Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Tα Τιμαλφή της Καθημερινότητας (Συνέχεια)

Το Ιγδίον (Γουδί)

Για το γνωστό Γουδί θα πω σήμερα, το οποίο οι Αρχαίοι ημών Παππούδες(1) το έλεγαν, άκουσον άκουσον, το έλεγαν λέει όχι Γουδί, αλλά «Ιγδίον». Τώρα βέβαια, πρέπει να παραδεχτούμε ότι δεν ξεφύγαμε και πολύ, «Ι γ δ (ίον)» εκείνοι, «Γ ου δ ί» εμείς και στις δύο λέξεις βλέπουμε ότι τουλάχιστον τα. .  .σύμφωνα, παρέμειναν αναλλοίωτα και ιδίως . .  .αμετακίνητα. γ, δ τότε γ, δ και τώρα, και μάλλον αυτό θα έχει σχέση με  το Γδουπ Γδουπ που ακούμε όταν η διπλανή μας στην πολυκατοικία, χτυπάει τη . . .σκορδαλιά. .  .Αλλά δεν νομίζω ότι οι θειές σε όλες τις εποχές κρατώντας  το Γουδοχέρι  ενδιαφέρονταν για σύμφωνα και φωνήεντα, τη δουλειά τους «έκαμναν» (2 ) και άφηναν τη γλώσσα ως βοηθητικό της ζωής τους ,την άφηναν να εξελιχθεί μόνη της, αρκούσε να τίς εκφράζει και να  τις εξυπηρετεί.

Μ’ αυτό   το «Ιγδίον» λοιπόν θα ασχοληθώ,  κι’ όποιος μπορεί και θέλει ας το πει κι’ έτσι, ας το πει «Ιγδίον», αλλά άντε εσύ πες στην πεθερά, «καλέ μητέρα  πού έβαλες το Ιγδίον;» και μετά έλα να μού πεις το αποτέλεσμα, και ιδίως το βλέμμα της, άσε το τι και ιδίως «πώς» θα μεταφερθεί το γεγονός παραπέρα, στα σόια. .  .που θα κουτσομπολέψουν στα διαλείμματα, του . . .Σουλεϋμαν .. .  
Ή πάλι, κάνε πως το λες σε κάποιον  πιτσιρικά  , να το επαναλάβει  και ιδίως  να το γράψει, να δεις τι θα σού απαντήσει, γι’ αυτό, άστο καλύτερα . . .Αλλά το . . .δυσκολότερο είναι να μάθεις να λες και να γράφεις, πώς ονόμαζαν οι Αρχαίοι μας το. . . .Γουδοχέρι. Έ λοιπόν δεν το έλεγαν ούτε έτσι ούτε αλλιώς, το έλεγαν . . « Δοίδυκα», δηλαδή ο Δοίδυξ του Δοίδυκος .  . .!!! και άκου εσύ όνομα και φαντάσου  κάποιον  αρχαίο Παππού Μήτσιο ας πούμε και  μια Μανάκα Ευφροσύνη, αρχαία ερείπια  και  χωρίς δόντια να λιάζονται αντικριστά και  τον Παππού να προσπαθεί ας πούμε, να πει  . . .Δοίδυξ. ..και  . . .  «Τι είνι αυτόνου πόχ’θ θτα χέρια θ’ Μήτσιου;. .  .»
«Ά . . .;»   «Ά αυτό; Είνι  . . Δδδδδοί . . . .δυκθ. . . Τού θθθμάθθθι Φρουθύν’;»    και να το πιάνει το υπονοούμενο η Μανάκα αμέσως και,
‘Αdι άdι  ..  .λουλάθκιθ’ μι φαίνιτι . .  κι μη . . .φταθ’ καταή. .  .»  
Και  τα αρχαία μας τα Παππούδια  οι συγγραφείς της εποχής εκείνης γράφουν,    ότι σε μερικά μέρη χόρευαν  και έναν χορό που τον ονόμαζαν «Ίγδιν» και χορεύοντας λέει, χτυπούσαν τα πόδια στη Γή, μιμούμενοι  τον ήχο τού  «‘Ιγδίου».  Τέτοιος χορός φαίνεται πολύ εύκολος και άμα είχε καθιερωθεί ως γαμπριάτικος «εναλλακτικός» δε θα βλέπαμε σε γάμους το γαμπρό να μην « ορτώνει» (?), ( γνωρίζει) να ρίξει δυο βήματα στο συρτό.  . .ενώ με την «Ίγδιν» όλο και κάτι θα έκανε  . . .λιανοπατώντας . . . Τέτοια ωραία οι Αρχαίοι μας κι’ όποιος αμφιβάλλει, ας ψάξει, θα τα βρει, είναι όλα γραμμένα. .  .αλλά ψάξει δεν ψάξει και τα βρει δεν τα βρει, αυτά υπάρχουν και όπως πάντα περιμένουν τους περίεργους.  
Και το λοιπόν, αυτό το πανάρχαιο εργαλείο, και πανάρχαιο γιατί βρέθηκε παντού, χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις μακρινές εποχές και ιδίως τότε που ο άνθρωπος έπρεπε να σπάσει τους σκληρούς σπόρους και τους καρπούς για να φάει αλλά και για να ταΐσει τα παιδιά του, όσες φορές δεν μπορούσε να μασήσει ο ίδιος την τροφή και να τους τη δώσει «μασημένη» να τη φάνε( 3). Και βέβαια τα γουδιά-τριβεία που βρέθηκαν και χρονολογήθηκαν από τότε, δεν είναι όπως τα σημερινά, είναι πρωτόγονα, είναι δυο πέτρες η μια κάπως πλατειά, πλακαρή και η άλλη στρόγγυλη και τέτοια που να μπορεί να κρατιέται με το χέρι. Κι’ έτσι ο πρόγονός μας έτριβε τους σπόρους ή ακόμα και τις φλούδες που  έπρεπε  να φάει, γιατί τα κόκκαλα των ζώων που σκότωνε, για να φάει το μεδούλι, αφού τα έκαιγε λέει, τα έσπαζε με όποια πέτρα έβρισκε πρόχειρη. Αργότερα βέβαια που μαθεύτηκε η χρησιμότητα των βοτάνων και άλλων τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως φάρμακα, το Γουδί πήρε κι’ εκεί τη θέση του και έμεινε να  λέμε και σήμερα τη λέξη «Φαρμακοτρίφτης» για μια συγκεκριμένη ειδικότητα και πάμε παρακάτω, και μη σας κάνουν  εντύπωση τα πρωτόγονα γουδιά-τριβεία  που χρησιμοποιήθηκαν πριν από αρκετές χιλιάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, μην απορήσετε και πείτε , «ρε πώς τα κατάφερναν και ζούσαν τότε χωρίς . . .Μιξερ; . . .», γιατί στη δεκαετία του ’50, είδα να χρησιμοποιείται το Γουδί ως τριβείο και μάλιστα στη πρωτόγονη μορφή του. Και το είδα εκεί στη γειτονιά μας στο χωριό, είδα μια θειά  που επειδή δεν είχε μεταλλικό Γουδί μπρούντζινο, χρησιμοποιούσε  δυο πέτρες όχι βέβαια για να τρίψει σπόρους, αλλά απλώς να τρίψει το χοντρό αλάτι, γιατί τότε δεν πουλούσαν ψιλό ..  Κάλας και Γλάρος όπως σήμερα, αλλά το αλάτι το παίρναμε από την Αρναία από το «Μονοπώλιον» από κει που πουλούσαν και καθαρό πετρέλαιο για τις λάμπες και σπίρτα και μερικά άλλα πράγματα. Κι’ αφού  το ζύγιζε ο μπάρμπα Νίκος ο Ρ. το φορτώναμε στο γαϊδούρι και ίσια στο χωριό. Κι’ έτσι καί από τα «είδη μονοπωλίου» που πουλούσαν αυτά τα κρατικά μαγαζιά,  και ά σιγά σιγά,[i]ύστερα από. .  . .80 !!! χρόνια, ξεχρεώσαμε τα δάνεια που είχε πάρει η Πατρίς εκεί γύρω στα 1920  .. .και με την ευκαιρία σφιχτείτε, έχουμε μέλλον μπροστά μας, σκέψου, ογδόντα χρόνια . . . άλλες τέσσερες γενιές χρεωμένες . . μόνο γεροί νάμαστε να ξεπληρώνουμε.
Αλλά για το Γουδί λέω, και αυτό το ταπεινό Γουδί που σπάζει, τρίβει  και συνθλίβει το «τζιαλιάζει»(4)  ό τι πέφτει μέσα του, βρίσκω ότι έχει άμεση σχέση με τη δύσκολη κατάσταση που μας συνθλίβει σήμερα,  και το λέω αυτό και  το Γουδί μού θύμισε τον Παππού μας τον  Αριστοφάνη ο οποίος στην κωμωδία του  «ΕΙΡΗΝΗ»,  σε μια στιχομυθία τού Τρυγαίου με τον πολεμοχαρή Ερμή, ακούγεται ο θεός  να ζητάει να τού φέρουν «κι’ άλλες πόλεις» να τις κοπανήσει μέσα στο τεράστιο Γουδί που κρατάει. Και  από τότε δυστυχώς  τίποτα δεν άλλαξε, και μάλλον και στο μέλλον δεν βλέπω να αλλάζει κάτι. Διαχρονικά όμως, το Γουδί στάθηκε. .  .όρθιο απέναντι σε όλες τις αλλαγές, και  θα παραμείνει σε χρήση για πολύ ακόμα, και μακάρι οι άνθρωποι  στο μέλλον, να μην χρειαστεί  να το ξαναχρησιμοποιήσουν να τρίψουν αγριάδα και σπόρους για να φαν, και βέβαια,  το Γουδί τη δουλειά την κάνει και την έκανε διαχρονικά μόνο με το χέρι, αλλά να σκεφθούμε ότι το σύγχρονο μίξερ χωρίς ρεύμα είναι άχρηστο.
Το Γουδί είπαμε, είναι γνωστό σε όλους ή στους περισσότερους, και όποιος δεν το είδε,  όλο και θα το συνάντησε στο σπίτι κάποιας θείας ή γιαγιάς, κι’ αν είχε και την περιέργεια, θα ρώτησε και σίγουρα θα έμαθε, γιατί τα παιδιά πού να τα δουν αυτά τα παλιά πράγματα, πρέπει να τα οδηγήσεις εκεί που υπάρχουν και να τους εξηγήσεις με αγάπη, να τα κάνεις να σ’ ακούσουν, και όλο και θα τους μείνει κάτι. Αλλά μήπως, όλα αυτά τα ξεπερασμένα πια αντικείμενα που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος πολύ παλιά στο σπίτι και στη δουλειά του και σώθηκαν, μήπως υπάρχουν και στα σχολικά βιβλία για να τα δουν τα παιδιά έστω και σε φωτογραφία; Μάλλον απίθανο..  .
Ο ίδιος πολλές φορές στα δικά μου παιδιά και στα εγγόνια μου, πολλές φορές έκανα τον παραμυθά-ξεναγό κρατώντας ένα Γουδί και  τα κέρδισα, παραλληλίζοντας ας πούμε το γυαλιστερό γουδοχέρι με το  ρόπαλο τού.  .  . ..Ηρακλή (!!), γιατί το παιδί-ακροατή το κερδίζεις  με τον τρόπο που αφηγείσαι ένα παραμύθι, και πρέπει για να γίνει πιστευτό(;) το παραμύθι θα πρέπει να το λες και να το ζεις ο ίδιος,  κι’ έβγαλα  μέσα από το Γουδί, θεούς και ήρωες, προϊστορικούς παππούδες και γιαγιάδες, ήρωες και νεράιδες, και κάποτε έτσι αυθαίρετα για να νοστιμίσει το παραμύθι, χρειάστηκε να προσθέσω και το Γουδί στο καλάθι της. .  .Κοκκινοσκουφίτσας για να φκιάξει και να φάει η γιαγιά της  . . .σκορδαλιά, κι’ έτσι να μην την τσιμπούν τα.  . .κουνούπια, και κάτι τέτοια και άλλα πολλά, ακόμα και τώρα που μεγάλωσαν δεν τα ξέχασαν και όταν έχουν όρεξη, ευχαρίστως θέλουν να τα επαναλαμβάνεις, κι’ ας ξέρουν ότι . . «είναι παραμύθια που ο Παππούς τα βγάζει απ’ το μυαλό του . . .»                  
Αλλά ας . . .προσγειωθούμε πάλι, και,
Στο σπίτι μας είχαμε δυο Γουδιά. Το ένα μεταλλικό, μπρούτζινο και το άλλο ξύλινο «φλαμουρίσιο», φερμένο από το «Όρος», αλλά το πρώτο Γουδί που γνώρισα ήταν το ξύλινο. Το άλλο το μπρούτζινο, μπήκε στο σπίτι  αργότερα. Με το ξύλινο παίζαμε κυλώντας το στο πάτωμα και αυτό δεν πήγαινε μπροστά, αλλά άμα το έσπρωχνες, γύριζε γύρω γύρω, επειδή δεν ήταν ακριβώς κυλινδρικό, αλλά  με τη διάμετρο στο πάνω μέρος στο «στόμα» ελαφρώς μεγαλύτερη. Το Γουδοχέρι του ήταν από Οξιά πολύ γερό και μ’ αυτό σπάζαμε και τα καρύδια, και όταν καμιά φορά ο πατέρας «γέμιζε» το σαμάρι με σικαλιά, με το Γουδοχέρι το χτυπούσε για να «στρώσει» και θα φτάσω και σ’ αυτά, υπομονή, είναι πάρα πολλά. Με το ξύλινο Γουδί στουμπίζαμε τα καρύδια για τα γλυκά, τη ζάχαρη για να γίνει άχνη και να πασπαλίσει η Μάννα τους κουραμπιέδες, αλλά στο ίδιο  Γουδί χτυπούσαμε ελαφρά και το βρεγμένο σιτάρι για το «Σκτέλ’», για να ξεφλουδιστεί και να είναι «όπως πρέπει », να πάει το «Σκτέλ’» στην εκκλησιά στολισμένο με σπόρους από Ρόδι, που το ρόδι στα κόλλυβα έχει μια ιδιαίτερη σημασία και έρχεται από πολύ μακριά, χάνεται στο βάθος του χρόνου. Και μέχρι να έρθει το μπρούτζινο Γουδί, στο ξύλινο χτυπούσαμε και το μαυροπίπερο που το πουλούσαν μόνο σε σπυριά, γιατί «Μύλο» είχαμε έναν, μόνο για το άλεσμα του καφέ, και στο Γουδί πάλι χτυπούσαμε την κανέλλα, και τα δυο αυτά μπαχαρικά αργότερα τα έβρισκες και σε σκόνη μέσα σε φακελάκια, γιατί άμα χτυπούσες ιδίως μαυροπίπερο στο ξύλινο Γουδί, όσο και να το ζεματούσες το Γουδί, πάντα έμενε κάτι από τη μυρωδιά του. Και όταν πια το ξύλινο αυτό Γουδί πέρασε στην απραξία και βγήκε στη σύνταξη, όπως όλα, βρήκε τη θέση του σε κάποιο ντουλάπι. Κι’ όταν μετά από χρόνια τύχαινε να το μετακινήσω, το μύριζα και δεν μπορεί να ήταν η ιδέα μου, ναι, κρατούσε ακόμα τη μυρωδιά της κανέλας και του μαυροπίπερου.
  Και βέβαια μέσα στο ίδιο Γουδί το ξύλινο χτυπούσαμε και την Ταραμοσαλάτα, και τη Σκορδαλιά που συνόδευε και τότε τον τηγανητό μπακαλιάρο, αλλά ακόμα εκεί χτυπούσαμε το σιναπόσπορο για να λιώσει και να ανακατωθεί με το ζυμάρι και να γίνει ένα έμπλαστρο της εποχής, απαραίτητο για τους πουντιασμένους. Τότε τη μαγιονέζα δεν την ξέραμε και όταν τη μάθαμε, χαμπάρι δεν είχαμε ότι την «καούρα» της, τη χρωστάει στον μικροσκοπικό  σιναπόσπορο. (Είδατε; Κάτι μαθαίνουμε. . )  
Με την είσοδο στο σπίτι και του μεταλλικού Γουδιού, οι χρήσεις  τους διαχωρίστηκαν και  στο μπρούτζινο χτυπούσαμε μόνο όσα υλικά  άφηναν μυρωδιά, κι’ αυτό γιατί το μεταλλικό πλένονταν εύκολα και δε μύριζε. Το Γουδοχέρι στο μεταλλικό ήταν κι’ αυτό μπρούτζινο, φκιασμένο σε τόρνο, με χοντρότερο το κάτω μέρος όπως στο ξύλινο, και όταν το χρησιμοποιούσαμε αυτό το Γουδί, ακούγονταν πολύ μακριά. Ήταν όμως ένα πράγμα ψυχρό και στο επάνω μέρος δεν ήταν κομψό όπως το ξύλινο, είχε ένα «στόμα» πολύ ανοιχτό, «τζαχειλωτό» που λέμε και το μόνο του καλό για μας ήταν ότι όταν το χτυπούσαμε παίζοντας, άφηνε έναν οξύ ήχο, ωραίο και καμπανιστό. Και δε θυμάμαι να πω τίποτα άλλο, και μάλλον εδώ τελειώνω την περί «Γουδιού» μελέτη και όποιος κλπ κλπ, τι να κάνω τα είπα  κι’ άλλη φορά, το λέω και τώρα,   το στυλ είναι αυτό, αλλά, αλλά έχουμε ακόμα την ερμηνεία μερικών αγνώστων λέξεων, για να μην μείνουν απορίες . . .  και
(1)        Το «Αρχαίοι Παππούδες» απλώς το αναφέρω εδώ αλλά έχω στο
νου να το επαναφέρω γιατί αξίζει. Γιατί, από πολύ παλιά όταν στο σπίτι οι γιαγιές μάς μιλούσαν για Αγίους, δεν έλεγαν ας πούμε για παράδειγμα ο Άγιος Γεώργιος, και ο Άγιος Αθανάσιος, ο Αντώνιος  αλλά έλεγαν « η παππούς Άης Γιώρς, η παππούς Άη Θανάη’σ η παππούς Άη Αdών’ς». Έτσι μας εξοικείωναν με τις μορφές των Αγίων που τους βλέπαμε ζωγραφισμένους στην εκκλησία μας και μ’ αυτό το «παππούς» που πρόσθεταν τους νοιώθαμε τούς αγίους δικούς μας, «Παπούδες» μας. Είπα όμως ότι το θέμα θα το ξαναπιάσω, γιατί αξίζει κι’ ας είναι πολύ δύσκολο.
(2).Αυτό το «έκαμναν» δεν έχει σχέση με το σύγχρονο ρήμα «Κάνω», δηλαδή κατασκευάζω κάτι, ασχολούμαι με κάτι κλπ, αλλά έρχεται από το αρχαίο «Κάμνω» που σημαίνει κοπιάζω και θυμάμαι ότι στο χωριό οι παλιότεροι όταν περνούσαν ας πούμε έξω από κάποιο χωράφι, χαιρετούσαν αυτούς που δούλευαν εκεί, και δεν αρκούνταν μόνο στη συνηθισμένη σήμερα σε όλους(;) «Καλημέρα», αλλά έλεγαν « Καλημέρααααα . . .  Καλώς κάμνιτι . . .» δηλαδή ( σας ευχόμαστε)  να είναι καλός ο κόπος σας και εύκολη η δουλειά σας, να αποδώσει. Αλλά και για το ρήμα «Εργάζομαι» είχαμε το  «Πουλιμώ- Πολεμώ) κι’ άκουγες να ρωτούν κάποιον «πού τα πουλιμάς;» δηλαδή «τι δουλειά κάνεις, πού δουλεύεις;», και είναι αυτές ωραίες εκφράσεις που αν τις καταλαβαίνεις σε γεμίζουν περηφάνια και σού δείχνουν τις αρχαίες και βαθιές σου ρίζες, και αυτές τις ρίζες τις έχουμε, κι’ ας μην ξέρουμε πώς τόλεγαν το Γουδί και το Γουδοχέρι , οι Παππούδες μας δεν πειράζει, αρκεί που τα γνωρίζουν οι παλιότεροι, αλλά και αρκετοί από όσους  τα σπούδασαν και τα διδάσκουν.
(3) Εδώ δεν έχω να πω πολλά, αλλά αυτό το τάισμα των πολύ μικρών παιδιών με μασημένη τροφή, μη νομίσετε ότι σταμάτησε και έμεινε κάπου εκεί στην νεολιθική εποχή, την έζησα στις μέρες μας βλέποντας τις Μανάκες να μασούν καρύδια και να τα δίνουν στο μωρό, «για μη bνιχτεί . . . .»γιατί έτσι είχαν μάθει, ενώ το Γουδί υπήρχε σε κάθε σπίτι και μπορούσαν να. .  .κλπ.   
(4) και τελευταίο, το ρήμα «Τζιαλιάζου» σημαίνει πιέζω κάτι χτυπώντας το, (το καταντώ σαν Ζελέ), και στην περίπτωση του Γουδιού συνήθως κάτι που τρώγεται, αλλά που για να φαγωθεί εύκολα θα πρέπει να το «συνθλίψω», χωρίς να το κάνω κομματάκια, που και να θέλω δε γίνεται γιατί η σύστασή του δεν το επιτρέπει> Και για παράδειγμα ας πούμε, τα μισοπατημένα σταφύλια, ή τα σύκα, είναι «τζιαλιασμένα», κι’ όταν θέλουμε να πούμε ότι κάτι πατήθηκε τόσο πολύ που χάλασε, λέμε ότι  έγινε «Τζιάλια Πίττα . . .»  Αυτά . Και πάλι με χαιρετισμούς σε όλους κι’ αν ξέχασα και τίποτα, ας μού το θυμίσει κάποιος.
Βαγγέλης Μαυροδής.



[i]

Δεν υπάρχουν σχόλια: