Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Τα τιμαλφή της Καθημερινότητας (Συνέχεια)

                             Η Κοπάνα

                                                                            
                                                             




(Ή αλλιώς Σκάφη)  λοιπόν και, στο σπίτι μας και σε όλη τη γειτονιά, όλες οι Σκάφες για το ζύμωμα και το πλύσιμο των ρούχων ήταν μονοκόμματες, σκαμμένες με το γουβοσκέπαρνο στο μισό κομμάτι από κορμό χοντρού δέντρου.  Οι δικές μας ήταν από Καστανιά.   Κανένα σπίτι δεν είχε κοπάνα καρφωτή με σανίδια. Αργότερα φάνηκαν και τέτοιες μαζί με τις λαμαρινένιες, οι οποίες όμως χρησιμοποιήθηκαν και για άλλες σπιτικές δουλειές. Βέβαια κάποτε, ήρθε ο καιρός και για τις μονοκόμματες σκάφες, και πήραν το δρόμο της απόσυρσης κι’ αυτές.
Στην αρχή    επειδή οι τεχνίτες για μονοκόμματες κοπάνες αποσύρθηκαν, και τα χοντρά κατάλληλα δέντρα καστανιές και φλαμουριές όλο και «σπάνιζαν», σιγά σιγά οι παλιές τέτοιες σκάφες αντικαταστάθηκαν από τις «καρφωτές»  σανιδένιες, οι οποίες ήταν φτηνότερες και  πιο πρακτικές, πιο ελαφριές αλλά και όσον καιρό χρησιμοποιήθηκαν κι’ αυτές στο ζύμωμα ή στην «Πλύση» , ισορροπούσαν καλύτερα, αφού μπορούσαν να τοποθετηθούν ακόμα και επάνω σε δυο καρέκλες, για να κάνει τη δουλειά της η νοικοκυρά  χωρίς να σκύβει και  να ζυμώνει ιδρωμένη γονατιστή στο πάτωμα. Η σκάφη για το πλύσιμο ήταν κάπως μικρότερη και για την πλύση την μεταφέρναμε δίπλα στη βρύση της γειτονιάς εκεί που ανάβαμε φωτιά για να ζεσταθεί το νερό στο καζάνι και να ζεματιστούν τα ρούχα, και όλα γίνονταν εκεί επί τόπου για την μπουγάδα, ακόμα και το άπλωμα των ρούχων στους φράχτες των διπλανών κήπων. Αυτά όμως , τα της πλύσης, αξίζει να περιγραφούν με κάποιες λεπτομέρειες, και τα αφήνουμε  για αργότερα.   
Την κατασκευή της μονοκόμματης σκάφης και της παραδοσιακής-κοίλης (γουβωτής)  πινακωτής, την παρακολούθησα από κοντά, γιατί ο μακαρίτης ο μπάρμπας μας ο Κώτσιος αδερφός του πατέρα μας, ήταν ο μόνος στο χωριό που κατασκεύαζε τέτοιες κοπάνες και Πινακωτές. Πελεκούσε-γούβωνε τον κορμό για μέρες στην αυλή,  και τις έκανε ακόμα και . .  . εξαγωγή, τις πήγαινε στο Γριμπουτζιάκι (Ν. Απολλωνία) και τις άλλαζε με σιτάρι, ή κατά το Μεταγκίτσι μεριά απ’ όπου έφερνε ελιές και λάδι, λίγα πράματα δηλαδή, δεν είχε και εργαστήριο, αφού όλα στην αυλή τα πελεκούσε,  και να σκεφτείς ότι για μια μέτρια κοπάνα και μια πινακωτή, παιδεύονταν κανένα μήνα (και δεν πελεκούσε και με. .  . οχτάωρο), χώρια τα παζάρια που του έκαναν στα χωριά, δύσκολες εποχές και το λάδι στα φασόλια μετρημένο με το χλιάρ’ (το κοχλιάριον ή στα καλά Ελληνικά ,το κουτάλι . . .).     . Η επιφάνεια εσωτερική και εξωτερική της Σκάφης (μικρής ή μεγαλύτερης),  ακολουθούσε την καμπυλότητα του κορμού από τον οποίο κατασκευάστηκε και έπρεπε για να σταθεροποιηθεί να στηριχτεί με κάτι και να μην κουνιέται κατά το ζύμωμα. Ήταν μεγάλη η ζυμωτική Σκάφη και βαριά και κάθε φορά που τελείωνε η Μάνα το ζύμωμα ξύναμε τα ζυμάρια με το Ξύστρο, και τη στήναμε όρθια στο κατώι, με τα μούτρα της ακουμπισμένα στο ντουβάρι, σιγουρεμένη καλά, για να μην πέσει και σκιστεί, γιατί  τα τοιχώματά της ήταν λεπτά και πολύ εύκολα με το πέσιμο μπορούσε να γίνει δυο κομμάτια.
Η διαδικασία στο ζύμωμα ξεκινούσε από βραδύς με το «ανέπιασμα» τού προζυμιού, απλό αυτό αλλά ακόμα και σήμερα γνωστό, αλλά ας το ξαναπούμε, έπαιρνε η νοικοκυρά το προζύμι που είχε κρατήσει από το προηγούμενο ζύμωμα, και η Μάνα μας το κρατούσε μέσα σε ένα πήλινο κουπάκι από γιαούρτι το κρατούσε στο Φανάρι σκεπασμένο με ένα κληματόφυλλο, το έβαζε σε μια μεγάλη κατσαρόλα και το ανακάτωνε με χλιαρό νερό και αλεύρι, και όλες οι νοικοκυρές ήξεραν πόσο να βάλλουν και ακολουθούσαν την ίδια διαδικασία όπως την είχαν μάθει από τις παλιότερες από  Μανάδες και Γιαγιές. Την κατσαρόλα με το μείγμα την έβαζε η Μάνα μέσα σε ένα ταψί, γιατί σκεπασμένο όλη τη νύχτα «φούσκωνε» και συνήθως ξεχείλιζε ακανόνιστα  από όλες τις μεριές. Το πρωί, συνήθως αχάραγα, άρχιζε το ζύμωμα στη μεγάλη Κοπάνα που ήταν έτοιμη, με το αλεύρι μετρημένο δίπλα και το νερό έτοιμο με λιωμένο το ανάλογο αλάτι. Έβαζε η Μάνα μέσα στη Σκάφη το αλεύρι, το νερό και το προζύμι και γνώριζε τις αναλογίες, κι’ άρχιζε το ανακάτωμα και το ζύμωμα για να διαλυθεί το προζύμι, να πάει παντού και περίεργο, ύστερα από τόσα χρόνια έρχονται στη μνήμη, αυτές οι διαδικασίες  όπως καταγράφηκαν στον εγκέφαλο, και το πιο παράξενο, δεν ξεχάστηκε ακόμα και ο μοναδικός ήχος που άφηναν τα σφιγμένα σε γροθιά χέρια της Μάνας με τον αντίχειρα προς τα κάτω για να τρυπιέται εύκολα το ζυμάρι, και το γυρνούσε συνέχεια, και το αλεύρωνε για να μην κολλήσει κι’ έβρεχε τα χέρια της, και κάποτε τελείωνε το ζύμωμα με το ζυμάρι έτοιμο  να σαλεύει και να απλώνεται μόνο του από το κέντρο της Κοπάνας προς τις άκρες.
Και όλα αυτά τα παραπάνω και πολλά άλλα που για όποιον τα έζησε, δεν μπορεί να τα ξεχάσει, είναι «κάτι» είναι «πολύ» και «πάρα πολύ», είναι «βιώματα» και το  θεωρεί αυτονόητο να μπορεί να πει και να περιγράψει το ζύμωμα και το φούρνισμα, να φέρει στη θύμηση όλη τη διαδικασία για την παρασκευή του ψωμιού, για τη σκάφη, για την πινακωτή, για το Φούρνο και το φουρνόφκιαρο και για όλα τα άλλα που μπήκαν στο σκληρό δίσκο του εγκεφάλου του και δε λεν να φύγουν . . .Και για να είμαστε και λογικοί, μη ζητούμε από τα παιδιά και τα εγγόνια μας να γνωρίζουν όλες αυτές τις διαδικασίες για το ψωμί που εμείς φάγαμε, να γνωρίζουν τον τρόπο που το παρασκεύαζαν, γιατί τα παιδιά μας δεν τα είδαν αυτά ποτέ, δεν τα έζησαν όπως εμείς και τη μόνη εμπειρία που μπορούν να έχουν είναι ότι κάποτε τα μαλώσαμε που ο φούρναρης «σι’ έδουσι ψουμ’ι καμμένου . . .κι’ άλλ’ φουρά να προυσιεχ’ς. . .» Αλλά να πούμε και το άλλο, να πούμε ότι τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας δεν τα γνώρισαν αυτά όλα, γιατί τα ξυπνούμε στο παρά δέκα για να πάνε στο σχολείο  με έτοιμο το πρωινό τους, και χαμπάρι δεν έχουν για το πώς και πού γίνεται το ψωμί, εκτός κι’ αν κάποιος δάσκαλος (Δάσκαλος με κεφαλαίο) αυτός, είπε κάτι κάποτε και σε κάποιους μαθητές κάτι έμεινε . .  
Και επανέρχομαι στην πραγματικότητα  και συνεχίζω να λέω κι’ όποιος θέλει συνεχίζει και παρακολουθεί μαζί μου και όποιος δεν . . . κλπ κλπ και να μην πω τίποτα . . .Και, 
Μόλις λοιπόν τελείωνε το ζύμωμα, η Μάννα σταύρωνε το ζυμάρι και  το σκέπαζε για να φουσκώσει, και κατέβαινε στην αυλή να ανάψει το φούρνο. Κι’ άλλη παρένθεση εδώ, γιατί (πάλι στο τότε θα πάμε . . .) 
Και τότε λοιπόν,  τότε, παλιότερα, στο χωριό λίγα ήταν τα σπίτια που δεν είχαν δικό τους φούρνο. Εμείς είχαμε στο πίσω μέρος του σπιτιού, ωραίο φούρνο με καμινάδα και σκεπή από λαμαρίνα κι’ ένα στόμα νάαααα. . . που πάνω στη σκεπή ανεβαίναμε και απλώναμε τα δαμάσκηνα για να λιαστούν και νάχουμε για το χειμώνα «λιάσματα» ή «κουσιάφια» που τα λεν αλλού . ..
Και όλοι οι φούρνοι στο χωριό δεν ήταν πρόχειροι, ήταν μεγάλοι με σκεπή, με καμινάδα μπροστά και δυο παραθυράκια-εσοχές  δεξιά κι’ αριστερά, παραθυράκια –λυχνοστάτες, κι’ όποιος τα είδε αυτά κατάλαβε, και όσοι δεν τα είδαν,  θα επανέλθω σύντομα . ..
Το ζυμάρι έμενε ζυμωμένο μέσα στην κοπάνα  μέχρι που  σκεπασμένο άρχιζε να ζεσταίνεται και να «ανεβαίνει» οπότε μαστορικά πλασμένο και σε σχήμα στρόγγυλο, έμπαινε στην πανακωτή (πινακωτή) τη στρωμένη με τα  στενόμακρα υφαντά πανιά τα μισάλια και πάλι σκεπασμένο,   μέχρι να «γίνει» ο φούρνος, δηλαδή μέχρι να ασπρίσει η οροφή του για να φουρνιστεί. Και  για την πινακωτή που κι’ αυτή ήταν από μονοκόμματο ξύλο,    μπορώ να πω ότι ήταν κάτι σαν δίδυμη αδερφή της Σκάφης, που μέσα στις καμπύλες θέσεις της έμπαιναν το ζυμωμένο ωμό ζυμάρι, έτοιμο για το φούρνο. 
Εκτός όμως από τις δυο μεγάλες σκάφες είχαμε και καναδυό κοπανούδες  μικρότερες αυτές, και σ’ αυτές ζύμωνε η Μάνα το ζυμάρι για τους κουραμπιέδες, και για τα «Φύλλα» τις χυλοπίτες που τις λεν σήμερα, αλλά και για διάφορες άλλες χρήσεις, και όταν έφτανε ο καιρός, στη μια κοπανούδα βάζαμε τα άγουρα ζούρβα ή τα αγκόρνιτσα για να ωριμάσουν και ανακατεύοντάς τα κάθε τόσο, εντοπίζαμε τα ώριμα και τα τρώγαμε και ά πε ισύ σήμιρα τα πιδούδια να φαν ζούρβα, θα σι δγιουν πιρίιργα κι θα πουν, μεταξύ τους βέβαια, θα πουν « τι ρε λιέι η παππούς; Κατάλαβις τίπουτα;»  . Βλέπεις την εποχή που γίνονταν αυτοί οι άγριοι καρποί, άλλα φρούτα δεν υπήρχαν εκτός από τα Κυδώνια και τα χειμωνιάτικα μικρά αχλάδια εκεί παραδίπλα από το σπίτι μας στην αρχαία αχλαδιά του Δαβίλα, εκείνα τα μικρά στρόγγυλα αχλάδια με την μακριά ουρά.
Μαζί όμως  με τις μεγάλες κοπάνες πρέπει να βάλλουμε και τις δυο πινακωτές που κι’ αυτές είχαν τη θέση τους, όρθιες στο κατώι.  Εδώ όμως θα πρέπει  να πω και κάτι γι’ αυτές τις μικρές σκάφες τις «Κοπανούδες» μια που τις ανέφερα, γιατί αυτές οι ταπεινές μικρές σκάφες, βοήθησαν την πρωτόγονη επιστήμη και θα σας πω πως και με ποιο τρόπο, υπομονή μόνο και όχι ανώνυμες γκρίνιες . . .και δε νομίζω να  βρείτε κάπου αλλού κάποιον άλλο που ασχολήθηκε με τόσο πεζά θέματα και προπολεμικά αντικείμενα όπως οι μικρές σκάφες οι «κοπανούδες». Και αν θυμάστε στην ανάπτυξη του θέματος «Περί  Φικιλουρίου» ή απλά  «Το φικιλούρι» , έκανα γνωστό στους Ελληνόγλωσσους άπαντος(!!) τού διαδικτύου, ότι η αδερφή της γιαγιάς μου της Χαρίκλειας, η γιαγιά Αναστασία, (γνωστή και ως Μπιγινούδα, από το όνομα της μητέρας τους και προγιαγιάς μου Μπιγίνας ), ήταν η μία από τις δύο πρακτικές Μαμές του χωριού.    Η μακαρίτισσα λοιπόν η Γιαγιά Αναστασία όταν μεγάλη πια τη ρωτήσαμε  για τις προετοιμασίες του τοκετού, μας είπε ότι μόλις έπιαναν οι πόνοι την ετοιμόγεννη, χώρια που την «καθάριζε»  με τσίπουρο, και  με τσίπουρο  έπλενε και τα χέρια της, ετοίμαζε και έβαζε δίπλα δυο κοπανούδες, στη μία ζεστό, νερό, (όχι χλιαρό, «χλιό», αλλά ζεστό) και στη  άλλη κρύο. Κι’ αυτό για τη περίπτωση λέει που το παιδί θα έβγαινε «ανέσωστο»  (ανιέσουστου), δηλαδή χωρίς να αναπνέει, το βουτούσε μια στη κοπανούδα με το ζεστό νερό και μια στην άλλη με το κρύο οπότε το μωρό σοκαρισμένο «ανένηπτε» και « έβγαζι μια τσιρίδα», κι’ έτσι με κάπως βίαιο τρόπο αλλά επιστημονικά σωστό, έρχονταν να περπατήσει στη ζωή, και να προκόψει, όπως προκόψαμε όλοι μας ή σχεδόν όλοι. . .    Να μείνουμε όμως ακόμα λίγο στη, κοπάνα, η οποία κάποτε έπαιξε και το ρόλο «Σνόου Μπορντ» κι’ αν δεν το λέω καλά ας μού το συγχωρήσουν οι ξενόγλωσσοι.   Όταν λοιπόν ήμασταν σε ηλικία που παρακαλούσαμε να χιονίσει για να κάνουμε γλίστρα στον κατήφορο της γειτονιάς, εκεί προς τη βρύση του  Γεροδημήτρη (που δεν υπάρχει πια), στρώναμε την κατηφορική  . . .πίστα πατώντας με τα πόδια όλα τα παιδιά της γειτονιάς μικροί και μεγαλύτεροι, αλλά οι θειες που έπρεπε το πρωί να παν για νερό αφού στα σπίτια νερό δεν είχαμε, για να μη γλιστρούν και πέφτουν,   πάνω στην δική μας στενή  «πίστα» έριχναν στάχτη και την αχρήστευαν . . Έτσι, κάποιο πρωί που σηκωθήκαμε να πάμε για γλίστρα, είδαμε το .  . .σαμποτάζ και περίλυποι περιμέναμε τους μεγαλύτερους να αποφασίσουν . . . οπότε ο Τσέλιος ο Αργυρός, έριξε μια ιδέα, να πάρουμε μια κοπάνα που θα γλιστρούσε εύκολα παρά την πιπιλιά που είχαν ρίξει οι θειες από βραδύς. Ο αξάδερφος  πήγε δίπλα στο κατώι τους και κουβάλησε τη μεγάλη κοπάνα που ζύμωνε η θεια μας η Αθηνά, την έβαλε πάνω στο χιόνι και κάθισαν δυο τρεις όσοι χωρούσαν, κάθισε ο ίδιος ο ξάδερφος, ο Τσέλιος και ο αδερφός του ο Διαμαντής. Πήγαν και ήρθαν μερικές φορές μας έβαλαν κι’ εμάς τους μικρότερους από μια φορά, και σε κάποια στιγμή ανέβηκαν οι τρεις που χωρούσε, αλλά μπήκαν και καναδυό όρθιοι, ο Δημητράκης ο Γκατζιώνης και ένας άλλος. Ξεκίνησε η κοπάνα στον κατήφορο και κάπου εκεί που η πίστα-γλίστρα έκανε στροφή, λίγο πριν από το σπίτι του Γκατζιώνη, έγινε το κακό, βρήκε η κοπάνα σε μια πέτρα και χρατς σκίστηκε στα δυο . . . Την πήρε ο ξάδερφος ο Μαυρουδής ( και θεός σχωρέστον γιατί αυτές τις μέρες  έφυγε.  . .  ) την πήρε και την έβαλε στο κατώι κι’ όταν η θεια μας θέλησε να ζυμώσει, φώναξε, βλαστήμησε, και στο τέλος δανείστηκε τη δικιά μας κοπάνα, αφού εμείς ήμασταν δίπλα, μια πόρτα που λέμε.  . . Μετά ο μπάρμπας μας ο Κώτσιος την μπάλωσε, και ένωσε τα δυο κομμάτια καρφώνοντας επάνω τους  κάτι λουρίδες από γυαλιστερές λαμαρίνες. Ύστερα εμείς μεγαλώσαμε και λείψαμε, το νερό μπήκε στα σπίτια  και όσοι διασκεδάζαμε κάνοντας γλίστρα, όταν αργότερα βρισκόμασταν κάπου κάπου σε γιορτές, είχαμε  να λέμε  για τα περασμένα, για την κοπάνα που έγινε δυο κομμάτια, για κάποιον Κουταλιανό που κουβάλησε τη ζυμωτικιά κοπάνα στο ποτάμι μας (στο Λάκκο) και την έκανε λέει  . . .βάρκα και είχαν να το λένε στο χωριό, και αν κάποιος θυμάται λεπτομέρειες ας το πει, αλλά μάλλον από τότε . .  ποιος τα θυμάται αυτά τώρα πια. . . ;Το περίεργο όμως είναι ότι όταν σταμάτησε το ζύμωμα σε κάθε σπίτι στο χωριό όπως γίνονταν παλιά, και οι φούρνοι στα σπίτια μας οι περισσότεροι γκρεμίστηκαν, κανένας, μα κανένας δεν πέταξε την κοπάνα  κι’ άμα ψάξεις στα κατώγια θα τη βρεις ακουμπισμένη σε κάποια άκρη, να ονειροπολεί  και να φαντάζεται τις γυναίκες που σκυμμένες από πάνω της ζύμωσαν αμέτρητα ψωμιά και τα παιδιά που μεγάλωσαν με το ψωμί της. Και βλέποντας την έτσι μοναχή και παραπονεμένη, δεν μπορεί ,θα φέρεις μπροστά σου την εικόνα  της Μάνας, με τον ιδρώτα στο μέτωπο και τα αλευρωμένα άγια χέρια της. Πάντως οι περισσότερες παραδοσιακές μεγάλες ξύλινες κοπάνες σώθηκαν και δεν πετάχτηκαν, βρίσκονται ακόμα βρίσκονται σε πολλά σπίτια. Εκείνες που λιγόστεψαν είναι οι μικρές κοπανούδες τις οποίες μερικές νοικοκυρές τις αντάλλαξαν με  . . .πλαστικές διαφόρων χρωμάτων, προς δόξαν της πλαστικής προόδου, κάπου εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’60.   
Αλλά  ένοιωσα άσχημα όταν σε κάποια πρωτεύουσα της κεντρικής Ευρώπης και σε βιτρίνα καταστήματος, είδα ξαπλωμένη μια μικρή  παλιά κοπανούδα με παράταιρο λούστρο και προσβλητικό, και δίπλα της μια ρόκα κι’ ένα ροδάνι, με τον τροχό από συμπαγές ξύλο δουλεμένο στο χέρι, και πάνω σε μια σύγχρονη ηλεκτρική συσκευή, σε ένα μίξερ ένα ξύλινο πολυκαιρισμένο γουδί με το γουδοχέρι πλαγιαστό, κλαμένο. Ξενιτεμένα  όλα αυτά ποιος ξέρει από πού, αφημένα έτσι στη  βιτρίνα για να εντυπωσιάσουν τους πολιτισμένους, τούς αδιάφορους και συνηθισμένους στην άνεση και στην καλοπέραση.
   Και μόνο όσοι έζησαν από κοντά το ζύμωμα που γίνονταν στον μοναδικό  χώρο στον οποίο έκαιγε το τζάκι ή η ξυλόσομπα και εκεί έμενε όλη η οικογένεια υποχρεωτικά το χειμώνα, σίγουρα θα θυμάται όλη τη διαδικασία, την οποία οι νεότεροι αγνοούν αφού το ψωμί το τρων έτοιμο «αγοραστό» αλλά και . . . λειψό.
Βαγγέλης Μαυροδής τέλος του Γενάρη 2013, Ξάνθη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: