Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2020



                                                                             Τα  Τετράδια
           Τα τετράδια  τα γνωρίσαμε από την Τρίτη τού Δημοτικού και πέρα. Μέχρι και τη Δευτέρα τάξη, γράφαμε και σβήναμε στην πλάκα. Η πλάκα ήταν  φτιαγμένη από κάποιο υλικό μαύρο και κάπως γυαλιστερό, και  πάνω της γράφαμε με τα κοντύλια, τα οποία   ήταν σαν τις κιμωλίες, αλλά λεπτότερα και μακρύτερα και  πολύ πιο σκληρά κι’ έτσι μπορούσαμε να τα πατήσουμε γράφοντας χωρίς να κινδυνεύουν να σπάσουν εύκολα. Η Πλάκα  ήταν τοποθετημένη σε ένα ξύλινο πλαίσιο και ήταν αρκετά μικρή, και στενόμακρη, σχεδόν όσο μισή κόλλα  τετραδίου. Η επιφάνειά της ήταν χωρίς διαγράμμιση, αλλά κάποτε κυκλοφόρησαν και πλάκες με «στενά χαράκια» είχαν  δηλαδή  χαραγμένες παράλληλες γραμμές  με διαστήματα  στενά και φαρδύτερα εναλλάξ. Τα στενά διαστήματα μάς διευκόλυναν να γράφουμε όμοια γράμματα, και τα φαρδιά  ήταν οδηγοί για το μέχρι πού μπορούσαν να φτάσουν οι ουρές των γραμμάτων προς τα κάτω και  το μπόι  τους προς τα πάνω, -ουρά στο ρό, το γάμα, το μί κλπ και  ύψος  στο βήτα  θήτα, λάμδα κλπ-. Έτσι λοιπόν με την πλάκα παιδευόμασταν και γράψε σβήσε συνέχεια, κάποτε από το πολύ πάτημα έσπαζε και το κοντύλι, αλλά έσπαζε και όταν έπεφτε κάτω  και με τα μικρά κομμάτια δυσκολευόμασταν, κι’ όταν τύχαινε να χάσουμε και το σφουγγαράκι, τότε τη σκουπίζαμε με το μανίκι κι΄ άμα πάλι δεν έσβηναν τα γράμματα, φτύναμε πάνω και η δουλειά τελείωνε!!
 Στην πλάκα πρωτογράψαμε και τους αριθμούς που πολύ μάς δυσκόλευαν, πέρασε καιρός για να μάθουμε  να τα γράφουμε  ιδίως εκείνο το  δύο και το πέντε καθώς και από τα γράμματα το ύψιλον, το φού το θού και το μικρό  το ξού με τα πολλά καγκέλια – το ύψιλον  όλοι, δάσκαλοι και μαθητές το λέγαμε φλιτζανάκι για να το ξεχωρίζουμε από τα άλλα όμόηχά του-.   Μόλις μπαίναμε λοιπόν  στην Τρίτη τάξη τού Δημοτικού, παίρναμε και τρία τετράδια, και έτσι, εκτός από τα σχολικά βιβλία έμπαινε στο σπίτι και άγραφο χαρτί, γιατί στα περισσότερα σπίτια, η μόνη επαφή με το χαρτί, ήταν τα κομμάτια από τις εφημερίδες  που τύλιγαν οι μπακάληδες τις ρέγγες, τα αρμυρόψαρα και το τυρί, και πάνω στην πλάκα του   τυριού έβγαιναν και τα γράμματα από τη «Μακεδονία» και μπορούσες να τα διαβάσεις. Άγραφα χαρτιά στα σπίτια δεν υπήρχαν ούτε για δείγμα και όταν ήθελε κανείς να γράψει ένα γράμμα έσκιζε από τα τετράδια των παιδιών αν υπήρχαν παιδιά στο σχολείο, αλλιώς, αγόραζε έτοιμη τυποποιημένη κόλλα για γράμμα και φάκελο αλλά και ποιος έγραφε γράμμα, μόνο σε όσους ήταν στρατιώτες έγραφαν μια και οι ξενιτεμένοι ήταν πολύ λίγοι. Τα σχολικά τετράδιά μας δεν προλάβαιναν να. . . χαρούν την παρουσία τους στις σχολικές διαδικασίες, έμπαιναν καθαρά και ατσαλάκωτα στην αίθουσα, και σε καναδυό βδομάδες το μετάνιωναν, άρχιζαν  να φαίνονται οι μουτζούρες στις μέσα σελίδες, και οι τρύπες από το γράψε σβήσε, τσαλακώνονταν πρώτα τα εξώφυλλα και ατίθασα γύριζαν στριμμένα  όπου ήθελαν, και στο τσαλάκωμα και το στρίψιμο  ακολουθούσαν τα πρώτα φύλλα. Διαρκώς προσπαθούσαμε να  ισιάσουμε αυτά τα τσαλακώματα και τα στριψίματα, αλλά εκείνα το χαβά τους, έμεναν στην ίδια θέση, ώσπου τα τετράδιά μας να γεμίσουν πιο πολλές μουτζούρες παρά γραψίματα, και να πεταχτούν, ή να στουμπώσουν τις φυράδες στα παραθύρια το χειμώνα.  Και δεν έφταναν όλα αυτά,  τα τετράδιά μας κακοπάθαιναν και καταντούσαν λειψά και από μια άλλη αιτία. Κάθε ψυχοσάββατο, έκοβαν ένα φύλλο για «ψυχοχάρτι» στο οποίο ο γραμματισμένος τής οικογένειας έγραφε τα ονόματα των πεθαμένων για να τα μνημονεύσει ο παπάς και δε γράφαμε μόνο τα δικά μας ονόματα, αλλά έρχονταν οι θειες και από τη γειτονιά και δεν μπορούσες να αρνηθείς έπρεπε «η πιθαμένους ν’ ακούσ’ τ’ όνουμα τ, να ησυχάσ’ η ψ’χούδα τ’», η περίπτωση ήταν ιδιαίτερη, άσε που το ψυχοσάββατο για μάς τους μικρούς ήταν κάτι σαν πανηγύρι, γιατί μοίραζαν κόλλυβα και γεμίζαμε τα μαντήλια μας που τα δέναμε με μαστοριά στις άκρες για να χωρούν πολλά. Τότε, κάθε ψυχοσάββατο « τ’ ψ’χού» το λέγαμε, όλα τα σπίτια τού χωριού έκαναν  κόλλυβα  -το σύνολο, κόλλυβα και πιάτο μαζί τό έλεγαν «Σκτέλ’» που το στόλιζαν και με σπυριά από ρόδια,-τα σπυριά από το ρόδι στα κόλλυβα έχουν μια ιδιαίτερη σημασία, θυμίζουν Άδη και Περσεφόνη, θα πούμε κάτι και γι’ αυτό άλλη φορά, υπομονή- τα στόλιζαν λοιπόν και με καραμέλες και τέτοια, μερικές θειες έδιναν και κουλουράκια  και πολύ μάς άρεσαν όλα αυτά, μαζευόμασταν όλα μα όλα τα παιδιά τού χωριού και ήταν ακίνδυνα τότε τα κόλλυβα, ακόμα δεν είχαν κυκλοφορήσει τα  φυτοφάρμακα και νά. .. το ένα φέρνει το άλλο, από τα τετράδια ξεκινήσαμε και φτάσαμε στα κόλλυβα, έλα όμως που ακόμα και στα κόλλυβα τα τετράδια είχαν τη θέση και τη σημασία τους, γιατί χωρίς τα ονόματα γραμμένα στο σκισμένο φύλλο από το τετράδιό μας, ο παπάς ευχή δεν «ανέπεμπε», δηλαδή τα ονόματα στο σκισμένο φύλλο ήταν κάτι σαν κωδικός επικοινωνίας, σαν ένα ομαδικό E-Mail, απαραίτητο για την επικοινωνία με το υπερπέραν. . .. Ξεμακρύναμε . . .λίγο και ξαναγυρίζουμε στο κυρίως θέμα που είναι τα πρώτα τετράδιά μας στην Τρίτη Δημοτικού, και για να μην. . . ξεχνιόμαστε είπαμε οτι ήταν τρία,  ένα για την καθημερινή αντιγραφή και ένα για την καλλιγραφία και το άλλο το χρησιμοποιούσαμε   για πρόχειρο,  από φτηνό λεπτό κιτρινωπό χαρτί  αυτό, που σε λίγο γύριζαν τα φύλλα του  στις άκρες προς τα μέσα, άσε που από τα πρόχειρα έλειπαν φύλλα, γιατί τάκοβαν οι μπαρμπάδες για τσιγαρόχαρτα.   Τότε κάναμε και το μάθημα της καλλιγραφίας  και το κάναμε κάθε μέρα και όλοι λίγο πολύ γράφουμε κάπως καλά, τι καλά δηλαδή, αλλά τα γράμματά μας διαβάζονται ή κακοδιαβάζονται, γιατί από τότε που καταργήθηκε αυτό το μάθημα, οι περισσότεροι κατάντησαν κακογράφοι σαν τους γιατρούς. Τα τετράδιά μας  στην Τρίτη τάξη  ήταν και τα δυο με στενά χαράκια  για να μάς ευκολύνουν στο γράψιμο, αλλά κι’ εκεί το χάλι ήταν απερίγραπτο, όσο που χωρούσαν αφού οι τσάντες μας ήταν μικρές από ύφασμα, και τις περνούσαμε στο λαιμό με ένα κορδόνι πολύχρωμο πλεχτό.  Εκεί στριμώχναμε το  μοναδικό βιβλίο-αναγνωστικό και τα  τετράδια, κι’ όπως τρέχαμε με την τσάντα στον ώμο, το ένα πίεζε τα άλλα και όλα μαζί τσαλακώνονταν  τόσο, που δεν υπήρχε τετράδιο χωρίς να έχει γυρισμένα τα φύλλα στις γωνίες με το στρίψιμο κάθετο στην . . .υποτείνουσα (!!). . Στην τσάντα βάζαμε και το μολύβι και αργότερα και τον κονδυλοφόρο με την πένα. Το καλαμάρι με τη μελάνη το κρατούσαμε στο χέρι, ή οι μανάδες μας έπλεκαν με το βελονάκι μια θήκη και το κρεμούσαμε από τη μέση, ανοιχτό ήταν αλλά η  κατασκευή του ήταν τέτοια που άμα πρόσεχες πως περπατάς, δε χύνονταν η μελάνη, συνήθως όμως όλα τα ρούχα μας ήταν μουτζουρωμένα  κι’ από τα χέρια μας η μελάνη έβγαινε μόνο προς το τέλος τού καλοκαιριού. Στην αρχή τής τρίτης τάξης γράφαμε πάλι με μολύβι, αλλά στο δεύτερο εξάμηνο αρχίζαμε να γράφουμε με μελάνη κι’ εκεί γινόταν το κακό, οι πένες ήταν εκείνες οι λεγόμενες Χί, που η μύτη τους έμοιαζε με την άκρη από αρχαίο φτερό, για να γράψει έπρεπε να την πατάς και επειδή δεν κρατούσε πολλή μελάνη, τη βουτούσαμε συνέχεια στο καλαμάρι και ακούγονταν εκείνο το σιγανό  και  χαρακτηριστικό χρουτς χρουτς που έκανε πάνω στο τετράδιο, και από το πολύ πάτημα τρυπούσε  το φύλλο κι’ έβγαινε και στο από κάτω, πολύ αργότερα κυκλοφόρησαν τα στυλό διαρκείας και οι κονδυλοφόροι με τις πένες μπήκαν στα μουσεία.  Τα καλά τετράδια ήταν εκείνα που γίνονταν στην Πάτρα του Λαδόπουλου νομίζω, αλλά ήταν και ακριβότερα είχαν και εξώφυλλα πιο σκληρά  σκούρα, αλλά το πρόχειρο ακόμα και στο Γυμνάσιο  ήταν το ίδιο, φτηνό με κιτρινωπό χαρτί και συνεχώς κακοπαθημένο, αφού πολλές φορές το σπάζαμε στη μέση για να χωρέσει στην πίσω τσέπη. Από την εποχή εκείνη δεν κράτησα τετράδια  αλλά και ποιος κράτησε τα τσαλακωμένα και σκισμένα τετράδια και τί να τάκανε να τα κρατήσει. Ίδιο με το δικό μας το φτηνό πρόχειρο τετράδιό μας, χρησιμοποιούσαν και οι μπακάληδες στο χωριό, για να σημειώνουν τα βερεσέδια και το βράδυ τα περνούσαν στο «καθαρό» ένα χοντρό κατάστιχο με σκληρά εξώφυλλα σελιδομετρημένο, που όταν γέμιζε η σελίδα έγραφαν από κάτω «εις μεταφοράν σελίς τάδε» και άντε απ’ την αρχή. . .. .  Στο Δημοτικό και στις δυο τελευταίες τάξεις είχαμε  ξεχωριστό τετράδιο εκθέσεων στο οποίο καθαρογράφαμε τις εκθέσεις από το πρόχειρο και σπάνια τις γράφαμε κατευθείαν στο καθαρό. Είχα κρατήσει ένα τέτοιο τετράδιο τής πέμπτης τάξης, αλλά  κάπου χάθηκε και δεν ξαναφάνηκε.  Στο Γυμνάσιο  τα πράγματα ήταν κάπως διαφορετικά, αλλά τα τετράδια ίδια. Βέβαια εκεί είχαμε περισσότερα τετράδια, γιατί ορισμένοι  καθηγητές μάς υπαγόρευαν και γράφαμε το μάθημα,-τότε δεν υπήρχαν πολύγραφοι και φωτοτυπικά για να μάς μοιράσουν σημειώσεις-. Μερικοί  έντυναν τα τετράδια με γαλάζια κόλλα, και ιδίως τα κορίτσια τα τετράδιά τους τα πρόσεχαν περισσότερο, αφού όλες οι συμμαθήτριές μας κουβαλούσαν τσάντα κι’ έτσι βιβλία και τετράδια δεν κακοπάθαιναν.                                   Είπαμε αρκετά για τα τετράδια, τα  περιγράψαμε από τα ψήγματα που έμειναν στη μνήμη  από τότε. . . από κείνα τα περασμένα  για μάς χρόνια και τα κάπως μακρινά για τους άλλους, φέραμε στο σήμερα  τις εικόνες  που συγκρατήσαμε, τις εικόνες από το σχήμα, τού τετραδίου,    από το τσαλάκωμά και τις μουτζούρες του, και μαζί με όλα αυτά, ήρθε μπροστά μας η παιδική ηλικία, με εκείνη την  αδεξιότητά μας στην καλλιγραφία,  και για κάποια στιγμή έγινε  το θαύμα, και ποιος ξέρει σε ποια εγκεφαλικά κύτταρα να ήταν κρυμμένη, φάνηκε η χαρακτηριστική μυρωδιά τής «Χρυσής Μελάνης» που την αγοράζαμε σε σπυριά και τη φκιάναμε μόνοι μας διαλύοντάς την στο νερό.
        Βαγγέλης Μαυροδής. Αρξαμένου του μηνός Σεπτεμβρίου, εν αναμονή  της τιμής του πετρελαίου θέρμανσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: