Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Οι Τρίχες

Ασυνήθιστο το θέμα  και αρκετά πρωτότυπο,  αλλά στην πορεία  θα φανεί περί τίνος πρόκειται. Και μην πάει το μυαλό σας όπου κι’ όπου και αλλού, σε τρίχες θα αναφερθούμε, και ειδικά  σ’ αυτές  του αγριογούρουνου , όχι όμως τού οικόσιτου,  τού ήμερου που το τρέφουμε στο κουμάσι για να το θυσιάσουμε κοντά στα Χριστούγεννα, γιατί οι τρίχες απ’ αυτό  το γουρούνι,
δε χρησιμεύουν από όσο γνωρίζω, εκτός κι’ αν  κάπου τις χρησιμοποιούν ίσως για βούρτσες ή κάτι παρόμοιο, ποιος ξέρει, και μάλλον δεν είναι δυνατόν να τις πετούν μετά από την επεξεργασία το δέρματος, κάτι θα τις κάνουν, ας πούμε, είναι αδύνατο οι δαιμόνιοι Κινέζοι να  πετούν δισεκατομμύρια τρίχες, κάτι  θα τις κάνουν, κάπου θα τις χρησιμοποιούν σίγουρα, όμως μάλλον αποκλείεται να τις φυτεύουν σε. . . . φαλακρούς, αλλά πάλι σκέφτεσαι ότι με το δαιμόνιο που διαθέτει η ράτσα τους, γι’ αυτούς όλα είναι πιθανά .  . .    Εδώ θα μιλήσουμε για τις  τρίχες από το δέρμα του αγριογούρουνου  και ειδικά γι’ αυτές που φυτρώνουν στη ράχη του τις σκληρές και μακριές με τη διχάλα στην άκρη και που αυτή η διχάλα, -ή ψαλίδα όπως τη λένε για τα γυναικεία μαλλιά-κάποτε έδινε αξία στη χρησιμότητά τους, τότε που δεν υπήρχε κλωστή πλαστική εύκαμπτη,  και θα δούμε πως.  Όταν αρχίζεις την ανάπτυξη ενός θέματος το οποίο μερικοί που  το βλέπουν από τον τίτλο του ακόμα αρχίζουν και ξινίζονται, πρέπει να προηγηθεί μια εισαγωγή, όσο γίνεται καλύτερη, για να παρασυρθεί ο δύστροπος αναγνώστης να του κινήσεις την περιέργεια μέχρι να τον τουμπάρεις και να πει, για να δούμε τι θέλει να μας πει, ας το διαβάσουμε κι’ αν δε μας αρέσει.. .  .αλλά όταν ο  γκρινιάρης αναγνώστης υποχωρήσει έστω και τόσο,  κινημένος από την περιέργειά του, τον κέρδισες και πάει, στο τέλος θα μείνει σίγουρα και ευχαριστημένος, άλλο τώρα αν από χούι και εγωισμό δε θα το παραδεχτεί φανερά, αλλά το πολύ να πει, έ,  αυτά εγώ τα ήξερα. .  .και ελπίζω ότι ο αναγνώστης της στιγμής αυτής δεν είναι ούτε  δύστροπος ούτε κατσουφιασμένος, δεν είναι κάποιος που τού λύθηκε  το γρούν’ ,ούτε κάποιος άλλος που έπαθε λάστιχο καταμισιού στην Εγνατία, τέλος πάντων αν η παραπάνω εισαγωγή δε σας κίνησε την περιέργεια για να μάθετε τι θα γίνει παρακάτω, γυρίστε σελίδα, ή διαβάστε απέναντι τα ψυχοσωτήρια, εμείς θέλουμε αναγνώστες οι οποίοι να διαθέτουν υπομονή και φαντασία ιδίως υπομονή, και μπαίνουμε κάπως απότομα στο κυρίως θέμα αφού ως εδώ όλα καλά και μάλλον τον. .  . κερδίσαμε τον αναγνώστη, και το λοιπόν, παλικαράκια πια εμείς κι’ έπρεπε  να φορέσουμε καινούργια παπούτσια κι’ αυτό συνήθως συνέπιπτε με κάποια γιορτή ή το πανηγύρι. Υποχρεωτικά πηγαίναμε στον τσαγκάρη να μας πάρει τα μέτρα, αφού έτοιμα παπούτσια δεν κυκλοφορούσαν στην αγορά  και η διαδικασία ήταν απλή και γρήγορη, πατούσαμε πάνω σε ένα άσπρο χαρτί σαν χασαπόχαρτο έμοιαζε και με ένα μολύβι ο τσαγκάρης έπαιρνε το ίχνος του ποδιού μας, μετρούσε και με τη μεζούρα την περιφέρεια του ποδιού πάνω απ’ την καμάρα τον πομπέ όπως έλεγε και από κει και ύστερα, ερχόταν οι ερωτήσεις για το χρώμα, μαύρο ή καφέ και για τα κορίτσια κόκκινα, αν έπρεπε να γίνουν  τα παπούτσια δίσολα ή μονόσολα, κι’ αν θάβαζε πεταλάκια,  ή κάποιο σχέδιο στα φόντια και από όσο θυμούμαι τα δυο τρία ζευγάρια που φόρεσα φκιαγμένα από τον κυρ Βασίλη, χρυσά χέρια είχε   θεός σχωρέστον, όλα ήταν  «δετά» με κορδόνια δηλαδή, και  τα κοριτσίστικα τα έφκιαχνε με λουράκια που κούμπωναν στο πλάι μπροστά. Το τσαγκάρικο στο χωριό που ως πελάτες  πότε πότε μαζευόμασταν  τα βράδια ιδίως το χειμώνα ήταν τού κυρ Βασίλη, εκεί, λίγο παραπάνω από την «απάνω βρύση», περνούσε κόσμος από κει, πήγαιναν και τα κορίτσια για νερό, μια και στα σπίτια βρύσες δεν είχαν μπει ακόμα, μιλούσαμε χαιρετιόμασταν  έτσι ήταν τότε και αναφερόμαστε στη δεκαετία του ’50. Μικρό το τσαγκάρικο,  ίσα ίσα χωρούσε το χαμηλό τραπέζι  και τις δυο κοντοπόδαρες καρέκλες που κάθονταν ο ίδιος και ο συνομήλικός μας ο Νίκος  ο Κάλφας του, που αργότερα έφυγε στην Αυστραλία. Είχε κι’ άλλες δυο καρέκλες κανονικές αυτές στις οποίες κάθονταν όποιος προλάβαινε, οι άλλοι όσοι χωρούσαμε, λιανοπατούσαμε όρθιοι. Το βράδυ άναβαν το Λουξ και δούλευαν μέχρι αργά τη νύχτα, ιδίως παραμονές γιορτών με δουλειά φούρια, φορώντας ένα μισό καπέλο χάρτινο μόνο γείσο είχε για να μην πέφτει το φως στα μάτια. Στενός ο χώρος αλλά φιλικό το περιβάλλον, εκεί περνούσαμε πολλές φορές την ώρα μας, μιλούσαμε και μαθαίναμε νέα, βλέπαμε όμως, παρατηρούσαμε και τη διαδικασία  στην κατασκευή των παπουτσιών,  το φούσκωμα της σόλας  στο  νερό, το πελέκημά της  με τη φαλτσέτα, το κόψιμο στα φόντια για το επάνω μέρος και το κάρφωμα με τα ψιλόκαρφα στο καλοπόδι και τις ξυλόπροκες στη σόλα, εκείνο όμως  που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση σε όλους μας, ήταν το ράψιμο γύρω γύρω που γινόταν με το χέρι και απαιτούσε τέχνη και μεγάλη προσοχή. Με το επάνω μέρος του παπουτσιού έτοιμο,  στερεωμένο στο ανάλογο καλοπόδι και το σπάγκο κερωμένο,  έραβαν τη σόλα  με το λεγόμενο βάρδουλο και το λεπτό δέρμα, δουλειά δύσκολη από ότι βλέπαμε, γιατί ήθελε προσοχή και επιτηδειότητα. Έραβαν είναι βέβαια ένας λόγος, γιατί γι’ αυτό το ράψιμο  ο μάστορας έπαιρνε ένα τσαγκαροσούγκλι  με στραβιά τη μύτη και λίγο πλατιά  και αρχινούσε να ανοίγει  τρύπες  στη σόλα, αλλά όπως ήταν καμπυλωτή η μύτη του γινόταν και οι τρύπες το ίδιο, τρύπες στραβές δηλαδή, τρύπες με κούρμπα  και όπως είναι φυσικό είναι αδύνατο  να περάσει ο κερωμένος σπάγκος από τη στραβή την τρύπα, δεν υπήρχαν και βελόνες τέτοιες, και για το σκοπό αυτόν επιστρατεύτηκε κάποτε ποιος ξέρει πότε η εφευρετικότητα του μάστορα-τσαγκάρη που βρήκε τον τρόπο να το πετύχει και τι έκανε, πήρε και χρησιμοποίησε τις τρίχες από το δέρμα του αγριογούρουνου και ειδικά από τη ράχη που είναι πιο μεγάλες και αρκετά σκληρές, αλλά το σπουδαιότερο, οι τρίχες αυτές στην άκρη τους είναι από φυσικού τους διχαλωτές και κάπως κατσαρωμένες. Έτσι ο μάστορας, έπαιρνε μια τρίχα από το ματσάκι που είχε κρεμασμένο αριστερά του στο μοναδικό παραθύρι προς το δρόμο δίπλα του, ξέφτιζε λίγο τη μια άκρη του σπάγκου και με προσοχή την έμπλεκε με το διχαλωτό μέρος της τρίχας  και αυτό το έκανε με μαεστρία στρίβοντάς τα και τα δυο πάνω στο γόνατο, στην ποδιά που φορούσε  μέχρι να μπλέξουν και να δεθούν καλά, οπότε  μετά από το άνοιγμα της καμπυλωτής τρύπας περιφερειακά στη σόλα και στο μαλακό δέρμα, η τρίχα περνούσε με ευκολία και ακολουθούσε υποχρεωτικά ο σπάγκος  που τον τραβούσε και τον έσφιγγε κι’ αυτό συνεχίζονταν μέχρι να τελειώσει το τρύπημα ή να σωθεί ο σπάγκος. Ήταν μια διαδικασία που μας άρεσε να τη βλέπουμε αμίλητοι, να βλέπεις τον τσαγκάρη με σφιγμένο το καλοποδιασμένο παπούτσι  ανάμεσα στα γόνατά του να το παιδεύει γυρίζοντάς το μια από δω μια από κει, μέχρι που έφτανε η στιγμή να τελειώσει το ράψιμο και να βγει το  καλοπόδι για να αρχίσει η άλλη διαδικασία του τελειώματος, με τελευταίο στάδιο το βάψιμο και το γυάλισμα. Βέβαια για την κατασκευή των παπουτσιών με το χέρι, υπήρχαν κι’ άλλες διαδικασίες για την περιγραφή των οποίων θα πρέπει να διαθέτει κανείς ειδικές γνώσεις  οι οποίες όμως  σήμερα δε χρειάζονται αφού όλα γίνονται με μηχανές, αλλά καλά είναι να γνωρίζουμε πώς  ξεκίνησε η τέχνη του τσαγκάρη, που με το χέρι και με ελάχιστα μέσα και εργαλεία έφκιαχνε αληθινά κομψοτεχνήματα. Αυτά λοιπόν για τη χρησιμότητα της συγκεκριμένης τρίχας και ποιος να το φανταζόταν ότι μια άσημη αγριογουρουνότριχα, θα είχε φανεί κάποτε τόσο χρήσιμη και θα συνέβαλλε στην κατασκευή των παπουτσιών εξαιτίας της κατσαρής διχαλωτής ουράς της και πες πες από μια τρίχα φκιάξαμε τριχιά που λένε, είπαμε, το θέμα ασυνήθιστο, αλλά τίποτα δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται, όλα τα θέματα έχουν ένα βάθος,  που συνήθως δεν το εντοπίζουμε με την πρώτη ματιά γιατί δε  φαίνεται, πρέπει να ψάξουμε να  το βρούμε, ή να  το επισημάνει κάποιος για να το δούμε και να το απολαύσουμε, έτσι είναι αυτά, πολλά είναι που τα προσπερνούμε γιατί τα θεωρούμε μικρά και ασήμαντα, αλλά όταν τα προσέξουμε μας καθηλώνουν με την ομορφιά και με τη μοναδικότητά τους.  Οι περισσότεροι συμφωνούμε με την άποψη των ειδικών άλλωστε  το βιώνουμε και οι ίδιοι, δε χρειάζεται να μας το επισημάνουν οι ειδικοί κοινωνιολόγοι και τρελλογιατροί, συμφωνούμε στο ότι πήξαμε στα πολυσύνθετα θέματα και κουφαθήκαμε από τις πολυδιάστατες απόψεις επί παντός, καταλαβαίνουμε ότι ο εγκέφαλός μας δεν θα αντέξει για πολύ, δεν προλαβαίνει να αναβαθμίζει το σκληρό του δίσκο, καιρός να ξεφύγουμε κάπως ξαναγυρίζοντας στα απλά και καθημερινά, παρόντα και περασμένα και άντε να ξαναπροσγειωθούμε και να τελειώνουμε, στο χωριό μας το Νεοχώρι της Χαλκιδικής, υπήρχαν κι’ άλλοι τσαγκάρηδες, άλλος μπάλωνε και επιδιόρθωνε τα παλιά, άλλος ασχολούνταν με επιδιορθώσεις έφκιαχνε και καινούργια, αλλά ο κυρ Βασίλης στην εποχή μας ήταν ο Μάστορας με κεφαλαίο, και δεν ξέρω αν ο Νίκος ο βοηθός του συνέχισε την  τέχνη εκεί στη μακρινή δεύτερη πατρίδα του την Αυστραλία. Και σεις που τα διαβάζετε αυτά μια και δεν έχετε. . .  τίποτα άλλο να κάνετε πηγαίνετε  καμιά βόλτα προς τα Βόρεια και Ανατολικά του Χολομώντα, η καρδιά της Χαλκιδικής εκεί χτυπάει. Από κει έχουμε σταλμένους  άρχοντες στον Πολύγυρο  και τρανούς στην Αθήνα, ας ρίχνουν συχνότερες ματιές και προς τα πάνω. Πρέπει να μην το ξεχνούν ότι είναι  «σταλμένοι», και δεν πήγαν μόνοι τους. . . .Δε λέμε, κάπου κάπου περνούν κι’ απ΄τα χωριά μας  και καμιά φορά . . .κοντοστέκονται για λίγο. . .  .σαν να θέλουν να θυμηθούν κάτι. . . ποιος ξέρει. . . μπορεί μερικούς να τους πήραν και τα χρόνια, αλλά υπάρχουν και  τα τσιράκια, πίσω τους,  έτοιμα   να φορέσουν την ποδιά του μάστορα. . . . . νέοι θα είναι, όλο και κάτι καινούργιο θα φέρουν. . . .και μακάρι. . γιατί οι παλιοί, παρασκούριασαν . . ..

Όμως, επειδή σε κάθε γραπτό, τους αγαπητούς αναγνώστες τους μάθαμε να διαβάζουν ένα «τέλος» τέτοιο που να τους κάνει να γελάσουν ή τουλάχιστον να χαμογελάσουν, θα πρέπει κι’ εδώ να ξεστρατίσουμε λίγο και να πούμε για την ιστορία μιάς μοναδικής τρίχας και μάλιστα κατσαρής, η οποία τρίχα, εξακριβωμένα, «έσκασε» το διάβολο, και θα δούμε πως . . .

  Και κάποτε λοιπόν κάποιος για να «ρίξει» μια όμορφή (έτσι την έλεγαν τότε, μη βλέπετε πώς την είπαν μετά. . . ), ύστερα από πάμπολλες αρνήσεις και «κόνξες», επικαλέσθηκε το διάβολο, ο οποίος τον βοήθησε στο «ρίξιμο» έβαλε όμως έναν και μοναδικό όρο, δηλαδή ο «γαμπρός» να τού δίνει δουλειά, να απασχολεί το διάβολο συνέχεια. Πριν αρχίσουν τα «δεδόμενα» ο αναμμένος «γαμπρός» ανέθετε στο διάβολο διάφορες πολύπλοκες δουλειές και εργασίες, αλλά  ο διάβολος τις τελείωνε στο «Τσακ» και η «υπόθεση» δεν προχωρούσε, οπότε ανέλαβε  η γυναίκα να ξεκαθαρίσει τα πράγματα και τι έκανε; Έ; Τι νομίζετε ότι έκανε; Απλώς ( και όχι απλά), ξερίζωσε από πάνω της, ή μάλλον από παρακάτω της, μια κατσαρή τρίχα και είπε στον απορημένο διάβολο.

 «Πάρτην, κι’ άμα την  . . . ισιώσεις, έλα. .  . !!!»

Απόλαυσαν αυτό που τόσες φορές «ανεβλήθη», το ξανααπόλαυσαν πολές   φορές αλλά ο διάβολος . . . άφαντος, και μάλλον ακόμα.  . .προσπαθεί . . .!!  Η εφευρετικότητα και η εξυπνάδα  τής γυναίκας θριάμβευσε . . .Γι’ αυτό, λέμε κι’ εμείς καμιά φορά, λέμε για να λέμε, αλλά μάλλον δεν ξέρουμε τι λέμε. .  . . εμείς οι τού. . . ισχυρού φύλου τρομάρα μας, το είπαμε κι’ άλλοτε, αλλά  το. . .ξεχνούμε. .  . .  Αυτά.                       


                                               


                                             



Δεν υπάρχουν σχόλια: