Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020


Τα  Ίσθμια
            Όσο περνούν τα χρόνια, το μυαλό γυρίζει πίσω, όσο μπορεί δηλαδή πίσω, γιατί  λέμε οτι  το μέλλον είναι απρόβλεπτο και άγνωστο, αλλά και το πίσω, το παρελθόν  κι’ αυτό είναι πολύ σχετικό, πολλές φορές παρουσιάζεται καθαρό, «λαμπίκος» κι’ άλλοτε πάλι ψάχνεις να θυμηθείς κάτι και χάνεσαι, μπερδεύεσαι ανάμεσα σε πρόσωπα και γεγονότα,  μάταια προσπαθείς  και εγκαταλείπεις την προσπάθεια, και καμιά φορά πάλι,  χωρίς να θέλεις, έτσι στα ξαφνικά, ενεργοποιείται ο σκληρός δίσκος από μόνος του και ανασύρονται στη μνήμη, γεγονότα παλιά ξεχασμένα και πρόσωπα αγαπημένα κάποτε,  που χρόνια πολλά ήταν στην αφάνεια. Είναι πολύ περίεργο και τεχνικά. . . ανορθόδοξο, αλλά  η . . .  όπισθεν στο μυαλό μπαίνει αυτόματα και πηγαίνεις  πίσω, παραπίσω και πολλές φορές τόσο πίσω στις αναμνήσεις, που αμφιβάλλεις αν στις εικόνες και στα ετεροχρονισμένα  γεγονότα που ανασύρονται πήρες μέρος ο ίδιος, και άλλοτε πάλι άθελα φτάνεις τόσο πίσω, μπαίνεις σε ψήγματα μνήμης  με εικόνες θολές και παραστάσεις χρονικά και τοπικά απροσδιόριστες, φτάνεις σε κάποιο σημείο πέρα από το οποίο κρατιούνται  στη μνήμη ελάχιστα  από την παιδική ηλικία, κι’ από κει και πέρα    στη μνήμη κυριαρχεί το χάος, ένα χάος Ησιόδειο, για το οποίο οι ειδικοί αισιοδοξούν οτι θα διερευνηθεί κάποτε και θα καταγραφεί. Και δε φτάνει το μπέρδεμα τής μνήμης, έρχονται και τα όνειρα και τα φέρνουν όλα άνω κάτω. Βλέπεις ας πούμε  το σπίτι σου σε άλλη πόλη και την πλατεία του χωριού σου αλλού, και μένεις με την απορία και προσπαθείς να εξηγήσεις το όνειρο, και κάπου εδώ σε τέτοιες περιπτώσεις έρχεται ο  «ονειροκρίτης» που υπήρχε κάποτε σε κάθε σπίτι, το θυμάστε; Άσε που υπάρχουν και πλήθος αετονύχηδες  και μέντιουμ που ρίχνουν τα χαρτιά και τα   κουκιά ή βλέπουν τα φλιτζάνια και μεταχειρίζονται τόσα άλλα κόλπα για να ξαλαφρώσουν τα πορτοφόλια των αφελών, οι οποίοι είναι αμέτρητοι και  όσο πάνε και  γίνονται περισσότεροι.  Όσο μεγαλώνει λοιπόν το χρονικό διάστημα που δεν συναντιούνται οι παλιοί φίλοι, γνωστοί, παλιοί συμμαθητές ,συνάδελφοι  από το στρατό κλπ κλπ, τόσο ακούγεται αυτό το «θυμάσαι;» Θυμάσαι τότε που. . . ;  Κι’ αν αυτοί που συναντήθηκαν είναι μόνοι μεταξύ τους, έχει καλώς. Αλλά αν συνοδεύουν και τις συζύγους τί χρωστούν  εκείνες να παρακολουθούν το πείσμα και την επιμονή τού συζύγου που  σώνει και καλά, πρέπει να θυμηθεί πως τον λέγαν το. . . λοχαγό και. . . «άστο ρε παιδί τώρα. . . .θα το βρούμε πώς τον έλεγαν. . . .» και να επιμένει  κουραστικά ο άλλος «όχι μωρε. . . πού θα πάει  θα το θυμηθώ. . . εδώ τόχω κλπ»  και με κάτι τέτοιες. . . .γεροντίστικες  εμμονές, πάει η χαρούμενη συζήτηση, αντικαταστάθηκε από την αδημονία πότε να τελειώνουμε. . . Και από κάποια στιγμή και πέρα, βλέπεις την ωραία ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε μεταξύ των παλιών συμμαθητών, γνωστών και παιδικών φίλων, τη  βλέπεις  σιγά σιγά να αλλάζει, να βαραίνει, να είναι φανερή η αμηχανία, και   ανάμεσα στα συνεχή «θυμάσαι», να μπαίνει η χρονική απόσταση που μεσολαβεί μεταξύ τού τότε και τού τώρα, και όλοι, ιδίως οι κυρίες να κοιτούν τα ρολόγια και μερικοί να κρύβουν «τεχνηέντως» ένα κάποιο χασμουρητό. Καλές αυτές οι συναντήσεις, αλλά να είναι όσο γίνεται σύντομες, και οι αναμνήσεις να περιορίζονται μόνο ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, γιατί έχω τη γνώμη οτι η νοσταλγία είναι πολύ προσωπικό συναίσθημα,  και οι διάφορες ερωτήσεις λογικό είναι να γίνονται  χωρίς να ξεχνούμε την τωρινή πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν ύστερα από την κάπως . . . μακρουλή εισαγωγή, άντε να μπούμε και στο θέμα στα «Ίσθμια», μια λέξη η οποία μού παρουσιάστηκε  τυχαία, αλλά έβγαλε, «έσυρε» πίσω της ολόκληρη ιστορία.
Βλέποντας λοιπόν σήμερα  ένα έντυπο με τούς  αθλητικούς αγώνες και τις γιορτές που διοργάνωναν οι αρχαίοι, διάβασα για τα «Ί σ θ  μ ι  α»  αλλά  με τη θέα τής λέξης, αμέσως άνοιξε στον εγκέφαλο κάποιος δίαυλος  παράξενος και οδήγησε τη μνήμη στα γυμνασιακά χρόνια, εκεί στο Γυμνάσιο τής Αρναίας, και στην ανοιξιάτικη ατμόσφαιρα τής τελευταίας τάξης, εκεί στην πρώτη αίθουσα δεξιά από την κυρία είσοδο  τού πρώτου ορόφου στο ωραίο πετρόχτιστο Δημοτικό Σχολείο   στο οποίο στεγάζονταν τότε το Γυμνάσιό μας. Περίπου είκοσι πέντε συμμαθητές και συμμαθήτριες  στην τελευταία τάξη, άνοιξη και το ένα παράθυρο ανοιχτό, γεμάτη από όνειρα και συγκρατημένες νεανικές ανησυχίες η αίθουσα, θα έλεγα ανησυχίες ελεγχόμενες κάπως από   τον κοινωνικό περίγυρο, και ιδιαίτερα από  κάποιους πρόθυμους και ως συνήθως αυτόκλητους δραγάτες, μέσα και έξω από το σχολείο. Συναισθηματική ασφυξία  εντός και εκτός τής αίθουσας  διδασκαλίας, με μόνη εξαίρεση  τις ώρες που δίδασκαν  δυο καθηγήτριές μας με φρέσκες ιδέες, τις οποίες  τολμούσαν να τις μεταδώσουν με αθώα μισόλογα. Μέσα σε μιά αίθουσα γεμάτη από κουτσουρεμένα όνειρα  και αβεβαιότητα, τη δεύτερη ώρα άρχισε η ανάγνωση και διόρθωση  των εκθέσεων, ακούστηκε το σταθερό, διαχρονικό  και. . .αδιαπραγμάτευτο «Αχνοφέγγει» τής Μαρίας Δημητρακούδη η οποία πάντα έτσι άρχιζε τις εκθέσεις της  άσχετα με το θέμα, διαβάστηκαν κι’ άλλες δυο τρείς εκθέσεις,      και η καθηγήτριά μας η όμορφη δεσποινίς Ηλέκτρα,  μεγαλύτερή μας κατά τα χρόνια των Πανεπιστημιακών της σπουδών, έκανε παρατηρήσεις, υποδείξεις, διόρθωσε εκφράσεις  και κάθε τόσο  όπως το συνήθιζε, καθισμένη στην έδρα και  δίπλα στον μαυροπίνακα, κρατώντας την κιμωλία ολόκληρη, έγραφε  με τη μακρόστενη συνεχόμενη γραφή της, έγραφε ελαφρά χαϊδεύοντας τις λέξεις σαν να φοβόταν μη συνθλίψει τη σημασία τους,  έγραφε λέξεις και φράσεις  λέγοντας «έτσι το γράφουμε», υποδείχνοντας σε κάποιον  μια  λανθασμένη  συντακτική διατύπωση, ή προχωρώντας ακόμα πιο πέρα, σε ετυμολογικές αναλύσεις   οι οποίες ήταν και η αδυναμία της. Έτσι πολύ γρήγορα προχωρούσε ο χρόνος  στο μάθημα των Νέων Ελληνικών της αγαπητής μας «Λέτας»  και  κάποια στιγμή, άνοιξε  ένα τετράδιο  από κείνα που όλοι τα ντύναμε τότε με γαλάζια κόλλα, και διαβάζοντας  μία και μοναδική φράση, και διορθώνοντάς την χωρίς να πει το όνομα τού γράψαντος, χαμογέλασε ελαφρά και εξήγησε  οτι  η σωστή έκφραση για τον ετοιμοθάνατο είναι  οτι «πνέει τα λοίσθια» και όχι «πλέει τα Ίσθμια». Κι’ ο συμμαθητής μας ο Γιώργος το άκουσε  και κοκκίνησε ελαφρώς. Όλοι  το ακούσαμε και καταλάβαμε. Και κανείς δεν  το σχολίασε. Και ήταν Μάης του 1957.  Κι’ από τότε . . . .Θυμάσαι Μαρία; Κοκκινίζαμε τότε. . . Και ποιος θυμάται το μικρό όνομα του . . . .καθηγητή μας των Γαλλικών; Ας μού το πει. . . Για να δούμε. . . Το θυμάται κανείς. . .; Όποιος μού το πει, θα λάβει ένα σπαρταριστό γραπτό αφιέρωμα . . .  Λοιπόν, χαιρετισμούς σε όλους . . .Και στην κυρία Ηλέκτρα. Και στην κυρία Ευρυδίκη τη Μαθηματικό.  Κι’ αν κανείς θέλει, μπορεί να στείλει τα χαιρετίσματά του και ηλεκτρονικά, γιατί διαθέτουμε  και ηλεκτρονική διεύθυνση. Βέεεεβαια. . . .Vagelis_mavrodis@yahoo.gr                                                                                                                
 Με αγάπη,                   Βαγγέλης Μαυροδής( Χαρδαλούπας τότε). 
Στη «Σκάλα Ποταμιάς Θάσου». Κεκαυμένου  μηνός Ιουλίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: