Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Το Φλιτ


                                             
Σήμερα θα μιλήσουμε για την παλιότερη, αλλά και την πιο ενοχλητική γνώριμη και διαχρονικά . . .συγκάτοικο του ανθρώπου και για τον τρόπο με τον οποίο νόμισε ο άνθρωπος ότι  ξεφορτώθηκε αυτόν το μεγάλο μπελά. Σήμερα θα μιλήσουμε για την ψείρα και για το Φλιτ. .  .   
Και την ψείρα βέβαια  όλοι τη γνωρίσαμε αλλά γι’ αυτό το Φλιτ, μπορεί οι νεότεροι να μην έχουν χαμπάρι τι είναι, γι’ αυτό παρακάτω θα τα πούμε αναλυτικά, έτσι, που θα τους φύγουν οι απορίες.
Βέβαια μπορεί να  βγει πάλι εκείνος ο ζοχαδιασμένος ο ανώνυμος και να πει τα δικά του, οτι πρόκειται «περί Δοκιμίου» κλπ κλπ, και  να προσπαθήσει να χρονομετρήσει πάλι πόσο  μάς πήρε για να γραφεί αυτή η . . . επιστημονική εργασία, αλλά άστον να λέει, αργόσχολος είναι κι’ αυτός και  ανώνυμος, και μετράει κι’ αυτός «πόσα σού έκοψαν εσένα;» χωρίς όπως όλοι μας να σκέφτεται ότι όσα παίρνει δεν τα ξοδεύει και τα μασούν άλλοι που διαλέγουν δουλειές και φίρμες από Ουίσκια , αλλά τέτοιος θα παραμείνει, μαζί με το πλήθος τόσων και τόσων άλλων ανωνύμων, φτάνει όμως, ως εδώ, κι πολλά είπαμε, τον ανεβάσαμε και κοντεύουμε να τον κάνουμε επώνυμο, ενώ ο ίδιος θέλει να παραμείνει στη σκιά, να . . . μελετάει  τις αποδείξεις της τράπεζας και να υπολογίζει από μήνα σε μήνα τις διαφορές. . . Έρμεεεε. . .   
Με τις αναφορές όμως στους «ζοχαδιασμένους»  ελαφρύναμε και . .  . . .υποβαθμίσαμε  το όλο θέμα  και ξαναγυρίζουμε σ’ αυτό λέγοντας ότι,
 Η ψείρα  είναι γνωστή από πολύ παλιά. Τόσο παλιά που δε θυμάται κανένας πότε πρωτοεμφανίστηκε στο λεξιλόγιό μας, αλλά και πριν από την εποχή που ο άνθρωπος περπάτησε όρθιος κι’ έμαθε να μιλάει, οι ειδικοί επιστήμονες μέσα στα πετρώματα ηλικίας εκατομμυρίων ετών, βρίσκουν απολιθωμένες ψείρες, όμοιες μ’ αυτές που ταλαιπώρησαν κι’ εμάς κάποτε και σαν αυτές που ταλαιπωρούν και τα σημερινά παιδιά.
Από. . . .ανατομικής πλευράς οι ψείρες διαφέρουν πολύ. Οι ψείρες της δεκαετίας του  ’50 ήταν ξανθές και μακρουλές και τους άρεσε ακόμα και η . .  ηλιοθεραπεία, γιατί πολλές φορές έφευγαν από τα   εσωτερικά και απόκρυφα μέρη  του σώματος  και περπατούσαν ανηφορικά, πότε  στους γιακάδες και πολλές φορές στα μάγουλα πίσω προς τα αυτιά και μυστήριο πράγμα, πάντα πήγαιναν ανηφορικά και βιαστικά, να τρυπώσουν στα μαλλιά, εκεί που διανυχτερεύουν και σήμερα και βλέπεις τα πιτσιρίκια να ξύνουν τα κεφάλια τους με μανία, οπότε η δασκάλα βλέποντας την κίνηση, δε χρειάζεται και πολύ να καταλάβει ότι όπου νάναι η τάξη  δε θ’ αργήσει να γίνει. . . «Φθειριοτροφείον», με όλα τα επακόλουθα κι’ αρχίζει να ειδοποιεί  τις μαμάδες να πάρουν τα μέτρα τους και ποια μέτρα δηλαδή, οι γριές συστήνουν ξύδι και «νά ‘χαμι κι’ ένα ψειρόχτινου, μα πού να του βρεις», τα φαρμακεία πουλούν τις λοσιόν για επαλείψεις και τα ειδικά σαπούνια για λούσιμο και το ξύσιμο δε σταματάει και οι μαμάδες να κατσαδιάζουν τις μικρές συνέχεια και με χαμηλή φωνή, όταν ξύνουν τα κεφάλια τους  σε κοινή θέα, «σταμάτα ριζίλ μ’ έκανις. . .», βλέπεις τα παιδιά όταν τα φαγουρίζει κάτι στο σώμα τους  θα ξυθούν, χωρίς να νοιάζονται για καλούς τρόπους   και  ακούς τις μαμάδες να συζητούν και να μην παραδέχονται ότι το δικό τους το παιδί είναι γεμάτο ψείρες και τ’ ακούν οι άλλες και χαμογελούν κρυφά και με σημασία, «άστην να λέει, το παιδί της ξύνεται συνέχεια»,   και κρυφά λένε στο δικό τους «μην πάς κοντά της  θα κολλήσεις κι’ εσύ», και παραπονιέται η ψειριαρού ότι δεν την παίζουν τα άλλα οπότε η μαμά  γεμάτη νεύρα με . .  κρυφές και αναβράζουσες(2) εκφράσεις,  αποχωρεί σέρνοντας στην κυριολεξία το παιδί  για το σπίτι, όπου εκεί μέσα σε μια κατάσταση όλο νεύρα και φωνές, αρχίζει η διαδικασία τής . . . αποψείρωσης και μέχρι πού θα πάει, «δοκίμασα τα πάντα» που λέει και η διαφήμιση, αλλά το ξύσιμο δε σταματάει. . . μουρμουρίζει και η γιαγιά ψάχνοντας για το ψειρόχτενο που έχει να φανεί από τον πόλεμο του ’40. . . τριγυρίζοντας στον τόπο της επιχείρησης «ξεψείριασμα», κι’ αν η γιαγιά είναι Μάννα όσα είναι να ακούσει τα ακούει κατευθείαν, αλλά αν είναι πεθερά, αντιμετωπίζει μια βουβή αδιαφορία από μέρους τής «ψειροσυλλέκτριας» νύφης, η οποία βράζει κυριολεκτικά, αλλά τις περισσότερες φορές, το κάνει από μέσα της, φουρκισμένη και σιωπηρά , και μάλλον ενθυμούμενη, ότι στα παιδικά της χρόνια στο σπίτι της, η  . .  .ψειροσύλληψη και ψειροκτονία, γίνονταν υπό άλλες συνθήκες,  ξεχνώντας όμως ότι οι ψείρες ήταν απαράλλαχτα ίδιες και το ίδιο  . . .φονικές  . . .        
Πρόβλημα λοιπόν οι ψείρες και σήμερα κι’ ας λέει η μαμά, « τα δικά μου ευτυχώς δεν. .. .»,ο εγωισμός δεν την αφήνει να το παραδεχτεί, αλλά η δασκάλα το ξέρει και το φαρμακείο επίσης. Είχαμε κι’ εμείς ψείρες και είχαμε όλοι, αλλά καμιά μαμά ή σχεδόν καμία, δεν επέμενε ότι το δικό της το παιδί ήταν καθαρό από ψείρες, δεν υπήρχαν όμως και  τα φάρμακα που υπάρχουν σήμερα και το πρόβλημα το πάλευαν όπως μπορούσαν, με ότι είχαν, με ξύδι, με συχνό λούσιμο και με το ψειρόχτενο, ένα κοκάλινο χτένι κοντό και πλατύ που από τη μια μεριά τα δόντια του ήταν κάπως αραιά,- μπορούσαν δηλαδή να σκαλώσουν επάνω τους οι χοντρές και οι . . . έγκυες ψείρες- αλλά από την άλλη ήταν πολύ πυκνά που ακόμα και τα αυγά της ψείρας οι λεγόμενες κόνιδες, σκάλωναν και έπεφταν στην άσπρη πετσέτα που μας άπλωναν στα γόνατα και με σκυμμένο το κεφάλι  μας χτένιζαν ξανά και ξανά. Τώρα, όσο κρατούσε η επιχείρηση, στην πετσέτα έπεφταν ψείρες και κόνιδες αναμίξ. Και οι μεν  ψείρες  που ζωντανές και ευκίνητες περπατούσαν πάνω στην άσπρη πετσέτα και φαίνονταν καθαρά, καθότι κάπως σκουρόχρωμες. Αλλά πριν προλάβουν να  απομακρυνθούν και πού να πήγαιναν να κρυφτούν, ο χειρίστρια  τού ψειρόχτενου, συνήθως η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, τίναζε την πετσέτα στο αναμμένο τζάκι και άκουγες ένα κάπως σιγανό και. . .αναστεναγματικό  πράτς- πράτς τον ήχο που έκαναν οι ψείρες οι οποίες είχαν καταδικαστεί να καούν στην πυρά. . . .Στην όλη διαδικασία το δύσκολο ήταν να εντοπισθούν οι κόνιδες πάνω στο άσπρο πανί, γιατί άσπρες κι’ αυτές και πολύ μικρές, για να φανούν έπρεπε να αλλάξει το πανί, και να γίνει σκούρο, αλλά τέλος πάντων, τινάζοντάς το είπαμε ότι τουλάχιστον οι . . . .περισσότερες ακολουθούσαν την τύχη της μαμάς τους και καίγονται στην πυρά, χωρίς να βεβαιώνει κανένας την «ξεψειρίστρια» και φουρκισμένη  Μαμά του παιδιού ή μάλλον των παιδιών, ότι γλίτωσε από τις ψείρες, και η μόνη τρανταχτή απόδειξη ήταν να σταματήσουν τα παιδιά να «ξιούdι»(1), αλλά αυτό συνέβαινε  εκεί προς το τέλος της άνοιξης όταν έκλειναν τα σχολεία και σταματούσε η «μετεπιβίβαση» της ψείρας από το ένα παιδί στο άλλο, και . .  .άν . . .    
Πάντως οι γιαγιάδες γλίτωναν από την αγγαρεία του ξεψειριάσματος γιατί συνήθως δεν καλοέβλεπαν αφού το ξεψείριασμα και τώρα ακόμα απαιτεί μάτι αετού, να βλέπει τη ψείρα με το πρώτο ανάμεσα στα μαλλιά, άσε το άλλο το ξεψείριασμα που έκαναν μερικές μανάδες στα παιδιά τους, έβαζαν το κεφάλι του παιδιού στα γόνατά τους και έψαχναν τα μαλλιά  τούφα τούφα και έβλεπες κάθε τόσο να ακουμπούν τα νύχια από τους αντίχειρες και ν’ ακούγεται ένα ελαφρό τσακ, έσπαζαν τη ψείρα που ανακάλυψαν να κρύβεται ή να περιφέρεται στο κεφάλι του παιδιού, και αν ήταν αγόρι καλά, εύκολο το ξεψείριασμα γιατί τα αγόρια ήμασταν όλοι κουρεμένοι με την ψιλή, αλλά στα κορίτσια το πράγμα δυσκόλευε και δεν τους πήγαινε να κόψουν και τα μαλλιά των κοριτσιών κοντά, δράμα η υπόθεση, είδα κορίτσια, ( και, κορίτσια, όχι κορίτσχια . . .έτσι;), νάχουν το σβέρκο ψιχαλισμένο από κολλημένες κόνιδες και μάλιστα με τα μαλλιά πλεγμένα σε βουρλίδες (κοτσίδες), αλλά  επειδή οι ψείρες φοβούνται  το κούνα- κούνα στις κοτσίδες και αποφεύγουν τον. .  .αερισμό, τραβούσαν τον ανήφορο και χώνονταν στο κεφάλι του παιδιού, για ζιέστα και σιγουριά. Αφασία οι Μανάδες αλλά και τι να έκαναν, σού λέει αφού όλος ο κόσμος έχει ψείρες τι να κάνουμε; Στα χρόνια που ήμασταν παιδιά,   όλοι είχαμε ποιος λίγο ποιος πολύ, από κείνες τις ψείρες τις μακρουλές σαν κακογινωμένο ζούφιο σπυρί σιταριού, μας ξεψείριαζαν συνέχεια, αλλά αφού δεν μπορούσαν να καταπολεμήσουν το κακό στη ρίζα του, να εξολοθρεύσουν τα αυγά, τις κόνιδες δηλαδή, μέσα σε λίγες μέρες ξαναφούντωνε το κεφάλι και άντε ξανά απ’ την αρχή, κάθε τόσο στα σπίτια ζεματούσαν τα ρούχα μέσα στα καζάνια, αλλά ότι και να κάναμε κολλούσαμε ο ένας από τον άλλο, δύσκολες καταστάσεις, δεν ήταν για γέλια, αλλά και λύση δεν υπήρχε, ο Ελύτης που τις έζησε στην Αλβανία στην «πορεία προς το μέτωπο» στο μνημειώδες ποίημά του το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ, μιλάει για το μαρτύριο τού στρατιώτη από τις ψείρες και το περιγράφει λέγοντας. . . «. . .ώρες ώρες ξυνόμασταν μέχρι να μας πάρουν τα αίματα. . .οτι  μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό κι’ ήταν αυτό, πιο κι’ απ’ την κούραση ανυπόφερτο. . .».
Μαρτύριο οι ψείρες για αιώνες και χιλιετηρίδες, μέχρι που κάποια μέρα, ήρθε στο χωριό ένα αυτοκίνητο με μερικούς ανθρώπους ξένους, κουβαλώντας κάτι μεταλλικές μπουκάλες με χερούλια και με μια τρόμπα που με το χέρι την ανεβοκατέβαζαν, μέσα όμως οι μπουκάλες δεν είχαν νερό, είχαν μια άσπρη σκόνη που μύριζε παράξενα και με κάθε πάτημα της τρόμπας, από ένα σωλήνα που κατέληγε σε μικρό-στενό χωνί σκορπίζονταν η σκόνη  σύννεφο στον αέρα. Ήταν το συνεργείο για την καταπολέμηση της ψείρας  που ήρθε στο χωριό κι’ έκανε την αρχή από μας από τα παιδιά του σχολείου. Εκεί μπροστά στο σπίτι του τότε προέδρου μπάρμπα Γιώργη Καραντώνα, μάς έβαλαν στη γραμμή χώρια τ’ αγόρια απ’ τα κορίτσια και ο ψεκασμός γινόταν  με ένα μαρκούτσι όπως είναι αυτά που έχουν οι αντλίες στα βενζινάδικα, ο ένας από το συνεργείο τρομπάριζε και ο άλλος  μας πασάλειβε με τη  άσπρη σκόνη στο κεφάλι και μετά έριχνε και μέσα από τα παντελόνια μας, στο στήθος και στην πλάτη  για να πάει η σκόνη παντού, στα κορίτσια έριχναν και κάτω από τα φουστάνια τους, φωνές  φασαρία, γέλια και η σκόνη από τους ψεκασμούς να σηκώνεται  και να κατακάθεται παντού, θυμούμαι ότι και ο δρόμος ακόμα, για μέρες  ήταν αλευρωμένος, άσπρος. Την άλλη μέρα ο δάσκαλος μας μοίρασε σε χάρτινα κουτιά από την ίδια σκόνη για να βάζουμε μόνοι μας στο σπίτι και μας εξήγησε ότι το φάρμακο το λένε Ντι Ντί Ντί και σκοτώνει τις ψείρες, αλλά για να σκοτώσει και τα αυγά θα πρέπει να το βάζουμε στο κεφάλι κάθε μέρα για μια βδομάδα αλλά «προσοχή», και να πλένουμε καλά τα χέρια μας. Εν τω μεταξύ οι μανάδες μας για να μη φεύγει η σκόνη στον ύπνο και για νάναι σίγουρες ότι θα έχει αποτέλεσμα, μάς τύλιγαν το κεφάλι μ’ ένα τουλπάνι, ιδρώναμε στον ύπνο και το φάρμακο πότιζε το πετσί μας για τα καλά, το πότιζε τόσο που και σήμερα νομίζω ότι άμα πέσει ψείρα επάνω μας, μόνο από τη μυρωδιά που έμεινε , θα πάρει δρόμο για αλλού για καθαρότερα κεφάλια, και, ναι αυτό μάλλον αληθεύει, γιατί άκουγες να λεν ότι οι ψείρες πηγαίνουν λέει στα καθαρά κεφάλια, ίσως για να μη σκάβουν τη λέρα για να βρουν τα από κάτω και να φαν, ποιος ξέρει, ίσως το έλεγαν για να δείξουν ότι τα δικά τους τα παιδιά ήταν λουσμένα και καθαρά, αλλά κανένα σπίτι δεν είχε νερό μέσα, ούτε στην αυλή και για λούσιμο και μπουγάδα, κουβαλούσαμε με τους τενεκέδες να γεμίσουμε τα καζάνια και τα άλλα όλα είναι παραπανίσια, τα έλεγαν για να δείξουν τάχαμου τάχαμου ότι «τα θκάμ’ τα πιδιά είνι καθαρά κι’ ακουλνούν ψείρις απ΄ τα θκά σας» και κουβέντα να γίνεται, η κάθε μια ήξερε τι γινόταν αλλά ο εγωισμός βλέπεις, τι να πεις, πάντως μας έλουζαν, μπορεί μπάνιο ολόσωμο να μην κάναμε συχνά, ιδίως το χειμώνα, κι’ ήταν μακρύς ο χειμώνας, αλλά το λούσιμο γινόταν και για το λούσιμο αυτό, θα πρέπει να αφιερώσουμε ένα σημείωμα, γιατί ένα λούσιμο ήταν ολόκληρη διαδικασία, όχι μόνο το λούσιμο αυτό καθεαυτό, αλλά και το στέγνωμα και όλα όσα ακολουθούσαν, θα το δούμε. . . .άσε εκείνο που έγινε κάποτε στο χωριό που κάποιος έφερε «ξιν’κιά νύφ’» η οποία ζήτησε να κάνει μπάνιο και πού να το κάνει, την έβαναν στο κατώι με τη σκάφη και την μπακράτσα και μαζώχτηκε το σόι να δει από τις φυράδες το χρώμα της, ( ήταν όμορφη πολύ αλλά ήταν και κάπως,  τι κάπως, ήταν λίγο μαυριδερή . . . .) και νάτο πάλι που ξεφύγαμε, αλλά ξεφύγαμε όχι για να νευριάσουμε τους κακότροπους, παράτα τους αυτούς, αλλά για να διασκεδάσουμε τους  βολικούς και από τη φύση τους γελαστούς.      
Αυτή λοιπόν ήταν η πρώτη μας επαφή με το ισχυρότερο εντομοκτόνο που πολύ αργότερα αποσύρθηκε, αλλά τη ζημιά την έκανε και βρέθηκαν ίχνη του λέει και στους πάγους του βορείου πόλου. Σε λίγο καιρό μετά τον ψεκασμό μας, έφεραν στο χωριό και πουλούσαν στα μπακάλικα, τις μεταλλικές τρόμπες τις λεγόμενες τρόμπες για  «Φλίτ », ήταν μια τρόμπα όπως είναι  αυτές του ποδηλάτου αλλά πιο χοντρή και στο μπροστινό μέρος από κει που έβγαινε ο αέρας, είχε  από κάτω προσαρμοσμένο βιδωτά ένα μικρό κοντό και πλατύ μεταλλικό δοχείο μέσα στο οποίο βάζαμε το εντομοκτόνο το «Φλίτ» ,Ντι Ντι Ντι ήταν κι’ αυτό, υγρό όμως και τρομπάροντας, έφευγε σε λεπτά σταγονίδια και γέμιζε τον αέρα και δεν άφηνε τίποτα ζωντανό, ούτε μύγες ούτε κοριούς, τίποτα, μάλιστα ένας γείτονάς μας ψέκασε τις ντομάτες επειδή είχαν πιάσει ψείρες και σε λίγο οι ντοματιές ξεράθηκα μέχρι τη ρίζα. Αυτό έκανε τους μεγάλους να φοβηθούν και να σταματήσουν να ραντίζουν τα παιδιά στα κεφάλια και μερικοί άρχισαν να ρωτούν, αλλά άκρη δεν έβγαινε, επίσημη ενημέρωση δεν υπήρχε. Μόνο ο γιατρός του χωριού μας  όταν τύχαινε να δει ή να μάθει κάτι τέτοιο, τους μάλωνε και έλεγε να μη χρησιμοποιούν αυτό το φάρμακο είναι βλαβερό για τους ανθρώπους, ήξερε ο γιατρός τι ήταν αυτό, αλλά ποιος τον άκουγε αφού έβλεπαν ότι με ένα μόνο ψεκασμό δεν έμενε τίποτα και τα πήραν σβάρνα και τα ράντιζαν όλα δεν άφηναν τίποτα αράντιστο, ακόμα και οι κότες δε γλίτωσαν, μέχρι και στα μουλάρια και τα γαϊδούρια έριχναν φάρμακο Φλιτ με την τρόμπα για να φύγουν οι αλογόμυγες απ’ τα σκέλια τους, και επειδή η συνήθεια ,το χούι δεν κόβεται, είπα σκέλια και θυμήθηκα ένα περιστατικό, με κάποιον μηχανοδηγό στην υπηρεσία που κι’ εγώ ο ίδιος εργαζόμουν, ο οποίος «έπιασε» τις γνωστές ψείρες οι οποίες έχουν μια ειδική ονομασία, που λέγεται αλλά μάλλον δε γράφεται, και οι οποίες φωλιάζουν εκεί χαμηλά. Ο  αποθηκάριος της υπηρεσίας γνωστό πειραχτήρι, είδε ότι ο άλλος ξύνονταν, κέρδισε την εμπιστοσύνη του και του είπε να πασαλείψει το « μέρος»  με κόλλα και να καθίσει στον ήλιο για να ξεραθεί, οπότε οι ψείρες θα ψοφούσαν, εύπιστος ο άλλος ακολούθησε τις οδηγίες και μόλις ξεράθηκε η κόλλα και πήγε να περπατήσει, κατάλαβε τι έκανε και ακόμα τον κυνηγάει το Στέργιο,  και για να μη λέμε ονόματα, ο δράστης από τα αρχαία Άβδηρα και ο παθών από τις παραλίες της Κατερίνης, πέρασαν τόσα χρόνια αλλά μάλλον ο παθών σίγουρα θα το θυμάται  ακόμα. . . άσε το Στέργιο που του το θύμισα προχθές και γελούσε.  . .
Αυτά και για σήμερα, οι ψείρες δε χάθηκαν, κυκλοφορούν ακόμα γι’ αυτό προσοχή στο ξύσιμο, να γίνεται με τρόπο στο κεφάλι, μόνο με το μικρό  το δάχτυλο, σφυρίζοντας και το βλέμμα . . . αλλού έτσι στιγμιαία, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αλλά άντε να πεις στο παιδί πώς να ξυθεί και μάλιστα  όταν  βρίσκεται μέσα στην αίθουσα στο σχολείο που η δασκάλα την κίνηση του ξυσίματος την πιάνει και χωρίς να βλέπει. . . . ( Η .  .Πραγματεία Περί Φλιτ γράφτηκε πολύ παλιά, υποβλήθηκε στην Ακαδημία και απορρίφθηκε μετά πολλών επαίνων, και από τότε συμπληρώνεται συνέχεια, ανάλογα με την εξέλιξη και προσαρμοστικότητα της ψείρας). Όμως για να μην αφήσουμε καμιά εκκρεμότητα, πρέπει να πούμε ότι
(1)          Η έκφραση «Ξιούdι» σημαίνει το απλό και γνωστο «ξύνονται» και το ρήμα από «ξύομαι» το κάναμε « ξιούμι» και για όποιον επιμένει για τα παρακάτω, λέμε ξιούμι, ξιέσι, ξιέτι, ξιούμιστι, ξιέστι, (εσείς) , ξιούdι (αφνοί). Παρατατικός Ξιούμαν ,ξιούσαν κλπ κλπ αόριστος Ξύσ’κα  και άλλους χρόνους δεν διαθέτουμε , μια και το ξύσιμο δεν μπορεί να είναι ούτε αναδρομικά ούτε «πεπερασμένο εν τη γενέσει του», αλλά λέμε και τη γνωστή έκφραση που ακούγεται συχνά για κάποιον που δεν μπορεί μόνος του να βγει από μια δύσκολη κατάσταση, λέμε  «άμα δεν έχεις νύχια να ξυστείς . . .»,
(2)        Αυτό το «Αναβράζουσες» το βάλαμε επίτηδες, γιατί στους περισσότερους θα θυμίσει το γνωστό Ντεπόν το «αναβράζον» που το καταπίνουμε ταχτικά για πονοκέφαλο και με το παραμικρό, και συνήθως ύστερα από πολύωρη παρακολούθηση της τηλεόρασης. Γι’ αυτό,  βγείτε μια βόλτα . . .καλύτερα.  ..        
Και Τσικνοπέμπτη αύριο,  Hessen τους κρυόκωλους που μας πωλούν τις Μερσεντέ και ρίξτο λίγο όξω, ακόμα κι’ εσύ που μελετάς πόσο μού πήρε για να γράψω τα παραπάνω, και νάσαι καλά ρε κακομοίρη.      Κι’ όποιος θέλει να διαβάσει όσα έγραψα μέχρι τώρα, να πάει στο mavrodis.blogspot.com.  και ως ατζαμής περί τα ηλεκτρονικά, δεν πολυκαταλαβαίνω και πολλά, αλλά αυτό το «com»  εκεί στο τέλος πολύ με εντυπωσιάζει, γιατί βλέπω να πέφτει επάνω του όλο το βάρος, βλέπω όλο το «γάρμπος»  να βρίσκεται εκεί και να γέρνει το καντάρι από τις «βαρειές». Κι’ όποιος έχει αμφιβολίες. . .  άντε τώρα να μην πούμε τίποτα. .  .
 Καλές απόκριες σε όλους ..  .και φάτε και λίγο χαλβά. Εθνικό προϊόν είναι και μάλιστα δικό μας  «από δω».Απ΄τη Σαλονίκη     
. Βαγγέλης Μαυροδής 
Ξάνθεια  Θριήκης, μηνός Γαμηλιώνος λήγοντος  

Δεν υπάρχουν σχόλια: