Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Συγγένειες.



Όσα θα εκτεθούν  στη συνέχεια, αναφέρονται σε ανθρώπους οι οποίοι σήμερα  είναι οι περισσότεροι μακαρίτες που έζησαν πριν από 100  και 150 χρόνια, μπορεί και παραπάνω.  Επίσης το δηλώνω από τώρα, όλα τα στοιχεία που θα παρουσιαστούν για τις συγγένειες, δεν πάρθηκαν από δημοτολόγια και ληξιαρχικά βιβλία,
ούτε από άλλες πηγές, αλλά  μού τα αφηγήθηκε η συχωρεμένη η Μάννα μου  η οποία γεννήθηκε το 1912 και άφησε τον ωραίο   αυτό κόσμο στις 19 Ιουλίου του έτους 2000 παραμονή της πανήγυρης του Αϊ Λιά που τον γιορτάζουμε στο χωριό μας, άλλη ιστορία κι’ αυτή και ίσως την πούμε κάποτε, όμως να πούμε από τώρα ότι στο χωριό μας το Νεοχώρι Χαλκιδικής, κτήτορα στην εκκλησιά έχουμε τον Αι Γιώργη, αλλά το πανηγύρι γίνεται την ημέρα που η εκκλησία τιμά τον  Αι Λιά. Έτσι αποφάσισαν  οι πρόγονοί μας και οι κάτοικοι της Χωρούδας μετά από το 1821, τότε που με το σηκωμό καταστράφηκε, ξεθεμελιώθηκε το χωριό τους και όσοι Χωρουδιανοί είχαν απομείνει εγκαταστάθηκαν στο δικό μας το χωριό, φέρνοντας και τον Άγιό τους μαζί τον Αι Γιώργη.Το χωριό  δεν υπάρχει σήμερα, μόνο η τοποθεσία «Χωρούδα» έμεινε να το θυμίζει, λίγο πριν από τα Στάγειρα δεξιά όπως πηγαίνουμε, μέσα στο δάσος αψηφώντας το χρόνο, στέκονταν παλιότερα μερικά ξεροντούβαρα τα οποία φαίνονταν ανάμεσα στις καστανιές, μαζί και ένα μικρό εξωκλήσι του Αι Γιώργη. Με την εγκατάσταση των Χωρουδιανών, το χωριό μας βρέθηκε με δυο Αγίους, οπότε όλοι οι κάτοικοι παλιοί και καινούργιοι, αποφάσισαν με δημοκρατικές διαδικασίες και όρισαν κτήτορα της εκκλησίας τον Άι Γιώργη, αλλά το πανηγύρι να γίνεται την ημέρα του Άι Λιά, όπως γίνονταν και πριν. 
θα γράψουμε πολλά μ’ αυτό το θέμα που διαλέξαμε, γι’ αυτές τις συγγένειες, αξίζει τον κόπο να το παρακολουθήσετε, έχουμε πήξει όπως λένε στις πληροφορίες που μας μεταδίδει η τηλεόραση, τις δεχόμαστε χωρίς τη δυνατότητα επιλογής και κριτικής, από τη στιγμή που θα ανοίξεις το «κουτί» πάει τελείωσε, δεν έχεις επιλογή, ή ακούς και βλέπεις αυτά που λένε ή έχεις τη δύναμη και την κλείνεις κάνοντας κάτι άλλο, ή δεν κάνεις τίποτα και απλώς σκέφτεσαι, η τηλεόραση δε σ’ αφήνει να σκεφτείς γιατί άμα σ’ άφηνε να σκεφτείς  ποιος θα ήταν ο ρόλος της να φκιάχνει συνειδήσεις και να διαμορφώνει αποτελέσματα, από αποτελέσματα εκλογών μέχρι προτιμήσεις σε ορισμένα προϊόντα και τα λοιπά και τα λοιπά και αυτά δεν τελειώνουν, κλείστε  το κουτί και σκεφτείτε, σκεφτείτε, διαβάστε είναι το καλύτερο, διαβάστε από Γενοβέφα μέχρι και την αξέχαστη Ωραία του Πέραν και ότι άλλο θέλετε, θυμηθείτε και ακονίστε το μυαλό σας, αλλιώς δε μας βλέπω καλά, όλα ξεκίνησαν  ένα βράδυ του 1992 όταν ρώτησα τη Μάννα μου για  κάποιον μακρινό συγγενή μας και άρχισε χωρίς κόπο να μου εξιστορεί από πού και πώς είμαστε συγγενείς, απόρησα με την καθαρότητα του μυαλού της και με το μαγνητόφωνο ανοιχτό, άρχισα να ρωτώ κι’ άλλα και για άλλα πρόσωπα που γνώρισα  διαπιστώνοντας ότι σε όποια μεριά  επεκτείνονταν η συγγένεια μέσα στο χωριό, η Μάννα μου είχε έτοιμη την απάντηση με λεπτομέρειες μάλιστα κι’ είναι να απορεί κανείς  πώς τα γνωρίζουν μερικοί παλιότεροι όλα αυτά, αλλά η εξήγηση είναι εύκολη, όλα αυτά σώθηκαν με την προφορική παράδοση από γενιά σε γενιά, τότε οι άνθρωποι και ιδίως οι γυναίκες συζητούσαν και αντάλλασσαν πληροφορίες οι οικογένειες μεγάλες, οι ασχολίες ομαδικές και οι συντροφιές στα νυχτέρια περιλάμβαναν πρόσωπα από όλες τις ηλικίες, τα έλεγαν οι μεγάλες, οι μαννάκες, τα άκουγαν οι μικρότερες και  από τις πολλές φορές οι περισσότερες τα τύπωναν και τα θυμόταν για να τα μεταδώσουν στις νεότερες και βέβαια δεν τα θυμόταν όλες, τα καθαρά μυαλά όμως ήταν ικανά να θυμούνται και να μεταδίδουν λεπτομέρειες για πρόσωπα και γεγονότα κι’ έτσι με την προφορική παράδοση έφτασαν και σε μας γεγονότα και σπαρταριστές λεπτομέρειες για τη ζωή προσώπων που δεν μπορούν ποτέ να καταγράψουν τα δημοτολόγια και οι ληξιαρχικές πράξεις. Έλεγε ας πούμε μια μαννάκα, « μι τ’ αφνοί, είμιστι σόι» και ρωτούσε κάποια άλλη νεότερη από τη συντροφιά, «αμ απού πού μωρέ μαννάκα σόι; Απού πού κι’ ως πού; »
Κι’ αρχινούσε  να λέει λοιπόν η Μαννάκα, να αραδιάζει γενιές, προξενιά, αρραβώνες  και  λογοδοσίματα, ποιος  με ποια, πότε και αυτό το πότε στο περίπου και πάντα  σε σύγκριση με άλλα γεγονότα, για να προσδιορίσουν  θανάτους, ηλικίες, γάμους ή αρραβώνες και γεννήσεις  τις συνέδεαν με γεγονότα σημαδιακά ή για το σύνολο της κοινωνίας του χωριού, ή για ορισμένη οικογένεια, έλεγαν ας πούμε ότι ο τάδε «χάθηκε» στη Μικρασία, ο άλλος παντρεύτηκε  στο σεισμό ή αρραβωνιάστηκε στην επιστράτευση του ’40, κι’ όταν εγώ γέννησα τη Μαρίγια εσύ τον τρανό το γιο σου δεν τον είχες αποκόψει -από το θηλασμό, άρα θα ήταν περίπου τριών ετών-, έτσι  υπολόγιζαν, λίγο πάνω ή κάτω δεν είχε και μεγάλη σημασία  ποιος τα πρόσεχε αυτά, αλλά τις συγγένειες τις πρόσεχαν και τις μελετούσαν, οι κοινωνίες μικρές και κλειστές, έπρεπε να προσέχουν, οι γάμοι γίνονταν με πρόσωπα μέσα από το χωριό, πολύ σπάνια  έπαιρναν καμιά νύφη συνήθως από τα διπλανά χωριά και σπανιότερα έφευγαν άντρες γαμπροί σε ξένα μέρη μέχρι και τη δεκαετία του ’40, από κει και πέρα άλλαξαν τα πράγματα, σκόρπισε ο κόσμος άλλοι για δουλειές, κι’ άλλοι από φόβο, να φύγουν να χαθούν άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους, φοβερή ιστορία κι’ αυτή και πολύ πονεμένη, τα είπαν αυτά άλλοι ειδικοί, αλλά μόνο από τους «παθόντες» βγαίνει η αλήθεια, οι ανώμαλες καταστάσεις πάντα δημιουργούν άλυτα προβλήματα και έχθρες, μέχρι να περάσουν τα χρόνια και να ξεχαστούν στο χωνευτήρι της ζωής που προχωράει  αυτή η ζωή και ποιος θυμάται, μονάχα μερικές μαννάκες κι’ εκείνες απαντούν μόνο όταν τις ρωτήσεις. . . τα έλεγαν λοιπόν και τα ξανάλεγαν οι γεροντότερες και όχι ότι τα τύπωναν και τα μάθαιναν όσες μικρότερες ή και συνομήλικες τα άκουγαν, όμως οι  λίγες με ισχυρή μνήμη τα συγκρατούσαν χωρίς να χάνουν τη συνέχεια και να τα μπερδεύουν κι’ αυτές θεωρούνταν στα χωριά  κατά κάποιο τρόπο  οι τράπεζες πληροφοριών, αντιπροσώπευαν τη συλλογική μνήμη  του χωριού, ήταν κάτι όπως λέμε  σήμερα σκληρός δίσκος που αποθηκεύει ο υπολογιστής τα αρχεία και για το λόγο αυτόν όταν διαφωνούσαν για κάτι  για ένα πρόσωπο ή γεγονός για μια αμφίβολη συγγένεια, απευθύνονταν  σ’ αυτές τις μαννάκες,  που η μνήμη τους ήταν δοκιμασμένη και διαχρονική.          
Έτσι άρχισε ένα βράδυ η συζήτηση με τη Μάννα μου για να μου αποδείξει ότι με το φίλο μου το Γιώργο το Βαλοδήμο, είμαστε ξαδέρφια, μακρινά βέβαια αλλά  σίγουρα συγγενείς εξ αίματος και αρχή της ιστορίας μας ο γέρο Μαυροδής ( του Κωνσταντίνου), γεννημένος το 1815 προπάππος του πατέρα μου και προ – προ-πάππος δικός μου ο οποίος είχε δυο αδερφές  την Αναστασία και την Μπιγίνα
 Η Αναστασία παντρεύτηκε κάποιον Απόστολο Γκέκα, και να  η συγγένεια με τους Γκεκάδες και η Μπιγίνα πήρε τον Αστέριο Τσελεπή. Ο γερο Στέργιος με την αδερφή του προ-προπάππου μου Μπιγίνα  απόκτησαν έξι παιδιά ανάμεσα στα οποία και το Γεώργιο  ο οποίος παντρεμένος με κάποια Μαρία , απόκτησε δώδεκα παιδιά από τα οποία έζησαν τα δέκα και μετράτε,( αυτό θα πει μνήμη), Αφροδίτη, Αστέριος, Απόστολος, Λεωνίδας, Πηνελόπη, Νικόλαος, Πουλχερία, Φωτεινή, Κωνσταντίνος, Ιωάννης, Βασίλειος και Ελένη. Για να αποδείξουμε ότι με το Γιώργο Βαλοδήμο είμαστε ξαδέρφια γιατί  από κει ξεκίνησε η συζήτηση με τη Μάννα μου, λέμε ότι η Πουλχερία παντρεύτηκε τον Απόστολο Βαλοδήμο τέκνο των οποίων μεταξύ και άλλων είναι ο Γιώργος και να η εξ αίματος συγγένεια. Τώρα, ο γερο Μαυροδής που πάντρεψε τις δυο αδερφές όπως είπαμε τη μια με τον Γκέκα και την άλλη με τον Τσελεπή, παντρεύτηκε και ο ίδιος  χωρίς να ξέρουμε με ποια και έκανε πέντε παιδιά, τον Κωσταντή και τέσσερα κορίτσια, τη Μαρία την Κατερίνη , τη Στεργιανή και την Αργυρώ. Ο γιος τώρα του γερο Μαυροδή ο Κωσταντής γεννημένος το 1840, παντρεύτηκε τη Μαρία Χωρούδα, ( να η συγγένεια και με τους Χωρουδάδες) κι’ έκαναν  τέσσερα αγόρια, το Μαυροδή ( παππού δικό μου) το Βασίλειο το Νικόλαο και το Δημήτριο. Και από όσα θυμόταν η Μάννα μας από τη γιαγιά της τη Μπιγίνα που κι’ εκείνη τα θυμόταν από τη Μάννα της τη Μαργιόλω, ο Κωσταντής λέει ήταν ένας αρχοντάνθρωπος, και όπως χαρακτηριστικά λέει εκφραζόταν η μαννάκα η Μαργιόλω, «είχι κατ’ χέρια σα Δισπότ’ς», νοικοκύρης καλός και μέλος της δημογεροντίας του χωριού από τα συμβόλαια αγοράς των ακινήτων που κληροδότησε στα παιδιά του, φαίνεται ότι μέχρι και το 1890 αγόραζε χωράφια και μέχρι τότε στα συμβόλαια αναφέρεται με το επώνυμο Μαυροδής αλλά άγνωστο γιατί, αργότερα εμφανίζεται με το επώνυμο Χαρδαλούπας. Από τους τέσσερες γιους  του προπάππου μου του Κωσταντή, ο Μαυροδής ο πρώτος, παντρεύτηκε τη γιαγιά μας την Ευδοκία από τη Μεγάλη Παναγία, η οποία κατάγονταν από το σόι  του Κορσιβνού και γέμισε ο τόπος ξαδέρφια και άλλους συγγενείς, τη γιαγιά την Ευδοκία δεν τη γνωρίσαμε, πέθανε νωρίς. Ο παππούς μας ο Μαυροδής απόκτησε κι’ αυτός τρεις γιους, τον  Κωσταντή, το Χρήστο και τον πατέρα μας το Διονύση το μικρότερο. Ο πατέρας μας παντρεύτηκε με τη Μάννα μας Αικατερίνη από το σόι του Πολύζου, μάννα της η γιαγιά Χαρίκλεια και ο πατέρας της Μιχάλης, μόνο τη γιαγιά γνωρίσαμε, ο παππούς Μιχάλης πνίγηκε στο Σταυρό (Χαλκιδικής τότε), πνίγηκε μαζί με άλλους πολλούς, όταν γκρεμίστηκε στη θάλασσα μια μεγάλη ξύλινη εξέδρα στην οποία εργάζονταν , την εξέδρα την έφκιαχναν οι σύμμαχοι στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, την έστηναν στο Σταυρό για να πλευρίζουν τα συμμαχικά καράβια. Η Μάννα μας έκανε πέντε αγόρια, κατά σειρά εμένα, το Μιχάλη, το Μαυρουδή, τον Πέτρο και το Σπύρο, ο Πέτρος πέθανε στα τριάντα του το 1978, ήταν Φιλόλογος και εργαζόταν στο Γυμνάσιο της ‘Έδεσσας.     Από τα αλλά  αδέρφια του παππού μου του Μαυροδή, ο Βασίλειος έφυγε μετανάστης στην Αμερική με αλλαγμένος επώνυμο ως Χορούδας όπου και πέθανε αφήνοντας τρία  παιδιά τον Κωσταντή  τη Μαρία- τα ονόματα των γονιών του- και τη Σοφία, ο Νικόλαος έγινε καλόγηρος στο κελί των ρολογάδων στο Άγιο Όρος με το όνομα Διονύσιος, εκεί πίσω από την εκκλησία του πρωτάτου στις Καρυές τον οποίο επισκέφτηκα πολλές φορές και ο Δημήτριος, παντρεμένος με τη θειά Όλγα, απόκτησε το Γιάννη την Αννέτα και τη Μαρία, αλλά δεν τελειώσαμε ακόμα, ο γερο Κωσταντής είπαμε είχε και τέσσερες αδερφές που κι’ αυτές παντρεύτηκαν στο χωριό. Έτσι η πρώτη αδερφή η Μαρία   παντρεύτηκε τον Γιάννη Κίκα πατέρα του γερο Στέργιου και της Βαγγελής η οποία πήρε τον Παρναβέλα κι’ έκανε ένα σωρό παιδιά γι’ αυτό ο μπάρμπα Αντώνης ο Παρναβέλας με φωνάζει ανιψιό και στην κόρη του έδωσαν το όνομα Βαγγελή, της γιαγιάς. Τώρα ο γερο Στέργιος ο Κίκας έκανε  τρία αγόρια και ένα κορίτσι, όλοι αυτοί γεννοβόλησαν και έκαναν μισό χωριό κόσμο με τον οποίο είμαστε συγγενείς. Η δεύτερη θυγατέρα του γερο Μαυροδή η Κατερίνη( ή όπως την ήξερε το χωριό ως Τσαγκάραινα), πήρε κάποιον Ορμυλιώτη και έκανε δυο κορίτσια κι’ ένα παιδί που το έλεγαν Γιάννη και το παρασούμι του Ντάνες, έπαιζε κι’ ένα μπουζούκι όπως λέει η Μάννα μου, και μάλλον δεν το έπαιζε σωστά αλλά το τζουγκρανούσε και «πάεινι λέει έτσιαα, Νταν Νταν Νταν» κι’ από κει τον έβγαλαν παρασούμι και τον φώναζαν Ντάνε και το σπίτι τους ήταν λίγο πιο πίσω από την  κεντρική πλατεία, δίπλα  στο σπίτι του Τσελεπή. Ο πρώτος άντρας της Κατερίνης πέθανε και αυτή ξαναπαντρεύτηκε, πήρε κάποιον ονόματι Τζιάρα ξένο από το χωριό Καταφύγι, είχε πολλούς από κει στο χωριό μας, δούλευαν στα ξύλα και στα καμίνια, έφκιαχναν κάρβουνα,- να λοιπόν και συμπεθεριό στο Καταφύγι-. Ο μπάρμπας ο Τζιάρας λέει ήταν μπαλωματής, τσαγκάρης δηλαδή  και η ίδια από κει πήρε το παρασούμι Τσαγκάραινα. Με τον τσαγκάρη γέννησε  τη Βαγγελιώ η οποία παντρεύτηκε τον Μπόσκο κι’ απόχτησαν τον Παναγιώτη. Η Μάννα μου, μου είπε ότι όταν πήγαιναν κανένα παπούτσι στον τσαγκάρη- μπαλωματή για διόρθωμα, για μπάλωμα δηλαδή και φανταστείτε για να πάει το παπούτσι για μπάλωμα σε ποια κατάσταση έπρεπε να φτάσει, το έβλεπε λέει ο μπάρμπας το παπούτσι, κι’ αρχινούσε τη γκρίνια, γκρίνιαζε «ωχ ωχ τι μι τούφιρις αυτό τώρα, ρίξτου ικεί καταϊ άστου ικεί που πίσ’  ζ’ bόρτα κι να δγιούμι τι θα του κάνουμι, να δγιούμι γιένιτι κι όλας», τα έλεγε αυτά από πονηριά σου  λέει  άμα πω αυτά είναι σίγουρο ότι θα νομίσει πως  δυσκολεύομαι να το διορθώσω και θα με πληρώσει σίγουρα, μπορεί να γυρέψω και κάτι παραπάνω , ποιος ξέρει. .  το  κάθε επάγγελμα έχει τις πονηριές του, πρέπει στον κάθε πελάτη να παρουσιαστούν δυσκολίες τέτοιες, που να σιγουρευτεί ότι τα χρήματα που θα πληρώσει, τα πληρώνει γιατί η δουλειά αξίζει όμως και σαν πόσα χρήματα να ζητούσε ο άνθρωπος, αλλά τέλος πάντων, κι’ από την άλλη μεριά ο . . . .διευθυντής του καταστήματος, ο μπαλωματής ντε, στο  κάτω κάτω τι διέθετε, μια φαλτσέτα κι’ ένα τσαγκαροσούγκλι, άντε κι’ ένα σφυρί, δε διέθετε και ντοκτορά. . . .αυτά μέχρις εδώ και να δούμε πόση υπομονή θα έχετε κι’ αν θα φτάσετε μέχρι το τέλος, αξίζει τον κόπο όμως, μπορεί με το τελείωμα της ανάγνωσης ν’ αρχίσετε και σεις να ψάχνετε τα σόια σας και κέρδος θα είναι. . . .και αφήνουμε τον τσαγκάρη και την Τσαγκάραινα, την αδερφή του προπάππου μας Κωσταντή, πολλές αδερφές είχε ο έρμος ο προπάππος και ποιος ξέρει τι τράβηξε μέχρι να τις παντρέψει όλες,   ατελείωτες ήταν, αλλά δεν μπορεί πρέπει να πούμε και το χαρακτηριστικό κουσούρι της τσαγκάραινας, όπως μου είπε η Μάννα μου είχε ένα κουσούρι, τώρα λόγια βέβαια  κι’ ύστερα από τόσα χρόνια  τι να τα σκαλίζουμε τώρα, έλεγαν  στο χωριό ότι  τ’ ν’  άριζι λιέει να σμαζιεύ’  ξιένα πράγματα λιέει, τώρα αλήθεια ψιέματα, ποιος ξιέρ’ αλλά σε ένα χωριό άμα βγει μια φήμη όλο και κάποια βάση θα έχει δεν μπορεί, προγιαγιά ήταν τι να κάνουμε να μην κατηγορήσουμε και το σόι  μας όσο μακρινό και να είναι, ύστερα, μπορεί η προγιαγιά μας η Τσαγκάραινα πριν να πάρει κάτι να ήθελε να ρωτήσει, αλλά να μη βρίσκονταν ο νοικοκύρης εκεί και τι νάκανε, αφού το χρειάζονταν, το έπαιρνε. . .τέλος πάντων θεός σχωρέστους όλους, αλλά γι’ αυτήν τη μακαρίτισσα την προγιαγιά άκουσα πολλά, ήταν φαίνεται  ιδιαίτερος άνθρωπος και στο βιβλίο ληψοδοσίας της εκκλησίας μας, ως επώνυμό της αναφέρεται το επάγγελμα του άντρα της, όπως  είναι γραμμένο την ημέρα που έγινε η κηδεία της στις 24 Αυγούστου 1917, εκεί στα έσοδα γράφει, « από κυδία Εκατερήνη τσαγγάρηνα δρχ. 1, 50 »    και πάμε παρακάτω, η τρίτη αδερφή του προπάππου μου του Κωσταντή  η Στεργιανή, παντρεύτηκε κάποιον Γιοβάνη βουλγαρόφωνο με τον οποίο δεν απόχτησε παιδιά. Η τέταρτη αδερφή η Αργυρώ,- και μ’ αυτήν τελείωσαν οι υποχρεώσεις του προπάππου μου- παντρεύτηκε το Διονύσιο Παυλάτο γιο του Γεράσιμου Παυλάτου από την Κεφαλονιά  θαρρείς. Το Διονύσιο Παυλάτο,  τον έλεγαν και δασκαλούδα, ήταν λέει ένας ωραίος άνθρωπος όχι πολύ ψηλός ήταν διαβασμένος κι’ έκανε και το δάσκαλο κι’ ίσως γι’ αυτό κι’ επειδή ήταν μάλλον κοντός, τον είπαν έτσι, δασκαλούδα, αλλά είχε κι’ άλλες γνώσεις  και γιατροπόρευε τον κόσμο. Ο Διονύσιος Παυλάτος  με την αδερφή του προπάππου μου έκανε λέει δέκα  παιδιά αλλά ονομαστικά η Μάννα μου θυμόταν μόνο τα. . . . οχτώ και πού τα θυμόταν έστω αυτά τα οχτώ; Έκαναν την Αθηνά που παντρεύτηκε το Νικόλα  Θεοδόση και ο γιος τους ο Γεώργιος έγινε κουμπάρος των γονιών μου και βάφτισε εμένα, απόχτησαν τον Παναγιώτη που πήρε τη Βαγγελιώ του Ψυχούλα κι’ έκαναν το Διονύση τον οποίο κάποτε συνάντησα στην Καβάλα, άλλα παιδιά του γερο Διονύση Παυλάτου ήταν  ο Αντρέας, ο Παύλος, ο Σπύρος και ο Νίκος και η Αντρομάχη που πήρε το Γεώργιο Παπάγγελο που το σπίτι τους ήταν κοντά στο δικό μας στην ίδια γειτονιά το Καραούλι και τελευταίο άφησα τον μπάρμπα Γιώργη  που τον θυμούμαι πολύ καλά, πατέρα του Σπύρου της Αντωνίας και της  Ρούλας (Αργυρώς). Γραφικός ο μπάρμπα Γιώργης και δεινός κυνηγός με τα τουφέκια και τα φυσεκλίκια του και τις  μακριές μουστάκες, όταν κάποτε λέει γύρισε άπρακτος από το κυνήγι και τον ρώτησαν για να τον πειράξουν - είχε πάει για αγριογούρουνα-, «βρήκις τίπουτα μπάρμπα Γιώρ;», απάντησε  με σοβαρότητα « Να σχουρνάει που είχι τρακατάρ’», βρήκε γουρούνι δηλαδή, αλλά ήταν ήμερο, είχε  τρακατάρι, (είδος κουδουνιού).
Αυτές λοιπόν είναι οι συγγένειες από τη  μεριά του πατέρα μου και λίγο πολύ στο χωριό  άμα ψάξεις  βλέπεις ότι είμαστε όλοι συγγενείς, λίγο από δω λίγο από κει, όλο και κάποια συγγένεια θα έχουμε. Τώρα θα μου πει κάποιος τι κάθεσαι και τα γράφεις αυτά, έ λοιπόν ας τα διαβάσουν οι νεότεροι και μπορεί να θελήσουν να ψάξουν να βρουν τη γενιά τους, να ρωτήσουν και να μάθουν και περισσότερα γι’ αυτούς που μας γέννησαν, καλό είναι να μαθαίνει κανείς τις ρίζες του να φτάνει όσο μπορεί μακρύτερα σε κείνους  που μας άφησαν ότι μπόρεσαν.  Και . .  .συνεχίζουμε με τις συγγένειες από τη μεριά της Μάννας μου κι’ όποιος βαρέθηκε μέχρις εδώ ας μην παρατήσει το διάβασμα, από δω και πέρα είναι τα ωραία, θα τα πούμε αφού πέρασαν τόσα χρόνια, εκατό διακόσια δεν έχει σημασία πόσα, θα τα πούμε χωρίς να θέλουμε να θίξουμε κανέναν, συγχωρέθηκαν όλοι και  άφησαν  με τα καμώματά τους το αλάτι που νοστίμεψε και νοστιμεύει τη ζωή μας, μας έκαναν αυτούς που είμαστε, με τη λεβεντιά μας –όση έχουμε- ,τη γκρίνια μας και τη διάθεσή μας για «πιργιέλιου» και παρασούμια. Τώρα αν κανένας κάποια φορά έπιασε το παλούκι για την αστρέχα(1) ή τον άτζουρα(2 ) στο χωράφι, κι’ αυτά είναι μέσα στη ζωή, διαφορές πάντα θα υπάρχουν τι να κάνουμε, για όλα φταίει η έλλειψη . . . κτηματολογίου, ναι αυτό είναι σίγουρο τα περισσότερα εγκλήματα στην ύπαιθρο αιτία είχαν και έχουν  ακόμα τις κτηματικές διαφορές, πάλι θα ξεστρατίσουμε και θα πούμε ότι όταν στην Ελλάδα ήρθε ο Όθωνας με τους Βαυαρούς, έφερε μαζί του και τοπογράφους να φκιάξουν το κτηματολόγιο, αλλά οι προύχοντες των Αθηνών μυρίστηκαν τη δουλειά σου λέει άμα τα τοπογραφήσουν και τα καταγράψουν όλα θα ξέρει το δημόσιο την περιουσία του και τότε πώς θα καταπατούμε εμείς     από τα δικά του κι’ έτσι τον ανάγκασαν και τους έδιωξε τους Γεωμέτρες οι οποίοι πήγαν μάλλον στην . . .  Αλβανία και έφκιαξαν το κτηματολόγιο εκεί, ναι, η Αλβανία έχει κτηματολόγιο από πολύ παλιά, έτσι είναι, ενώ σε μας, ακόμα και οι πονηροί «φύλακες» της δημόσιας περιουσίας, φροντίζουν ν’ αγοράσουν χωράφια προς τη μεριά του δάσους για να τα επεκτείνουν εκ του ασφαλούς αφού έτσι κι’ αλλιώς το Δημόσιο δεν ξέρει τι έχει αλλά κι’ όταν το γνωρίζει, το ανταλλάσσει με το νερό λιμνών και θαλασσών όπως τώρα τελευταία, γνωστά αυτά. Αρκετά όμως με το ξεστράτισμα γυρίζουμε στο θέμα και πάμε  να ξεκινήσουμε την απόδειξη της συγγένειας μεταξύ εμού και του Αριστείδη Δαβίλα του . .  .αρχιγραμματέα της πρώην Κοινότητας Νεοχωρίου και σιγά σιγά θα επεκταθούμε και παραπέρα. Πατέρας  λοιπόν του Αριστείδη ο Δημοσθένης και παππούς του Δημοσθένη ο γερο Χαϊδευτός κι’ ως εδώ κατανοητό και καθόλου μπερδεμένο. Τώρα, μάννα του Χαϊδευτού, η  θεία της γιαγιάς της Μάννας μου Μπιγίνας, δηλαδή του πατέρα της Μπιγίνας  αδερφή,- κανένα μπέρδεμα έτσι;  Μπράβο. .  .!!!-  Αυτής της θείας δεν ξέρουμε το όνομά της αλλά να το ζητούμενο, αφού η γυναίκα του. . . προπροπάππου του Αριστείδη ήταν από το σόι της Μάννας μου  η συγγένειά μας κι’ από κείνη την πλευρά είναι αδιαμφισβήτητη, αξαδέρφια λοιπόν και πάμε παρακάτω, πολλά παιδιά και πού να βρουν να τα παντρέψουν, είπαμε στα ξένα δεν τα έδιναν, τα πάντρευαν μέσα στο χωριό, κι’ όταν λέει πήγαν οι Δαβιλαίοι να γυρέψουν τη θεία της προγιαγιάς μου  Μπιγίνας -αφού ήταν γιαγιά της Μάννας μου η Μπιγίνα ήταν δική μου προγιαγιά και επομένως η θεία της προγιαγιάς μου Μπιγίνας ήταν η δική μου  προπρογιαγιά και θα δούμε παρακάτω ποια σημασία έχει αυτό. Τώρα εδώ, στο σημείο αυτό, πριν να προχωρήσουμε στην απόδειξη της συγγένειας με το Δαβιλέικο, είναι ευκαιρία να αναφέρουμε πολύ σύντομα κάτι και για την. . . εξαγωγή της συγγένειας  όχι στο εξωτερικό βέβαια, αλλά εντός Μακεδονίας και ειδικά στη Νιγρίτα, όταν ο κουνιάδος της προγιαγιάς μου Μπιγίνας ο Αντώνης, πολύ μικρός δόθηκε για υιοθεσία εκεί -και θα πρέπει να πούμε κάποτε πώς γίνονταν τότε οι υιοθεσίες, μου το αφηγήθηκε αυτό η προγιαγιά, αλλά δεν είναι του παρόντος, αν το πούμε κι’ αυτό θα. . .  βραδιαστούμε-θα δούμε εν συντομία πώς δηλαδή αποκτήσαμε συγγενείς και εκτός Χαλκιδικής συγγενείς από τη μεριά της Μητρικής γραμμής. Ο Αντώνης λοιπόν σε πολύ μικρή ηλικία, υιοθετήθηκε από κάποιον Κοκκίνη Αστέριο κάτοικο Νιγρίτας Φούρναρη στο επάγγελμα κι’ αυτός ο Αντώνης απόχτησε τη Χρυσανθή, την Αφροδίτη και τον Αστέριο, έμεινε το επώνυμο Κοκκίνης αλλά προστέθηκαν κι’ άλλα, Καλτσίκης, Ζαπριάνος και άλλα που δε θυμόταν η Μάννα μου ή δεν τα γνώριζε με λεπτομέρειες, γιατί η συγγένεια μετακόμισε εκτός . .  .έδρας και το σόι αυγάτισε πολύ, αλλά και οι ειδήσεις λιγοστές, ιδίως μετά την ανώμαλη περίοδο που ακολούθησε το μεγάλο πόλεμο, θυμούμαι όμως την εγγονή του Αντώνη την Ελένη δεύτερη εξαδέρφη της Μάννα μας- αφού οι Μαννάδες τους ήταν παιδιά δύο αδερφών- τη θυμούμαι νεαρή και όμορφη κοπέλα που έμεινε στο σπίτι μας στο χωριό, την είχε φέρει ο πατέρας μου καβάλα στο μουλάρι νύχτα απ’ τα βουνά, και στο άλλο είχε φορτωμένη την προίκα της, έμεινε στο σπίτι μας  μέχρι που στη Νιγρίτα πέρασε η μπόρα της δύσκολης Βουλγαρικής κατοχής. Λεπτομέρειες θα πει κάποιος αλλά να λοιπόν και η συγγένεια κατά κει, γέμισε ο τόπος συγγενείς που  εκπροσωπούν επάξια το σόι σε διάφορα επαγγέλματα και επιστήμες, έχουμε νοικοκυραίους, επιστήμονες, επαγγελματίες, εκπαιδευτικούς, πανεπιστημιακούς, πλήθος . . .και ξαναγυρίζουμε στους Δαβιλαίους που πήγαν  να γυρέψουν τη νύφη της οποίας δυστυχώς το όνομα δε σώθηκε, αφού πρώτα αντάλλαξαν και οι μεν και οι δε τα σημάδια ότι δέχονται το προξενιό και τα σημάδια λέει ήταν κόκκινες κλωστές και ζαχαρωτά δεμένα σε κεντημένο μαντήλι, μπορεί και κανένα ζευγάρι σκφούνια (μάλλινες κάλτσες) για τα πεθερικά και ποιος ξέρει τι άλλο, και πού να βρουν εκείνη την εποχή τα καλούδια που υπάρχουν σήμερα να τα παν για δώρο, αφού η Μάννα μου μού έλεγε ότι όταν ήταν πολύ μικρή τόσο που να θυμάται καλά, όταν παντρεύονταν καμία λέει, έψαχναν να βρουν να της πάνε για δώρο κανένα μπουκάλι  γιατί ήταν σπάνιο είδος για την εποχή και χρειαζόταν για να βάζουν λάδι, ξύδι  και πετρέλαιο για τις γκαζόλαμπες, χώρια για το λαδόξιδο που έπαιρναν στο χωράφι. Τα λέμε όλα αυτά με λεπτομέρειες  για να δώσουμε να καταλάβουν οι νεώτεροι και να το χωνέψουμε κι’ εμείς που δεν είμαστε δα και . . . προπολεμικοί, ότι οι πρόγονοί μας ζούσαν σε μια δύσκολη εποχή  που δεν μπορούμε να τη φαντασθούμε εμείς σήμερα. Σηκώθηκαν λοιπόν οι συμπέθεροι οι Δαβιλαίοι και πήγαν να συζητήσουν για τα γνωστά που λέγονται σε παρόμοιες περιπτώσεις, η μέλλουσα νύφη και τότε όπως και σήμερα κερνούσε περιφέροντας το δίσκο με τα τσίπουρα και τους καφέδες, και πάνω  στη συζήτηση ή μάλλον στο κέρασμα γιατί στη συζήτηση δε θα πρέπει να ήταν μπροστά η μέλλουσα νύφη, αλλά και στην περίπτωσή μας δεν πρόλαβαν καν να συζητήσουν, συνέβη  ένα γεγονός από κείνα τα απρόβλεπτα που συμβαίνουν ξαφνικά έτσι χωρίς να το περιμένει κανένας αλλά και το σπουδαιότερο, χωρίς να το θέλει ο δράστης, η δράστις δηλαδή γιατί η υποψήφια νύφη το έκανε,  και δεν εξακριβώθηκε με. .  .ακρίβεια αν απλώς γουργούρισε δυνατά η κοιλιά της υποψήφιας νύφης ή έγινε κάτι άλλο. . . βαρύτερο. .  . μούδιασαν φαίνεται όλοι και οι μεν και οι δε, δεν είπε κανένας τίποτα, σταμάτησε η συζήτηση ξαφνικά, παγωμένοι όλοι, και οι Δαβιλαίοι θεώρησαν ότι τους πρόσβαλαν και χωρίς κουβέντες έφυγαν για το σπίτι τους. Την άλλη μέρα το πρωί τα σημάδια που έστειλε το σόι της νύφης στο γαμπρό, βρέθηκαν ριγμένα στην αυλή του σπιτιού της, συγκεκριμένα στον «αβορό», όπως σώθηκε το περιστατικό από τις αφηγήσεις των γιαγιάδων και αβορός είναι το μέρος που  μάντρωναν τα γελάδια τη νύχτα και ήταν συνέχεια της αυλής του σπιτιού. Τρόμαξαν κι’ είδαν όλοι οι συγγενείς ένθεν και ένθεν που λέμε σήμερα να διορθώσουν τα πράγματα, επιστρατεύτηκαν παπάδες και δημογέροντες να φύγει η παρεξήγηση, να πειστούν όλοι ότι αυτό που συνέβη  δεν ήταν δα και τόσο σοβαρή αιτία να χαλάσει το προξενιό, ήταν ένα τυχαίο συμβάν χωρίς καμιά πρόθεση να θιγεί κανένας, ήταν κάτι που θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα, βλέπετε τότε έτρωγε ο κόσμος και πολλά. . .  όσπρια, εν πάση περιπτώσει η παρεξήγηση ξεχάστηκε, κανονίστηκαν όλα, ο γάμος έγινε και έτσι γίναμε και με το Δαβιλαίϊκο συγγενείς, από τη μεριά της Μάννας μου αφού η νύφη που παντρεύτηκε ο Δαβίλας ήταν θεία της γιαγιάς της Μάννας μου και έ ρε μπέρδεμα τι χρωστάτε σεις να ξεδιαλέγετε τα δικά μου τα σόια, πρέπει κανείς να το διαβάσει δυο και τρεις φορές για να καταλάβει κάπως, αλλά πάντως το Δαβιλαίϊκο δεν έχασε που συγγένεψε με το σόι μας από τη μεριά της Μάννας μου είπαμε, γιατί από ότι φάνηκε μετά, βγήκε ωραίο νταμάρι μέχρι και σήμερα, ψηλοί όλοι και ωραίοι. Τώρα κάντε υπομονή, αφού αναφέραμε τόσες φορές τη μαννάκα μου τη Μπιγίνα και μαννάκα λέμε συνήθως την προγιαγιά,, έ δε θα πρέπει να πούμε δυο κουβέντες και γι’ αυτήν; Μάννα λοιπόν της Μπιγίνας ήταν η Μαργιόλου, -Μαρία τη βάφτισαν- η οποία παντρεύτηκε το γερο Νικόλα Βλάχο, αλλά στα χαρτιά τον έγραψαν Χριστοδούλου. Η μαννάκα η Μπιγίνα έδωσε ρίζα στο Πολυζάδικο, γέννησε τη γιαγιά μου τη Χαρίκλεια Μάννα της Μάννας μου, και την Αναστασία η οποία για πολλά χρόνια ήταν μία από τις δύο πρακτικές μαμές στο χωριό- κι’ εκείνη χωρίς . . . πτυχίο- να και επιστήμονες στο σόι από τότε. .  .-   Η Μαργιόλου η προπρογιαγιά είχε μεγάλη περιουσία, πολλά χωράφια  σε όλες τις τοποθεσίες του χωριού  όπως μου είπε η Μάννα μου που τα έχουν σήμερα οι απόγονοί της οι Χριστοδουλαίοι είπε κι’ άλλα πολλά αλλά  που να τα χωρέσεις όλα, κάπου εδώ θα πρέπει να σταματήσουμε το αράδιασμα προσώπων  γιατί δεν έχουν τελειωμό, αλλά από όλα αυτά ένα συμπέρασμα βγαίνει, ότι όλοι μα όλοι λίγο πολύ είμαστε συγγενείς στο χωριό, μακρινοί βέβαια, αλλά συγγενείς και ευτυχώς που σήμερα δε γεννούν πολλά παιδιά, δυο το πολύ και άνοιξαν και τα σύνορα όπως θα λέγαμε και οι νέοι παντρεύονται  στα ξένα και ανακατώνονται τα γονίδια. Εδώ όμως προτού σταματήσουμε το αράδιασμα προσώπων  προ πολλού εκλιπόντων, θα πρέπει να σταθούμε λίγο στα συναισθήματα που μας διακατέχουν όταν αναφερόμαστε στα πρόσωπα αυτά, που υπήρξαν οι πρόγονοί μας και από τους οποίους  γνωρίσαμε τους πιο κοντινούς, δηλαδή παππούδες και  γιαγιάδες και  το πολύ και καμία προγιαγιά, -ο ίδιος από τη μεριά του πατέρα μου δε γνώρισα ούτε παππού ούτε γιαγιά, μόνο από τη μεριά της Μάννας μου είχα γιαγιά και προγιαγιά-. Έτσι,  μονάχα όσους γνωρίσαμε  θυμόμαστε αλλά κι’ αυτούς  αν τους ζήσαμε μετά το πέμπτο έκτο έτος της ηλικίας μας, όλοι οι άλλοι  πρόγονοι που προηγήθηκαν στην ατελείωτη αλυσίδα των γενεών, μας είναι άγνωστοι και εντελώς αδιάφοροι, και μόνο τα ονόματά  μερικών μπορεί να σώθηκαν σε κάποιο ξεχασμένο χαρτί, μέχρι που ανακαλύφθηκε η φωτογραφία και έχουμε σωσμένες  ασπρόμαυρες μορφές προγόνων κι’ αυτές όμως άγνωστες, πολλές φορές διακρίνουμε μια ομοιότητα με τους ζώντες   και μόνο με τη συναισθηματική φόρτιση που μας διακατέχει στις στιγμές της έρευνας και της αναπόλησης, μόνο τότε προσπαθούμε να ταξιδέψουμε στο παρελθόν, χωρίς να μπορούμε εγκεφαλικά να ανασυνθέσουμε τις μορφές των αγνώστων πια σε μας προγόνων, αγνώστων γιατί δεν τους ζήσαμε, αλλά όμως δεν μπορεί, κάτι πέρασαν μέσα μας κάτι μετέδωσαν από τη συλλογική τους μνήμη κάτι που δε φαίνεται,  κάτι πάρα πολύ ή ελάχιστο μέσα στην αλυσίδα  του βιολογικού και εγκεφαλικού μας συνόλου με τα εκατομμύρια συστήματα και δισεκατομμύρια κύτταρα. Βλέπουμε στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες πρόσωπα που μας είναι εντελώς άγνωστα, προσπαθώντας να βρούμε κάποια ομοιότητα στα χαρακτηριστικά τους με μας τους απογόνους τους, παρακινημένοι από τους γονείς και τους παππούδες οι οποίοι γνώρισαν αυτούς τους ανθρώπους που ήταν κι’ αυτουνών γονείς τους και παππούδες τους  αλλά που σε μας δε λένε τίποτα, πέραν από τη συγκίνηση που βλέπουμε στα πρόσωπά τους όταν μας αφηγούνται για κείνους, έτσι συμβαίνει και θα συμβεί και με μας, όμως παρά τη γενεαλογική απομάκρυνσή μας από τους προγόνους που δε γνωρίσαμε, πολλές φορές έχουμε δείγματα εγκεφαλικών λειτουργιών που προσπαθούν να μας συνδέσουν διαχρονικά με κείνους,  αντλώντας από το συλλογικό μας υποσυνείδητο πληροφορίες και δημιουργώντας συναισθήματα χωρίς μέχρι την εποχή μας αυτές οι αυτόματες λειτουργίες να μπορούν να ανασυνθέσουν μορφές και καταστάσεις, αλλά ποιος ξέρει ύστερα από μερικές χιλιάδες γενεές ποια θα είναι η εξέλιξη, ίσως τότε να μπορούμε να γνωρίσουμε διαχρονικά τους προγόνους μας αλλά θα μου πείτε τι να τους κάνουμε, το μπελά του θα βρίσκει ο πρόγονος αν για παράδειγμα δεν έγραψε σε μας το χωράφι και το χάρισε κάπου αλλού – στην ουσία δηλαδή με την πιθανή εξέλιξη άλλοι θα είναι αυτοί που θα μπορούν να επικοινωνήσουν και με μας- και μοιραία τότε θα χάσουν τη δουλειά τους και τα μέντιουμ, αλλά μάλλον παρά την εξέλιξη, οι αφελείς πάντα θα υπάρχουν, ως  απόγονοι της δικής μας γενιάς. Εδώ, συνδεόμαστε και πάλι με το κυρίως θέμα και διαπιστώνουμε ότι πολλές φορές  αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε τη συγκινησιακή μας φόρτιση, όταν επισκεπτόμαστε  μουσεία με χρηστικά αντικείμενα περασμένων εποχών     ή όταν περιεργαζόμαστε στο πατρικό σπίτι ας πούμε κάποιο εργαλείο, κάποιο σκεύος  που μας άφησαν οι πρόγονοί μας και το οποίο χρησιμοποιήθηκε από την ευρύτερη οικογένεια  διαχρονικά, ένα πλαστήρι, μια πινακωτή, ένα ρούχο ή έπιπλο που  έμεινε από τότε, από τους παππούδες και τις γιαγιάδες και κρατάει ακόμα, μια εικόνα ενός αγίου που μαύρισε στο εικονοστάσι, ή άλλα αντικείμενα που φέρνουν τη σφραγίδα τους, αντικείμενα-συνδέσμους των γενεών   τα οποία παρατηρούμε με ενδιαφέρον και συγκίνηση κι’ έχουμε  την αίσθηση της άμεσης επαφής και επικοινωνίας με όλους όσοι τα χρησιμοποίησαν  και τέτοιες στιγμές, γεμάτοι τρυφερότητα , με τα μάτια ακίνητα, «στυλωμένα»,προσπαθούμε να γεφυρώσουμε την απόσταση να διεισδύσουμε στο παρελθόν, να περάσουμε μέσα από το χρόνο θεωρώντας τον σαν μια άλλη διάσταση άγνωστη στην καθημερινότητά μας, να γυρίσουμε πίσω και να πλάσουμε με τη φαντασία πρόσωπα  και καταστάσεις  κι’ όταν τελειώσει, όταν περάσει αυτή η αναπόληση και ξαναβρεθούμε στην πραγματικότητα της στιγμής, αισθανόμαστε ένα ανεξήγητο κενό, εξαιτίας  της αδυναμίας του εγκεφάλου μας να ανασύρει και να συνθέσει εικόνες και καταστάσεις  από μια αποθήκη με δισεκατομμύρια πληροφορίες που δέχτηκε πριν από χιλιάδες γενεές και αμέτρητους αιώνες.                          
Κουραστικές ίσως οι παραπάνω σκέψεις, αλλά γράφοντας για τους προγόνους γνωστούς και αγνώστους, επόμενο είναι να παρουσιαστεί η συναισθηματική φόρτιση. Έτσι, από μια απλή καταγραφή  προσώπων και γεγονότων, φτάσαμε να φιλοσοφήσουμε για λίγο και θα πρέπει να πούμε και δυο λόγια για μερικές λέξεις που θέλουν παραπέρα ερμηνεία, έτσι κι’ αλλιώς ολόκληρο το κείμενο δεν μπορεί να μπει σε ένα μόνο φύλλο της εφημερίδας, τι να κάνουμε, άλλοι ένα θέμα το εξαντλούν γρήγορα, εμείς το τραβούμε λίγο παραπάνω, αλλά κανείς μέχρι τώρα δε διαμαρτυρήθηκε κι’  αυτή την έλλειψη διαμαρτυρίας και γκρίνιας τη θεωρώ ως . . . .συγκατάβαση και συνδεόμαστε και πάλι με το θέμα, κάπως απότομα βέβαια και λέμε ότι   πέρα από όλα τα παραπάνω είναι να απορεί κανείς με το καθαρό μυαλό που διέθεταν οι γέροι μας και πολλοί το διαθέτουν ακόμα, με το να θυμούνται τόσα πράγματα και μάλιστα πρόσωπα και το σπουδαιότερο, διαχρονικά και με λεπτομέρειες. Κι’ αυτό, γιατί όπως είπαμε τα συζητούσαν στα νυχτέρια οι μεγάλες και συνήθως είπαμε πάλι μόνο οι γυναίκες θυμούνται τόσα, άκουγαν οι μικρότερες κι’ όταν αυτές οι μικρότερες πήγαιναν να τα ξαναθυμηθούν και μπερδεύονταν, ξαναρωτούσαν τις μεγάλες κι’ έτσι οι κρίκοι της αλυσίδας δεν κόβονταν.  Τότε οι μαννάκες, οι γιαγιάδες γενικά που είπαμε ήταν κάτι όπως είναι σήμερα οι τράπεζες πληροφοριών, και οι γέροι κατοικούσαν μαζί με  όλους  στο ίδιο σπίτι, οι οικογένειες  δε ξεχώριζαν, πού να τη βρουν την  πολυτέλεια για ξεχωριστά σπίτια, αλλά και να μπορούσαν να έχουν την άνεση του δεύτερου σπιτιού, πάλι οι σχέσεις ήταν στενές, στο τραπέζι βρίσκονταν όλοι μαζί, γέροι και νέοι, κι’ έτσι η ανταλλαγή και η ροή πληροφοριών ήταν συνεχής, το μυαλό τους ήταν καθαρό, δεν ήταν βαρυφορτωμένο με άχρηστες εικόνες και γνώσεις  όπως το δικό μας, έβγαζαν τον ανήφορο της ζωής μονορούφι που λέμε χωρίς σκαμπανεβάσματα, πορεύονταν με όσα τους παρείχε η  προσωπική τους εργασία, ευχαριστημένοι ασφαλείς και αναπαυμένοι μέσα σε μεγάλες οικογένειες και ανάμεσα σε κοντινούς και μακρινούς συγγενείς. Αυτά . . . μόνο και τελείωσα κι’ όποιος τα διαβάσει μια φορά ίσως να διασκεδάσει ή να βαρεθεί, αλλά άμα έχει υπομονή και τα ξαναδιαβάσει θα ψάχνει να βρει μαννάκα να ρωτήσει, μα πού να βρεις μαννάκες σήμερα και όσες υπάρχουν, κοντεύει το μυαλό τους να κλουβιάσει μπροστά στην τηλεόραση. 
Και  πάλι χαιρετίσματα σε όλους συγγενείς και μη αλλά οφείλουμε να κάνουμε κάποια ερμηνευτικά σχόλια όπως είπαμε για την αστρέχα(1) και τον άτζουρα (2), για να μη μείνουν , ,  ,απορίες και αστρέχα είναι το μέρος της σκεπής του σπιτιού που εξέχει από τον τοίχο, από την οικοδομική γραμμή όπως είναι γνωστή η διατύπωση στην τεχνική ορολογία, και το νερό της βροχής πέφτει έξω και δεν βρέχει τα παράθυρα και τον τοίχο. Οι αστρέχες δύο γειτονικών σπιτιών, κάνουν μια «στενούρα» πλάτους ενός μέτρου και κάτι περίπου, τόσο που να χωράει να περάσει ένας άνθρωπος  ή ένα ζώο χωρίς φορτιό, αλλά οι στενούρες παλιότερα χρησίμευαν και για ραντεβού στα γρήγορα και όσοι είχαν τα σπίτια τους δίπλα σε καφενεία υπόφεραν κι’ από τους  βιαστικούς και ακαρτέρετους που ανακουφίζονταν εκεί. Οι  αστρέχες  κι οι από κάτω τους στενούρες, προσφέρουν τόσο υλικό, που μπορεί κανείς να γράψει ένα ολόκληρο βιβλίο, αλλά περί αυτού αναμείνατε, υπομονή, εδώ είμαστε, έχουμε καιρό. . . προς το παρόν η «κρίση» είναι στην οικονομία, μα αν αυτή η κρίση επηρεάσει και το μυαλό μας, αυτό θα φανεί σίγουρα, έχουμε μπόλικη τη σκάρφη που λέμε παρακάτω, φυτρώνει παντού και φτάνει για όλους, για μεγάλους και μεγαλύτερους, για τρανούς και άρχοντες, μόνο προσοχή στη δόση. . . . .
Άτζουρας(2) είναι το ακαλλιέργητο στενό μέρος ανάμεσα σε δύο χωράφια, είναι το «άνδηρο» των Βυζαντινών, (Ερείδω –στηρίζω-  το ρήμα) . Ο άτζουρας μένοντας ακαλλιέργητος καλύπτεται από βλάστηση και στα καμπίσια χωράφια, ήταν ο μοναδικός ήσκιος για το καλοκαίρι και το μόνο κατάλληλο μέρος για . . . ανακούφιση, -και πάντα από την μεριά του γείτονα-, είναι έτσι ένα σίγουρο σύνορο μεταξύ δύο χωραφιών και κανονικά ανήκει και στους δύο συνορίτες, αλλά ο πονηρός κάποτε τον έσκαβε σιγά σιγά, έτσι που έτρωγε και του γείτονα το μέρος και να ο καυγάς  πολλές φορές με τα παλούκια που είπαμε. Ο κακός ο γείτονας όμως δεν περιορίζονταν στο σκάψιμο μόνο του άτζουρα, αλλά από τη μεριά του φύτευε και δέντρα, καρυδιές ας πούμε που όταν μεγάλωναν από τον ήσκιο τους  στο διπλανό χωράφι δε φύτρωνε τίποτα. Έτσι και ο θιγόμενος γείτονας επιστράτευε την αλάνθαστη μέθοδο της «Σκάρφης» - επιστημονικά λέγεται Ελλέβορος-, άνοιγε τρύπα με μια αρίδα χαμηλά στον κορμό του δέντρου που έριχνε τη σκιά του στο χωράφι, έβαζε μέσα ρίζα από σκάρφη και τη ξανάκλεινε με  μαστοριά, οπότε την άλλη χρονιά η καρυδιά, κερασιά ή όποιο ήταν το δέντρο που ενοχλούσε, ξεραίνονταν και ήταν κατάλληλο μόνο για να κρεμούν τους τρουβάδες με το ψωμί, να μην τους φτάνουν  τα γαϊδούρια και με την ευκαιρία να πούμε ότι η σκάρφη είναι και φάρμακο, αλλά φάρμακο επικίνδυνο, συνιστάται λέει σε μικρές δόσεις –πόσο μικρές;- για τη ελαφριά  χαζομάρα  και ίσως προνοώντας η φύση σκόρπισε τη σκάρφη σε όλον το Χολομώντα και στα γύρω χωριά, νάχουμε όλοι οι ντόπιοι να πορευόμαστε, και οι αρχαίοι έλεγαν για κάποιον που έκανε παλαβομάρες ότι «ελλεβόρου δείται », δηλαδή, έχει ανάγκη από μια δόση ελλέβορου, ποτίστε τον λίγη σκάρφη για να ησυχάσει,- νάτο και το αρχαϊκό μας  λοιπόν-, και μ’ αυτά τα. . . ολίγα επί τέλους, τέλος και παρακαλούμε όχι γκρίνιες, γιατί την άλλη φορά  θα γράψουμε περισσότερα. . .  Αυτά μέχρι τώρα, και με συμπληρώσεις στο μέλλον, με όσα μάθουμε νεότερα. .  .
ΒαγγέληςΜαυροδής.    


                                                                                                              

2 σχόλια:

Αλέκος είπε...

Ωχ Θεε μου τελειωσε!!!

Ανώνυμος είπε...

Για σου ρε θείο με τις ιστορίες σου...!!! Διονύσιος Σ. Μαυροδής