Κυριακή 4 Μαρτίου 2012

Ο ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ

Έφτανε στο χωριό μας και ανηφόριζε στη γειτονιά μας το «Καραούλι», και σταματούσε με το γαϊδούρι εκεί στην ανοιχτωσιά, έπαιρνε ανάσα κι’ αρχινούσε με φωνή δυνατή, « σαμπούρ’, λουλάκ’, πιπέρ, κανέλα, βιλόνις, θυμιάμα, λαμπουγιάλια, μηχανιές, φτύλια, ( και τα δυο αυτά για τις γκαζόλαμπες), τουκάδις, κουρδόνια, τσίπκις (μανταλάκια), καθριφτούδια, τσιακμακόπιτρις, μασουράκια, καρούλια, κουρδέλις, πιάστρις, φουρκιέτις,δαχλύθρις, λάστιχου για τ’ς’ βρακουζώνις και άλλα πολλά, πού να τα θυμάσαι ύστερα από τόσα χρόνια;

Ήταν από την Αρναία ο πραματευτής, από κει έρχονταν στο χωριό. Τον έλεγαν Κλειδαρά το μπάρμπα κι’ είχε φορτωμένες στο γαϊδούρι δυο μακρόστενες κάσσες με ράφια, που ξεκινούσαν από τον πάτο της κάσσας και όσο ανέβαιναν τόσο στένευαν, τα είχε έτσι για να φαίνεται όλη η πραμάτεια και όλοι απορούσαν πώς εύρισκε άκρη εκεί μέσα σε τόσα ψιλοπράγματα που κουβαλούσε και όμως ήξερε πού ήταν το κάθε τι, το εύρισκε και συγχρόνως έριχνε και ματιές στις γυναίκες που σκάλιζαν, είχε το νου του στο εμπόρευμα, θα είχε πάθει φαίνεται ο άνθρωπος και πρόσεχε. Έρχονταν με ένα γαϊδούρι άσπρο, τι άσπρο δηλαδή, σταχτί ήταν τελείως άσπρα δεν υπάρχουν απ’ αυτά τα συμπαθή τετράποδα που τα τελευταία χρόνια λιγόστεψαν και σήμερα σπανίζουν, αντικαταστάθηκαν βλέπεις από τα αγροτικά αυτοκίνητα και στο μέλλον οι κατοπινοί θα τα βλέπουν μόνο στους ζωολογικούς κήπους.
Έβγαιναν λοιπόν οι γυναίκες της γειτονιάς άλλες να ψωνίσουν κάτι κι’ άλλες μόνο για να δουν να «χαζέψουν», και πού παράδες, να πάρουν καμιά βελόνα και κανένα ψευτοπράμα και για ν’ αγοράσουν «μηχανή» για την γκαζόλαμπα, έπρεπε η παλιά να έχει τέτοιο χάλι που να μη σηκώνει το φυτίλι, να είναι δηλαδή για πέταμα. Γιατί αν αυτή η μηχανή ξεκολλούσε από το γυάλινο μέρος της λάμπας, την ξανακολλούσαμε με καμένη ζάχαρη (ή στίψη;) δε θυμούμαι καλά.
Ο μπάρμπα Κλειδαράς, αφού εξαντλούσε όλο το εμπόρευμα που διέθετε διαλαλώντας το, στο τέλος φώναζε και κάτι σαν τελείωμα-επωδό θα το λέγαμε, φώναζε,« αλσίδις για τσ’ λουλοί, σκνιά για τσ’ παλαβοί»,κάνοντας μια διαβάθμιση μεταξύ λωλού και παλαβού, κρίνοντας ότι ένας λωλός είναι περισσότερο επικίνδυνος από έναν παλαβό, γι’ αυτό ο πρώτος χρειάζεται αλυσίδες, ενώ το δεύτερο τον κάνεις καλά και με ένα σκοινί μόνο. Γραφικός ο πραματευτής γραφική και η εποχή εκείνη και δύσκολη, έτσι μεγαλώσαμε αυτά θυμούμαστε, τι να κάνουμε. Και μέσα στην ανακατωσούρα όλο και περίσσευε και για μας κανένα ψιλό απ’ τη Μάννα, για μας τους μικρούς που γυροφέρναμε το γαϊδούρι γιατί εκεί ψηλά πανωσάμαρα, μέσα σε μια κασούδα από λουκούμια, είχε τα κόκκινα πετειναράκια με το ξυλάκι, τα γνωστά στους παλιότερους γλυφιτσούρια της εποχής.
Αυτό ήταν το λιανικό εμπόριο και με όσα πρόσφερε μ’ αυτά πορεύονταν οι άνθρωποι, άλλωστε δε χρειάζονταν και πολλά πράγματα. Τώρα αν ήταν κάτι που είχε μια κάποια αξία που ξέφευγε από τα συνηθισμένα και τα δεδομένα της δύσκολης εκείνης εποχής, κάτι που δεν το σήκωνε ο πενιχρός οικογενειακός προϋπολογισμός και καταλάβαινε ο μπάρμπας ότι κάποια γυναίκα τόβλεπε και το ξανάβλεπε, τότε προσπαθώντας να το πουλήσει απευθύνονταν στη θειά, η οποία για να ξεφύγει, έλεγε ότι πρέπει να ρωτήσει πρώτα τον άντρα της και «άdι πάεινι ρώτα τουν» και η θειά απαντούσε αφοπλιστικά κόβοντας και την τελευταία ελπίδα του πραματευτή να πουλήσει το συγκεκριμένο αντικείμενο, « μ’ σιαπού να τούν βρω τουν άντρα μ’; ;»
-Μ’ σιαπού είνι μαρή;
- Σιαπού είνι; Δλιέβ’ στ’ Αγιόρους . . . .! ! !
Βαγγέλης Μαυροδής
Σεπτέμβριος 2008
Κι’ όποιος θυμάται τι ήταν το «σαμπούρι» ας το πει, γιατί από τότε το ξέχασα. Απ’ όσο θυμούμαι, ήταν σαν χοντρή σκόνη μαυριδερή, κάτι που έμοιαζε με τη μελάνη που αγοράζαμε σε σπυριά και τη λιώναμε. Ίσως. Δεν είμαι σίγουρος. Το σίγουρο είναι ότι το χρησιμοποιούσαν ως φάρμακο, άγνωστο όμως σε ποιες περιπτώσεις. Πάντως, όποιος έχει. . . .πρόχειρη κάποια γιαγιά, ας τη ρωτήσει. Ίσως να θυμάται και να μας φύγει η απορία.


Δεν υπάρχουν σχόλια: