το έδειχναν, έκαναν κι’ εκείνοι το ίδιο και κανένας δε διαμαρτύρονταν, άλλωστε όσοι δεν είχαν δική τους  ψηστιέρα και κάρβουνα, δανείζονταν από τους διπλανούς. Άσε τα υπόλοιπα τα «ψιλά» δανεικά, που ήταν καθημερινό φαινόμενο κι’ άκουγες από παραδίπλα, έχεις ένα λεμόνι; Ένα κρεμμύδι; Δώσε μου λίγο το τηγάνι ή το στραγγιστήρι και πόσα άλλα, ήταν ωραίο αυτό, γιατί σε κανέναν δεν . . . έλειπε τίποτα, αφού κάποιος άλλος θα το είχε. . .  .
-Και, νά τα ούζα και τα κεράσματα, κι’ ο καθένας να φέρνει το μεζέ του, και ό λ η  η γ ε ι τ ο ν ι ά   μ ι α   π α ρ έ α, σιγά σιγά ιδίως οι Σέρβοι  πιο ανοιχτοί ως  Βαλκάνιοι κι’ αυτοί, έμπαιναν εύκολα στην παρέα, ντόμπαρ νταν από δω, καλημέρα από κει, μόργκεν σκέτο και οι Γερμανοί, αυτό το μόργκεν σκέτο,  όμως  τόλεγαν και μάλιστα χαμογελαστοί, μόνο οι Πολωνοί ήταν κάπως απόμακροι. Οι Ολλανδοί είχαν τις σκηνές εκεί στην κάτω άκρη και όλη μέρα  έπιναν μπύρες κι’ έψηναν κοτόπουλα σε μια στρόγγυλη σκάρα την οποία κρεμασμένη από μια αλυσίδα, τη γύριζαν συνέχεια πάνω από τη φωτιά και όπως γύριζε, σκορπούσε, φυγοκέντριζε θα λέγαμε το λίπος και τα λάδια γύρω, αλλά ο ψήστης συνήθως ήταν όπως όλοι μας με σόρτς και το συνηθέστερο, μόνο με το μαγιό κι’ έτσι δεν υπήρχε πρόβλημα. Παρόλη την κάποια απομόνωσή τους όμως εκεί στην κάτω άκρη, όταν πλησίαζες να χαζέψεις την περιστρεφόμενη σκάρα, ο ψήστης, ένας θεόρατος ξανθομάλλης με κόκκινα γένια και δέρμα ξασπρουλό, πρότεινε αμέσως ένα ποτήρι μπύρα χαμογελαστός και έτοιμος για κουβέντα. . . ο ήλιος βλέπεις καυτός και ο Διόνυσος παρών. . . . Εν ολίγοις η κατάσταση μέσα στο Κάμπινγκ ήταν ελεγχόμενη και δεν ξέφευγε,  γιατί όλοι κάναμε υπομονή σκεφτόμενοι ότι εδώ ήρθαμε να περάσουμε όσο γίνεται καλά και όχι να γκρινιάζουμε. Δηλαδή εδώ που τα λέμε δεν ήταν και ιδανικές οι συνθήκες της συμβίωσης, ώρες ώρες την κατάστασή μας εκεί μέσα μπορούσε κάποιος απ’ έξω, να την παρομοιάσει με αυτή των καβουριών στο τσουβάλι, ή των σαλιγκαριών στο καλάθι.. . αλλά γενικά  τηρούνταν οι βασικοί κανόνες της ευπρέπειας  και της υγιεινής, και από τις δύο η ώρα και μετά το βράδυ, μπορούσες να κοιμηθείς θα λέγαμε κάπως. . .  άνετα.
                Η άφιξη του κυρίου Προκόπη  και η συνέχεια της ιστορίας.
 Στη γειτονιά μας λοιπόν εκεί στη δεξιά μεριά μπαίνοντας στο κάμπινγκ, κατέφθασε ο Προκόπης (πραγματικό το όνομα και πού το πέτυχε), αφίχθη κουβαλώντας εμφανώς το κόμπλεξ της  φαλάκρας του` κι’ αυτό φάνηκε από τον τρόπο που χτένιζε όσα μαλλιά τού είχαν απομείνει στις δυο πλαγιές του κεφαλιού. Είχε μακρύνει τα μαλλιά στη μια πλαγιά την αριστερή και τα πήγαινε μέχρι απέναντι στην άλλη, σκεπάζοντας τη γυμνή κορυφογραμμή όσο γινόταν, αλλά με το σκύψιμο και τις ακανόνιστες κινήσεις, τα μαλλιά έπεφταν και δόστου να προσπαθεί να τα επαναφέρει, αλλά όπως έπεφταν τα μαλλιά μόνο από τη μια μεριά του κεφαλιού, ο κύριος Προκόπης παρουσίαζε μια πολύ αστεία εικόνα, που βλέποντάς τον ήταν δύσκολο να κρατηθείς και να μη γελάσεις, ιδίως αν τον έβλεπες από τα πλάγια, από αριστερά και σκυμμένο.  Αργότερα όταν ξεπεράστηκαν οι πρώτες δυσκολίες και γνωριστήκαμε καλύτερα, τον έκανα να ομολογήσει και να παραδεχτεί, ότι μάκρυνε τα μαλλιά από την αριστερή μεριά, γιατί  λέει, όταν οδηγεί με ανοιχτό παράθυρο ο αέρας τα πηγαίνει αντίθετα προς την άλλη, προς τα μέσα και έτσι το «ντιζάιν» φαίνεται κανονικό.. .  .!! Και άρα λοιπόν τα πάντα έχουν μια εξήγηση και τίποτα δεν γίνεται τυχαία, όμως για να μάθεις, πρέπει να το ρωτήσεις στην κατάλληλη στιγμή. Έτσι είναι αυτά . . . 
    Και βέβαια ήταν επόμενο να περιεργαζόμαστε τον κάθε καινούργιο που ερχόταν να εγκατασταθεί εκεί, δίπλα μας, μέχρι να τον συνηθίσουμε και να μπει και ο ίδιος στο κλίμα του κάμπινγκ και αν ήθελε, να μπει και στην παρέα. Και μη νομίσει κάποιος ότι μόλις κατέφθανε ένας καινούργιος σταυρώναμε τα χέρια και τον παρακολουθούσαμε στημένοι όλοι ένα γύρω. Μετά τις τυπικές χαιρετούρες, όλοι συνεχίζαμε τις ασχολίες μας, αλλά οι συζητήσεις αραίωναν και  ο καθένας κάθε τόσο έριχνε ματιές προς τους καινούργιους, οι οποίοι όσο και να πεις καταλάβαιναν ότι ήταν το επίκεντρο για παρατήρηση και συνήθως οι κινήσεις τους γίνονταν με κάποια νευρικότητα. . .. Ο κύριος Προκόπης λοιπόν, φάνηκε από την πρώτη στιγμή  ότι ήθελε νa κρατήσει  αποστάσεις, και ξέρουμε όλοι τι θα πει αυτό, το βλέμμα χαμηλό όση ώρα ταχτοποιούσε τα μπαγάζια που ξεφόρτωσε, ενώ συγχρόνως με την άκρη του ματιού πρόσεχε εμάς τους γύρω και τις όποιες χαμηλόφωνες παρατηρήσεις που κάναμε  και φάνηκε ότι έδειχνε κάπως  ενοχλημένος που παρακολουθούσαμε τις αδέξιες κινήσεις του και τη φανερή  απειρία του στο στήσιμο της σκηνής. Βέβαια δεν έφταιγε μόνο η αδεξιότητα και η απειρία του, έφταιγε και το μέρος, έφταιγε και ο ισοπεδωμένος βράχος εκεί που πήγε να στήσει τη σκηνή του, και εκεί ήταν το μόνο ελεύθερο μέρος, και  ο κύριος Προκόπης δεν είχε και τα κατάλληλα εργαλεία για να το κάνει και πώς να μπουν τα παλούκια στο βράχο, κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να στήσει τη σκηνή μόνος του κι’ έτσι  αναγκάστηκε  να δεχθεί τη βοήθεια των γειτόνων, δηλαδή τη βοήθεια τη δική μου  που διέθετα τα σχετικά εργαλεία, τρυπάνια και λοιπά χρειαζούμενα, και του Σέρβου Νράγκαν .(Ντραγκό σημαίνει αγαπώ και Ντράγκαν είναι ο Αγαπητός). Στήθηκε η σκηνή και βολεύτηκε με την οικογένεια με την κυρία Αρτεμισία και το γιο Θάνο και όλα καλά, και ως παλιότεροι εμείς και οργανωμένοι, τους προσφέραμε καφέ και νά το ένα νά το άλλο, γνωριστήκαμε, είπαμε διάφορα, ρώτησε ο Προκόπης αν υπάρχει ησυχία, απάντησα ο ίδιος μ’ ένα  έ.. . .μωρέ.. . .  καλά είναι. .  να. . .καμιά φορά . . .κλαίει κανένα παιδί το βράδυ, δε βαριέσαι . .  .  δεν είναι τίποτα, το συνηθίζεις. . . κι’ εκεί έμεινε το πράγμα, αν και σαν να μού φάνηκε ότι είδα το μάτι του κάπως. . . θολό, αλλά δεν έδωσα σημασία, είπα θα συνηθίσει, όπως όλοι μας. Κατάλαβαν και οι γύρω και έριχναν ο ένας στον άλλο ματιές περίεργες βλέποντας προς την πράσινη  σκηνή του καινούργιου, σαν να αναρωτιόταν τι θα γίνει με τον παράξενο. Και βέβαια όπως είναι γνωστό, αν είναι να πάει κάτι στραβά, δεν το σταματάς με τίποτα, κι’ αν είναι να συμβεί, θα τύχει οπωσδήποτε στον άνθρωπο που δεν έπρεπε, αλλά την ώρα που ήταν Ταμάμ . . . .
                                Ο Σάββας και Η Σιμέλα
Το ίδιο μεσημέρι λοιπόν ,μεσημέρι  Σαββάτου ήρθε ο Σάββας με τη Σιμέλα, είχαν στημένη τη σκηνή τους  παραδίπλα, ο Σάββας  που έστησε τη σκηνή του σε μηδέν χρόνο, ήρθε με τη σύζυγο, δεν το είπαν αλλά μάλλον θα πρέπει να ήταν φρεσκοπαντρεμένοι, ιδιοκτήτης ψυγείου TIR  ο Σάββας  και φανερά μπασμένος σε όλα, ταξιδεμένος με πείρα και άνετος στο λαϊκό λέγειν, να σού λέει περιπέτειες από  Αμβούργο –Τεχεράνη, για το πώς φόρτωσαν αβγά να τα πάνε στους Πέρσες, περίεργο οι Πέρσες ν’ αγοράζουν αβγά από το Αμβούργο, για το πώς έφτασαν εκεί, και για την άρνηση των Περσών να παραλάβουν όλα τα φορτία, για το «περίμενε» στην Τεχεράνη επί ένα μήνα και νάχουν τελειώσει και  τα καύσιμα στο ψυγείο, για την πρεσβεία μας που δεν αναλάμβανε τίποτα, και για τους Βέλγους και τους Γερμανούς που οι δικές τους πρεσβείες ανέλαβαν τα πάντα μέχρι και ξενοδοχείο, βούρ λοιπόν πίσω για το Αμβούργο με δανεικά και με τα αβγά  κλούβια από έλλειψη ψύξης «και τι τάκαναν οι ρουφιάνοι; Έβγαλαν τη βρώμα οι Γερμαναράδες και τάκαναν κρέμες
και καλλυντικά για τις γυναίκες», -αλλιώς τις χαρακτήριζε αλλά ας μην το πούμε- για το πώς πληρώθηκε το αγώγι για τα κλούβια αβγά, για τον Τούρκο το Σαλή που μόνο αυτός τον  βοήθησε ν’ αλλάξει λάστιχο στην έρημο, για τη φιλενάδα του από την Αργεντινή και τις κάρτ ποστάλ που έστελνε και μάς  έδειξε καναδυό, να γράφουν  με λατινική γραφή, psiki mo savas( ψυχή μου Σάββα) και πού τη βρήκες βρε;  Την πήρα με οτοστόπ απ’ το Αμβούργο,    και νά εμείς όλοι καράβια αταξίδευτα, περίεργοι  να ρωτούμε διάφορα, και η Σιμέλα να χαμογελά από δίπλα με συγκατάβαση, και να λέει ότι τώρα πάν αυτά. . .τώρα πηγαίνει η ίδια μαζί του. . . 
Και να τ’ ακούς όλα αυτά και να σκέφτεσαι, ότι τέτοιοι έπρεπε να είναι οι δάσκαλοι, όλοι εμείς μπροστά σε τέτοια αισθανόμασταν δεύτεροι, ο Σάββας είχε και μετέδιδε κάτι από Όμηρο και Οδυσσέα, είχε μέσα του εκείνο που ελάχιστοι προσέξαμε στα λίγα και αποσπασματικά μαθήματα που μας δίδαξαν στην Οδύσσεια,  έπρεπε ν’ ακούσουμε το Σάββα για να καταλάβουμε και να χωνέψουμε εκείνο που γράφει ο Παππούς μας ο Όμηρος, εκείνο που λέει στην αρχή της Οδύσσειας, τη φράση με την αιώνια αλήθεια, απ’ όπου βγαίνει και το συμπέρασμα για τους πολυταξιδεμένους. Έβαλε κάτω ο Σάββας όλους τους φιλολόγους και τους αναλυτές, με μόνη μια φράση του, ότι «αν δεν ταξιδέψεις δεν καταλαβαίνεις», μια φράση και μια προτροπή σε όλους, την οποία επιγραμματικά ο Όμηρος τη λέει για τον Οδυσσέα, με έναν τρόπο λιτό και μεγαλειώδη. Ο Όμηρος κάνει επίκληση στη Μούσα, να τραγουδήσει λέει για τον Οδυσσέα τον πολυμήχανο, όστις,  «πολλών ανθρώπων άστεα και νόον έγνω» κι’ ας μην το μεταφράσουμε αυτό, ας μείνει όπως είναι, ας μη χαλάσουμε την αρμονία της γλώσσας που κανείς δε μάς την ανέλυσε ίσως γιατί δεν την κατάλαβε, ή ίσως γιατί μέσα στα σαράντα-σαράντα πέντε μόνο λεπτά μιας διδακτικής ώρας ο φιλόλογος ο οποίος μπορεί να είναι και με ειδικότητα Αρχαιολόγου ή Ιστορικού, ή Παρευξεινίων γλωσσών ή και σπουδαγμένος κάπου έξω, σ’ αυτά τα τρία τέταρτα της ώρας, ήταν  υποχρεωμένος  να εξετάσει πάνω στο μάθημα  και να παραδώσει την ύλη  της επόμενης μέρας και ίσως να μην πρόλαβε. . . Ωραίος ο Σάββας και αυτοδίδακτος, και τύφλα νάχουν οι σπουδαγμένοι ακόμα και με ντοκτορά, χαρακτηριστικός τύπος της ράτσας μας ο Σάββας, να σού διηγείται και να σού τα λέει με τέτοιο τρόπο και να τ’ ακούς με ανοιχτό το στόμα, λες και είσαι στην έρημο και αλλάζεις κι’ εσύ το λάστιχο με το Σαλή, και δόστου τα ούζα και οι μεζέδες και η σύντροφός του η Σιμέλα από δίπλα να ρωτάει συνέχεια αν θέλουμε και τίποτα άλλο, και πού τάβρισκε η Σιμέλα τόσα  και τόσο νόστιμα, είναι ν’ απορεί κανείς για πότε έφκιαχνε το μαντί στο πετρογκάζ η Σιμέλα, άσε το κουτί με τα  παστωμένα χαμψία σκεπασμένα με κληματόφυλλα στο κοινό ψυγείο  του Κάμπινγκ, και πόσο χάρηκε η Κυρία Σιμέλα (αυτές είναι οι Κυρίες με ΚΑΠΑ Κεφαλαίο), πώς και πόσο χάρηκε με  το δικό της τρόπο όταν της είπα ότι το όνομά της το έχει κατευθείαν από τη  Μάννα του Διόνυσου τη  Σεμέλη, είναι η Μάννα Γή η Σεμέλη, γι’ αυτό και οι Βόρειοι λαοί, οι Ρώσσοι και άλλοι, τη Γή τη λένε Ζεμλιγιά, είναι το ίδιο σαν να λεν Σεμέλη και να χαίρεται ο Σάββας με την παρέα, κι’ όταν πήγαμε στο παρακείμενο μαγαζί με τα μπουζούκια και τραγουδιστή το Μιχάλη Καπηλίδη, ο Πόντιος ο Σάββας ακούγοντας το τραγούδι «σ’ έστησαν σε μια γωνιά» χόρεψε ζεϊμπέκικο και σκόρπισε στην πίστα τα μονοδόλαρα, απαγορεύοντας μ’ ένα μπεσαλίδικο βλέμμα στους σερβιτόρους να τα μαζέψουν, ήθελε να χορέψει πάνω τους, δικά μου είναι, τα  ξοδεύω και τα πατώ ..  ..
        Η . . . Προσπάθεια
Αυτά έβλεπε κι’ άκουγε ο ένοικος της πράσινης σκηνής και δυσανασχετούσε αλλά η συμπεριφορά του ήταν ανεκτή, μέχρι που κάποιο βράδυ, όχι και πολύ αργά,  τελείως ξαφνικά, νόμισε ότι τα γέλια που ακούγονταν απ’ τη σκηνή του Σάββα, και το αδιόρατο κούνημα (!)  τής κρεμασμένης πετσέτας μεταξύ σκηνής και πεύκου, ένα κούνημα που θα μπορούσε να είναι κι’ απ’ τον. . .αέρα, και κανείς άλλος δεν το παρατήρησε, ο Προκόπης νόμισε ή υπέθεσε  ότι ήταν αποτέλεσμα  προσωπικών στιγμών και περιπτύξεων και απευθυνόμενος σε όσους γύρω τον έβλεπαν που παρακολουθούσε, φώναξε δυνατά για ν’ ακουστεί, φώναξε , έεεε ντροπή μωρέ.. .  .έχουμε και παιδιά εδώ. . . .Οπότε βγήκε ο άλλος από μέσα, ή μάλλον ξεδιπλώθηκε γιατί ήταν θηρίος ο Σάββας και η σκηνή χαμηλή, και είπε δυνατά κι’ αυτός, ότι «εμείς ρε φίλε ακόμα δεν έχουμε παιδιά αλλά κάπου κάπου προσπαθούμε, τι να κάνουμε;. . . . !!» Είδε ο Προκόπης  ότι κανείς μας δε μίλησε, και ντροπιασμένος τράβηξε προς τη θάλασσα με τη σύζυγο να τον ακολουθεί ζεματισμένη.. . .
-Πάντως εδώ που τα λέμε πάνω σ’ όλα αυτά τα περί περιπτύξεων κλπ, ήταν κοινό μυστικό ότι αντικειμενικά παρουσιάζονταν δυσκολίες, κι’ άλλος τρόπος δεν υπήρχε, από το να γίνονται στα γρήγορα και ιδίως στα μουλωχτά  . . .  Αυτό το επεισόδιο ήταν το πιο  ζουμερό από τα  καθημερινά , το οποίο όμως πολύ γρήγορα ξεχάστηκε γιατί κανείς δεν είχε όρεξη να επαναλαμβάνει τα ίδια, όλοι βλέπαμε να περάσουμε καλά και τίποτα παραπάνω, άσχετα αν καμιά φορά κάποιος στην παρέα ρωτούσε τους άλλους..  . « Προσπαθείτε; Προσπαθείτε;» και όλοι μα όλοι γελούσαν με σημασία. . ..Είναι αλήθεια ότι κάποια στιγμή  μίλησα  με τρόπο στον Προκόπη για το όλο συμβάν και έδειξε να κατάλαβε, αλλά πάλι δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος. . .  και παρόλα αυτά, δεν τον έκανε κανείς πέρα, τον φωνάζαμε στην παρέα και τις περισσότερες φορές ερχόταν. 
                                    Σαββατοκύριακα
Η μεγαλύτερη φασαρία στο Κάμπινγκ , γινόταν το Σάββατο, τότε που έρχονταν οι καινούργιοι και έφευγαν όσοι δεν είχαν άλλα χρονικά περιθώρια να μείνουν. Μέχρι να ξεστήσουν τις σκηνές οι παλιοί και να στήσουν οι καινούργιοι, γινόταν το έλα να δεις, με φωνές και τρεχάματα, με τα παιδιά να κυνηγιούνται και να γκρινιάζουν, με ερωτήσεις, πώς και τι, μέχρι που κάποτε όλα ήταν έτοιμα μέχρι να φύγουν και οι καινούργιοι για έξω για το χωριό, γιατί ήταν παρατηρημένο, ότι όλοι οι νεοφερμένοι, το πρώτο βράδυ έβγαιναν βόλτα στο χωριό για να χαζέψουν και να φάνε. Κάθε βράδυ αργά, το μελίσσι ησύχαζε και το πρωί,   αγουροξυπνημένοι, αλλά κεφάτοι στη γειτονιά, συζητούσαμε για διάφορα, μαζεμένοι με τις πλαστικές καρέκλες ένα γύρω κάτω από τα πεύκα και την πρόσκληση έτοιμη προς τους  γείτονες    για καφέ, με τα παιδιά να γυροφέρνουν ανάμεσά μας και με πρωινά ακούσματα διάφορα, από μουσική, ειδήσεις και λειτουργίες τις Κυριακές, μέχρι τη. .  .Φωνή της Αμερικής, ναι, στην παρέα είχαμε και το Χρήστο,   Δραμινός αυτός , μαθηματικός  και παθιασμένος με τη Φωνή της Αμερικής μέχρι που μερικοί τον φώναζαν Νίξον και χαμογελαστός τους έβλεπε, χωρίς να παρεξηγείται.
Τι να κάναμε  υπομέναμε τη ξενόγλωσση εκπομπή, λίγη ώρα κρατούσε και, δεν έφτανε που την άκουγε, αλλά έβαζε το ραδιόφωνο και στη διαπασών και βάλε τώρα με το νου σου, απ’ τη μια ο Καζαντζίδης να ταξιδεύει με το τρένο Γερμανίας -Αθηνών, παραπέρα οι ειδήσεις, και από πάνω, δις ις δε βόις οφ αμέρικα, «χαμήλωσε το  βρεεεεε» κι’ έβγαινε η σύζυγος η Βιργινία απ’ τη μεγάλη σκηνή και με νοήματα έλεγε ότι όπου νάναι τελειώνει η εκπομπή, κράτησε αυτό λίγες μέρες μόνο, και κάποια μέρα ο Χρήστος έπαψε να την ακούει, κάπου είπε η Βιργινία ότι τα αγγλικά του, είναι πολύ λίγα, τώρα μαθαίνει, το πληροφορήθηκε  ο Χρήστος και φουρκισμένος τα παράτησε, έκανε όμως κάτι πολύ σωστό, μάζεψε τα τρία τέσσερα πιτσιρίκια της γειτονιάς μας  που πήγαιναν στο Γυμνάσιο και τους έκανε φροντιστήριο στα μαθηματικά, αλλά χωρίς ωράριο, έτσι όταν τούρχονταν η όρεξη  και ομολογουμένως στη δουλειά του ήταν και ο πρώτος που λέμε, και το μάθημα το έκανε στο πλαστικό τραπέζι, μέσα σε όλη τη φασαρία, αλλά είπαμε πολύ σωστός και με ικανότητα  στη μετάδοση της γνώσης, όμως για τα πιτσιρίκια  η μέθοδός του ήταν κάπως βάρβαρη στην αρχή, τάπιανε  απ’ τα μαλλιά που λέμε και με το πρώτο ρωτούσε έτσι ξαφνικά, ρωτούσε ας πούμε « το μισό του μισού;» ή συν δια πλην; ή κάτι παρόμοιο και οι μέλλοντες . . . διδάκτορες, κεχηνότες και άφωνοι δεν μπορούσαν ν’ αρθρώσουν τίποτα, αλλά σιγά σιγά  έμπαιναν στο νόημα, μπήκαν στο πνεύμα του  και ύστερα από μερικά μαθήματα ξεθαρρεμένοι μπορούσαν να απαντήσουν άνετα σε όσα στην αρχή θεωρούσαν  έξω από τις δυνατότητές τους. . . !!!!    
                          Το Μεγάλο Σοκ του κυρίου Προκοπίου
 (όνομα κι’ αυτό έ; Προκόπιος. . .!! Σκέτο μοναστηρίσιο. .   Το προφέρεις και σού έρχεται μυρωδιά από . . .θυμιατό και φαγούρα από μάλλινο . . . ράσο .τσκ, τσκ τσκ. . )
-Σ’ αυτά τα πρωινά μαζέματα φωνάζαμε και τον ένοικο της πράσινης σκηνής, αλλά, να. . .καφέ δεν πίνω, τώρα φεύγω ξαφνικά, κρατούσαμε επίτηδες και μια άδεια καρέκλα, δεν ερχόταν ταχτικά, αλλά λέγαμε πού θα πάει θα έρθει. . .Έτσι πέρασαν μερικές  μέρες οπότε σε κάποια στιγμή  κατέφθασε στη γειτονιά ο υπεύθυνος του Καμπινγκ και με τρόπο μας είπε ότι του παραπονέθηκαν λέει ότι δεν μπορούν να κοιμηθούν το μεσημέρι λέει και καλά θα κάνουμε κλπ κλπ και σε ερώτησή μας ποιος είναι ο παραπονούμενος, έδειξε με νόημα την πράσινη σκηνή του  γείτονα. Δεν είπαμε τίποτα, αλλά όλο και είχαμε το νου μας. Ειδικά εκείνο το μεσημέρι, φροντίσαμε όσο γινόταν να μην κάνουμε φασαρία, αλλά ο ατίθασος γιος του Προκόπη με τα άλλα παιδιά ξεσάλωσαν, τότε τους ήρθε να παίξουν, φωνές φασαρία, κακό, βγήκε απ’ τη σκηνή να τον μαζέψει, αλλά το παιδί ξέφευγε, αγρίεψε εκείνος κι’ άρχισε να φωνάζει κατακόκκινος, «άμα σε πιάσω θα δεις και έλα δω» εμείς παρακολουθούσαμε αμίλητοι, ο πιτσιρικάς ξέφυγε και ο πατήρ βράζοντας ξαναμπήκε στη σκηνή  να συνεχίσει τον μηδέποτε αρξάμενο ύπνο του.
Εμείς οι γύρω γείτονες, όλοι ξέραμε κατά πού είναι το κεφάλι του στη σκηνή, οπότε ως πλέον γνωστός και διπλανός γείτονας χωρίς να μας χωρίζει ούτε μια στενούρα που λέμε, πήρα την απόφαση να ενεργήσω, σίγουρος ότι θα έσπαζε ο πάγος, τι στο καλό σκέφτηκα, μέχρι πού θα το πάει ο Προκόπης, τόσοι ήμασταν γύρω γύρω, δεν μπορεί, στο τέλος θα γινόταν ένα με μας.  Πήρα λοιπόν ένα ποτήρι νερό και φώναξα  τον πιο ζωηρό πιτσιρικά, τον πήγα   δίπλα στη σκηνή του Ζαχαρία εκεί που σίγουρα ήταν το κεφάλι του και με τους άλλους να κρατιούνται για να μη γελάσουν, του  είπα με σιγανή φωνή, έτσι που να ακούγομαι από μέσα από τη σκηνή, τον ρώτησα αν θέλει παγωτό. Ο πιτσιρίκος κούνησε  το κεφάλι λέγοντας ναι, και με συνωμοτική φωνή, σιγανή και αργή, του λέω, «αν κατουρήσεις σ’ αυτή τη σκηνή, θα σού πάρω δυο παγωτά . . . ., έλα βρε .. , μπράβο. . . . , πιο κοντά. .  έτσι. . .»ενώ συγχρόνως από κάπως ψηλά έριχνα νερό στη σκηνή σιγά και ψιχαλιστά, με τούς άλλους γύρω να προσπαθούν να κρατήσουν τα γέλια τους  και να περιμένουν τη σίγουρη έκρηξη. Αυτή η τρομερή ένταση κράτησε μερικά δευτερόλεπτα, και με το πρρρρρρ που έκανε το νερό που έριξα από ψηλά, ακούστηκε από μέσα μια κραυγή, χωρίς να λέει τίποτα, και μετά ένα σπαραξικάρδιο  «φύγεεεεε.. . .»  και στη στιγμή πετάχτηκε έξω ένας Προκόπης αναμαλλιασμένος και κατακόκκινος έτοιμος να εκραγεί κι’ από πίσω η Αρτεμισία να προσπαθεί να τον συγκρατήσει. Έριξε ένα φονικό βλέμμα γύρω και βλέποντας τον αρχαίο χορό, έναν πολυφυλετικό χορό έτοιμο να σκάσει στα γέλια, κοντοστάθηκε, είδε το μισό κάμπινγκ μαζεμένο να τον κοιτάζει και χαμογέλασε, έσπασε ήρθε προς το μέρος μου με είδε με το ποτήρι και χωρίς να πει τίποτα χαμογελώντας και κουνώντας το κεφάλι με σημασία, και δείχνοντάς με, τράβηξε   προς τη θάλασσα. . . ,Εκείνη την ημέρα, κέρασα παγωτά σε όλα τα παιδιά της γειτονιάς, και  ο συνένοχος πιτσιρικάς πήρε τα δυο που του έταξα. . . . .
Περιττό να πούμε για το γέλιο που ακολούθησε, αλλά σε λίγο ο θιγείς επέστρεψε και φωναχτά είπε έλα μωρέ ότι έγινε έγινε, άντε. . . .Αυτό ήταν κι’ όλα έγιναν όπως θάπρεπε να είναι, και η ζωή στο Κάμπινγκ συνεχίστηκε κανονικά, αλλά όσες φορές πίναμε παρέα όλοι μαζί στη γειτονιά, πάνω στο κέφι, κάποιος σήκωνε το ποτήρι κι’ έκανε πως ρίχνει κάτω το ποτό, οπότε ο Προκόπιος γελούσε πρώτος. . .
                               Οι Καρδιτσιώτες
Έτσι μέσα σε κέφι και φασαρία πορευόμασταν στο Κάμπινγκ και κάποιο απόγευμα κατέφθασαν τρεις οικογένειες  από Καρδίτσα λέει και πώς βρέθηκαν στο κάμπινγκ της Ηρακλείτσας, «να  μωρέ, έμαθάμι απ’ του baτζιανακι μ’, είνι λιμινικός ζ’ Γκαβάλα κι’ είπαμι να δγιούμι κι καταδώ. . . » Οι Καρδιτσιώτες ήρθαν φρέσκοι σαν χλωρή μυζήθρα που λέμε κι’  έδωσαν μια άλλη νότα στην καθημερινότητά μας με τις φωνές και την ιδιότροπη προφορά τους,  τρείς οικογένειες ήταν με πεντέξη μικρά παιδιά, κι’  έστησαν τις δυο σκηνές τους στο μόνο μέρος που ήταν άδειο, ήταν λίγο  παράμερα προς τη μεριά του χωριού εκεί απ’ όπου δε φαίνονταν η θάλασσα κι’ αυτό τους δημιούργησε πρόβλημα, γιατί τα πιτσιρίκια όλο έφευγαν προς την παραλία και οι μεγάλοι μη βλέποντάς τα ανησυχούσαν, ο φόβος τους ήταν φανερός να μην πάνε μόνα τους στη θάλασσα, οπότε όλη την ώρα φώναζαν προσκλητήριο και πού να τα εντοπίσεις τα παιδιά ανάμεσα σε τόσες σκηνές και καμιά τριανταριά συνομήλικα  μικρά και μεγάλα και άκουγες ιδίως τον ένα γονιό να φωνάζει το γιο του τον  Αποστόλη με κείνη την ιδιαίτερη προφορά, « Αρέ Πουστοοοοόόλ. . . Πού είσι ρεεεεε;  Έλα δω ρεεεε. . .. Άρε άμα σι πχιάσου, θα σι γδάρου. . .» και δόστου το σύμπαν Κάμπινγκ να κρυφογελά, και τι νάκανε το Κάμπινγκ δηλαδή; Να μετακαλέσει τον Μπαμπινιώτη να διδάξει ορθοφωνία; Άσε που  αυτό το «γδάρσιμο» το αντιγράψαμε οι περισσότεροι και κάπου κάπου άκουγες κάποιον να μαλώνει το παιδί του και χαμηλόφωνα να επαναλαμβάνει ότι θα το. . .γδάρει  και δόστου γέλια από τους γύρω και βλέμματα προς τους Καρδιτσιώτες, οι οποίοι όμως  ήρθαν μόνοι τους στην παρέα κεφάτοι, με το τσίπουρο αγκαλιά και μια σακούλα τυριά και λουκάνικα και φέρθηκαν πολύ ωραία, ήταν σαν να γνωρίζονταν από παλιά με όλους . . .  
                               
                                     Ο Πολωνός                    
Κάποια μέρα κατέφθασε ένας Πολωνός χοντρός, θεόρατος, κι’ έστησε τη σκηνή του στον κατήφορο, εκεί στο μέρος που είχε στημένη τη δική του σκηνή ο Ντράγκαν. Αμίλητος ο Πολωνός, δε χαιρετούσε, ανταπέδιδε μόνο όταν τον χαιρετούσες με ένα κούνημα του κεφαλιού, αλλά η σύζυγός του όλο και χαμογελούσε κάθε φορά που περνούσε μπροστά από την κοινή τραπεζαρία της γειτονιάς και καναδυό φορές   μάλιστα την κάλεσαν οι γυναίκες και ήρθε για καφέ, και με το  Θανάση διερμηνέα, πήρε μέρος στη συζήτηση, μιλώντας Γερμανικά, ήταν καθηγήτρια λέει της ιστορίας, φώναξε και το σύζυγο, αλλά εκείνος αρνήθηκε να έρθει στην παρέα. Η κόρη τους ένα κατάξανθο κοριτσάκι με κοτσίδες, αμέσως έπιασε φιλίες με τα δικά μας  και σε δυο τρεις μέρες, άρχισε να λέει μερικές λέξεις στη γλώσσα μας  άσε που τα δικά μας  έβαζαν τη μικρή να λέει πολυσύλλαβες  δύσκολες λέξεις και δόστου γέλια όλα τους, με κείνη την παιδική πονηριά  στα μάτια και στο ύφος. Κάθισαν λίγες μέρες οι Πολωνοί, αλλά εντύπωση έκανε σε όλους μας το γεγονός ότι όλες τις μέρες που έμειναν στο κάμπινγκ, μόνο η κυρία Πολωνέζα πήγαινε και μιλούσε με τους άλλους ομοεθνείς της, ενώ ο σύζυγός της, τις λίγες ώρες που δε βρίσκονταν στη θάλασσα, καθόταν με την πλάτη γυρισμένη και διάβαζε κάτι περίεργα μικρόσχημα βιβλιαράκια πίνοντας μπύρα απ’ το μπουκάλι. Αμίλητος και παράξενος άνθρωπος, πανύψηλος, χοντρός και κοντοκουρεμένος με τον τρόπο του δεν άφηνε περιθώρια για οικειότητες και  σιωπηρά, άφησε  να καταλάβουμε οι γύρω ότι μάλλον δεν ήθελε παρτίδες με κανέναν και μαθημένοι όλοι μας εκεί, στην εύκολη γνωριμία, στην αυτόματη παρέα και γενικά στις καλές σχέσεις,  θεωρήσαμε παράξενη τη συμπεριφορά του και δεν είπε κανείς τίποτα  βέβαια , μείναμε  όμως με την απορία.   Κάποιο πρωί  που αρχίσαμε να ξεμυτίζουμε από τις αραδιασμένες σκηνές, παρατηρήσαμε ότι η  ο Πολωνός τα είχε μαζέψει και έφυγε, χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτα, είδαμε το μέρος άδειο, αλλά είδαμε ότι έλειπαν και οι πολύχρωμες καυτερές πιπεριές, που τις είχα κρεμασμένες ανάμεσα στα δυο πεύκα παραδίπλα από τη σκηνή μας για να ξεραθούν. Είχα αγοράσει από πλανόδιο μανάβη αρκετές πιπεριές, τις έδεσα από την ουρά με σπάγκο και τις κρέμασα κι’ εκείνες  όσο ξεραίνονταν τόσα χρώματα έπαιρναν από  μοβ μέχρι ανοιχτό και σκούρο κίτρινο, μερικές ήταν πολύχρωμες, άλλες κατακόκκινες, ήταν μια κρεμασμένη πολύχρωμη αρμαθιά κι’ ήταν χάρμα οφθαλμών, όλοι τις έβλεπαν και τις χαίρονταν στη γειτονιά και πολύ μας κακοφάνηκε όλους που χάλασε ο αιωρούμενος διάκοσμος, αλλά είπαμε δε βαριέσαι, αν περάσει ο μανάβης θα πάρουμε άλλες, μας έμεινε όμως μια ανεξήγητη πίκρα γιατί όλοι καταλάβαμε ότι τις πιπεριές τις σούφρωσε ο άγαρμπος Πολωνός. . .    
                                         Ο Ψάλτης
Την ίδια μέρα που έφυγε ο χοντροκομμένος Πολωνός, στη θέση του εγκαταστάθηκε ένα ζευγάρι, μεσόκοπους θα τους έλεγα, τους οποίους  έφερε ένας νεαρός με  αγροτικό αυτοκίνητο,  και βοήθησε να στήσουν τη σκηνή τους. Σιωπηλοί ταχτοποίησαν τα πράγματά τους   και αμέσως συστήθηκαν. Έρχονταν από ένα χωριό πίσω από το Παγγαίο, θα έμεναν μόνο λίγες μέρες  γιατί το χωριό είχε πανηγύρι και θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί,  ο κύριος Γρηγόρης λέει, ήταν ψάλτης και με το που ανέφερε τα περί ψαλτικής, μας λύθηκε η απορία γιατί όση ώρα ασχολούνταν με  το στήσιμο της σκηνής και την ταχτοποίησή της μουρμούριζε κάτι με σιγανή φωνή βέβαια, αλλά ένα έμπειρο αυτί, αμέσως καταλάβαινε ότι πρόκειται για εκκλησιαστική μουσική. Ήταν μια χαρούμενη νότα στη γειτονιά το ζεύγος, ευπρεπείς, ήρεμοι και καλόκαρδοι, μοίρασαν σε όλους μας φρέσκες κουκουνάρες καλαμπόκι και ωραία μαύρα δαμάσκηνα και κάθε στιγμή σκορπούσαν χαμόγελα και είχαν να πουν έναν καλό λόγο για τον καθένα. Η κυρία Μερόπη, ήταν η μόνη στη γειτονιά, που μαζί με τον καφέ που κερνούσε, έβγαζε και γλυκό του κουταλιού, γλυκό πορτοκάλι, κάτι κομματάρες ευωδιαστές. . . Έτσι,  με τον τρόπο τους έφεραν ένα αέρα ηρεμίας στη γειτονιά, και κάπως μας κακοφάνηκε όταν μας χαιρέτησαν και κίνησαν για το χωριό για το πανηγύρι, ήρθε ο γιος τους και τους πήρε με το αγροτικό, ο ίδιος που τους είχε φέρει, έφυγαν  προσκαλώντας μας να πάμε και να μας φιλοξενήσουν. Και σίγουρα, το εννοούσαν.     
                                  

                                 Ο Σύμβουλος
Συγχρόνως με τον κύριο Γρηγόρη τον Ψάλτη, έστησε τη σκηνή παρακάτω, ένα άλλο ζευγάρι. Ο κύριος Γιάγκος ήταν περιπτεράς και Κοινοτικός σύμβουλος λέει σε κάποιο χωριό της Δράμας, κάπως μεγάλοι μας φάνηκαν όμως, τί μεγάλοι δηλαδή, όταν είσαι σαράντα ο εξηντάρης σού φαίνεται μεγάλος, τι να πεις, αλλά την άλλη μέρα έφυγαν, θα πήγαιναν  στην Τουρκία για μια μέρα και θα επέστρεφαν, το είχαν προγραμματίσει λέει, θα πήγαιναν με παρέα για ψώνια. Πραγματικά επέστρεψαν και η κυρία Τασούλα, έλεγε στις γειτόνισσες για το τι ψώνισαν και πόσο φτηνά βρήκαν τα μπουρνούζια, τάβγαλε και τάδειχνε, στις γυναίκες, είπαν όλες τι ωραία και καλοφόρετα να είναι, κι’ όταν τελείωσε η επίδειξη, το αντρόγυνο με τα μαγιό κατηφόρισε προς τη θάλασσα, πρώτο μπάνιο θα ήταν, επέστρεψαν γρήγορα και ο  κύριος Γιάγκος κρατώντας το καινούργιο μπλε μπουρνούζι τράβηξε για τα ντους.   
Το μπουρνούζι δεν ήταν από κείνα  τα μακριά τα «ποδήρη» όπως τάλεγαν οι αρχαίοι ημών, ήταν κοντό μέχρι τα γόνατα, και με ζώνη και είπαμε το χρώμα του, βαθύ μπλε.  Πλύθηκε ο άνθρωπος και σε λίγο, φορώντας το, με δεμένη και τη ζώνη στη μέση,  ο κύριος Γιάγκος καμαρωτός και χαμογελώντας ευχαριστημένος πέρασε από μπροστά μας λέγοντας ευχαριστώ σε μερικούς που τού είπαν με γεια, με γεια, τον παρατηρούσαμε όλοι ρίχνοντας περίεργες ματιές , πρώτη φορά βλέπαμε να περνάει κάποιος με μπουρνούζι, ήταν αστεία η όλη εικόνα, να βλέπεις κάποιον με κοντό μπουρνούζι βαθύ μπλε, σχεδόν ολική κεντρική φαλάκρα και τα ποδάρια κάπως . .  .τοξοειδή να κολυμπούν στις κίτρινες σαγιονάρες, εκείνες τις σαγιονάρες με το κολονάκι ανάμεσα στο χοντρό δάχτυλο και στο . .  .δείχτη του ποδιού. Μας  φάνηκε παράξενη αυτή η μπλε σιλουέτα με το τρουακάρ μπλε μπουρνούζι, γιατί όλοι εμείς, πηγαίναμε στα ντους με το μαγιό. Τέλος πάντων, δε μίλησε κανείς, αλλά μερικοί απορώντας χαμογέλασαν, κοιτώντας ο ένας τον άλλο με απορία.
Ο κύριος Γιάγκος έφτασε στη σκηνή τους και πριν να μπει, έβγαλε το μπουρνούζι για να το κρεμάσει στο σκοινί απέξω κι’ εκεί φάνηκε το κακό, ο κύριος Γιάγκος στο μέρος που τον κάλυπτε το καινούργιο μπουρνούζι, είχε γίνει όλος μπλε, δηλαδή είχε πάρει ένα χρώμα παρδαλό, αλλού σκούρο μπλε κι’ αλλού ανοιχτό, ανάλογα με το πόσο βράχηκε το μπουρνούζι έβγαλε και λιγότερη ή περισσότερη μπογιά,  είδε τη ζημιά αμέσως, φώναξε δυνατά για ν’ ακουστεί από τη σύζυγο «έλα έξωωωω . .» και με το κεφάλι κάτω και βλαστημώντας ξαναπήγε στα ντους με τη συμβία να τρέχει από πίσω κρατώντας σαπούνια και πετσέτες για να ξεπλύνει τη μπλε μπογιά του εκ Τουρκίας εισαχθέντος μπουρνουζίου, και να γίνεται χαμός, να ρωτούν μερικοί τι έγινε και να μην μπορούν να μιλήσουν όσοι είδαν, να μην μπορούν να μιλήσουν απ’ τα γέλια. . . και όσο γινόταν διακριτικά ρίχναμε ματιές προς τη σκηνή του . . . βαμμένου κυρίου Γιάγκου, ησυχία από μέσα και κάποια στιγμή, ακούστηκε να λέει δυνατά,  «Πέταξέτο. . .» Έτσι έληξε η ιστορία με το μπουρνούζι, αλλά ο κύριος Γιάγκος δεν τόβαλε κάτω, και με την πρώτη ευκαιρία  που ήρθε στην παρέα, είπε ότι όταν τα αγόρασαν τού φάνηκαν πολύ φτηνά, αλλά οι γυναίκες βλέπεις επέμεναν. . .  και αγόρασαν όλοι λέει όσοι πήγαν, αγόρασαν από ένα. . .είπε κι’ άλλα διάφορα ο κύριος Γιάγκος, αλλά για όσες μέρες έμεινε, όταν κάποιος ανέφερε το όνομά του, άκουγες να συμπληρώνει  κάποιος άλλος, λέγοντας, «ά μωρέ, ο . . .βαμμένος . .» κι’ είναι να μη σού βγει το όνομα που λέμε. . .
                       Ο μεσημεριανός ύπνος του κυρίου Νικήτα.
Ο κύριος Νικήτας με την κυρία Νίτσα ήρθαν συστημένοι από την Αλεξανδρούπολη, από το κάμπινγκ του ΕΟΤ στο οποίο πέρασαν αρκετές μέρες, πήγαν λέει εκεί για να ξαναδεί ο κύριος Νικήτας τα μέρη όπου παλιά έκανε τη στρατιωτική του θητεία. Εκεί τούς μίλησαν κάποιοι για την Ηρακλείτσα και  «είπαμε πριν κατηφορίσουμε για την Αθήνα, να μείνουμε κι’ εδώ δυο τρεις μέρες». Δεν έφεραν πολλά πράγματα και όπως είπαν θα έτρωγαν έξω στο χωριό. Έφεραν μια πολύ μικρή σκηνή και δύο πάνινες πολυθρόνες απ’ αυτές που διπλώνει και η ράχη,  και διπλωμένες γίνονται μια σταλιά. Ο  κύριος Νικήτας είπε ότι είναι καρέκλες «σκηνοθέτη» και με το που ακούστηκε αυτό, αμέσως του κολλήσαμε το παρατσούκλι, «ο σκηνοθέτης», αλλά μετά απόκτησε κι’ άλλο, θα δούμε πώς.. .  Βολικοί άνθρωποι και ευγενέστατοι ήρθαν γρήγορα στην παρέα και δεν έδειξε να ενοχλείται ο κύριος Νικήτας όταν τον αποκαλούσαμε με το αθώο παρατσούκλι. Γλυκύτατη η κυρία Νίτσα, μιλούσε αργά και τραγουδιστά και τα μεσημέρια, έστρωνε ένα μικρό μονόφυλλο κιλίμι μπροστά στη σκηνούλα όπου ξάπλωνε ο σύζυγος και η ίδια καθόταν σε μια από τις πάνινες πολυθρόνες και κοίταζε τη θάλασσα,  ανάμεσα από τους κορμούς των πεύκων. Και ως εδώ τίποτα το περίεργο, αλλά το παράξενο ήταν ότι ο  κύριος Νικήτας,  κοιμόταν στο πλάι χωρίς μαξιλάρι και με  το κεφάλι του  τεντωμένο χωρίς να ακουμπάει πουθενά, σαν να ήταν φακίρης. Κάποιος το είπε αυτό, αυτό το «φακίρης» και αμέσως του κολλήσαμε και δεύτερο παρατσούκλι, το είπαμε φωναχτά κι’ αυτό, αλλά ο κύριος Νικήτας δε φάνηκε να ενοχλείται. Όποιος περνούσε και τον έβλεπε στη στάση που κοιμόταν κοντοστέκονταν απορημένος   και όταν ρωτήσαμε την κυρία Νίτσα για το φαινόμενο, εκείνη θεωρώντας φυσική αυτή την . .  .αφύσικη στάση, απάντησε αφοπλιστικά  ότι «βεβαίως, έτσι κοιμάται πάντα. . .»Το γεγονός διαδόθηκε  αμέσως και τα πιτσιρίκια περίεργα τον περικύκλωναν χωρίς να κάνουν θόρυβο, για να δουν το «Φακίρη», να δουν το  πρωτοφανές θέαμα, ενώ από δίπλα η κυρία Νίτσα χωρίς να ενοχλείται, κάπου κάπου έκανε με το δάχτυλο σσσσσσττ. . . !! Μερακλήδες και οι δύο τους, τίμησαν δεόντως το ουζάκι και τους καλούς μεζέδες που κάθε φορά έφερναν και αναχώρησαν  αθόρυβα όπως ήρθαν. Σε λίγες μέρες, πρωτοφανές αυτό, ήρθε μια κάρτα  από την Αθήνα που απευθυνόταν «προς την παρέα του Κάμπινγκ Ηρακλείτσας»» με ευχές από τον κύριο Νικήτα και την κυρία Νίτσα και με πολλές ευχαριστίες για το πόσο ωραία πέρασαν κι’ αυτή τους η ευγενική χειρονομία, η οποία συζητήθηκε πολύ, ήταν μια διαφορετική νότα για όλους μας.      
  Ο Πικάσο από τη. . . . Λάρισα 
 Συγχρόνως με τους Καρδιτσιώτες, στον κατήφορο δίπλα στους Ολλανδούς, εγκαταστάθηκε ο κύριος Λεωνίδας με τη σύζυγο, αλλά από την αρχή της εγκατάστασής τους δε φάνηκε να έχουν και πολλές επαφές, με τους δικούς τους και λέμε δικούς τους γιατί όπως και να το κάνουμε Λάρισα και Καρδίτσα είναι δίπλα  και όσο νάναι, και οι άνθρωποι είναι πιο κοντά, παρά ας πούμε οι Δραμινοί με τους  . . . Κερκυραίους. Έστησαν μια κάπως μικρή σκηνή παλιά άσπρη, όμοια με κείνες που μοιράζουν στους σεισμόπληκτους, εκείνες που έχουν ένα οριζόντιο καδρόνι από πάνω το οποίο στηρίζεται σε δυο ορθοστάτες. Κατέβασαν μαζί με τα μπαγκάζια τους και ένα τρίποδα, καβαλέτο το είπαν όσοι ήξεραν, απ’ αυτά που έχουν οι ζωγράφοι και το στήνουν όταν ζωγραφίζουν, και με το που είδαμε το καβαλέτο, άρχισαν τα
σχόλια και ο Θανάσης ο Γερμανόγλωσσος, τον βάφτισε τον κύριο πριν ακόμα να μάθουμε το κανονικό του όνομα, τον βάφτισε και τον είπε Πικάσσο. . . . Την άλλη μέρα, μας πλησίασε το ζεύγος και συστήθηκαν, είπαν από πού ήρθαν και τα σχετικά, καφέδες εμείς, και πώς να μάθουμε τι ζωγραφίζει ο κύριος Λεωνίδας, οπότε χείμαρρος η σύζυγος τα είπε όλα στα γρήγορα ότι ο Λεωνίδας ζωγραφίζει αγίους και τους κάνει λέει σαν ζωντανούς, δειλά δειλά μερικοί άρχισαν να ρωτούν αν μπορεί να ζωγραφίσει και τη γιαγιά απέναντι όπως καθόταν στην καρέκλα με προτεταμένη τη μυγοσκοτώστρα, άλλος είπε να τής βάλουμε  και φωτοστέφανο, άρχισαν τα γέλια, χαλάρωσε η ατμόσφαιρα και έτσι το ζεύγος μπήκε στην παρέα, αλλά σε λίγο ο Λεωνίδας άρχισε να ζητάει τηγάνι για τα λιανόψαρα που πήρε από τις βάρκες, βοηθούσε στο ξεψάρισμα και του έδιναν μερικά, βρήκε το τηγάνι, ζήτησε λίγο αλεύρι και λίγο λαδάκι, αργότερα, «μήπως σας βρίσκεται ένα λεμονάκι», και αυτό γινόταν κάθε μέρα μέχρι που πέρασε απ’ όλους  μας, οπότε άρχισε ο δεύτερος κύκλος, αλλά εκεί μουλαρώσαμε όλοι και κανείς δεν έδινε τίποτα, γιατί δεν ήταν ότι του έλειπε κάτι εκτάκτως, αλλά το έκανε σκόπιμα και με σύστημα  αποφεύγοντας συστηματικά να πλησιάσει απέναντι στο μπακάλικο. Έτσι ξέκοψε κι’ από το πρωινό και απογευματινό μάζεμα για καφέ και αφοσιώθηκε στην «τέχνη», αλλά ζωγράφιζε μέσα στη σκηνή και μερικοί που είδαν λοξά το έργο, όσο πρόλαβαν απ’ έξω, είπαν ότι ο άγιος ήταν λίγο. . . αλλήθωρος, τι να πεις δεν τον είδαμε όλοι τον άγιο, μπορεί όμως να ήταν κι’ έτσι, αλλά και αυτοί που διέδιδαν τέτοια μπορεί  να έβαζαν και μια δόση υπερβολής στα λεγόμενά τους, ποτέ δεν ξέρεις. . . Έτσι  ο κύριος Λεωνίδας  απομακρύνθηκε από την κεντρική παρέα και έπεσε  στις . .  .περιφερειακές, αλλά όπως μαθεύτηκε κι’ εκεί κατάλαβαν το χούι του και τον έκαναν πέρα, γιατί όσο περιφερειακά πήγαινες στο κάμπινγκ, τόσο οι ανοχές ήταν λιγότερες. Και κάποιο πρωί είδαμε το οικόπεδο του Λεωνίδα άδειο. Έφυγε παρέα με τον αλλήθωρο άγιο χωρίς να χαιρετήσει κανέναν. Τι να κάνουμε υπάρχουν και τέτοιοι, αλλά ευτυχώς είναι λίγοι, ελάχιστοι. .  .Έτσι ησυχάσαμε, και . . . απερίσπαστοι πλέον  καλαμπουρίζοντας κάναμε  . . . απογραφή και καταγραφή για το  τι δανείστηκε απ’ τον καθένα . . .
Εκείνο όμως που έκανε μεγάλη εντύπωση, και σχολιάστηκε πολύ μετά από την αποχώρηση του «Πικάσου», ήταν το γεγονός που συνέβαινε κάθε βράδυ, με πρωταγωνιστές τον καλλιτέχνη και τη σύζυγό του. Μόλις νύχτωνε λοιπόν και αραίωνε κάπως η κίνηση, συνόδευε τη σύζυγο στις τουαλέτες και καθόταν απ’ έξω μέχρι να βγει εκείνη, και δεν στεκόταν απλώς εκεί, αλλά μουρμούριζε τόσο που να τον ακούει εκείνη από «μέσα», και όσοι τον άκουσαν περνώντας τάχαμου αδιάφοροι από παραδίπλα, τον άκουσαν να λέει. . . «ά ακόμα λίγο. . . σφίξου λίγο. . .μπράβο. . .» και αμέσως διαδόθηκαν αυτά, οπότε καταλαβαίνει κανείς τα σχόλια και τα χαχανητά, άσε το άλλο, όσο μείναμε εκεί, μόλις κανείς ξεκινούσε να πάει προς τις τουαλέτες, άκουγες από πίσω, να λένε διάφορα, με κεντρική . . . προστακτική αυτό το σφίξου Λεωνίδααααα . . .
‘Ετσι περνούσαμε εκεί. Σχεδόν κάθε μέρα είχαμε γιορτή. Επιστρέφαμε το μεσημέρι από τις δουλειές μας, ξεκουραζόμασταν λίγο και ακόμα και να μην  είχες πολύ κέφι για παρέα, σε φώναζαν οι διπλανοί, όλο και κάποιος έψηνε, και όπως είχαμε συνηθίσει χωρίς παρέα δεν τρώγαμε, άσε το τι γινόταν τα σαββατοκύριακα που στην πραγματικότητα δεν ησύχαζε κανένας μέχρι αργά   και όλα αυτά παρά τις συνεχείς αλλαγές στα πρόσωπα. Συνεχώς έρχονταν καινούργιοι στη θέση των παλιών που έφευγαν, αλλά εμείς , επειδή η δουλειά μας ήταν κοντά και μπορούσαμε να πηγαινοερχόμαστε κάθε μέρα, μέναμε περισσότερο και δεν ήμασταν λίγοι, ήμασταν καμιά δεκαριά σκηνές και ο καθένας που έρχονταν στη γειτονιά καινούργιος, αμέσως προσαρμόζονταν, ακόμα και ο Προκόπης ημέρεψε και το πήρε απόφαση ότι τα μεσημέρια ο ύπνος του θα ήταν λιγοστός. Όμως  όσο περνούσαν οι μέρες ο καιρός άλλαζε και γύρω στις δεκαπέντε με είκοσι Αυγούστου κάθε χρόνο ετοιμαζόμασταν και τα μαζεύαμε σιγά σιγά, ανανεώνοντας το ραντεβού για του χρόνου, άρχιζαν τα σχολεία βλέπεις και θάπρεπε να αποχωρούμε. . .
Πρώτος έφυγε ο Θανάσης για Γερμανία, για το Βούππερταλ. Ο Σάββας έφυγε μόνος του για λίγο, βγήκε κοντινό αγώγι και θα ξαναγύριζε να μαζέψει τα υπάρχοντα, έφυγαν και άλλοι, το μέρος άρχισε να αδειάζει, μετακινήσαμε τα τραπέζια και τις καρέκλες, συμπτυχθήκαμε, και παρά το αραίωμα, πάλι ήμασταν αρκετοί. Τι τα θέλεις όμως, με το που άρχιζε να αδειάζει το κάμπινγκ υπήρχε στον αέρα μια κάπως μελαγχολική ατμόσφαιρα, δε μιλούσε κανένας, και βλέποντας τα μέρη άδεια, κάπου κάπου άκουγες κάποιον να λέει, τι να γίνεται ο Ντράγκαν; Λες να ξανάρθουν οι φετεινοί; Και κάπου κάπου κάποιος για να με πειράξει, μού θύμιζε τον Πολωνό και τις κλεμμένες καυτερές πιπεριές. . .Τον Ντράγκαν από τη Σρέμσκα Μιτρόβιτσα της Σερβίας και τη γυναίκα του Βασιλική όλοι τους αγαπήσαμε γιατί ήταν ωραίοι άνθρωποι, ανοιχτοί και με χαμόγελο φεγγαρίσιο, ώρα τους καλή όπου κι’ αν βρίσκονται, όμως χαθήκαμε,. . .δεν ξανάρθαν. . . . 
                         Ο Κάρλο από το Τορίνο.
Αυτές και παρόμοιες σκέψεις έκανε ο καθένας και όλοι μαζί, και κάποιο μεσημέρι,  θα πρέπει να ήταν Κυριακή στις αρχές Αυγούστου, είχε επιστρέψει ο Σάββας και όσο είχαμε φάει πάλι όλοι μαζί στη γειτονιά, την ώρα που τα τζιτζίκια ροκάνιζαν τα νεύρα μας, μερικοί απολάμβαναν τη μπύρα τους, άλλοι ακόμα ψιλοέτρωγαν και ο Προκόπης είχε. . . αποσυρθεί στα ενδότερα ματαίως αγωνιζόμενος να κοιμηθεί, σε μια τέτοια ακατάλληλη ώρα για αφίξεις, κατέφθασε λοιπόν ένα ζευγάρι ξένοι- η γυναίκα οδηγούσε- και  μπήκαν στο Κάμπινγκ  με ένα πολύ παλιό Φιατάκι αν θυμούμαι καλά Φιατάκι  μικρό Φίατ 750 πρέπει να ήταν, με λίγα μπαγάζια και ένα κοριτσάκι.  Ο άντρας μικρόσωμος και λιπόσαρκος, φαινόταν κάτωχρος και ταλαιπωρημένος κάθισε ανακούκουρδα στη ρίζα του πεύκου και η γυναίκα κι’ εκείνη  μικρόσωμη,  αμέσως άρχισε αμίλητη να στήνει τη μικρή σκηνή. Τρέξαμε αμέσως οι κοντινοί, βοηθήσαμε και σε λίγα λεπτά όλα ήταν έτοιμα, είδαμε ότι ήταν Ιταλοί, το αυτοκινητάκι είχε πινακίδες που έγραφαν Τορίνο. Ρωτήσαμε με λίγες λέξεις και φράσεις σε γλώσσα ιντερνάσιοναλ και με περισσότερα νοήματα, τι συμβαίνει με το Σινιόρε, μάθαμε ότι τον λένε Κάρλο και ότι από την Τουρκία μέχρις εδώ που έφτασαν κάνει εμετό και τον θέρισε το κόψιμο, έβρασαν οι γυναίκες αμέσως μια κατσαρόλα σκέτο ρύζι και το πρόσφεραν, κατάχλωμος ο Κάρλο έφαγε, δοκίμασε και η σύζυγος και στο παιδί ένα όμορφο κοριτσάκι, οι γυναίκες έδωσαν διάφορα που
τάφαγε με όρεξη, Χαμογέλασαν οι άνθρωποι, ίσως δεν το περίμεναν, και ά σιγά σιγά, ξεθάρρεψαν και θέλησαν να επικοινωνήσουν με τους γύρω. Τα δικά μας παιδιά πήραν το συνομήλικο κοριτσάκι για βόλτα μέσα στο χώρο, και ο ίδιος με τρόπο υποχρέωσα τον Κάρλο να πιει ένα νεροπότηρο μαντζουράνα που την έβρασα στα γρήγορα, κόβοντας  κλαδάκια από τη γλάστρα που την έσερνα μαζί μας και την είχαμε στη σκιά  μπροστά στη σκηνή. Έβαλα σε δυο ποτήρια τη μαντζουράνα και μέσα σε  γενική θυμηδία τού είπα να μη φοβάται και να διαλέξει όποιο θέλει, εκείνος φοβισμένος είναι αλήθεια  ρώτησε αν είμαι Ντόκτορ και οι γύρω ούτε συνεννοημένοι να ήταν, όλοι, Σι Σινιόρε, Ντόκτορ.  Σι.  Ήπιε περιδεής ο Κάρλο το αφέψημα, και το δεύτερο ποτήρι το ήπια ο ίδιος χωρίς να το πολυθέλω, Το ήπια . . προληπτικά, αλλά έτσι έπρεπε, έπρεπε να ξεθαρρέψει ο ξένος και να με εμπιστευθεί. Και προς το βράδυ Ώ τού. . . θαύματος που λέμε ο Κάρλο συνήλθε και χαρούμενος με πλησίασε και κατασυγκινημένος μού είπε πολλές φορές στη γλώσσα του ευχαριστώ Γκράτσιε σινιόρε Γκράτσιε, πέταξα κι’ εγώ τα Ιταλικά μου λέγοντάς του τούτι μπένε Κάρλο, κουέστα λαβόρα ε φινίτο μπένε, που περίπου, θα πει όλα καλά Κάρλο κι’ αυτή η δουλειά τελείωσε καλά, κατάλαβε εκείνος και γελώντας με αγκάλιασε, αλλά ο Σάββας από παραδίπλα δεν άντεξε, το πέταξε το καρφί λέγοντας για μένα, « το σπρεχάρει το Ιταλιάνικο ο δόκτωρ και δεν του φαίνονταν. . .»
-Έτσι έγιναν τα πράγματα με τον Κάρλο που ήταν ράφτης στο Τορίνο. Και αφού καταλάβαμε στη γειτονιά ότι πραγματικά είχαν ανάγκη οι άνθρωποι, για τις πέντε μέρες που κάθισαν αναλάβαμε όλοι και τους φιλοξενήσαμε και τη μέρα που έφευγαν τους ξεπροβοδίσαμε στην είσοδο δακρυσμένους αλλά χαρούμενους. Οι τέσσερες της παρέας είχαμε πάρει την απόφαση από βραδύς στα γρήγορα. Έπρεπε οι μουσαφιραίοι μας να φτάσουν σίγουρα μέχρι την Πάτρα, από κει και πέρα τα είχαν τα εισιτήρια, ήταν βολεμένοι για το υπόλοιπο ταξίδι, μόνο μέχρις εκεί είχαν ανάγκη. Κανονίστηκαν όλα, έτοιμο και το κασόνι με τα τρόφιμα και τα φρούτα για το δρόμο και ο Σάββας ανάλαβε τον άχαρο ρόλο, έφυγε νωρίτερα για έξω λίγο πριν να αναχωρήσουν, τον είδαμε που τους περίμενε και τους σταμάτησε στην είσοδο του χωριού να τους χαιρετήσει. Ο Κάρλο κατέβηκε κι’ ο Σάββας ο Πόντιος  αποχαιρετώντας τον κάτι τού έβαλε στο χέρι . . .
-Ο ξένος φανερά συγκινημένος τον αγκάλιασε και γυρνώντας προς το μέρος μας, κούνησε το χέρι σε χαιρετισμό. Κατάλαβαν όλοι τι έγινε κι’ ευχηθήκαμε καλό δρόμο, καλό ταξίδι. . .
Καναδυό γυναίκες βούρκωσαν κι’ η Σιμέλα από δίπλα ψιθύρισε « τέτοιος είναι. .  .» κι’ αυτή η φράση της τα χώρεσε όλα. . .  .                                    -Από τότε πέρασαν τόσα χρόνια. Χαθήκαμε και  όλοι κάπου αράξαμε, σίγουρα κι’ ο Σάββας αραγμένος θα είναι και μακάρι οι . . . «προσπάθειές» τους να. . . καρποφόρησαν. . .και τώρα να  αφηγείται στα παιδιά του τα ταξίδια του, όπως κι’ οι  άλλοι της καλοκαιρινής παρέας κάπου θα έριξαν άγκυρα, ο σγουρομάλλης ο Αλέκος, ο μαυριδερός ο Παντελής, ο Γερμανόγλωσσος Θανάσης, ο Χρήστος ο μαθηματικός  και όλοι οι άλλοι. . . . .Κι’ ο Ντράγκαν με τη Βασιλική; Τι να απέγιναν μετά από τόσες συμφορές που έπεσαν πάνω στην πατρίδα τους;  
Αλλά όμως εδώ, την ιστορία πρέπει να την τελειώσουμε και την τελειώνουμε κάπως απότομα, όπως απότομα διακόπηκε και η παραμονή μας το τελευταίο καλοκαίρι στο κάμπινγκ μετά από τις πρώτες αναπάντεχες δυνατές βροχές. Και τελειώνουμε την ιστορία αναπολώντας πρόσωπα και ευχάριστες καταστάσεις,  στέλνοντας  σε όλους την ευχή για καλή τύχη.
Καλή τύχη λοιπόν σε όλους και ώρα καλή. . .    ώρα καλή. . ., καλή τύχη   στους Καρδιτσιώτες και σε κείνους τους γελαστούς εκεί στο Φρίσλαντ της  ανταριασμένης Ολλανδίας,-από κει είχαν έρθει- θερμές ευχές  στον Ντράγκαν και τη Βασιλική εκεί στη Μητρόβιτσα, εκεί που κάποτε ήταν τα βόρειο σύνορα του πάλαι ποτέ Βυζαντίου. Αν κάποτε βρεθείτε στη Σερβία, αξίζει να πάτε στη Σρέμσκα Μητρόβιτσα, πραγματικά αξίζει. . .Χαιρετίσματα στον Προκόπη   και στην Αρτεμισία, τώρα ο Προκόπιος θα κοιμάται όσο θέλει τα μεσημέρια ανενόχλητος και . . . ακατούρητος. . .Επίσης στον κύριο Γρηγόρη τον Ψάλτη, χαιρετισμούς και στη γλυκύτατη κυρία  Μερόπη με τα γλυκά της του κουταλιού, στο Νικήτα το «φακίρη» και στην κυρία Νίτσα, στο Χρήστο και στη Βιργινία,  τα δέοντα στον κύριο Γιάγκο και στον τρακαδόρο το Λεωνίδα, καλή τύχη ακόμα και στον άγαρμπο τον Πολωνό και χαλάλι του οι καυτερές,  πολλά χαιρετίσματα και στον Κάρλο από το Τορίνο και, Buona Fortuna Karlo, Buona  Fortuna,  per touti, ναι, καλή τύχη για όλους. Ciao . . .                                                        
Αχρονολόγητο  καθ’ ότι διαχρονικό,         
Βαγγέλης Μαυροδής          Vagelis_mavrodis@yahoo.gr   
            
           

Δεν υπάρχουν σχόλια: