Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Το Ξύστρο


(Συνέχεια στα  Τιμαλφή της Καθημερινότητας)
Το θέμα είναι «Το Ξύστρο»,  το οποίο δεν είναι κανένα σύγχρονο λαμπερό κουζινικό εργαλείο χειροκίνητο ούτε και ηλεκτροκίνητο,  απ’ αυτά που διαφημίζουν, δεν είναι από εκείνα τα γυαλιστερά και ακριβά που τα αγοράζει η σύγχρονη νοικοκυρά για να τα δείξει στις φιλενάδες και να φανεί «μοντέρνα» και στο τέλος όλα αυτά τα βοηθητικά και πολλές φορές πολυτελή τσιαμασίρια γεμίζουν τα ντουλάπια και τα συρτάρια και χράντζα χρούντζα βροντούν αχρησιμοποίητα κάθε φορά που ψάχνεις να βρεις αυτό που θέλεις, να βρεις ας πούμε  ένα ανοιχτήρι και δεν το βρίσκεις έτσι που είναι όλα ανάκατα, και στο τέλος ανοίγεις τη μπύρα με την ουρά του κουταλιού, τέτοια ωραία και
  . . .νευριαστικά(!) συμβαίνουν κάθε μέρα και πάλι πάει να μακρύνει  η ιστορία, αλλά έτσι γίνεται, άμα πεις με δυο λέξεις τι είναι το Ξύστρο, πάει το θέμα το ντρόπιασες  και τόκανες για πέταμα . . . και καλύτερα να μην το πεις, να το παρατήσεις για άλλη φορά, αλλά δε θέλω γκρίνιες, κι’ όποιος βαριέται να συνεχίσει την ανάγνωση, ας ανοίξει την τηλεόραση, οι αγάδες μπήκαν στα σπίτια, έκαναν γιουρούσι  και μορφώνουν τον κόσμο μας δυο τρεις φορές την ημέρα, αλλά κατά τα άλλα η εθνική υπερηφάνεια και η συλλογική μας εθνικοφροσύνη βρίσκονται πολύ ψηλά.  . .  Ως εδώ όμως, και για το θέμα των Τουρκικών σίριαλ θα πω κι’ άλλα πολλά, αλλά κάποια άλλη φορά, γι’ αυτά τώρα, μιλούν άλλοι αρμοδιότεροι.  Τώρα μιλώ για το Ξύστρο, το οποίο  ήταν κάποτε  το ταπεινό εκείνο ξυστήρι, που αν και χρησιμοποιήθηκε κυρίως για το ξύσιμο της σκάφης μετά από το ζύμωμα,   δεν θα  μπορούσαμε να το πούμε σκεύος, και περισσότερο κλίνει προς εργαλείο μεριά.  Και ήταν το Ξύστρο, κάτι παρόμοιο με τη σημερινή σπάτουλα, αλλά όχι έτσι λεπτό από εύκαμπτη λαμαρίνα και με στειλιάρι ξύλινο, άλλο πράγμα ήταν, πιο χοντροκομμένο και γερό ήταν, τόσο γερό που μπορούσες να καρφώσεις ακόμα και καρφί,  και αυτό που είχαμε στο σπίτι μας ήταν σιδερένιο «μασίφ», φκιασμένο από σιδερά στο αμόνι, τριγωνικό με ουρά από το ίδιο μέταλλο και στην άκρη της ουράς ήταν στριφογυριστό με τρυπούδα, στο ίδιο επίπεδο με το «κεφάλι» για να μπορεί να κρεμιέται σε καρφί και να μη χάνεται.
Το κυρίως Ξύστρο, εκείνο το σιδερένιο τρίγωνο, δεν ήταν λεπτό, δεν «έκοβε» και το μαστόρευε  επίτηδες έτσι ο σιδεράς στο «χαλκιαδιό» , για να μη χαράζει τη σκάφη.  Δεν ήταν μεγάλο το «Ξύστρο» ήταν ένα ισοσκελές τρίγωνο- ξυστήρι, άντε ας ήταν η κάθε πλευρά του περίπου   εφτά-οχτώ πόντοι και το συνολικό μήκος του μαζί με την ουρά, περίπου είκοσι. Στη γειτονιά μας είχαμε το «χαλκιαδιό» του Παππού Άγγελου Παπάγγελου και από μικροί παρακολουθούσαμε τον τρόπο που μαστόρευε τα διάφορα εργαλεία, και πολλές φορές βοηθούσαμε τραβώντας από το χερούλι την αλυσίδα για να δουλέψει το Μουχάνι (φυσερό). Εκεί τον είδα κάποτε να μαστορεύει και ένα Ξύστρο και τον πήρε αρκετή ώρα για να το τελειώσει,  κοκκίνιζε το σίδερο στη φωτιά και κρατώντας το με μια τσιμπίδα το χτυπούσε πάνω στο αμόνι μέχρι που του έδωσε το τριγωνικό σχήμα και στο τέλος χτύπησε την «ουρά» στην άκρη της μύτης από το αμόνι και τη λύγισε, φκιάνοντας την «τρυπούδα» για να κρεμιέται είπαμε στο καρφί. . .Στο «χαλκιαδιό»  είδα πολλά και πού να τα θυμάμαι όλα, αλλά εκείνο που μού έμεινε ήταν η στιγμή που  ο Παππούς ο Άγγελος, όταν βουτούσε την κόψη του χειροποίητου τσεκουριού στο μείγμα που υπήρχε σε μια μικρή σκάφη και γυάλιζε,( νερό, κρασί , στάχτη και δεν ξέρω τι άλλο. . . ) και το «έβαφε», κουνούσε τα χείλια και κάτι έλεγε . . .Κι’ όταν μεγάλος πια τον ρώτησα, μού είπε ότι, το αψύ τσεκούρι θέλει τρία Άγιος ο Θεός και δε λυγάει αλλά σπάζει εύκολα,  και ανάλογα με τη σκληράδα που ήθελε να δώσει στο μέταλλο, σκληρό ή μαλακό με τα «Άγιος ο Θεός», χρονομετρούσε το «βάψιμο» του εργαλείου μέσα στην Κοπανούδα. Κι’ εδώ να πω ότι στο καμίνι χρησιμοποιούσαν μόνο ξυλοκάρβουνα από Καστανιά, γιατί τα Καστανίσια κάρβουνα,   ανάβουν και καίνε μόνο όση ώρα τα φυσάς με το Μουχάνι. Όταν σταματήσει να φυσάει το φυσερό, σβήνουν . .  Και δε νομίζω να κούρασε αυτό το λοξοδρόμισμα, καινούργια πράγματα μαθαίνουμε, κι’ όποιος δεν   κλπ, (αλλά πού θα πάει, θα τον κερδίσω κι’ αυτόν.  . .), και συνεχίζω λέγοντας ότι ήταν χοντροκομμένο το ξύστρο και μερικές φορές, εκτός από τα ζυμάρια της κοπάνας που ξύναμε ύστερα από το ζύμωμα, το χρησιμοποιούσαμε πότε πότε και για άλλες δουλειές, μια για,  να ξύσουμε όσο λίπος έμενε επάνω στο φρέσκο γουρουνοτόμαρο κατά το γδάρσιμο, όταν  έπρεπε να το ετοιμάσουμε για τσαρούχια, και κάποιες φορές πάλι με το Ξύστρο ξύναμε και ξεφτίζαμε τα  φουσκωμένα ασβέστια στους τοίχους, εκείνα τα «κάπαρα» που παρουσιάζονταν συνέχεια, αφού μόνο με ασβέστη ασβεστώναμε μέσα κι’ έξω,  και που  κάτω απ’ αυτά τα «ξέφτια» και τα απανωτά φουσκώματα,  τρύπωναν οι κοριοί, άλλη ιστορία κι’ αυτή, κι’ όποιος κάποιας ηλικίας δεν θέλει να τα παραδεχτεί αυτά για να μην τον στραβοδγιούν οι συμπέθεροι, έχει ελαττωματική μνήμη.
Και στα «περί κοριών» θα επανέλθω, γιατί και για την περίπτωση αυτή είχαμε ένα «σκεύος» και θα το περιγράψω με λεπτομέρειες για να το ξαναθυμηθούν όσοι μπήκαν σε διαμερίσματα και το ξέχασαν, όπως ξέχασαν και τις «φουλτάκες»(1) που βγάζαμε από τα τσιμπήματα  των κοριών .Και πάντως για να αναφερθώ και στα κάπως σύγχρονα,   στη δεκαετία του ’60 όταν υπηρετούσα στο ΚΕΝ Σύρου (θυμάστε τι σημαίνει ΚΕΝ ;) οι κορέοι έκαναν σουλάτσο επάνω μας.  Αλλά όμως  για το Ξύστρο λέω κι’ εκεί πρέπει να μείνω, έλα όμως που όπως είπα  και παλιότερα, το χούι δεν κόβεται, συνέχεια ξεστρατίζω, αλλά και το ξεστράτισμα έχει κι’ αυτό τη χάρη του, είναι κάτι σαν απρόοπτο, ένα μικρό διάλειμμα  σε κάτι προγραμματισμένο , που όσο και να πεις το προγραμματισμένο το περιμένεις και ξέρεις τι θα συμβεί και ποια θα είναι η εξέλιξη, ενώ το ξαφνικό και το απρογραμμάτιστο, σε κάνει να σκεφτείς και να πας και λίγο παραπέρα. 
Και με  το Ξύστρο συνεχίζω, και λέω ότι εκτός από  ταπεινό αλλά και πολύ χρήσιμο εργαλείο, με το όνομά του έδωσε και μια μεταφορική σημασία  σε κάποια ιδιωματική και περίεργη φράση, με πλήρες νόημα, αλλά το οποίο νόημα αν δεν είσαι ντόπιος και δεν  άκουσες αυτήν την έκφραση,   δεν καταλαβαίνεις. Η ίδια αυτή φράση όμως καθόλου παράξενο, μπορεί να ακούγεται κι’ αλλού, ποιος ξέρει.. .
Αυτό το  «Ξύστρο» λοιπόν, αφήκε μια φανερή ή και συγκαλυμμένη προτροπή, για «σαλτάρισμα», για να το «τ’νάξ’» κάποιος και αυτό το «τ’νάξ’» πα να πει, να φύγει και να απομακρυνθεί από κάπου «δρομαίως», να την «κάνει» που λεν σήμερα τα παιδιά μας, να ξεφύγει από μια κατάσταση  που αισθάνεται παγιδευμένος, ή να φύγει για να αποφύγει κάποιον κίνδυνο, ας πούμε να γλιτώσει από κάποιο πονηρό στρίμωγμα για να γίνει γαμπρός χωρίς να το θέλει,    ή κατά κάποιο τρόπο πρέπει να κάνει  αυτό που  από ανάγκη επιβάλλεται, και θα φανεί παρακάτω τι εννοώ. Αυτό το «Ξύστρο» λοιπόν στο χωριό μας το Νεοχώρι της Χαλκιδικής, για όσους θυμούνται και παρακολούθησαν τις αφηγήσεις των παλιών, και όσο πάν και λιγοστεύουν όλοι αυτοί οι «παλνοί»,  το Ξύστρο είχε και μια άλλη έννοια μια άλλη σημασία, μεταφορική αυτή, ήταν γλωσσικά ενδεδυμένο με μια κρυπτογραφημένη και  συγκαλυμμένη προτροπή. Θέλοντας  δηλαδή να πούμε ότι κάποιος έφυγε, την κοπάνησε που λέμε, επειδή βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση, λέγαμε ότι « έβαλι του ξύστρου στου ζ’ναρ’» και τού «τίναξι» σιαπέρα. . . Έτσι λοιπόν και για να γίνει κατανοητός αυτός ο ιδιωματισμός, λέω και το συμβάν που έγινε στο χωριό εκεί στη δεκαετία του. .  . 1910(!!), (και θα πει κάποιος, μπράβο θυμητικό ο μπάρμπας. .  .!!!), τότε που ο Χρήστος Κ.  υπηρετούσε  στον Τουρκικό  στρατό και η θητεία δεν τελείωνε  και τα χρόνια περνούσαν και οι δουλειές στο χωριό καρτερούσαν και η Μάννα του η θεια Ασημίνα που όπως φαίνεται είχε το κουμάντο στην οικογένεια, αλλά δεν ήξερε να γράφει,  υπαγόρεψε το γράμμα και τόγραψε κάποια άλλη της εμπιστοσύνης,  κάποια λιγογράμματη θεια Κατερίνη τόγραψε, γιατί το όνομά της  σώθηκε από τις διαχρονικές αφηγήσεις, κι’ όταν κάποια τέτοια έφτασαν ως εμάς από αφηγήσεις και αναμνήσεις καρφωμένες σε μυαλά καθάρια, πρέπει να τα θεωρούμε όλα αληθινά, κι’ ας τα αλατοπιπέρωναν πολλές φορές, έτσι για να τα νοστιμίσουν. Προσωπικά είχα την τύχη να ακούσω πολλά από τη Μάννα μου κι’ από τις γιαγιάδες μου, αλλά είχα και την περιέργεια από μικρός να ρωτώ και να επιμένω, και νομίζω πως δεν έχασα. Και μπαίνω . .  . κατευθείαν στην επιστολή που το συνθηματικό  περιεχόμενό της έμεινε να το λεν   στο χωριό,  και να επαναλαμβάνουν το  . . .κρυπτογραφημένο μέρος της και άκουγες να λεν .  .
«Γράψι Κατιρίνη μου, . . .» κλπ,  και θα το ολοκληρώσω παρακάτω για να σας φύγει η απορία γιατί αυτή η φράση -προτροπή έμεινε μέχρι στις μέρες μας και την μεταφέρω ατόφια όπως μού την αφηγήθηκε  η Μάννα μου. Υπαγόρευε λοιπόν θεια Ασημίνα  και . .  .  .--Γράψι Κατιρίνη μου, γράψι. . .γεια κι  χιριτίματα κι τ’ σπιτιού τα βάσανα . . .
-Γράψι. . .Δεν ίμιστι καλά , δυσκουλιεύουμέστι . . .  Γράψι κι πέτουν  . . . να βάλ’ του Ξύστρου στου ζ’ναρ, κι χιριτίματα π’ του Λουτσιάν’κου ξιέρ’ αυτόνους   .. . Έτσ’ γράψι .  . ..
Έτσι, το κωδικοποιημένο  μήνυμα έφτασε στον στρατευμένο, και αφού δεν ήταν δυνατόν καμιά λογοκρισία να καταλάβει το υπονοούμενο, ο Χρήστος  αφού το . . .αποκωδικοποίησε αμέσως, βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία «κι’ έβαλι του ξύστρου στου ζ’ναρ» την κοπάνησε δηλαδή, και από το μέρος που ήταν, «μι τα πουδάρια» έφτασε στο «Λουτσιάν’κο» όπου ήταν εγκατεστημένη η οικογένεια, με τις περιποιημένες καλύβες και τα μαντριά και γύρω ο μπαχτσές και τα χωράφια. Και,
Το «Λουτσιάν’κο» είναι μια πανέμορφη τοποθεσία μέσα, «καταμισιού» στο δάσος και απ’ ότι φαίνεται το ρέμα παρακάτω από τις παλιές καλύβες των προγόνων του  Χρήστου, το προορίζουν  λέει κάποιοι ξενόφερτοι, να το κάνουν αποθήκη για μπάζα και ένας θεός ξέρει τι σόι μπάζα θα είναι αυτά, άλλοι λένε ότι θα είναι καθαρά, κι’ άμα θα είναι καθαρά τα μπάζα γιατί δεν τα ρίχνουν στη θάλασσα να αυγατίσει η παραλία να κτίσουμε κι’ άλλα,  από την άλλη μεριά, αυτοί που ξέρουν λένε ότι θα είναι μπάζα μαζί με ανακατωμένα δηλητήρια, και θα σηκώσουν λέει στην κάτω μεριά στο ρέμα παρακάτω από το Λουτσιάν’κο, θα σηκώσουν ένα μεγάλο ντουβάρι να κρατάει αυτά τα μπάζα, αλλά δεν ξέρεις καμιά φορά η φύση στην περιοχή μας είναι λίγο παλαβή κι’ όποτε τής καπνίσει κάνει τρέλες και κάτι τέτοια ντουβάρια εύκολα τα «σλουμάει»(2) και τρέχα γύρευε τι θα γίνει με τους παρακάτω, με όσους θα . .  .περπατούν  αμέριμνοι στον κάμπο . . . ή θα λιάζονται στη θάλασσα . .  .Τελευταία φορά που πήγα στο Λουτσιάν’κο ήταν πριν από . . .πολλά  χρόνια. Είχε χωματόδρομο  αρκετά καλό, και αν μπορείτε κάντε μια βόλτα από κει, το μέρος είναι πανέμορφο. Κι’ όταν πήγα, περπάτησα εκεί που οι Κικάδες είχαν τις εγκαταστάσεις τους, και με συγκίνηση είδα ότι σώζονταν ακόμα ο σκελετός μιας  μεγάλης καλύβας, και σε κάμποσα σημεία, ακόμα στέκονταν αγέραστοι και «ακέργιοι» οι φράχτες από σκισμένα παλούκια καστανιάς ,σαν να τους έφκιασαν χτες. Στην επιστροφή, συναντηθήκαμε και με το μακρινό ξάδερφο(3)   το Γιώργη (Γιορούδα) και μιλήσαμε και πολύ το χάρηκε που βρέθηκα εκεί, στο μέρος που έζησαν γενιές και γενιές από το σόι του.
Το μάκρυνα λίγο το γραπτό, αλλά  μ’ αυτά και με κείνα και παρά τις λεπτομέρειες που αράδιασα, ελπίζω να καταλάβατε τι είναι το Ξύστρο, όχι μόνο ως ένα ταπεινό εργαλείο  από τη σειρά  των «Τιμαλφών», αλλά θα πρέπει να έχετε καταλάβει και τη μεταφορική σημασία αυτού του  «Ξύστρου» και μακάρι να μην χρειαστεί να τη ξαναχρησιμοποιήσουμε αυτήν την μεταφορική και συνθηματική σημασία, αλλά, καλά θα είναι για να συνεννοούμαστε μεταξύ μας και να μας . . .χάνουν οι περίεργοι, καλά είναι, νάχουμε κάποια τέτοια  που να τα ξέρουμε μονάχα εμείς, γιατί ακόμα και στα κινητά και στα ηλεκτρονικά μηνύματα, είναι αδύνατο να ανιχνευθούν από κοριούς και τα σύγχρονα μέσα, αφού ποιος μπορεί να καταλάβει και να ερμηνεύσει αυτήν τη μοναδική και ξεχασμένη  έκφραση, ποιος μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει « έβαλι του ξύστρου στου Ζ’ναρ’. .  .» Και συνεχίζω με άλλα «Τιμαλφή» υπομονή μόνο και γεροί νάμαστε να τα πούμε.   Και για τις δυο άγνωστες λέξεις  λέω,
 (1) «Φουλτάκα» είναι η  αρχαιοπρεπής λέξη «Φλύκταινα», (κάπως. . .αλλαγμένη βέβαια!!) και αυτός ο ερεθισμός, (το φούσκωμα) εμφανίζεται στην επιδερμίδα ύστερα από τσίμπημα κοριού, αλλά και αν κάποιος ή κάποια  κάτσει επάνω σε . . .  .. τσουκνίδες, (ναι μπορεί να συμβεί κι’ αυτό καμιά φορά, ιδίως στις απρόσεκτες, και να μην πώ πού βγαίνουν  οι φουλτάκες . . . αφήστε το . . ..  
Παρόμοιο φαινόμενο, επιδερμικό κι’ αυτό, αλλά όμως   σε αρκετά ηπιότερη μορφή μόνο με κοκκινάδες και  χωρίς φουλτάκες, είναι οι . . . «Τσιμουλήθρες» που παρουσιάζονταν κατά  τον χειμώνα, τότε που ζεσταινόμασταν μόνο όσοι καθόμασταν γύρω από τα τζάκια,  αλλά δε λέω περί τίνος πρόκειται, κι’ όποιος είναι περίεργος, ας ρωτήσει, κι’ αν κάποιος το γνωρίζει ας πει.  
Η Νο (2) άγνωστη λέξη, είναι από το συνηρημένο ρήμα . . «Σλουμάω- Σλουμώ» που στην ενεργητική φωνή σημαίνει γκρεμίζω ένα παλιοdούβαρο, αλλά συνήθως το χρησιμοποιούμε στη μέση φωνή όταν βλέπουμε γκρεμισμένο ένα ντουβάρι, ύστερα από κάποια θεομηνία, και λέμε τότε  . . . «του dουβαρ’ τ’ Dαβίλα στου Καραούλ’ σλούμσι . .  .», δηλαδή έπεσε μόνο του, όπως λέμε σήμερα.  . «από . .  .φυσικά αίτια . . .» Λέμε πολλές φορές όμως και το άλλο, δηλαδή λέμε σε κάποιον που βοηθάει έναν γέρο να κάνει κάτι, να περπατήσει ή να κάτσει κάπου, λέμε με σκωπτική διάθεση και το λέμε με τέτοια διάθεση αφού ο γέρος ζει στον κόσμο του και λίγα καταλαβαίνει, λέμε στο «προσκοπάκι» που τον βοηθάει . . « Τσάκου του bαππού, τσάκου τουν  καλά  να μη . .  .σλουμήσ’ . .  .» Και, (όπου νάναι. .  .τέλος),    
(3) παραπάνω αποκαλώ τον Γιορούδα «ξάδερφο» και έτσι είναι, αφού ο προπάππος του Γιάννης, παντρεύτηκε την αδερφή του δικού μου προπάππου του Κωνσταντή, τη Μαννάκα Μαρίγια. Και μην απορείτε, μπορεί για πολλούς αυτές οι συγγένειες να θεωρούνται μακρινές, αλλά στο χωριό τόχαμε καμάρι να το λέμε . . να λέμε   «γειά σου  αξάδερφε . . .» και αγαπητέ Γιώργη,  πέρασαν τόσα χρόνια.  . . Αλλά τα χρόνια έτσι είναι, περνούν .. .  Σήμερα 30 του Γενάρη ρώτησα και έμαθα. Σε χαιρετώ με αγάπη. Και Εύχομαι να είσαι καλά. 
Υ.Γ Και κάποιος γκρινιάζει γιατί λέει τα γραπτά μου είναι πολύ . . .μεγάλα, αλλά αν δεν έχει υπομονή, τι να κάνουμε, ας μού πει πώς τα θέλει, και με ποιο ύφος, να  τα γράψω και να τα  στείλω ιδιαιτέρως. Πάντως έστω και με γκρίνια ομολογεί ότι τα διαβάζει. Κάτι είναι κι’ αυτό,  είναι ένας από τους δυο τρεις αναγνώστες των βαρετών γραπτών μου. Τον ευχαριστώ.       
Από Ξάνθη  ο ξάδερφος    Βαγγέλης Μαυροδής        

Δεν υπάρχουν σχόλια: