Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2013

Το Χειρομύλι

 
  
 

 
 
 
 Αυτό λοιπόν που βλέπετε στη φωτογραφία είναι το Χερομύλι ή Χερόμυλος που το λέν αλλού. Και όσοι τυχόν δεν το γνωρίζετε και έχετε την περιέργεια να το δείτε και να το μάθετε, δεν έχετε παρά να πάτε σε κάποιο μαγαζί που πουλάει  παλιά αντικείμενα, και εκεί όλο και θα υπάρχει κάποιο χειρομύλι παραπονεμένο  σε κάποια άκρη, γιατί είναι κάτι που δεν το προτιμούν να το αγοράσουν οι κυρίες, αφού ούτε στο σαλόνι μπαίνει, αλλά και η παρουσία του σε κάποιο χώρο του σπιτιού για τους μισομορφωμένους  νεόπλουτους, δείχνει ταπεινή καταγωγή και  γούστα χωριάτικης νοοτροπίας.
 Έτσι, τα παραπονεμένα χειρομύλια όσα απόμειναν, αγοράζονται από κάποιους που γνωρίζουν την αξία τους, από ανθρώπους με ευαισθησίες, χωρίς όμως να αποκλείσουμε και όσους με « κοιμώμενες» αυτές τις ευαισθησίες,  στη θέα ενός τέτοιου αντικειμένου στη  βιτρίνα, κάνουν ένα «άλμα» και συγκρίνοντας  τη χρησιμότητα  τού τότε και τού τώρα, μπαίνουν στο κατάστημα για να δούν τα παραπέρα, έτσι από περιέργεια, και ποτέ δεν ξέρεις  για το αποτέλεσμα . .  ..Οι εκθέσεις όμως αυτές των    παλιών αντικειμένων στις βιτρίνες, στοχεύουν στο υποσυνείδητο του υποψήφιου πελάτη γιατί  οι «εκθέτοντες» γνωρίζουν ότι και μόνο στη θέα ενός τέτοιου αντικειμένου,  αυτόματα ανασύρονται   εικόνες και ψήγματα προγονικών αναμνήσεων.
Τώρα για το αν ο θεατής της βιτρίνας μπαίνει στο κατάστημα να ψωνίσει, κι’ αυτό είναι συζητήσιμο, και στατιστικές επ’ αυτού μάλλον δεν υπάρχουν.  .  Η έκθεση όμως τέτοιων αντικειμένων, σε περίοπτη θέση, τα φέρνει στην επικαιρότητα, τα κάνει γνωστά, σε περισσότερους ανθρώπους οι οποίοι δεν θα τα έψαχναν στα Μουσεία.  
 Και για να γίνω σαφέστερος, είδα σε βιτρίνα καταστήματος  ηλεκτρικών ειδών σε μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, στημένο χειρομύλι έτοιμο να δουλέψει, ένα χειρομύλι από κείνα τα χωρίς πατούρα στην κάτω πέτρα.
Και κάποιος συνέλληνας από την παρέα  σχολίασε πικρόχολα, λέγοντας, «δες τι βάζουν στις βιτρίνες κι’ εμείς τα πετάξαμε. . .».
Όμως,δεν τα πετάξαμε, αλλά κάναμε κάτι χειρότερο, τα περιφρονήσαμε γιατί κανείς δεν τα πρόβαλε και κανείς  δε φρόντισε να μας ενημερώσει, για την προέλευση και την ιστορία τους σε κάποιο σχολείο,όπου εκεί έπρεπε να βρίσκονται αυτά τα  παλιά και άχρηστα για τη σημερινή εποχή πράγματα.Γιατί αν μείνουμε μόνο στη χρησιμότητα ενός αντικειμένου, θα έπρεπε να πετάξουμε πολλά πάρα πολλά. Όμως αυτά τα άχρηστα για μας πράγματα, κουβαλούν μια ιστορία, έχουν μια οντότητα που δε χάθηκε με την αντικατάστασή τους από άλλα σύγχρονα  τα οποία σύγχρονα κάνουν την ίδια δουλειά με τα παλιότερα, αλλά είναι πιο εύκολα στο χειρισμό, και συγχρόνως ανεβάζουν τους λογαριασμούς που ζοριζόμαστε να πληρώσουμε. .  .
Όμως οι ίδιες δουλειές γίνονται «πατώντας ένα κουμπί. .  .» ενώ παλιότερα για να  φκιάσεις Μπλιγούρι «μπλουγούρ’(ι)»  που το λέγαμε εκεί στα χωριά μας, έπρεπε να κοπιάσεις, να ιδρώσεις, με λίγα λόγια να «ζήσεις . .  .».και να χαρείς διπλά το αποτέλεσμα της προσπάθειας.         
Βέβαια εκείνο το χερομύλι στο οποίο ο ίδιος  άλεσα  σιτάρι για  να φκιάξουμε τραχανά, δεν ήταν ακριβώς το ίδιο μ’ αυτό της φωτογραφίας, αλλά οι βασικές αρχές της λειτουργίας του ήταν ίδιες.
Με μόνη τη διαφορά ότι αυτό που βλέπετε, αυτό το «Χειρομύλι» όπως το λέμε στο χωριό,  έχει την κάτω πέτρα  γουβωτή, ενώ το «δικό» μας δεν ήταν έτσι.
Αυτός ο. .  .εξελιγμένος  τύπος τής φωτογραφίας, το αλεσμένο σιτάρι ή το καλαμπόκι, το βγάζει από μια εγκοπή που έχει στα πλάγια. Έτσι μπορεί κανείς να το τοποθετήσει πάνω σε κάποιο γερό τραπέζι και από τη μεριά της εγκοπής να βάλει από κάτω μια σκάφη ή ένα άλλο δοχείο για να πέφτει μέσα το «άλεσμα».
Το χειρομύλι που εμείς χρησιμοποιούσαμε στη γειτονιά μας το Καραούλι, ήταν πιο απλό.
Η από κάτω μεγαλύτερη πέτρα δεν είχε  πατούρα γύρω γύρω και  το χοντροκομμένο άλεσμα, το μπλιγούρι, έφευγε ελεύθερο από όλες τις μεριές, από όλη την περίμετρο. 
Και βέβαια δε σκορπίζονταν όπου νάναι, αλλά  έπεφτε επάνω σε μια τάβλα , σε ένα  μεγάλο υφαντό πανί το οποίο  στρώναμε κάτω από τις μυλόπετρες. Και γι’ αυτές τις «Τάβλες» κάτι θα πω, έχουμε καιρό, ο χειμώνας φέτο λεν ότι θα είναι μακρύς . . .
 Έτσι λοιπόν, μόλις γέμιζε η τάβλα το μάζευε κάποιος σε ένα καθαρό δοχείο.
-Εδώ όμως να κάνω μια παρένθεση για να πω ότι αυτά τα γνωστά και ίσως ξεχασμένα «Τιμαλφή της Καθημερινότητάς μας»,δεν είχαν όλα την ίδια χρησιμότητα στη διάρκεια του χρόνου. Άλλα ήταν απαραίτητα κάθε μέρα, και άλλα τα χρησιμοποιούσαμε μια δυο φορές το χρόνο,  ανάλογα με τις εποχιακές ανάγκες και ασχολίες.
Δεν μπορούσες δηλαδή να κρατάς  νοικοκυριό χωρίς πιάτα, πηρόνια, κατσαρόλες και τουλάχιστο ένα τηγάνι, ένα καζάνι, ένα τρυπητήρι, ένα τρίφτη, πυροστιά και πλαστήρι για πίττες, μπορούσες όμως να κάνεις σούπα και χωρίς λεμονοστύφτη, και χωρίς  ..  .μίξερ για το χτύπημα του αβγού, και να κάνεις τραχανά χωρίς να διαθέτεις «Τραχανόξυλο».
 Αλλά δεν μπορούσες να ανοίξεις φύλλα για πίττα αν δεν είχες το κατάλληλο πλαστήρι και τον «Γκλόστρη», ούτε να γεμίοσεις τα λουκάνικα  χωρίς το κατάλληλο χωνί (και ποιος το ξέρει;)   και, έ ρε κάτι ονομασίες που δώσαμε σε βασικά. .  .εργαλεία διατροφής, και έμειναν να τα θυμόμαστε και να αναπολούμε τις νοστιμιές που έβγαιναν με τον κατάλληλο χειρισμό τους . . .    
Έτσι τα περισσότερα απ’ αυτά τα τιμαλφή   έπρεπε να υπάρχουν σε κάθε σπίτι, μερικά άλλα όμως,  έφτανε που τα είχε κάποιος στη γειτονιά, οπότε  μπορούσε να το δανειστεί όποιος δεν είχε δικό του, και το επαιρνε στο σπίτι του ύστερα από συνεννοήση με το γείτονα που το διέθετε. Ας πούμε όλα τα σπίτια δεν είχαν κρεατομηχανή για να κοπεί ο κιμάς για τα λουκάνιακα,ούτε όλοι είχαν λανάρια ή ακόμα και σφραγίδες (που τις λέγαμε . .. « στρούγκλιτσες».  . .!!!), για τις λειτρουγιές.
Υπήρχαν όμως και μερικά (εργαλεία να τα πω;) τα οποία ήταν δύσκολο να τα δανειστεί κανείς λόγω του όγκου ή του βάρους τους, και για το λόγο αυτόν, ο νοικοκύρης που τα είχε τα  διέθετε  εκεί στον τόπο που υπήρχαν τοποθετημένα.  Τέτοια ασήκωτα ήταν τα χειρομύλια, τα οποία ήταν λίγα στο χωριό.
Δηλαδή σε όλο το χωριό, ζήτημα να υπήρχαν τρία τέσσερα. Αυτά τα χειρομύλια σε όποιο σπίτι υπήρχαν, ήταν ποθετημένα σε κάποιο καθαρό μέρος στο ισόγειο  και πάντα κοντά σε παράθυρο για να μπορεί αυτός που το χειρίζεται, να βλέπει  καλά. ‘Ετσι, όταν έφτανε ο καιρός για να γίνει ο Τραχανάς απαραίτητος σε κάθε σπίτι, και αφού προηγούνταν το ξεδιάλεγμα και το καθάρισμα τού σιταριού, ύστερα από συνενόηση, το πηγαίναμε στο χειρομύλι της θειάς Ευγενίας τής Δεσποινούδινας, στο σπίτι της. Το χειρμύλι της θεια Ευγενίας ήταν τοποθετημένο  δίπλα στην εσωτερική ξύλινη σκάλα από την οποία ανέβαιναν στο απάνω σπίτι. Εκεί στρώναμε κάτω από τις μυλόπετρες  την  απαραίτητη ταύλα και άρχινούσε το άλεσμα. Η πάνω μυλόπετρα την οποία οι αρχαίοι προγονοί μας την έλεγαν και «όνο αλέτη» ή και σκέτο  « όνο» είχε μια τρύπα στη μέση με την οποία «κάθονταν» στο ξύλο που ήταν σφημνωμένο στην κάτω πέτρα τη βαρύτερη και κάπως πιο μεγάλη. Απ’ αυτήν τη τρύπα ρίχναμε το σιτάρι ή το καλαμπόκι για να αλεστεί. Τώρα η πάνω μυλόπετρα  είχε μια δεύτερη τρύπα προς την περιφέρεια στην οποία ήταν σφηνωμένο ένα μικρό ξύλο από το οποίο με το χέρι, γυρίζαμε την μυλόπετρα για να γίνει η δουλειά μας. Όμως το χειρομύλι της θειας Ευγενίας της Δεσποινίδινας, στην επάνω μυλόπετρα και στη θέση που έπρεπε να υπάρχει σφηνωμένο το μικρό ξύλο για το γύρισμα, είχε μια μακριά  γερή βέργα που ήταν περασμένη σε μια τρύπα ψηλά στη ξύλινη σκάλα, και έτσι, αντί να τη γυρίζει κάποιος σκυφτός ή καθιστός, μπορούσε να γυρίζει τη μυλόπετρα όρθιος  με μεγαλύτερη ευκολία και λιγότερη προσπάθεια.
Ήταν μια καινοτομία που βόλευε αφού ακόμα και ένα παιδί μπορούσε να το κάνει. Το μόνο που έπρεπε να προσέξει αυτός που «άλεθε» ήταν να βάλει το χειρομύλι στην κατάλληλη θέση για να μη βγαίνει η βέργα από τη θέση της.
Εκεί λοιπόν στο ισόγειο του σπιτιού της θειας Ευγενίας αλέθαμε το σιτάρι που  χρειαζόμασταν για τον τραχανά της χρονιάς, και από ότι θυμάμαι, δεν έφτανε που μπαινοβγαίναμε στο σπίτι της, μα η θεια Ευγενία όλο και κάτι έβρισκε να μας κεράσει εμάς τα παιδιά. Αλλά ούτε και αλεστικά ζήτησε ποτέ. Έτσι ήταν τότε, προείχε η εξυπηρέτηση και όλες οι σημερινές σκοπιμότητες,  δεν υπήρχαν.
Το άλεσμα στο χειρομύλι της για μας τα παιδιά ήταν μια διασκέδαση, γιατί μάς έκανε μεγάλη εντύπωση η όλη διαδικασία, και το θεωρούσαμε κάτι σαν εκδρομή, έστω και στη γειτονιά.  Ήταν και το σπίτι που το γνωρίζαμε και μας εντυπωσίαζε. Εκεί νιώθαμε μια άλλη «οικειότητα». Ήταν όλοι τους καλόβολοι και περιποιητικοί, αλλά και   το βλέπαμε και σαν ένα χώρο που είχε κάτι παραπάνω από τα άλλα τα δικά μας. Είχε το χειρομύλι, και η όλη διαδικασία, με το χαρακτηριστικό σιγανό ήχο της μυλόπετρας, εκείνο το γρουτς-γρούτς, ακόμα και η μυρωδιά του αλεσμένου σιταριού, μας έμεινε μαζί με τις αναμνήσεις από τα χρόνια εκείνα, τα περίεργα. . .
 Και κάποτε στις μέρες μας ύστερα από χιλιάδες  χρόνια,  από τότε που κατά τη μυθολογία μας ο μυθικός  βασιλιάς της Σπάρτης Μύλης, πρώτος άλεσε σιτάρι στο χειρομύλι, αυτό το τόσο χρήσιμο εργαλείο,  έμεινε χωρίς δουλειά, αφού ακόμα και οι διατροφικές μας συνήθειες άλλαξαν, αλλά και ο τραχανάς τώρα πουλιέται πακεταρισμένος.
Τώρα κυκλοφορούν ένα σωρό μπλιγούρια, τα περισσότερα εισαγωγής, με πιο γνωστό αυτό που σχεδόν καθιερώθηκε και στη γλώσσα μας , το αραβικής προέλευσης και ονομασίας Μούσλι. Τώρα δεν τα λεν Μπλιγούρια τα λέν « . . .νιφάδες . . .!!!» με πρώτες και καλύτερες τις νιφάδες βρώμης και άκου εσύ, φτάσαμε να τρώμε τέτοιες νιφάδες για πρωϊνό και ξεχάσαμε τον τραχανά το δικό μας που γίνεται με δικά μας υλικά, με δικό μας σιτάρι και καταδικό μας γάλα. Τώρα βέβαια το πόσο είναι δικά μας αυτά τα υλικά ιδίως το σιτάρι, δεν παίρνω και όρκο, αλλά νά, ακούγονται πολλά και κανείς δεν ξέρει αυτό που τρώει από πού προέρχεται γιατί οι ταμπέλλες είναι πια πολύ εύκολο να μπουν αλλά και να αλλάξουν στο δρόμο . . .Και μια που λέμε για ποιότητες και προελεύσεις προϊόντων διατροφής, λέω ότι εδώ που μένω, το διατιθέμενο σε πλαστικό δοχείο   αγελαδίσιο γιαούρτι του ενός κιλού, το αγοράζω πληρώνοντας 1,20 Ευρώ. Κι’ αν ήσασταν κοντά θα σας έστελνα. .  .     
Να ξαναγυρίσουμε όμως στο κύριο θέμα στο χειρομύλι και να πω ότι παρά την «απόσυρση» του χειρόμυλου, είναι παρήγορο να βλέπεις ότι και σήμερα υπάρχουν μαστόροι που «χαράζουν» μυλόπετρες, και μάλιστα υπάρχουν αρκετοί τους οποίους μπορείς να τους εντοπίσεις ακόμα και στο διαδίκτυο.   
Και αν ανατρέξουμε και στην προϊστορία θα δούμε ότι το Χειρομύλι ακόμα και ο Μωυσής το προστάτευσε, απαγορεύοντας στους δανειστές να παίρνουν τις μυλόπετρες ως ενέχυρο.
Και η προστασία φαίνεται από την αναφορά στο   Δευτερονόμιο της  Πεντατεύχου  . . που ορίζει ότι,
« Δεν θέλει λάβει ουδείς ως ενέχυρον την άνω ούτε την κάτω πέτραν  το μύλου, διότι ζωήν λαμβάνει ως ενέχυρον. .  .».
 Αυτά είχα να πω για το χειρομύλι της γειτονιάς μας που για χρόνια πολλά, πρόσφερε το μπλιγούρι για να γίνει ο τραχανάς, το καθημερινό μας χειμωνιάτικο πρωϊνό.
Και όποιος  έχει όρεξη και  ψάξει στο διαδίκτυο, θα βρει πάρα πολλά για τους χερόμυλους, ιδίως αν γράψει στο Γκουγκλ . . . «Φτιάχνω αλεύρι με χειροκίνητο μύλο.  . .», θα δει πολλά περίεργα. .  .
Αυτά,  Καλό χειμώνα,  και με χαιρετισμούς    
                 Βαγγέλης Μαυροδής 
         

Δεν υπάρχουν σχόλια: