Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Ο Σιάλιανγκας και Το Σύρμα.



       

             
      Σε νέα βελτιωμένη έκδοση  και με νεότερα  στοιχεία, για τον υπολογισμό της ωριαίας ταχύτητος του Σιάλα ν γκα , με τη νέα μέθοδο . . .   CERN!!

Αγαπητέ και Ακριβέ Αναγνώστη, Καλημέρα.
Και ξεκινούμε έτσι για να. . .  καλοπιάσουμε τον αναγνώστη με μια Καλημέρα, γιατί αν περιμένει   να διαβάσει παρακάτω  κάτι πολύ σοβαρό, πέφτει έξω και καλά θα κάνει  να  προτιμήσει τις παραπέρα αναρτήσεις, η ιστοσελίδα έχει απ’ όλα. Και είναι αλήθεια ότι έχει περισσότερα απ’ ότι πρέπει και απ’ όσα . .   . .χωράει, αλλά το ταμάχι βλέπεις κατάντησε να γίνει και. . . ηλεκτρονικό. . . !!
Εδώ, θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε ένα θέμα αλλοπρόσαλλο, χωρίς κανόνες και φαίνεται αυτό απ’ την αρχή, αφού το κύριο θέμα είναι ο «Σιάλιανγκας και το Σύρμα», κι’ έτσι πριν ακόμα  αρχίσει την ανάγνωση κάποιος, αναρωτιέται για το τι θα δει στη συνέχεια, αλλά έτσι είναι αυτά, στην περιέργεια του αναγνώστη βασιζόμαστε και με τέτοια εισαγωγή, είναι σίγουρο ότι αρκετοί θα προχωρήσουν και παρακάτω και τους διαβεβαιώνουμε ότι . .  .δε θα χάσουν, και μάλλον θα το διαβάσουν ακόμα και οι «εκ του μακρόθεν διαγιγνώσκοντες ψυχικάς νόσους .  .» τρομάρα τους.  Επ’ αυτού όμως, επ’ αυτών δηλαδή των εχόντων μεταφυσικάς ικανότητας προς διάγνωσιν των νόσων εκ του μακρόθεν ίδωμεν. .  .ως έχοντες καιρόν, αλλά ούπω ήκει ώρα.. .
Θα πιάσουμε το θέμα «περί του. . . διαγιγνώσκοντος ασθενείας . .  !!!  εκ του μακρόθεν. . .» και θα γελάσει και το παρδαλόν αιγάγριον. Αναμείνατε.
Βέβαια  ο καθένας  αρχίζοντας την ανάγνωση απορεί για τη συνέχεια, σού λέει τι παράξενα είναι αυτά, πώς θα δέσει ο Σιάλιανγκας με το Σύρμα, έλα όμως που έχουν γνώση οι φύλακες και οι απορούντες ανυπόμονοι, καλά θα κάνουν αν δεν παν παραπέρα να διαβάσουν κάτι άλλο, καλά θα κάνουν να έχουν υπομονή, και να περιμένουν τη συνέχεια, άλλωστε το όλο θέμα δεν αφορά σε όλους, γιατί απευθύνεται περισσότερο, σε όσους μπορούν να παρακολουθήσουν δαιδαλώδεις και μαιανδρικές σκέψεις, χωρίς κανόνες και σήματα γλωσσικής . . .κυκλοφορίας.
 Το γραπτό να τους διασκεδάσει θέλει, κι’ αν κάποιος εισπράξει και γνώση τόσο το καλύτερο, αλλά δύσκολα αφομοιώνεται η γνώση σήμερα, ο καθένας ότι έμαθε έμαθε και τα υπόλοιπα τα συμπληρώνει η τηλεόραση με κάποιες κουλτουριάρες κυρίες ντυμένες με περισπούδαστο ύφος που «τρώνε» το ρό,   και με μισθούς μην το συζητάς, αλλά   και με τα Τούρκικα σίριαλ, όπου σ’ αυτές τις «σειρές» όλοι οι πρωταγωνιστές είναι επιστήμονες, από αρχιτέκτονες και πάνω, άντρες και γυναίκες πίνουν σκατς απελευθερωμένοι,  και πηγαινοέρχονται στα Λονδίνα, θέλοντας σώνει και καλά με τον τρόπο τους, να πετύχουν το ομαδικό φυλετικό ανέβασμα, ξεχνώντας ότι με το μεροκάματο το πολύ  20 Ευρώ, τα Παρίσια και Τα Λονδίνα ούτε στο χάρτη δεν μπορείς να τα εντοπίσεις, αλλά,     ξαναγυρίζουμε στα δικά μας γιατί μπορεί να γκρινιάξουν μερικοί δυσκοίλιοι για την «σχοινοτενή» αφήγηση, οι οποίοι «διαγιγνώσκουν» προθέσεις εκ του μακρόθεν, αλλά επιλανθάνοντες ότι βρίσκονται μακράν της πραγματικότητος και της πνευματικής ισορροπίας, ομιλούντες και εκφραζόμενοι, μετά το ανέβασμα του θυμού τους πάνω από τα  80 ντεσιμπέλ, .. . .γι’ αυτό, ήρεμαααααα . . .και. . . . «κατάπιε πρώτα. .  .θα πνιχτείς» και υπολειτουργούν και τα Νοσοκομεία, γιορτές και αργίες που είναι. . ... . .  
Για μήνες τώρα με απασχολεί το. . . πρόβλημα,  πώς να δέσω το Σύρμα με το Σιάλια ν γκα, αλλά νά, με το πες πες και χάρη στην υπομονή σας, σιγά σιγά οι ιδέες κατέβηκαν και πράγματι το Σύρμα και ο Σιάλιανγκας είναι δυο πράγματα τελείως αντίθετα, έλα όμως που κάπου εκεί στο βάθος συναντιούνται, συναντιούνται τρόπος του λέγειν δηλαδή, γιατί δεν πρόκειται για συνάντηση  όπως όλοι την εννοούμε, αλλά για μια εννοιολογική συνάφεια και σχέση, μια σχέση περισσότερο από γλωσσικής πλευράς και θα φανεί παρακάτω τι εννοούμε.  Θα φανεί στο τέλος δηλαδή, οτι αυτά τα δυο άσχετα πράγματα θα δέσουν, και θα δέσουν καλά, τόσο καλά που θα απορήσετε πώς γίνεται. Τώρα, το πώς θα  «δέσουν» αυτά τα δυο αντίθετα και από πρώτη όψη αλλοπρόσαλλα, που το μεν σύρμα είναι κάτι το ανόργανο, κρύο και ουδέτερο, ο δε σιάλια ν γκας είναι ζωντανός αλλά  αόμματος μυξιάρης και. . . κερατωμένος, ή μάλλον κερασφόρος, θα το δούμε  και θα φανεί στη συνέχεια πώς είναι δυνατό να δεθούν γλωσσικά αυτά τα δυο, θα δούμε, υπομονή μόνο και μπαίνουμε κατευθείαν στο θέμα αρχίζοντας απ’ όπου μας αρέσει, αφού έχουμε αυτό το ελεύθερο, κι’ όποιος αντέξει, το είπαμε κι’ άλλοτε αυτό, όποιος δεν είναι περίεργος, ας σταματήσει την ανάγνωση εδώ κι’ ας ψάξει παραπέρα.
Τώρα βέβαια, αν πάτε παραπέρα θα πέσετε πάνω σε  σοβαρότερα θέματα, με κυρίαρχο αυτό που  καθημερινά διαβάζουμε και ακούμε  αυτό το φοβερό «περί εθνικής πτωχείας και ανέχειας», άλλο τώρα που μερικοί αυτά τα δυο δεν λεν να τα εννοήσουν,  και προχωρούμε παρακάτω, να δούμε πού θα μας βγάλει η συνέχεια, και είπαμε και το ξαναλέμε, η υπόθεση και η ιστορία έχουν ζουμί και μέλλον, και από σοβαρότητα και ιδίως σοβαροφάνεια ο κόσμος χόρτασε εδώ και αιώνες, αλλά περίεργο, ενώ περισσεύει η νομοθετημένη σοβαρότητα, έλειψε το χαμόγελο και ο . . . τζερτζελές, αυτό το αλατοπίπερο στη ζωή μας κι όποιος διαφωνεί, ας αλλάξει  κουστούμι για να . . . καπνίσει, όπως έκαναν κάποτε οι Λόρδοι τότε που η πατρίδα τους εξουσίαζε τον κόσμο.  . . άλλο θέμα αυτό, άσχετο, αλλά έχει παρατηρηθεί, ότι ακόμα και αν  γεμίσεις ένα γραπτό με διάφορα και άσχετα μεταξύ τους  θέματα, όλο και κάποιος θα βρεθεί να το διαβάσει και μάλιστα να το κριτικάρει κι’ από πάνω, και  ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί να εντοπίσει και κάποιο «καινούργιο στυλ» έτσι είναι αυτά, τα παράξενα φαινόμενα συνήθως τα ερμηνεύουν παράξενοι άνθρωποι, αλλά απομακρυνόμαστε . .  .επικίνδυνα από το θέμα και πρέπει να συμμαζευτούμε γιατί όσο και να το κλωθογυρίζουμε, κάποτε θα πρέπει να φτάσουμε στο τέλος, για να βγεί το ζουμί της ιστορίας και να επέλθει και η «κάθαρση»  όπως έλεγε ο αείμνηστος . .  .συνάδελφος(!!) και κοντοχωριανός Αριστοτέλης.                                        
 Από την αρχή βέβαια ο Σιάλια ν γκας και το σύρμα φαίνονται παράταιρα  αλλά όπως θα δούμε παρακάτω, θα δεθούν. . . σφιχτά. Πάντως ως υπότιτλος, θα μπορούσε να σταθεί  και το ρήμα « Συρματώ» αλλά θα ήταν κάπως πρόωρο,  αφού ως ρήμα «παράγεται» κάπου στη μέση του κειμένου,   γι’ αυτό ας προχωρήσουμε την αφήγηση και βλέπουμε, όλα θα πάρουν το δρόμο τους και η συνέχεια θα το δείξει.
 Μπαίνουμε στο θέμα λοιπόν και,
 - Τι το πιο γνωστό από το κοινό σύρμα αυτό που γνωρίζουμε όλοι, αυτό που χρησιμοποιούμε για να δέσουμε τις μπάλες του χόρτου, «το bαλίσιο», να ενώσουμε κάτι, να απλώσουμε τα ρούχα στην αυλή, αλλά και να ειδοποιήσουμε κάποιον να προσέξει, φωνάζοντας «σύρμαααααα»,( μεταφορικά αυτό), για να τού πούμε ότι κινδυνεύει  να τον ειδοποιήσουμε ότι έρχεται κάποιος και θα τον «καρφώσει», και αυτό λέγεται στο στρατό ιδίως, όταν η ομάδα λουφάρει-χαλαρώνει και στη θέα του επιβλέποντος που έρχεται ξαφνικά για να ελέγξει και ενδεχομένως να επιβάλει τιμωρίες στους κοπανατζήδες, ένας  που τον βλέπει αυτόν τον αρμόδιο γαλονά, φωνάζει «σύρμαααααα» και οι υπόλοιποι παίρνουν τα μέτρα τους  και συμμορφώνονται με το. . . πρόγραμμα, ή αν προλάβουν εξαφανίζονται.  Το σύρμα πάντως  τη σημερινή εποχή το βρίσκεις σε αφθονία και «ότ’ λουγιό θέλ’ς», θέλεις ψιλό, θέλεις χοντρό, υπάρχουν σύρματα από διάφορα μέταλλα, ενώ παλιότερα σύρμα δεν υπήρχε και ο κόσμος πορεύονταν με τα διάφορα σκοινιά, σκοινιά που τάφκιαχναν οι ίδιοι, μάλλινα τις περισσότερες φορές και θα με ρωτήσει κάποιος « τόσο παλιός είσαι;». Και απαντώ ότι «Παλιός έγινα, αλλά παλαιολιθικός αργώ να γίνω . . .»
-Και, ναι λοιπόν, θυμούμαι ακόμα μερικά πράγματα από το παρελθόν, θυμούμαι ας πούμε ότι ελλείψει σύρματος και σκοινιού τα δεμάτια με το χορτάρι που κοσσίζαμε στα λίγα λιβάδια που υπήρχαν στο χωριό, (τα λιβάδια λίγα αλλά τα μουλάρια πολλά), αυτό το χορτάρι το κάναμε «δεμάτια» τα οποία δεμάτια τα δέναμε με φτέρη κι’ αυτό το δέσιμο, ήταν ολόκληρη διαδικασία η οποία δεν μπορεί να εξαντληθεί σε μια παρένθεση, για να καταλάβει κάποιος πώς γινόταν και μπλέκαμε τα φύλλα της φτέρης έτσι, που δυο φτέρες να ενωθούν και να κάνουν ένα πρωτόγονο κάπως  μακρύ σκοινί, τόσο μακρύ που να μπορεί να τυλίξει ένα μεγάλο δεμάτι χορτάρι, δεμάτι όμως σταθερό που να μπορεί να φορτωθεί στο μουλάρι και  να μεταφερθεί στον αχυρώνα χωρίς να διαλυθεί στο δρόμο, αυτές είναι εμπειρίες που αποχτιούνται εκεί, στο χωριό, και αν δεν τις αποχτήσεις με πρακτική εξάσκηση δεν μπορείς να τις μάθεις διαβάζοντας ένα γραφτό, όσο λεπτομερειακό και να είναι, αν δε σού λυθεί το κακοδεμένο δεμάτι, δε μαθαίνεις πώς να φκιάχνεις τα σωστά «δεματ’κά» με τις φτέρες και δε μπορείς να μεταφέρεις αυτές σου τις γνώσεις και στους άλλους στους παρακάτω, όπως τις μετέφεραν και σε σένα άλλοι παλιότεροι. Όσο σπάνια ήταν τα σκοινιά, ήταν και τα καρφιά στα οποία θα αναφερθούμε αναλυτικότερα σε ένα άλλο σημείωμα.
Το χαρακτηριστικό στο σύρμα είναι η ομοιομορφία στο πάχος και το μεγάλο μήκος του, που ενωμένο με διάφορους τρόπους τύλιγε κάποτε, έφερνε  γύρα που λέμε πάμπολλες φορές τον πλανήτη, με τα διάφορα συστήματα της τηλεπικοινωνίας, αν και πάει καιρός που όλα αυτά αντικαταστάθηκαν με τις ασύρματες επικοινωνίες μέσω δορυφόρων, αλλά το σύρμα εκτός απ’ αυτό που όλοι γνωρίζουμε, και τη μεταφορική του σημασία, στα χωριά μας σύρμα λέμε και κάτι άλλο, λέμε το πολύ στενό μονοπάτι στο βουνό στο οποίο μπορείς να περπατήσεις ο ένας πίσω από τον άλλο, αλλά λέμε κι’ εκείνο το μονοπάτι το πάρα πολύ στενό, εκείνο  που φκιάχνουν, που «χαράζουν» να το πούμε καλύτερα τα γίδια στην πλαγιά του βουνού, όταν  κάνουν κάθε μέρα την ίδια διαδρομή βόσκοντας και περπατώντας στη σειρά το ένα «καταπόδ ‘  στ’ άλλο» (το ένα πίσω από το άλλο) κι’  όταν το βλέπεις απ’ την απέναντι πλαγιά φαίνεται να ξεχωρίζει όπως ακολουθεί συνήθως τις « ισοϋψείς καμπύλες» του εδάφους που λένε οι Τοπογράφοι.
Σύρμα όμως λέμε και το ίχνος που αφήνει ο σιάλιανγκας (και επί τέλους νάτο το δέσιμοοοοο.  . .!!) όταν σέρνεται ξεσκέπαστος ή κουβαλώντας και το καβούκι του,  εκείνο το γλιστερό και κολλώδες αποτύπωμα πάνω σε κάποια ξερή επιφάνεια, από ανάγκη βέβαια,  γιατί οι σιαλιανγκοί γενικώς  προτιμούν να σέρνονται σε υγρές επιφάνειες και μόνο κατά τις βροχερές μέρες, τότε που όσοι τους τρώνε, βγαίνουν και τους μαζεύουν.
Κάπου εδώ θα πρέπει  όμως να συνδέσουμε το θέμα με το σαλιγκάρι γιατί περί αυτού πρόκειται , με το σύρμα ξεκινήσαμε γενικώς για να φτάσουμε ειδικά στη « σ υ ρ μ α- τ α ρ ι ά » που αφήνει αυτό το αργοκίνητο πλάσμα, όταν σέρνεται και μάλιστα όταν σέρνεται στον τοίχο.
Η ιστορία ξεκινάει  από τα μαθητικά μας χρόνια στο Γυμνάσιο της Αρναίας, εκείνα τα  χρόνια που τα περάσαμε δύσκολα ζώντας με το τίποτα, δυο και τρεις στο ίδιο φτηνό δωμάτιο, με όλα, μα όλα αντίθετα με την ηλικία και τις εφηβικές ανησυχίες μας και τον έλεγχο από τους καθηγητές και τον κοινωνικό περίγυρο καθημερινό, ακόμα και νυχτερινούς ελέγχους διενεργούσαν οι καθηγητές μπαίνοντας στα σπίτια που μέναμε και κάποιος  μάλιστα  το είχε παρακάνει, και όλες αυτές οι άθλιες ενέργειές τους στηρίζονταν σε κάποια γενικόλογη εγκύκλιο η οποία εφαρμόζονταν μόνο στην επαρχία όπου ο τόπος ήταν μικρός και η όποια αντίδραση αδιανόητη μια και η διαγωγή μας ήταν διαβαθμισμένη και αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο στο απολυτήριό μας. Έρχονταν στο σπίτι για να ελέγξουν αν είμαστε εκεί μόλις νύχτωνε, άσε τις υποχρεωτικές εξωσχολικές δραστηριότητες, κατηχητικά και άλλα  για την οργάνωση των οποίων μερικοί  συσσώρευαν κλέος και φήμη, εισπράττοντας παράλληλα και την αμοιβή τους, το κατιτίς  που λέμε από πηγές αφανείς στους κοινούς θνητούς, γιατί τζάμπα ποτέ δε γίνεται τίποτα. Τέλος πάντων αυτά ευτυχώς πέρασαν ανεπιστρεπτί και μακάρι ποτέ να μην ξαναφανούν,  ονόματα δε χρειάζεται να πούμε, αλλά παρόλο που πέρασε μισός αιώνας   ακόμα τα θυμόμαστε γιατί αυτά μας πονούσαν τότε, μας έκοβαν τα φτερά και μας γκρέμιζαν τα όνειρα, μας μαύριζαν τη ψυχή, και μας σημάδεψαν, κι’ ήμασταν τότε πάνω στην εφηβεία.
Τότε λοιπόν που φοιτούσαμε στο Γυμνάσιο της Αρναίας μέναμε κάπου εκεί προς τα Τσακνακέϊκα στο σπίτι μιας γιαγιάς, της μαννάκας της Δέσπως της Γιαννακοπουλιέσινας, μεγάλο το σπίτι, είχε έξη εφτά  δωμάτια και μέναμε πεντέξι όλοι απ’ το ίδιο χωριό, και κάποια μέρα μια γειτόνισσα έφερε στη μαννάκα ένα καλάθι σαλιγκάρια  και τι τόθελε. . .  
Τάβαλε η μαννάκα εκεί δεξιά στην εσωτερική σκάλα μέσα σε μια μεγάλη κατσαρόλα μαζί με πίτυρα να φαν και να «καθαρίσουν» και τα σκέπασε με το καπάκι. Εμείς τα είδαμε και περνώντας όλοι, ξεσκεπάζαμε την κατσαρόλα και τα βλέπαμε να είναι σε μια διαρκή κίνηση και μέσα σε ένα τόσο μικρό και στενό χώρο, να προσπαθούν να βρουν οδό διαφυγής ανεβαίνοντας το ένα πάνω στο άλλο και όπως το λέμε και το καταλαβαίνουμε στην ιδιωματική γλώσσα του χωριού, τα βλέπαμε να «νιχουβουλιάζονται».
Αυτή τη λέξη όμως, αυτό το «νιχουβουλιάζονται»  μην τη θεωρείτε ξενική,  είναι καθαρά Ελληνική, αν και ολίγον(;) σακατεμένη, και η Ελληνικότητά της θα φανεί στο. . . παράρτημα  και με . . .λεπτομέρειες.
Το  καπάκι λοιπόν κουνιόταν κάπου κάπου , και κανείς δε σκέφτηκε να βάλει πάνω του μια πέτρα κάποιο βαρύ πράγμα για να μην ανοίξει και φύγουν αυτοί οι διαβόλοι από μέσα, θα μου πεις πού θα πήγαιναν, αλλά. . . , αλλά,. . . το επόμενο πρωί πριν φύγουμε για το σχολείο ακούσαμε τη γιαγιά να φωνάζει, τρέξαμε και τι να δούμε, η κατσαρόλα ανοιχτή το καπάκι στο πλάι και όλα, μα όλα τα σαλιγκάρια στους τοίχους και στο ταβάνι να σέρνονται ψάχνοντας για. .  . .γρασίδι και πού να το βρουν, ήταν ένα θέαμα άλλο να το ακούς κι’ άλλο να το βλέπεις, γλιστρούσαν όλα κουνώντας διερευνητικά τις κεραίες και όλοι οι τοίχοι να γυαλοκοπούν από τη μύξα που άφηναν πίσω τους κοκαλωμένη σε αλλεπάλληλα στρώματα από τις πολλές διασταυρούμενες πορείες και σε διάφορα σχέδια, τι ευθείες τι καμπύλες αλληλεπικαλυπτόμενες, όλα τα γεωμετρικά σχήματα φαίνονταν στους τοίχους και στο ταβάνι, φωνές   η μαννάκα ήρθε, η γιαγιά η Αλιξάντρα από δίπλα, ήρθε κι’ από απέναντι ο μπάρμπας ο Ματέας και μ’ ένα μακρύ ξύλο κατέβασε τα σαλιγκάρια απ’  « τα τοίχια » και τα μάζεψαν πάλι στην κατσαρόλα για να πάν στον προορισμό τους, να μαγειρευτούν.
Αυτό ήταν το επεισόδιο με τους σιαλιαγκούς, δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο δηλαδή, αλλά αυτά τα «σύρματα» αυτές οι « συρματαριές » που άφησαν στους τοίχους και στο ταβάνι, έμειναν για χρόνια και εκεί προς το τέλος των γυμνασιακών μας σπουδών είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν από τη σκόνη και τις κάπνες που κάθισαν επάνω τους, και κάποτε μετά από  σαράντα τόσα χρόνια από τότε που συνέβησαν τα γεγονότα, με το  συγχωριανό και συμμαθητή  στο γυμνάσιο, το Γιάννη το Μπρουτζά, κάναμε μια βόλτα στην παλιά μας  γειτονιά στην Αρναία, έτσι για να δούμε, να θυμηθούμε κι’ αν συναντούσαμε και κάποιον παλιό γείτονα και μας θυμόταν, να πούμε δυο λόγια, και ώ του θαύματος συναντήσαμε τη γιαγιά Σοφία τη Ζαμπόκινα, μας θυμήθηκε με το όνομά μας και πολύ το χάρηκε, μας ρώτησε διάφορα και πιο πάνω απέναντι από το σπίτι που καθόμασταν και στο οποίο συνέβησαν τα γεγονότα με τους σιαλιανγκούς,  μόλις είχε αρχίσει να νυχτώνει, σ’ ένα μπαλκονάκι λίγο πιο ψηλά από το καλντερίμι  του ανηφορικού δρόμου, κάθονταν ένας μπάρμπας και απολάμβανε τη  δροσιά, τον χαιρετήσαμε και κείνος μας περιεργάστηκε για λίγο, και με τις πρώτες κουβέντες από τη φωνή ακόμα, γύρισε και είπε φανερά συγκινημένος, « Έι .. έι. . .  Βρε; Τι γιένιτι;. . . .Ισύ είσι η Βαγγέλ’ς ,. . .Τι βρε γιένιτι;. . . .»
Ήταν ο μπάρμπας ο Ματέας, μας θυμήθηκε ύστερα από τόσα χρόνια, ήταν εκείνος που με το δεκανίκι κατέβασε τους σιαλιανγκούς από τα ντουβάρια όταν την  κοπάνησαν από την κατσαρόλα  στο σπίτι της Μαννάκας, θεός σχωρέσ’ και τη Μαννάκα και όλους, όμως είχε ακόμα τις αμφιβολίες του, δεν άντεξε φαίνεται, κρατούσε μέσα του την απορία και  ρώτησε όχι για να μάθει, το ήξερε, γνώριζε την απάντηση από τότε ήταν βέβαιος ότι κάποιος από μας τράβηξε το καπάκι της κατσαρόλας, αλλά δεν ήξερε ποιος απ’ όλους, είπαμε μέναμε έξη στο ίδιο σπίτι, ρώτησε λοιπόν κρυφογελώντας με σημασία.
 -«Κι δε μι λιές; Ποιος  ξισκέπασι d’ κατσαρόλα  τότι; Ισείς τόκανιέτι, αλλά ποιος απ’  όλνοι; Ιγώ τότι ισιένα σκιέφκα, μα. . . . »
Γελάσαμε, είπαμε αρκετά εκείνος μέσα από το μπαλκόνι εμείς από το δρόμο, χάρηκε που μας είδε, μας ρώτησε διάφορα, πού είμαστε τι κάνουμε και ευχήθηκε  να είμαστε καλά, κι’ εμείς, εγώ δηλαδή ρώτησα έτσι με μια επιβεβαιωτική ερώτηση,  πώς θυμάται ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν, πώς θυμάται ένα ασήμαντο γεγονός, και τότε ο μπάρμπα Γιώργης απάντησε με  μια έκφραση που ομολογώ δεν την περίμενα, γιατί δε φαντάστηκα ότι από τη λέξη «σύρμα» με τη σημασία του ίχνους που αφήνουν οι σιαλιανγκοί, δεν περίμενα ότι μπορεί να γίνει ένα ρήμα που τα λέει όλα. Απάντησε ο μπάρμπας,
« Τι λιές βρε, αν θμούμι λιέει; Βρε οι σιαλιακοί, ΣΥΡΜΑΤΟΥΣΑΝ στα dουβάρια. . .  .!!! ». 
Κι’ αυτό το «συρματούσαν», αυτή η πρωτάκουστη γλωσσοπλαστική ικανότητα από έναν άνθρωπο αγράμματο αλλά με απρόσμενη εκφραστική ετοιμότητα, συγκέντρωσε στο πρόσωπό του το θαυμασμό της στιγμής, τόσο που η απάντηση για το ποιος τόκανε τότε, αναβλήθηκε για  τώρα, ετεροχρονισμένη βέβαια, αλλά ειλικρινής. «Ναι μπάρμπα Ματέα, καλά το κατάλαβες τότε. . . .»                                                                
                                                             Βαγγέλης Μαυροδής


Παράρτημα 
Με γλωσσολογικές και ετυμολογικές παρατηρήσεις
( κι’ όποιος αντέξει. . . )
Το σαλιγκάρι στο χωριό μου το Νεοχώρι το λέμε σιάλια ν γκα, πληθυντικός οι σιαλια ν γκοί  και αυτό το ( ν )  που βάζω στη λέξη έχει τη σημασία του, είναι απαραίτητο για τη  σωστή τοπική προφορά, γιατί σε κάθε τόπο έστω και διπλανό αλλιώς προφέρεται. Εμείς δηλαδή στο χωριό το σαλιγκάρι το λέμε σιάλιανγκα και δίπλα στην Αρναία το  λεν σιαλιάκ’ και στον πληθυντικό, τα σιαλιάκια και οι σιαλιακοί. Το σαλιγκάρι, μπορεί για ευκολία, να  το ονομάσαμε έτσι από τα σάλια που αφήνει όπως σέρνεται και γλιστράει επάνω τους για να μετακινηθεί, το πιο σίγουρο όμως είναι οτι εμείς το καταντήσαμε έτσι το όνομά του και από την αρχαιοελληνική του ονομασία Έλιξ (Λατινικά Helix), το κάναμε όπως το κάναμε, και στη θέση της αρχαίας δασείας (τη θυμάστε;),  βάλαμε και πολύ σωστά το –σ- και έγινε σιγά σιγά από χ-έλικας, σ-έλικας και νάτος ο γνωστός μας σιάλιανγκααααας. . έτσι απλά και κατανοητά. Βέβαια αυτή η αλλαγή δεν έγινε αυτόματα, μεσολάβησαν αιώνες και δυστυχώς γραπτές μαρτυρίες δεν υπάρχουν, αλλά η γλώσσα μάλλον έτσι εξελίσσεται και απλοποιείται, τώρα άλλο το ότι εμείς εκεί, στις βορειοανατολικές πλαγιές του Χολομώντα μερικά τα παρααπλοποιήσαμε και τα κάναμε αγνώριστα. . . και ακόμα  τα συνεχίζουμε, και  συνεννοούμαστε άνετα μεταξύ μας.
Η παραπάνω άποψη περί προσθαφαίρεσης του σίγμα και της δασείας, μάλλον είναι η σωστή, γιατί σε μερικά μέρη όπως στην Κρήτη και αλλού, το σαλιγκάρι το λένε και Κοχλιό, Χοχλιό, (κοχλία δηλαδή) που είναι το ίδιο πράγμα με το Έλιξ αφού και ο κοχλίας έχει σπείρες ελικοειδείς, έχει όμως και δασεία κι’ αυτή η δασεία που μας τη στέρησαν είχε τη σημασία της, γιατί παλιότερα, άλλοτε προφέρονταν ως σίγμα και άλλες φορές ως χί, οπότε νάτος ο Σιάλια ν γκας και να μην ψάχνουμε παραπέρα,   αλλά ως εδώ η ανάλυση, τόσο μπορούμε, τα υπόλοιπα τ’ αφήνουμε για τους βαθύτερα γνωρίζοντες  τα περί την ετυμολογία αυτών των λέξεων κι’ αν θέλουν ας μας συμπληρώσουν, ακόμα και να μας διορθώσουν, κέρδος θάναι για όλους . . .
Τώρα γιατί οι Πόντιοι τα σαλιγκάρια τα λεν και «Χαρχαλία», ποιος ξέρει, αλλά υποθέτω ότι τα ονόμασαν έτσι από τα χαρ χαρ που ακούγεται όταν χτυπιούνται μεταξύ τους την ώρα που βράζουν στην κατσαρόλα και επ’ αυτού, κάποιος ειδήμων Πόντιος ας πει την άποψή του, καλό θα είναι.     
 Η λέξη «συρ-μα-τα-ριά» που αναφέρθηκε στο κείμενο, στην τελευταία συλλαβή πρέπει να προφερθεί χωρίς γ, (γάμα), δεν πρέπει να προφερθεί δηλαδή όπως στη λέξη Φλουρ-γιά ή Λαιμαρ-γιά, αλλά να την προφέρουμε όπως στη λέξη ταχ-ιά ή πρασ-ιά (σκέτη αυτή η πρασ- ιά  και χωρίς Χί (χ), να μην πούμε δηλαδή πρασ χ ιά) . Αυτή όμως η λεπτομέρεια για τη σωστή προφορά, μόνο για όποιον μπορεί. Όποιος δεν το καταφέρει, τι να κάνουμε, σιγά σιγά. . .
Συνεχίζοντας την ανάλυση, πάμε τώρα σ’ αυτό το πολύ. . .γνωστό ρήμα «νιχουβουλιάζουμι» το οποίο συναντιέται μόνο στη μέση φωνή και ο  παρατατικός του Νιχουβουλιάζουμαν, νιχουβουλιάζουσαν, νιχουβουλιάζdαν, νιχουβουλιάζουμάσταν, νιχουβουλιάζουσάσταν, και το τρίτο πληθυντικό του παρατατικού όπερ και χρησιμοποιείται περισσότερο, είναι το. .  .γνωστό, σε . . .όλους νιχουβουλιάζdαν (δηλαδή νιχουβου κλπ, αυτή κι’ αυτός, ή αφνοί οι δυο και στην περιοχή δεν ακούστηκε ακόμα(!!) να νιχουβουλιάσκαν παραπάν απού δυο.  . .και νάτος κι’ ο αόριστοοοοος. .  .). Αυτός ο τόσο. . . ομαλός και. .  .γνωστός αόριστος λοιπόν που φάνηκε προηγουμένως, σπάνια συναντιέται  σε. . .γραφτά και λιγότερο ακούγεται, διότι το. . . νιχουβόλιασμα ειδικά ως διαρκής ενέργεια, πολύ σπάνια γίνεται κατάσταση και δεν έχει ανάγκη να εκφρασθεί και να περιγραφεί με ρηματικό χρόνο στιγμιαίου παρελθόντος, σαν μια πράξη δηλαδή που έγινε κάποτε, μια φορά στο παρελθόν και σταμάτησε. Το «νιχουβόλιασμα» είναι μια ασχολία που άμα τη μάθει και τη συνηθίσει κάποιος δεν την παρατά δια βίου που λέμε, (αλλά γίνεται;) , και μάλιστα ασχολία από τις πιο ευχάριστες στη ζωή, κι’ όποιος δεν τη δοκίμασε και δεν τη γνωρίζει, θα πάει όπως λέμε με κλειστά τα μάτια. . .και κατά τον πλέον ειδικό επί του νιχουβουλιάσματος επιστήμονα  τον κύριο Θάνο Ασκητή, η συχνότητά του είναι ανάλογη με το πόσο τέλος πάντων αντέχει ο καθένας,  ανάλογα με την ηλικία, τις συνήθειες και τις συνθήκες γενικά και σταματούσε κάποτε μέχρι να . .  .σαραντίσει η λεχώνα, αλλά κι’ αυτός ο σαραντισμός σύμφωνα με τις νέες τάσεις και κατά την  . . .εκκλησιαστικήν  λεγομένην οικονομίαν και τάξιν, γίνεται σήμερα στις μισές μέρες και φτάνει ως εδώ για να μη ξημερωθούμε με τα τέτοια, κι’ όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. . .τί να πούμε παραπάνω.
Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι αυτό το πονηρό νιχουβόλιασμα είναι μια διαρκής απόλαυση και γίνεται κατάσταση  αλλά κι’ αυτή προσωρινή, μόνο για τους  σιαλιανγκούς και για τ’ς καβουροί, όσο  αυτοί οι  τελεσίδικα καταδικασμένοι σιαλιανγκοί και  οι φουκαράδες οι καβουροί, όσο  βρίσκονται εξ ανάγκης βοριασμένοι μέσα στα τσιουβάλια ή στις κάσσες μέχρι να μπουν στην κατσαρόλα για μαγείρεμα, αλλά  κι’ εδώ θεωρούμε υποχρέωση προς τους υπομονετικούς αναγνώστες, (σε όσους τέλος πάντων έφτασαν ως εδώ)  και κρίνουμε απαραίτητο, να δώσουμε κάποια εξήγηση, κάποια ερμηνεία τέλος πάντων γι’ αυτό το «βοριασμένοι» που ακούστηκε αμέσως παραπάνω, γι’ αυτή τη μετοχή του ρήματος βοριάζω,  αξίζει όμως τον κόπο για το ρήμα αυτό «βοριάζω και βοριάζομαι» να αφιερώσουμε μια ιδιαίτερη . .  .πραγματεία, μια και τόσο στην ενεργητική όσο και στη μέση φωνή, το ρήμα έχει άμεση σχέση, αμεσότατη μάλιστα, με το Νιχουβουλιάζουμι.( Δηλαδή, χρονικά προηγείται το «βόριασμα» και ακολουθεί το «νιχουβόλιασμα».)
 Ξεφύγαμε. . . κάπως από τη συνέχεια και μπορεί σε κάποιους να δημιουργήθηκε νοηματικό χάσμα και δυσκολία στην παρακολούθηση, μη στενοχωριέστε όμως,     δε σας ζήτησε κανείς να τα μάθετε απ’ έξω, διαβάζοντάς τα την ώρα σας . . .περνάτε κι’ όποιος βαρέθηκε, ας τα παρατήσει,  θα χάσει όμως το ζουμερό επιδόρπιο του όλου θέματος, γιατί πάντοτε στα γεύματα και στα δείπνα, συνήθως στα επιδόρπια είναι οι νοστιμιές. . .όπως και στο νιχουβόλιασμα αυτό καθεαυτό, η νοστιμιά είναι πάντοτε στο τέλος, και τφού απ’ την αρχή κοντεύουμε πάλι να το ασογιέψουμε το πράγμα . 
Συνεχίζουμε λοιπόν με τον αόριστο ο οποίος είπαμε  κάνει «νιχουβουλιάσκα», έλα όμως που κι’ εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να κάνουμε κάποιες παρατηρήσεις σχετικές με την προφορά αυτού του αορίστου και ειδικά  την προφορά της τελευταίας συλλαβής, αυτού του – σκα-, αλλά για να μη γίνει. . . κουραστικό  το γραφτό, αφού ως εδώ μάλλον. . . πήγε καλά και δε. . .  διαμαρτυρήθηκε κανένας, την ανάλυση για τη σωστή φωνητική απόδοση του αορίστου, θα την κάνουμε παρακάτω, προς το τέλος, υπομονή, μέχρι τότε θα πούμε κι’ άλλα. . .
Το ρήμα «Νιχουβουλιάζουμι» λοιπόν, σημαίνει ότι κουνιέμαι μια από δω και μια από κει, δεξιά κι’ αριστερά, αλλά δε μετακινούμαι απ’ τη θέση μου, είτε γιατί δεν μπορώ ή δε με βολεύει ο χώρος, είτε γιατί δεν  επιθυμώ να μετακινηθώ κι’ αυτή η άρνηση για μετακίνηση όσο διαρκεί ( και συνήθως εκφράζεται. . .  .σιωπηρά κάτω από το . . . πάπλωμα. . . και  νιχουβόλιασμα όρθιο δεν ακούστηκε. .. ), αυτή λοιπόν η σιωπηρή συστροφή περί . . .τον άξονα, αυτή η γλυκιά  «κίνηση επιτόπου», είναι παραπάνω από σίγουρο ότι  εμπεριέχει  πονηρές προθέσεις ή μάλλον «ορέξεις εν τω γίγνεσθαι» που λέμε, γιατί αυτό το πονηρό  «νιχουβόλιασμα» σταματάει, τελειούται μάλλον κάποια στιγμή «ως είναι φυσικόν», ή ακόμα και μπορεί να διακοπεί τελείως  «αφύσικα», όταν ξαφνικά ανοίξει η ξεκλείδωτη πόρτα και μπει η γιαγιά που ψάχνει τη. . . .σκούπα. . .και ακούγεται κάπως ζεματισμένη να λέει,  « μαρ’ νύφ’ δε βρίσκου του φαράσ’» κι’ άστα να παν, η εστία αφύλαχτη αλλά η μπάλα  ξαφνικά με. . . φουϊτ. . .  και ως γνωστόν οι γριές είναι συνήθως απρόβλεπτες,  γι’ αυτό η κλειδαριά πρέπει να είναι πάντα λαδωμένη και το πειράτ’ (ο σύρτης) τραβηγμένος . .  .
Πάντως αν τολμήσουμε μια ετυμολογική προσέγγιση στο ρήμα, μάλλον θα πρέπει να πάμε προς τη «χόβολη» τη στάχτη που ακόμα έχει μέσα κάρβουνα αναμμένα και την οποία ανακατώνουμε με το τσιμπίδι (την πυράγρα για τους πολύ αρχαιομαθείς), «αναχοβολίζουμε» δηλαδή  τη χόβολη. Έτσι, το ρήμα κάποτε απλοποιήθηκε, έγινε αναχουβουλιάζω και η ενέργειά του περιορίστηκε μεταφορικά μόνο στην ανάλογη συμπεριφορά των ανθρώπων και αφού αυτή η ενέργειά του ρήματος δε μεταβαίνει σε κάποιον μη συμπράττοντα, αλλά χρησιμοποιείται αποκλειστικά προς αλληλοβόλεμα αμφοτέρων των υποκειμένων και προς «αμοιβαίαν  ικανοποίησιν» όπως λέγαμε παραπάνω, μεταπήδησε  στα τοιαύτα της μέσης φωνής και έγινε «νιχουβουλιάζουμι». Άλλωστε και το ανακάτωμα της χόβολης, το κατά κυριολεξία «νιχουβόλιασμα», σκοπό άλλον δεν έχει από το να έρθουν στην επιφάνεια τα αναμμένα κάρβουνα και να αυξηθεί η εκπεμπόμενη θερμότητα, οπότε, δυο κάρβουνα . . . .αλληλονιχουβουλιαζόμενα( !!) κάτω από το πάπλωμα στο τέλος φέρνουν το ευχάριστο για τους συμπράττοντας αποτέλεσμα, και κάθε τόσο απασχολούν και τον κύριο. ..  ληξίαρχο.  
Κατά τη γνώμη μου όμως θα έπρεπε οι  « Γραμματικοί» να είχαν ξεχωρίσει αυτή την κατηγορία των ρημάτων  -ποια κατηγορία δηλαδή, πρόκειται για το ένα και μοναδικό ρήμα με αυτήν την ιδιαιτερότητα-, θα έπρεπε αυτό το «νιχουβουλιάζουμι» να το κατατάξουν σε ξεχωριστή κατηγορία, αφού ξεχωριστή και μοναδική είναι η ενέργειά του, που τόσο συμβάλλει στη διαιώνιση άς το πούμε έτσι γενικώς, χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες και μας κόψει η . . . λογοκρισία. . .   κι’ αυτή η κατάταξη θα πρέπει να γίνει με μοναδικό κριτήριο τη μετάδοση προς αλλήλους της εκλυόμενης ενέργειας των εμπλεκομένων υποκειμένων  του νιχουβουλιάσματος. Αλλά εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε, ότι η ενέργεια του ρήματος αυτού, είναι αμφοτεροβαρής, και σίγουρα  είναι το μοναδικό ρήμα που έχει δυο υποκείμενα και συγχρόνως δύο αντικείμενα.
Και για να μη μακρηγορούμε, το συγκεκριμένο ρήμα θα μπορούσε να ονομαστεί  ας πούμε ρήμα . . . «αλληλοϊκανοποιήσεως», «διπλής ενεργείας . . .αλληλοκατευθυνομένης», ή από τώρα και για συντομία, να το πούμε απλώς,. . . «νιχουβουλιαστικόν».
Τέλος πάντων, η περιοχή μας διαθέτει φιλολόγους, και όλο και θα εύρισκαν  την κατάλληλη ονομασία, ιδίως οι της λεγόμενης κλασσικής, (ακούς Γιάννη;), εμείς απλώς ρίχνουμε την ιδέα, γιατί ή ενέργεια αυτού του ρήματος  επιστρέφει στα ίδια τα υποκείμενα, αλλά άνευ αμφοτερόπλευρης παρουσίας ήτοι κοινώς άνευ «νιχουβουλιάσματος», θα ήταν αυτή η ενέργεια μια ενέργεια άχρηστη, χωρίς αποτέλεσμα και χωρίς ουσιαστική συμβολή στη διαιώνιση του είδους.
Γενικά αυτό το ευχάριστο αποτέλεσμα του νομίμου,  διαχρονικού και εντός γάμου νιχουβουλιάσματος, φέρνει χαρά και ευτυχία σε όλους, και ιδιαίτερα στον συμπράττοντα πατέρα,  ιδίως  όταν ο καρπός είναι αγόρι κι’ εκεί παρατηρούμε τη σκέτη σιγουριά και το καμάρωμα, αλλά όμως, καμιά φορά. . . , δεν έχει όμως «αλλά», σε τέτοια δε χωρούν αμφιβολίες  γιατί θα. . . σφαχτούμε. . . . εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε. .  .και, μια και είπαμε για την αδιαμφισβήτητη  γνησιότητα του πατέρα, να θυμηθούμε και το ποίημα του Σουρή που σατιρίζει αυτή τη σιγουριά με ιδιαίτερα σκωπτική διάθεση, και λέει,
Ενός μπαμπά τ’ αρσενικό παιδί,
τον κόσμο σε σκοτούρα πάντα βάζει.
 Και όποιος ευτυχήσει και το δει,
θα εύρει πως με κάποιον λίγο μοιάζει.
 Ο ένας λέει πως μοιάζει κάποιου με φτερά,
ο άλλος λέει πως μοιάζει κάποιου με παντιέρα,
αλλά κανείς δεν είπε μια φορά,
πως μοιάζει και λιγάκι του. . . πατέρα (!!!). . .
Κατά τα άλλα όμως, ακούς να λένε κάποιοι ολίγον αφελείς, «ιγώ καϋμένι άμα ρίξου του σακάκι μ’ απουπάνου τ’ς (της). . . .»
Έρμεεεε. . . εμένα με λες; Άμα γίνονταν έτσι η δουλειά  μόνο με το σακάκι. .  .
Στις μέρες μας βέβαια υπάρχουν σύγχρονες μέθοδοι για την εξακρίβωση της «γνησιότητας», ενός παιδιού, αλλά το πείσμα μερικών πατεράδων είναι. . . ανάποδο, αφού γνωστός (;) πατήρ που βγαίνει ή μάλλον έβγαινε στα κανάλια, αρνείται την πατρότητά του επίμονα, γιατί λέει ήταν αποτέλεσμα ενός .  . .στιγμιαίου . .  .λάθους  και μη χειρότερα, αλλά αυτός ο νομικός όρος,  αυτή η  «γνησιότητα» με βρίσκει τελείως αντίθετο, γιατί η λέξη αυτή καθεαυτή, παραπέμπει άμεσα σε. .  .ανταλλακτικά αυτοκινήτων και μηχανημάτων και καλά θα κάνουν να την αλλάξουν.
Εδώ όμως θάπρεπε κανονικά  να τελειώσουμε το πόνημα, αλλά έχουμε αφήσει μια εκκρεμότητα.
Οφείλουμε δηλαδή να πούμε δυο λόγια και για τη σωστή προφορά της τελευταίας συλλαβής του αορίστου, αυτού  του «νιχουβουλιά-σ κ α» που είπαμε παραπάνω. Αυτό το –σ κ α- λοιπόν όσο εύκολο φαίνεται στη γραφή του, τόσο δύσκολο είναι στην προφορά, γιατί για να είμαστε σωστοί με τη γλωσσική μας παράδοση, θα πρέπει να το προφέρουμε  κανονικά και σωστά, όπως προφέρεται από αιώνες εκεί στις βορείως και ανατολικώς του Χολομώντος περιοχές.
-Δεν το προφέρουμε δηλαδή όπως  στη λέξη Φλά- σκα, Μά –σκα, Παλά –σκα, και σε άλλες λέξεις παρόμοιες, αλλά όπως τις . . .γνωστές λέξεις, πιά –σκα (πιάστηκα)  , λιά- σκα    (λιάστηκα) , γκριμί –σκα(!!) (γκρεμίστηκα), χαλάσ’ κα (χαλάστηκα), και πολλές άλλες να μην τις λέμε τώρα. . .
Εκεί λοιπόν στο –σ κ α- του δικού μας αορίστου, μεταξύ του –σ- και του- κ – στην προφορά μπαίνει με μαστοριά ένα –Ι- γιώτα, αλλά μπαίνει έτσι που είναι σαν να είναι και να μην είναι, μπαίνει και ούτε μισοακούγεται, είναι σαν δόντι που φυτρώνει και μόλις που διακρίνεται. Έτσι λοιπόν με λίγο στρίψιμο του σίγμα, και με την πρόσθεση ελάχιστου Ι-ώτα, έχουμε μια τέλεια προφορά του συγκεκριμένου αορίστου.
Όπως είπαμε όμως και στην πρώτη δημοσίευση-ανάρτηση, αλλά το επαναλαμβάνουμε και τώρα, αν δεν μπορείτε να το προφέρετε σωστά δε χάθηκε κι’ ο κόσμος. Αν όμως επιμένετε και πάρα πολύ, τι να κάνουμε είμαστε αναγκασμένοι να πούμε ότι υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος να προφέρετε σωστά τη λέξη «νιχουβουλιάσκα» και μάλιστα να την προφέρετε σαν να έχετε διδακτορικό πάνω σ’ αυτήν την ιδιωματική μας γλώσσα, κι’ αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από το να πείτε αρκετές φορές( και κατά μόνας βέβαια), κα το λέμε αυτό το «κατά μόνας» επειδή ο . . .βοηθητικός αόριστος που εκφράζει σωστά αυτήν την προφορά, δεν μπορεί παρά να ειπωθεί σε κλειστό. . . χώρο, στο γνωστό χώρο στον οποίο και οι Άνακτες πηγαίνουν μόνοι, αλλά που κάποτε στα χωριά, όλος ο πέριξ χώρος ιδίως δίπλα από φράχτες και κοντινά φασουλοχώραφα, προσφερόταν  για «ανακούφιση».  Και για να τελειώνουμε κάποτε, λέμε ότι όσοι επιμένετε να προφέρετε σωστά αυτό το «νιχουβουλιάσκα» δεν έχετε παρά να πείτε φωναχτά μερικές φορές,    να πείτε φωναχτά τη μοναδική λέξη η οποία θα σας βγάλει από το. . . αδιέξοδο, και συγχρόνως θα σας . . . ανακουφίσει,  να πείτε τη γνωστή λέξη . . . χ ι έ σ κ α . . (και με τις. . . υγείες σας .  . .).
Αυτά, και κάθε αντίθετη άποψη, δεκτή, αλλά με επιχειρήματα και όχι με παρατηρήσεις του τύπου, «λες πολλά  και χανόμαστε . . .» και όποιοι χάνονται τόσο εύκολα, ας το πουν να τους στείλω. . .  .περίληψη. Και όσο για το «Σκτέλ’» που είναι «Σκτέλ’» και όχι Ξτέλ’ ( και δε συνδέονται όλα απλοϊκά με το Ξ’τό) επανερχόμαστε  όσον ούπω. Για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους και τα  . . .κόλλυβα στο «σωστό» Σκτέλ’, εκείνα τα κόλλυβα που κάποτε τα στόλιζαν με σπόρους από ρόδι, κι’ είχε κι’ αυτό τη σημασία του. Και θα πούμε κάτι και γι’ αυτό, υπομονή         
 Χαιρετίσματα  λοιπόν σε όλους «νιχουβουλιαζόμενους» και μη, και. . . κλειδώνετε. . .!!. Κι’ όσοι . ..  .χάσατε το κλειδί, βάλτε μια πέτρα. . . . .
Και όποιος ξαναδιάβασε τα παραπάνω και τα θυμάται κάπως «χοντρικά», ας τα διαβάσει πάλι όπως διατυπώνονται με προσθήκες και αλλαγές, να τα. . . ξαναθυμηθεί και να . . . τα  μάθει καλύτερα. . . και όχι.. . γκρίνιες. Διαβάστε, κι’ αν δε σας αρέσει, πατήστε το κατάλληλο πλήκτρο και στείλτε το σιάλιανγκα στο διάστημα, να συναντήσει τους ομοίους του, αν υπάρχουν, αλλά με την ταχύτητα που ταξιδεύει, θα χρειαστεί μερικά  εκατομμύρια χρόνια. Και ως τότε,  . . . γεροί νάμαστε να πούμε κι’ άλλα και δεν καταλαβαίνω γιατί νευριάζουν μερικοί με την πολυλογία . . .Αν δεν τους αρέσουν αυτά, ας μην τα  διαβάσουν. . . .Έλα όμως . . που η περιέργεια είναι που. . . .
Καλή Χρονιά λοιπόν  σε όλους επώνυμους και ανώνυμους μεγαλοσχήμονες και «εφεδρειακούς», βολεμένους και φουκαράδες και δεν μπορεί, η ιστορία κάνει κύκλους, αλλά μερικές φορές τι να κάνουμε, ΑΡΓΕΙ, αλλά δεν ξεχνάει...    
                                        Vagelis_mavrodis@yahoo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: