Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020







                    Ο. . . Παρασυρτής
Καλός φίλος ο Ιορδάνης με αξίες όπως τις εννοούμε γενικώς, χαμογελαστός πάντα, ζγουρομάλλης, μπιρμπιλωμάτης κι’ ανοιχτόκαρδος, αλλά πολύ  παρασυρτικός βρε παιδί, παρασυρτικός δηλαδή με την έννοια ότι μπορεί να σε παρασύρει χωρίς να καταλάβεις, προς τα εκεί που ναι μεν βασικά που λέμε δεν έχεις αντίρρηση να  παρασυρθείς,  αλλά να, από μόνος σου δε θα πήγαινες προς  την κατεύθυνση της απωλείας που λένε οι συντηρητικοί και τιμητές της ηθικής, και εδώ έχει την πλήρη εφαρμογή του εκείνο το πολύ σοφό, -τραβάτε με κι’ ας κλαίω-, θα ‘θελα δηλαδή να πάω προς τα εκεί, αλλά να, αν βρισκόταν και κάποιος να οσφρανθεί αυτή μου την τάση και επιθυμία, να πει μια κουβέντα, κουβέντα όμως παρασυρτική, έτσι για να σωθεί η κατάσταση που λέμε, όχι ότι θα φορτώσουμε την πράξη και τα πιθανά επακόλουθά της στον Ιορδάνη, μπορούμε να πάρουμε οι ίδιοι την ευθύνη των πράξεών μας, αλλά είπαμε, ο Ιορδάνης ήταν το ομαδικό άλλοθι για όλους μας,  ήταν όμως άλλοθι για τους εαυτούς μας αποκλειστικά, γιατί ήταν αδιανόητο να φορτώσουμε στον Ιορδάνη την παρέκκλισή μας, θέλαμε οι ίδιοι και ξεστρατίζαμε λίγο, να, τόσο λίγο που και το παραστράτημα καταλαβαίναμε αλλά και τη συνείδησή μας την είχαμε ήσυχη , ήταν όμως και το άλλο, ο Ιορδάνης είχε καθιερωθεί στην εκτίμηση των συζύγων μας ως έντιμος  παρασυρτής!!, γιατί ύστερα από αρκετές εξόδους ιδίως στην ταβέρνα του Φάνογλου, είχαν βεβαιωθεί ότι μέχρις εκεί πηγαίναμε και έτερον ουδέν που λέμε και κατά κάποιο τρόπο ήταν ήσυχες για την εν γένει συμπεριφορά μας, είχαν το νού τους δηλαδή οι χριστιανές, πολλά ακούγονταν και περισσότερα λέγονταν για άλλους, κι’ έτσι ο Ιορδάνης είχε αναγνωριστεί ως άτυπος κηδεμόνας και μπορεί βέβαια να μουρμούριζαν ή να γκρίνιαζαν καμιά φορά, αλλά γενικώς και κατά κάποιο τρόπο, θεωρούσαν την κατάσταση υπό έλεγχο, ομολογουμένως όμως δεν μπορείς να ξεστρατίσεις μόνος σου, χρειάζεται η παρέα, και η παρέα δε γίνεται με δύο, χρειάζεται και τρίτος κι’ από κει  και πέρα, καθένας που προστίθεται, ανεβάζει το κέφι και κατεβάζει το  ρεφενέ, λίγο να ρίξει ο ένας μια ιδέα , άμα σχολάσουμε δεν πάμε μέχρι το Φάνογλου, να δούμε τι γίνεται, λίγο θα καθίσουμε, ένα τσιπουράκι πίνουμε να μην περάσει και πολύ η ώρα έχουμε και φαΐ στο σπίτι, τι λέτε, έφερε ένα τουρσί άλλο πράμα, από κοντά κι’ ο Χριστόδουλος, « η Ξτόδουλους» όπως προφέρεται στην πατρίδα του την Αρναία, δίπλα δίπλα τα χωριά μας, υπαρχηγός ο Ξτόδουλος στις παρασύρσεις, χωρίς πολλές κουβέντες, με νοήματα και με το χέρι να δείχνει προς τα εκεί, προς το Φάνογλου και συγχρόνως να κοιτάζει το ρολόι και να κουνάει χαμηλά και κυκλικά το δεξί χέρι, με νόημα όλα αυτά, και με τη γλώσσα των νοημάτων και των κινήσεων να μεταδίδει στους άλλους τη συγκατάθεσή του στην πρόταση  για τα υπόλοιπα, να λέει δηλαδή, πάμε, προλαβαίνουμε κι αφήστε τις κουβέντες και μόλις θρονιαζόμασταν στο μακρουλό τραπέζι του Φάνογλου δίπλα στη σόμπα, να τρίβει ο Ξτόδουλος τα χέρια και να βλέπει τον Ιορδάνη απέναντι και νάναι το βλέμμα αυτό, μια εν λευκώ εξουσιοδότηση για τους μεζέδες και τα ποτά, σιγανή η παραγγελία, ερωτήσεις για την ποσότητα, και με ένα «κανόνισέ τα εσύ», ο Φάνογλου αποσύρεται και χάνεται πίσω από τον πάγκο να ετοιμάσει τα τουρσιά, τα αρμυρά και τα υπόλοιπα, ο Ιορδάνης να χαμογελά στην ομήγυρη πανευτυχής, όλοι νάμαστε σε αναμονή, πατριωτάκια και οι τρεις,   ο Ιορδάνης από πιο πίσω, από χωριό με αρχαιοπρεπές όνομα, κατά θάλασσα μεριά, βόρειοι εμείς, νότιος εκείνος, βρεθήκαμε στο ίδιο μέρος στην Κομοτηνή, ά να πιούμε έναν καφέ, τι κάνεις το απόγευμα, να ένα τσίπουρο, καμιά  ονομαστική γιορτή, διανυκτέρευση μαζί για εργασία εκτός έδρας, έτσι γίνεται το δέσιμο, σιγά σιγά, οι καιροί πονηροί και οι συνθήκες δύσκολες, οι ηλικίες μας ψλά- χαμλά ίδιες, είπαμε παρασυρτικός ο Ιορδάνης, αλλά η ικανότητα για «παράσυρση» απαιτεί και παράλληλες έμφυτες ψυχολογικές δεξιότητες, να ξέρεις πότε ο άλλος σκέφτεται το ίδιο έστω και υπό άλλη γωνία, να γνωρίζεις τις συνήθειες και  τις επιθυμίες του, κρυφές και φανερές, ιδίως τις κρυφές και ιδίως να είσαι μέσα στο χρόνο και στις συγκυρίες, τότε που δε χρειάζεσαι και πολλά επιχειρήματα να πείσεις τον άλλο, ή μάλλον τους άλλους, γιατί σε τέτοιες ή παρόμοιες περιστάσεις, όταν πείθεις κάποιον από την παρέα και αυτός ο κάποιος έχει τις ίδιες ή έστω και μικρότερες παρασυρτικές ικανότητες τις οποίες θα επιβάλλει στους υπόλοιπους, έ τότε  η ομοφωνία είναι εξασφαλισμένη, αλλά μια ομοφωνία που εξασφαλίστηκε αφού η πρόταση ξεκίνησε από τον πρωταίτιο, από τον Ιορδάνη κι’ εδώ είναι το περίεργο, να ξεκινάς μια πρόταση με δική σου ιδέα, να παρασύρονται όλοι, αλλά όταν φτάσει η στιγμή να ξεκαθαριστούν οι ρόλοι και να αποδοθούν ευθύνες για τον πρωταίτιο, να μη βρίσκεται, να είναι αδύνατο να εντοπιστεί τέτοιος, να φαίνεται δηλαδή ότι η απόφαση είναι ομόφωνη, χωρίς την προτροπή και πρωτοβουλία κανενός από την παρέα, η απόφαση και το. . . αδίκημα ήταν στιγμιαία, έτσι μας ήρθε δηλαδή, κανένας δε μας παρέσυρε, τι θέλεις τώρα, ήταν όλοι εκεί, κα «έμαθα εγώ ποιοι ήταν, όλη η αφρόκρεμα, αλλού δε βρήκατε να  πάτε? ΄΄Ολοι εκεί μαζεύονται στη σκιά του τζαμιού, τι βρίσκετε εκεί μέσα και πηγαίνετε, θα πέσει η ταβέρνα να σας πλακώσει καμιά μέρα, Φάνογλου και Φάνογλου, αμάν πια, η γυναίκα του Τάκη  μού είπε ότι ήταν και οι καμηλιέρηδες, ποιοι είναι αυτοί, τέτοια ακούγονται μετά την αποχώρηση και τη σιωπηρή μεταμέλεια για την αργοπορία, την άλλη μέρα στη δουλειά μεταξύ μας  χαμόγελα με σημασία, πού και πού κανένα σιγανό, τι έγινε; τι είπε η δικιά
σου; συνενοχή χωρίς πολλά σχόλια και πανηγυρισμούς, πάντα πρέπει να αφήνεις περιθώριο και για άλλες μελλοντικές εξόδους, δεν είναι σωστό να οξύνεις τις  διπλωματικές σχέσεις με τη μία, είναι παρατηρημένο ότι τα πρώτα νεύρα περνούνε γρήγορα και οι κατσουφιασμένες όψεις των συζύγων επανέρχονται στο φυσιολογικό, ή στο κάπως φυσικό τους, και λέω κάπως γιατί με τις γυναίκες ποτέ δεν ξέρεις, πάντα αφήνουν κάτι αδιευκρίνιστο, φαινομενικά μπορεί να νομίζεις ότι ξεχάστηκε το πράγμα, αλλά  κάπου κάπου ακούς μια παρατήρηση πάνω στο θέμα, και δεν απαντάς, δε λες πολλά ή μάλλον δεν πρέπει να πεις τίποτα και μόνο να πεις, έ μωρέ δεν κάναμε και τίποτα κακό, πού να δεις εσύ άλλα, έρχεται αμέσως το κάρφωμα, «μωρέ τι μας λες; αυτό μας έλειπε να δούμε κι’ άλλα,» και δε μου λες πού τα ξέρεις εσύ αυτά τα άλλα; δεν απαντάς τότε, κάθε τι που λες για δικαιολογία ρίχνεις λάδι, άστο πού θα πάει, θα περάσει, κι’ όταν μέσα στη βδομάδα βρεθούν οι θιγμένες σύζυγοι και τα πουν μεταξύ τους, λεν λεν και τι δε σέρνουν, αλλά μετά τη συνάντηση εκτονώνονται, μελετημένα αυτά, και στην ουσία ξέρουν τι έχουν και δεν ανησυχούν, απλώς έχουν το νου τους, αν και ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τίποτα και από μέσα τους παραδέχονται ότι    καλά είναι αυτά απ’ τα χειρότερα, έχουν ακούσει για άλλα χειρότερα αλλονών, εκτονώνονται με λίγη ή περισσότερη  γκρίνια, που στο τέλος αυτή η γκρίνια μοναδική βάση έχει την οικονομική μας στενότητα, οι ίδιες συζητήσεις κάθε μέρα, οι αγωνίες γνωστές, ξέρουμε τι μας φταίει αλλά το ρίχνουμε αλλού, το οικονομικό είναι το πρώτο θέμα, όλα τα άλλα ακολουθούν, ο Φάνογλου για μας απλώς είναι το κερασάκι στην ανύπαρκτη τούρτα και για τις συζύγους που  παρακολουθούν την πορεία του οικογενειακού προϋπολογισμού ο οποίος πάντα είναι στα όρια τού συν και τού πλην, η επίσκεψη αυτή, είναι η σταγόνα που ανατρέπει το ισοζύγιο, είναι αυτό που λέμε ότι άλλο φταίει, το σαμάρι είναι που φταίει κι’ εμείς έχουμε πρόχειρο και χτυπούμε το γάιδαρο, κι’ ακούς τη διπλανή συνάδελφο στο γραφείο να ρωτάει, τον Ξτόδουλο, μ’ καλά τι τόκανες χριστιανέ μου το εικοσάρικο, απ’ τον Φάνογλου πέρασες; και να βγάζει ο άλλος το χαρτάκι, «Άβα τόσο, ψωμί τόσο, πατάτες, καρότα, μαϊδανός  αυγά και λεμόνια, όλα εννιά και εβδομήντα, από κάτω συν δέκα και τριάντα, . . . . . διάφορα!!! σύνολο είκοσι τι θέλεις άλλο;» καθαρά πράγματα,- εύκολα τα λογιστικά του νηστικού πορτοφολιού-και στον αέρα να πλανάται που λέμε μια κατάσταση όμοια με του αναβράζοντος δισκίου στο ποτήρι, κι’ εκεί απάνω με τον ορίζοντα σκοτεινιασμένο, να ρωτώ κι’ εγώ από απέναντι πόσο είπες για τα λεμόνια; και να  με αγριοκοιτάζει φουρκισμένη η διαμαρτυρόμενη σύζυγος, άντε, όλοι ίδιοι είσαστε, και να ζητά με το βλέμμα μόνο, τη συμπαράσταση της άλλης κυρίας εργαζόμενης στο ίδιο γραφείο, άλλη κι’ εκείνη, που συμφωνεί με τη διαμαρτυρόμενη, σιωπηρά όμως και μ’ εκείνο το χαμόγελο κάτω από τα γυαλιά χωρίς να σε βλέπει, χωρίς να βλέπει κανέναν, αλλά που δείχνει ότι συμφωνεί, κι’ ότι η ίδια στη θέση της διαμαρτυρόμενης θάλεγε περισσότερα, αλλά σε παρόμοιες περιπτώσεις την είδαμε κι’ αυτή πόσα λέει, μύλος η υπόθεση, κι’ είναι γνωστό αυτό, οι γυναίκες σε κάτι τέτοια πάντα αλληλοϋποστηρίζονται, κι’ εδώ που τα λέμε αν μας άφηναν «απολτούς» τελείως, το μέλλον μάλλον θα ήταν αβέβαιο, αυτά και ούτε ο Ιορδάνης φταίει ούτε εμείς φταίμε, η ανθρώπινη φύση είναι τέτοια, απαιτεί το ξέσπασμα, θετικό ή αρνητικό και καλά είναι να μη δημιουργούμε καταστάσεις για αρνητικές σχέσεις, να μην εξαντλούμε τα όρια ανοχής και αντοχής κανενός πόσο μάλλον των δικών μας ανθρώπων, έλα όμως που κάπου κάπου θέλεις να ξεσπάσεις να ξεφύγεις κι’ αυτό δεν μπορεί να γίνει  με κανόνες και δοκιμασμένες ή αμφιβόλου αποτελεσματικότητας συμβουλές, δεν κάνεις κέφι πίνοντας κολυβόζουμο ή αριάνι, ούτε πίνοντας τσίπουρο μόνος σου, ο έρωτας θέλει δύο, αλλά το κέφι απαιτεί περισσότερους, θέλει παρέα  θέλει την κατάλληλη ώρα και το ανάλογο περιβάλλον και ιδίως για να γίνει και να στρωθεί το κέφι, χρειάζεται κάποιον να το οργανώνει, κι’ αυτός ο κάποιος πρέπει να γνωρίζει τις προτιμήσεις και τις αντοχές της παρέας, και ιδίως να γνωρίζει και να εξαφανίζει τις αναστολές όσων δεν παίρνουν γρήγορες αποφάσεις, όσων με λίγο σπρώξιμο, μπαίνουν στο παιγνίδι, με λίγα λόγια χρειάζεται πάντοτε ένας παρασυρτής, ένας  Ιορδάνης, αλλά δυστυχώς σκορπίσαμε εδώ και καιρό άλλος εδώ κι’ άλλος παρακάτω, πέρασαν και τα χρόνια, οι μισοί κουβαλούν στις τσέπες χαπούδια, ο ένας με πίεση, ο άλλος με διάφορα, όλοι προσέχουμε, οι μισοί ζούμε τις αταξίες μας αναδρομικά οι άλλοι κάνουμε ό τι μπορούμε, και παρ’ όλα τα  εμπόδια, νομίζω ότι αν ξαφνικά εμφανίζονταν ο Ιορδάνης ανάμεσά μας, θα λέγαμε πάλι, κανόνισέ το εσύ και βλέπουμε αλλά  την ταβέρνα του Φάνογλου την γκρέμισαν πριν από χρόνια και στη θέση της έγινε πολυκατοικία, και οι μερακλήδες Μουσουλμάνοι και Χριστιανοί από τα απέναντι μαγαζιά, μαρτυρούν ότι, όταν έσκαβαν τα θεμέλια λέει, για πολύν καιρό στη γειτονιά ήταν σκόρπια μια γνωστή μυρωδιά, η  ευωδιά του τσίπουρου.!!!   Και,ο Ιορδάνης πριν από μερικά χρόνια πήγε αλλού.  "Δεδικαίωτε."                                                                    
                Βαγγέλης Μαυροδής

Δεν υπάρχουν σχόλια: