Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Τα Κουνέλια



  Ο Κόσμος  καίγεται με διαγραφές και. . . εγγραφές ακόμα και  . . .φιλολόγων  και καλό αυτό γιατί πήξαμε στους άσχετους τεχνοκράτες, αλλά   εμείς το . .  .χαβά μας ,  και μπράβο στο κορίτσι από τη Βαρβάρα που θα πάει στη Βουλή,  αλλά όποιος θέλει  διαβάζει τα παρακάτω, δεν υποχρεώνουμε κανέναν  . . . και μάλλον καλό θα ήταν να νομοθετούσαν γλωσσολόγοι και Φιλόλογοι, και όχι αυτοί όλοι οι παντογνώστες  οι σπουδαγμένοι στα Παρίσια και στις Λόντρες αυτοί που έχουν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα εδώ και πολύν καιρό, αφού μόνοι τους δεν «έβγαλαν μια δραχμή . . .»
   Χαιρετίσματα λοιπόν στην κυρία Κατσαρού, εκεί στη Βαρβάρα, και κάτι μού λέει το επώνυμο, αλλά πέρασαν πολλά χρόνια και δεν θυμούμαι αν κάποιο  τέτοιο επώνυμο, έμεινε υποχρεωτικά στο Νεοχώρι «τότε», το δύσκολο ’48,  ή κάποιο παιδί φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο τού χωριού μας. Και με την ευχή μας για Καλή δύναμη στην κυρία Κατσαρού,  μπαίνουμε στο θέμα . Και το λοιπόν,
 Θα ήταν εκεί  στο τέλος της δεκαετίας του ’50 ή αρχές του ’60, μα δεν έχει και τόση σημασία η ακριβής χρονολογία κατά την οποία συνέβη  το συμβάν στη γειτονιά μας το Καραούλι, στη μία από τις δυο ψηλές γειτονιές του χωριού μας , του Νεοχωρίου  Χαλκιδικής, που κάποτε  ήταν αυτόνομη Κοινότητα με  Κοινοτικό Κατάστημα, Κοινοτάρχη και  Γραμματέα,  με τηλέφωνο και με κλητήρα τον μπάρμπα Μήτσιο που φορούσε ένα τσαλακωμένο καβουράκι σαν χταποδοφωλιά, φορτωμένος με πολλές . .  .αρμοδιότητες και καθήκοντα εντός και εκτός γραφείου, να ειδοποιήσει όσους χωριανούς είχαν συνδιάλεξη, να μοιράσει τα ελάχιστα τηλεγραφήματα, και να γυροφέρει το χωριό ειδοποιώντας τους χωριανούς «δια ζώσης», για τις «αγγαρείες» και   για όλα τα ζητήματα που ενδιέφεραν τους κατοίκους, «όσνοι έχ’ν μλάρια να πάν’  ζ’ γκοινότητα να τα δηλώσ’ν .. .»(1) ή, «αύριου θα έρτ’ ζ’  γκοινότητα του συνιργείου να σφραγκίσ’ τα δράμια, τ’ ς παλάντζις κι  τα καdάρια κι τ’ς ιμσιές»(2)   και άλλα καθημερινά,  μια και μεγάφωνο η Κοινότητα  τότε δεν διέθετε, και  το μοναδικό  μεγάφωνο ήταν  στην πλατεία, στραβοκρεμασμένο σ’ ένα καρφί  πάνω από την πόρτα του  Καφενείου-Κουρείου του μακαρίτη μπάρμπα Γιάννη Λάμπρου,   συνδεμένο με το εντός του καφενείου  τεράστιο ραδιόφωνο που λειτουργούσε με μπαταρία αυτοκινήτου. Από το μεγάφωνο αυτό, άκουγαν μουσική όλοι οι πέριξ της πλατείας κατοικούντες, κάθε φορά που ο μπάρμπα Γιάννης και συνήθως το μεσημέρι,  άνοιγε το ραδιόφωνο στα . . . Μακρά κύματα για να ακούσει το σταθμό της . . .Άγκυρας  στον οποίο είχε ιδιαίτερη αδυναμία, ίσως γιατί υπηρέτησε ως στρατιώτης κάποτε στη Μικρασία.
Την εποχή εκείνη τα οικόσιτα ζώα  που υπήρχαν στο χωριό, ήταν οι γίδες, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια καθώς και τα βόδια που ήταν αρκετά, και τα χρησιμοποιούσαν οι «βοδάδες»  για σύρσιμο ξυλείας και για όργωμα. Άλογα στο χωριό δεν υπήρχαν, εκτός από καναδυό φοράδες. Και όλα αυτά τα «οικόσιτα» ήταν φανερά στο χωριό γιατί κυκλοφορούσαν στο δρόμο, άλλα με ορισμένο δρομολόγιο και άλλα αδέσποτα, όπως τα σκυλιά που άραζαν όπου ήθελαν και. . . δάγκωναν όποιον προτιμούσαν, έτσι ελεύθερα, κι’ αν διαμαρτυρόσουν άκουγες το στερεότυπο, «ποιο ρε; Του θκο μ’ του σκλί; Δε bειράζ’ κανέναν . .!!! Όλ’ μέρα μι τα μκρα (τα πιδούδια) παίζ’ .  . .!!!).
Και λέμε ότι υπήρχαν ζώα οικόσιτα με ορισμένο δρομολόγιο, γιατί για όσους δεν το ξέρουν, οι γίδες που είχε η κάθε οικογένεια  για γάλα, συνοδευόμενες από κάποιον του σπιτιού, ακολουθούσαν την ίδια διαδρομή από το παχνί  για το μέρος που τα μάζευε ο κοινοτικός τσομπάνης, συνήθως έξω από το χωριό  να τα οδηγήσει στη βοσκή, και το βράδυ χορτάτες και υποθετικά ακίνδυνες για τους κήπους που συναντούσαν στο γυρισμό για το σπίτι , και «σπαργωμένες»(3)  επέστρεφαν μονάχες , εκτός αν  στην επιστροφή, εύρισκαν κάποια πόρτα κανενός μπαχτσέ ανοιχτή, οπότε, γινόταν ο χαμός, γιατί η γίδα είναι λαίμαργη και παμφάγα, ανάλογα βέβαια με το τι είχε σπαρμένα ο μπαχτσές, αλλά γι’ αυτήν την περίπτωση, άλλη φορά, με τις αγροζημίες αρχίσαμε και μ’ αυτές θα συνεχίσουμε, έχουμε καιρό, χορτάτοι νάμαστε και γεροί, γιατί τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά, και μού φαίνεται θα ξαναθυμηθούμε εκείνες τις παλιές και προσοδοφόρες συνήθειες, με το γουρούνι στο κουμάσι και τη γίδα στο κατώι και να δούμε τότε  πώς θα μάθει η νυφαριά ή και η θυγατέρα με τα βαμμένα νύχια και το πλατινέ μαλλί, ακόμα και η σύζυγος, πώς θα μάθουν να πετούν  την κοπριά και πώς θα συνηθίσουν τη μυρωδιά του στάβλου, δεν είναι εύκολα πράγματα αυτά, δεν είναι καθόλου βολετό και εύκολο από το . .  . .4711(!!) να μεταπηδήσεις στην τσίκνα  τής σταβλισμένης μαλτέζας γίδας και στη μυρωδιά που βγαίνει από το κουμάσι, αλλά στο τέλος μάλλον όλα γίνονται, ακόμα και το … «άρμεγμα» ,εύκολα μαθαίνεται, αρκεί να κόψουν τα μακριά νύχια και αν δεν ξέρουν δεν πειράζει, αρκεί να θέλουν,  θα τα μάθουν όλα  και θα αισθανθούν και ωραία.  Και για να τελειώσουμε με τα οικόσιτα, λέμε και για το γουρούνι, το οποίο αφότου έμπαινε στο κουμάσιον  δεν ξανάβγαινε παρά μόνο για να θυσιαστεί, και τάπαμε αυτά και όποιος θέλει ας ψάξει να τα βρει, υπάρχουν στο διαδίκτυο και κυκλοφορούν στο. . . διάστημα. Να συνεχίσουμε όμως για τη γίδα και με κάτι άλλο, να πούμε δηλαδή ότι μεγαλώσαμε μόνο με το γάλα της, και το συνηθίσαμε, αλλά όταν κάποτε βρέθηκα στην Κρήτη και είδα στο μαγαζί να πουλούν καί  γάλα «γίδιο» το αγόρασα, αλλά  μόλις το μύρισαν τα παιδιά, ρώτησαν αν «είναι χαλασμένο . . .» και μέσα μου κάτι  έκανε «κρακ» αλλά πώς να το θέλουν τα παιδιά όταν από μικρά για να το πιουν το γάλα τούς βάζουμε μέσα κακάο και άλλα;  Όταν η Μαμά  δεν ήπιε ποτέ κατσικίσιο γάλα, πώς να το πιει  το παιδί; Έλα όμως που κάποια «Μνημόνια»  θα τα ξαναφέρουν  αυτά όλα κι’ όποιος επιβιώσει   . . . Τι θα προτιμήσουμε δηλαδή;  Τη μυρωδιά της «κατσικίλας» ή την υγεία του παιδιού μας;  Εδώ σ’ έχω νύφ’. .  . .  Παραξεφύγαμε  λίγο, (τι λίγο δηλαδή που  κοντεύουμε  να φτάσουμε στις πηγές του . . Χαβρία) και είπα Χαβρία και μούρθε στο νου  μια παράκληση προς κάποιον κύριο Κ.  Ντίνα που φωτογράφησε αυτές τις πηγές του Χαβρία, τις οποίες πηγές επισκέφτηκα πριν από . . . 60  χρόνια, εκεί στα όρια Βαρβάρας- Νεοχωρίου -Ισβόρου (!!) αλλά με αγνόησε και δεν απάντησε, μάλλον «επειδής»  δεν είμαι στο Φειζ Μπουκ και στα δικά τους ηλεκτρονικά συστήματα, αλλά αν δει αυτό που γράφω, (που μάλλον είναι απίθανο), έστω και εκ των υστέρων που λέμε, ας στείλει αυτό που του ζήτησα,  (αν ευαρεστηθεί βεβαίως . . . ). Αλλά από  τις περγαμηνές που βλέπω ότι διαθέτει, μάλλον  αδίκως  προσπαθώ. .  . .      
 Αυτά εν ολίγοις ήταν τα κατοικίδια στο χωριό, και ποτέ δε φάνηκαν κούρκοι, ούτε πάπιες ή χήνες. Μάλιστα όταν κάποια φορά  κάναμε λόγο για τους κούρκους (τις γαλοπούλες ντε ), μια θειά από παραδίπλα είπε ότι, . . . «έ ε . . .έχν ιδώ σιακάτ’ στου Γριbουτζιάκ’ είνι να τ’ ασκιένισι(6), ξιρνούν τη γλώσσα τ’ς. . .» εννοώντας σίγουρα το σιχαμερό λειρί που κρέμεται στα μούτρα τους. . . Τώρα,  Από αρνίθια  υπήρχαν αμέτρητα, υπήρχαν τόσα που περίσσευαν να φαν και οι αλ’πές, και ν’ αρπάξουν και τα γεράκια που κι’ αυτά τα ζλάπια(7)  είχαν καταντήσει   σχεδόν οικόσιτα, αφού έκαναν γιουρούσια μέρα μεσημέρι, κι’ ώσπου να εντοπίσεις πού κακαρίζει η κότα, η αλεπού είχε φτάσει στο βουνό απέναντι, για να επιδοθεί ανενόχλητη στο γεύμα της, και έβλεπες γύρω απ’ το χωριό τόσα πούπουλα, να γιομίσεις. . . μαξιλάρες. . .
Τώρα  για να κλείσει. . . ομαλά η εισαγωγή πρέπει να πούμε ότι ούτε κάρα υπήρχαν στο χωριό , έκτος από ένα  που το παράτησε κάποιος Λυκοστράτης, ένας ταλαιπωρημένος πλανόδιος ψιλικατζής, άλλη ιστορία κι’ αυτή, αυτός ο τύπος το τελευταίο εμπόρευμα που είχε φέρει κάποιον χειμώνα, ήταν χοιρινό λαρδί που πάνω του είχε μπηγμένες μερικές μεταλλικές φλογέρες, ναι ναι, μπορούν πολλοί να το βεβαιώσουν αυτό, και έφερε να τα πουλήσει,   σε λάθος μέρος, αφού όλοι στο χωριό έτρεφαν γουρούνια. Κι’ όσο για τις φλογέρες, τι να πεις,  ποιος ξέρει πού τις βρήκε και τις έβγαλε στο εμπόριο. .  .  Το παράτησε το δίτροχο κάρο λοιπόν και το χρησιμοποιήσαμε εμείς της τελευταίας τάξης στο σχολείο, για να απομακρύνουμε το χώμα που βγάζαμε με το σκάψιμο για την ισοπέδωση της σχολικής αυλής, και όλα αυτά, σαν. .  .χθες, να, εκεί στο 1950. . !!!. Τώρα θα πει κάποιος  φτάνει ως εδώ, κι’ εγώ λοιπόν αυτό ήμουν έτοιμος να πω, και να μπούμε στο θέμα, που είναι το επεισόδιο  μεταξύ γειτόνων στη γειτονιά μας το «Καραούλι», εξαιτίας  ενός απρόβλεπτου γεγονότος και συγκεκριμένα μιας αγροζημίας  στον μπαχτσέ του μπάρμπα Παναγιώτη, αλλά να πάρουμε τα πράγματα  με τη σειρά για να μην μπερδευτούμε.  Λοιπόν ο μακαρίτης  μπάρμπα Νικολάκης ο Φράγκος ποιος ξέρει από πού βρήκε και πήρε ένα ζευγάρι κουνέλια, τα οποία εγκατέστησε  στο πίσω μέρος του σπιτιού, στο πάνω μέρος του μπαχτσέ κοντά στο ξεροντούβαρο που ήταν το σύνορο  με τον από πάνω σπαρμένο μπαχτσέ του μακαρίτη μπάρμπα Παναγιώτη  Σούστα. Κουνέλια δεν είχαμε ξαναδεί και πατώντας πάνω στις κουdαρίδες(8) και στα  ντουβάρια από το μισοαρχινημένο από παλιά και παρατημένο σπίτι του Δαβίλλα, πηγαίναμε και τα χαζεύαμε όπως ήταν κλεισμένα στο  μακρόστενο κλουβί  που ήταν φκιασμένο με σύρμα δικτυωτό και καρφωμένα ξύλα, με μια μικρή πόρτα μπροστά και την πλάτη στο ξεροντούβαρο. Από κάτω ήταν το χώμα κι’ εκεί ήταν μέρα νύχτα και  έτρωγαν ασταμάτητα τις πρασινάδες που τα έριχναν συνέχεια. Ήταν κάπως προς το καφέ με κάτι κατακόκκινα μάτια , και  δεν περπατούσαν αλλά πηδούσαν με τα πισινά πόδια  και προσπαθούσαν να βρουν τρύπα να βγουν  στον κόσμο. . .  . Εκείνο όμως που μας έκανε μεγάλη εντύπωση και  μας σκανδάλιζε, ήταν η συχνή και . . .ολοφάνερη «ανάβαση » τού αρσενικού, ο οποίος δε σταματούσε. .  . Έβλεπες, εκεί που έτρωγαν  και μασούσαν μόνο  με τα μπροστινά δόντια, ξαφνικά «ανέβαινε» ο αρσενικός και άντε πάλι φαΐ, και συνέχεια  ξανά, και ξανά και κρυφογελούσαμε εμείς τ’ αγόρια, ενώ τα συνομήλικα κορίτσια της παρέας, σε λίγο άρχισαν να αραιώνουν, φαίνεται το θέαμα τις έκανε να ντρέπονται. Έτσι κυλούσαν οι μέρες που λέμε, βαρεθήκαμε κι’ εμείς και δεν πολυπηγαίναμε κατακεί, έμπαινε και το καλοκαίρι  και  οι ασχολίες και οι δουλειές αυγάτιζαν, οπότε κάποιο πρωινό μιας Κυριακής, ακούστηκε φασαρία στη γειτονιά εκεί πάνω από το Φραγκέικο, φώναζε ο μπάρμπα Παναγιώτης ο Σούστας , φωνές, κακό, κάτι συνέβαινε στο μπαχτσέ τους, αλλά τι, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε, φώναζε προς τα πάνω προς το πίσω το μπαλκόνι τους, φώναζε τη σύζυγο. .. . . « Πανάιου, κατέβα γλίγουρα, φέρι κι του δικράν, π’ τού κατώι, να τα βαρέσ’ αγέρας τα σκουτνά , πάει η μπαχτσιές, πλάλα σι λιέου . . .», ενώ συγχρόνως φώναζε για ν’ ακουστεί προς τα κάτω προς το γείτονα τον μπάρμπα Νικολάκη το Φράγκο, « έ Νικουλάκ’ έβγα κι  μάστα αυτάνα , μι τα καταέφαγαν τα ζαρζαβάτια  σι λιέου. .. πάει η μπαχτσιές. .  .». Μαζώχτηκε η γειτονιά να δει και να κουρκουσουρέψει,(9) τρέξαμε κι’ εμείς να δούμε από κοντά τι συμβαίνει, και είδαμε από τον πλοκό(10) την καταστροφή, τα κουνέλια είχαν καταστρέψει τα περισσότερα στον μπαχτσέ με προτίμηση στα φασολάκια, τις πιπεριές και τις αγγουριές, άσε τη ζημιά που έκαναν όσοι ώρα τα κυνηγούσε ο μπάρμπα Παναγιώτης που και ο ίδιος ούτε ήξερε πού πατούσε και  συμπλήρωνε την καταστροφή, γιατί, «πιάνονται τα κουνέλια;  Αμ δεν πιάνονται. .  ..»
 Σε κάποια στιγμή τα κουνέλια εξαφανίστηκα και είναι αυτό που λέμε ότι «άνοιξε η γη και τα κατάπιε» και πραγματικά αυτό συνέβη, γιατί δίπλα στο ξεροντούβαρο που χώριζε τους δυο μπαχτσέδες υπήρχε μια τρύπα μέσα από την οποία  τρύπωσαν και εμφανίστηκαν  στο δικό τους μέρος, στο γιατάκι τους , όπου συνέχισαν τις καθημερινές ασχολίες, φαΐ και τα λοιπά. ... Έτσι μάθαμε κι’ εμείς ότι τα κουνέλια είναι μεγάλοι μαστόροι και μπορούν να σκάβουν σήραγγες απ’ όπου  φεύγουν για αλλού. Το τι «διημείφθη» μεταξύ του υποστάντος την αγροζημία και του  μπάρμπα Νικολάκη δε μάθαμε, αλλά την άλλη μέρα η τρύπα γέμισε με χώμα και το κοτέτσι, στρώθηκε με πλακαρές πέτρες για κάθε ενδεχόμενο.
Όταν όμως κατά το τέλος του καλοκαιριού θυμηθήκαμε τα κουνέλια και πήγαμε καναδυό τρεις συνομήλικοι να τα δούμε το  αυτοσχέδιο  κοτέτσι είχε χορταριάσει ανάμεσα στις πλακαρές πέτρες και η πόρτα ήταν ανοιχτή. Σίγουρα τα κουνέλια  έγιναν στιφάδο  και το πιο σίγουρο είναι , ότι οι Φραγκαίοι το ευχαριστήθηκαν. Ρωτήσαμε τον Τάκη το Φράγκο, και απάντησε, . . . «Τώωωωρααα;;; Τάφαγάμι. . .» και σημειωτέον ότι ο Τάκης ο Φράγκος ήταν καναδυό χρόνια μικρότερος και μάς ακολουθούσε όπου πηγαίναμε και μια μέρα τού κόπηκε ο «χαρταλάς»(11) από το σαντάλι του κι’ έτρεχε πίσω μας κρατώντας το στο χέρι, και κοίτα τι θυμάται ο άνθρωπος, αλλά καλά είναι, κάπου κάπου να κάνουμε  τέτοιες ασκήσεις. .  . μνήμης, είναι ένα τεστ για  το παρόν και το μέλλον. Όμως, τις ασκήσεις αυτές μάλλον πρέπει  να τις κάνουμε δημόσια με ακροατήριο, γιατί άμα είμαστε μονάχοι, το αποτέλεσμα μπορεί να θεωρηθεί «σικέ» όπως λέμε,    και η βαθμολογία  στην ικανότητα της μνήμης μας  από μας τους ίδιους, ανά πάσα στιγμή, κινδυνεύει «να τεθεί υπό αμφισβήτησιν».
Αυτά και όποιος έχει αντιρρήσεις, να τις πει . .. με τρόπο . . .  Αλλά  να κάνουμε και μερικά ερμηνευτικά σχόλια, για να μη μείνουν απορίες  για τη σημασία σε ορισμένες λέξεις και φράσεις και , το Νο
1.Κάθε χρόνο δηλώνονταν υποχρεωτικά στην Κοινότητα  τα ζώα φόρτου, άλογα και μουλάρια, για να χρησιμοποιηθούν σε περίπτωση επιστράτευσης και έκτακτης ανάγκης. Τα γαϊδούρια δεν τα υπολόγιζαν ικανά  για πολεμικές επιχειρήσεις, και  ίσως τα «επιτελεία» τα απέκλεισαν λόγω τού ότι δεν κρατούν «σιγή ασυρμάτου» επειδή γκαρίζουν με το τίποτα, κι’ έτσι προδίδουν τις θέσεις στον εχθρό . Ποιος ξέρει. .  .. 
2. Επίσης κάθε χρόνο ειδικό συνεργείο Ελέγχου Σταθμών από υπαλλήλους της Υπηρεσίας  Εμπορίου, περιόδευε στα χωριά,  ήλεγχε και σφράγιζε τα «μέτρα» και τα «σταθμά», τα «δράμια», όπως λέγονταν καθώς και τα καντάρια τις παλάντζες και τις πλάστιγγες, όπως   και  τα μικρά δοχεία  τα οποία χρησιμοποιούνταν ως μέτρο για τα υγρά, όπως λάδι κρασί πετρέλαιο  κλπ. Στα χωριά το μέτρο για τα υγρά το έλεγαν «μισή» ή «μ’σή»  γιατί χωρούσε μισή οκά και όταν αργότερα καθιερώθηκε το λίτρο για τα υγρά, υποχρεωτικά άλλαξαν τ’ αγγειά.  Υπήρχε και μέτρο της οκάς και αργότερα του λίτρου.     
3.Σπαργωμένες (γίδες). , Με τα μαστάρια τους γεμάτα γάλα.
4.Μαλτέζα Ράτσα γίδας  με άσπρο τρίχωμα μοναδική και κατάλληλη για γαλακτοπαραγωγή, και πολλές φορές γεννούσε δυο κατσίκια. Φαίνεται ότι προερχόταν από τη Μάλτα κι’ από κει πήρε το όνομά της. Έδινε πολύ γάλα και είχε μεγάλα μαστάρια, και πολλές φορές  για να μην πληγώνονται, οι νοικοκυρές έραβαν κάτι  πρωτότυπα μεγάλα «σουτιέν» και τα φορούσαν στις γίδες και τα βλέπαμε και γελούσαμε, ήταν αστείο το φαινόμενο, και κάναμε συγκρίσεις με τα βυζιά της «χοντρής» του Θησαυρού που κυκλοφορούσε τότε. . .        
5.Γριμπουτζιάκι, ή Εγρί Μπουτζιάκ, παλιά Τουρκική ονομασία του χωριού Απολλωνία  δίπλα στη Λίμνη Βόλβη της Κεντρικής Μακεδονίας  .
6. Ασκιένουμι, ρήμα, παραφθορά του σιχαίνομαι.
7. Ζλάπια,(τα) Τα αγρίμια γενικώς.
8.Κουνταρίδες. Τα μακριά  μονοκόμματα πελεκητά ξύλα στο τελείωμα του ντουβαριού πάνω από το κατώι, στα οποία στηρίζεται το πάτωμα του σπιτιού. Στο κενό ανάμεσα Κουνταρίδας-Πατόξυλου και τελειώματος του ντουβαριού,  τοποθετούσαμε «περαστά» διάφορα γεωργικά εργαλεία, στειλιάρια κλπ .
9.Κουρκουσουρεύω. Κουτσομπολεύω με παραπανίσια σκωπτική διάθεση .Οι Βυζαντινοί  Κουρκουσούρα έλεγαν την προξενήτρα, αλλά το λέω με επιφύλαξη.  
10.Πλοκός. Ο Φράχτης  με πλεγμένα  λιανά κλαδιά, ή και με κανονικά παλούκια, αλλά όχι καρφωμένα, ούτε δεμένα με σύρμα, δυσεύρετο παλιότερα, αλλά στηριγμένα τα παλούκια με  πλεγμένες λιανές και μακριές βέργες, έτσι που να μην  κουνιούνται.
11. Χαρταλάς. Η Τοκάδα, η Πόρπη, (μεταλλική),  που κουμπώνει και συνδέει , το στενό μπροστινό λουρί με το σανδάλι στα πλάγια, ίδιος με της δερμάτινης ζώνης, αλλά σε μέγεθος μικρότερος.       Και όποιος  είναι .  . .αργόσχολος και θέλει να διαβάσει κι’ άλλα ας μπει στην προσωπική ιστοσελίδα  μου,  που είναι       mavrodis.blogspot.com  και δεν σκαμπάζω και πολλά από  τα ηλεκτρονικά, αλλά αυτό το τελευταίο  αυτό το  com  νομίζω ότι δίνει όλο το «γάρμπος»  το βαρύ πάτημα δηλαδή στην όλη υπόθεση. Κι’ αν κάποιος πάλι θέλει να πει κάτι ανάποδο, καλύτερα να το πνίξει, να το καταπιεί, γιατί η υπομονή  όπου νάναι . .  . εξαντλείται . . .Και να σταματήσουν μερικοί  να σχολιάζουν αρχίζοντας με το   . .  .Κύριε . . .λές και δεν έχουμε όνομα  . . . .αλλά και γιατί φοβούνται να πουν ποιοι είναι;  Μας χρωστούν μήπως;   Αυτά … Περιμένω όμως  ένα χαιρετισμό από το Γιάγκο, από τον Αστέριο( τον εν Θεσσαλονίκη διατρίβοντα) και από μερικούς άλλους, όχι γιατί νομίζω ότι μού το χρωστούν, αλλά να, έτσι  για το. .  .γαμώτο . . .   Ξάνθη, Γενάρης 2012  Βαγγέλης Μαυροδής                     

Δεν υπάρχουν σχόλια: