Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Το Κλειτσνάρι.


                             
(Δεύτερη . . . έκδοση, συμπληρωμένη με νεότερα στοιχεία)

Άντε να εξηγήσεις τώρα σε κάποιον άσχετο, τι είναι το εν επικεφαλίδι αντικείμενο, αν δεν το έχει δει ή δεν έχει ακούσει τη λέξη, όχι όπως την γράψαμε «Κλειτσνάρι» για να την εξωραΐσουμε σεβόμενοι τις γλωσσικές απαιτήσεις των ανθρώπων που ναι μεν μιλούν τη γλώσσα μας,
αλλά δεν είναι και εθισμένοι στους ποικίλους ιδιωματισμούς τής κάθε περιοχής και μάλιστα της δικής μας περιοχής τής γύρω από το «εθνικό» βουνό της Χαλκιδικής  το Χολομώντα και το μικρό «Χολομοντούδι».
Με αυτήν την εισαγωγή ξεκινούσαμε την «περί Κλειτσναρίου» πραγματεία(!!), τότε πριν από δυο τρία χρόνια. Και επειδή  οι γνώσεις μας συνεχώς πληθύνονται και συσσωρεύονται (και να δούμε μέχρι πότε), από τότε άλλαξαν τα . .. δεδομένα, παρουσιάστηκαν νέα στοιχεία και  είμαστε υποχρεωμένοι να τα παρουσιάσουμε.  Η λέξη δεν συναντιέται στα μέρη μας όπως γράφτηκε στην επικεφαλίδα   εξωραϊσμένη, αλλά είναι γνωστή ως « κλειτσνάρ’ »,που δεν είναι τίποτα άλλο παρά το μεγάλο κόκαλο από το  πόδι τού κόκορα, το τελευταίο προς τα δάχτυλα, το και «κόπανος» καλούμενο, και κατά τους ..  .ορθοπεδικούς, που γράφουν συνταγές με το αζημίωτο, καλούμενο «Κνήμη».   Αυτό το μέρος του ποδιού είναι και το καλύτερο και συνήθως αυτό μαζί με το μπούτι προσφέρεται στο μουσαφίρη και συνηθέστατα στο. . . γαμπρό, (όταν είναι φρέσκος εννοείται), ενώ στο ίδιο γιορταστικό τραπέζι, το χωνευτήρι και το λαιμό τα βάζουν στον . . . παππού, εφόσον παρακάθεται  βέβαια και δεν έχει καταλήξει ασπρόμαυρη φωτογραφία στο πλαϊνό μέρος  του τζακιού. Το κόκαλο αυτό λοιπόν του κόκορα  συνήθως το πετούμε, αλλά   οι γυναίκες παλιά το μάζευαν γιατί χρειαζόταν κάπου και θα δούμε πού, υπομονή μόνο και άντε να  προχωρήσουμε στην αφήγηση, να δούμε ποια θα μπορούσαν να είναι τα αποτελέσματα της ανταλλαγής γνώσεων μεταξύ μακρινών γεωγραφικών διαμερισμάτων και τα οφέλη που θα προέκυπταν απ’ αυτήν την επικοινωνία, αρκεί βέβαια οι άνθρωποι που θα έρχοταν σε επαφή, να ήταν ικανοί και περίεργοι, να παρατηρήσουν και να μεταφέρουν γνώσεις από το ένα μέρος στο άλλο, γνώσεις που θα διευκόλυναν τη ζωή και θα απλούστευαν ορισμένες εργασίες και διαδικασίες απλές ή πολύπλοκες, θα δούμε πως.
Κάποτε λοιπόν πριν από πολλά χρόνια σε ταξίδι αναψυχής  στην ορεινή Πελοπόννησο, στο δρόμο από Τρίπολη και καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα προς Σπάρτη, έτυχε να σταματήσουμε στο χωριό Κερασίτσα - τα χωριό του Γρηγόρη Λαμπράκη-ήταν η ώρα του καφέ, ωραίος και ο τόπος, σταματήσαμε για λίγο, ρωτήσαμε και τι μπορούμε να δούμε στο χωριό, κάποιος κάτοικος μας  πρότεινε να πάρουμε κρασί, πήραμε και αργότερα μετανιώσαμε που δεν πήραμε κι’ άλλο και ένας άλλος μάς έστειλε να δούμε λέει το μουσείο που τώρα το ταχτοποιούσαν, λέμε πάμε, το βρήκαμε κι’ ήταν μερικά νέα παιδιά αγόρια και κορίτσια, τα οποία πραγματικά ταχτοποιούσαν τα εκθέματα, άλλα σε ράφια και άλλα σε τραπέζια, μας καλοδέχτηκαν, μάλιστα προσφέρθηκαν να μας κεράσουν κάτι, είναι ωραίο αυτό το  χαρακτηριστικό της φυλής, να βλέπεις τον ξένο με αγάπη κι’ ο ξένος να αισθάνεται από την πρώτη στιγμή ότι βρίσκεται σε φιλικό περιβάλλον, είδαμε τα διάφορα που υπήρχαν στο χώρο,   σκεύη  για το νοικοκυριό και εργαλεία για τις αγροτικές εργασίες, τα γνωρίζαμε σχεδόν όλα, ρωτήσαμε για τη χρήση μερικών, μας εξήγησαν, αλλά είδαμε σε ένα τραπέζι και μερικά ξυλάκια  μικρά και λιανά, με πατούρα και από τις δύο μεριές, ρωτήσαμε και πήραμε την απάντηση ότι αυτά τα χρησιμοποιούσαν στον αργαλειό για να δένουν και να κρεμούν τα μιτάρια από πάνω, από το οριζόντιο ξύλο τού αργαλειού και για όποιον δε γνωρίζει, τα μιτάρια συνδέονται με τις πατήτρες και ανεβοκατεβαίνουν συνέχεια αφού ακολουθούν την κίνησή τους(την κίνηση από τις πατήτρες)  κι ανάλογα με το ποια ή ποιές πατήτρες πατάει η υφάντρα, γίνεται και το σχέδιο στο υφαντό, αλλά αυτό χρειάζεται ειδική ανάλυση την οποία μόνο κάποια θειά που ξέρει απ’ αυτά μπορεί να την κάνει, εδώ θα χρησιμοποιήσετε τη φαντασία σας και ό,τι καταλάβατε καλώς, αλλιώς τι να κάνουμε, ρωτήστε, αλλά θα πρέπει κάποια στιγμή να γράψουμε κάτι σχετικό μ’ αυτόν τον αργαλειό που κάποτε υπήρχε σε κάθε νοικοκυριό και τώρα περιορίστηκε μόνο σε ορισμένα σπίτια στην Αρναία ίσως και αλλού και σε μερικά μουσεία. Έλα όμως που αυτά  τα ξυλάκια με τις δυο πατούρες -την πατούρα αυτή εμείς στο χωριό τη λέμε. . . «τσίνωμα» και μεταφορικά είναι και ολίγον πονηρή αυτή η λέξη-, και για να καταλάβει ο . . . ιδιαιτερογλωσσικά άσχετος  την . . . πονηρία που περιέχει, πρέπει κάποιος να την ερμηνεύσει ποικιλοτρόπως εξαντλώντας όλες τις περιπτώσεις, αυτό μια άλλη φορά νάναι και αποκριές που λίγο πολύ κάτι τέτοια ας πούμε ότι επιτρέπονται, ή τουλάχιστον δεν προκαλούν τους  σοβαροφανείς στυλοβάτες της παλαιάς ηθικής, φύγαμε από το νόημα και χρειάζεται επανασύνδεση, και σ’ αυτά λοιπόν τα ξυλάκια με το αμφίπλευρο «τσίνωμα», κρεμούν από τη μια μεριά την κάτω τα μιτάρια και από την άλλη την απάνω, δένουν το λεπτό σκοινί το οποίο περνώντας από το «καρούλι που κρέμεται, διευκολύνει την υφάντρα να ανεβοκατεβάζει τα μιτάρια ανάλογα με το ποια πατήτρα πατάει. Τα ξυλάκια αυτά ανεβοκατεβαίνουν συνέχεια ακολουθώντας το πάτημα της υφάντρας και κάθε τόσο, το λεπτό σκοινί «ξεσέρνει» και λύνεται, οπότε θέλει δέσιμο ξανά, και για να δεθεί, θα πρέπει να σηκωθεί η γυναίκα-υφάντρα από τη θέση της και να χασομερίσει. Βλέποντας οι πρόγονοί μας αυτή την  μηχανολογική ατέλεια που παρουσίαζαν τα ξυλάκια με το «τσίνωμα» βασάνισαν το μυαλό τους και έτσι σκέφτηκαν και βρήκαν ότι το «κλειτσνάρι» του κόκορα είναι το πιο κατάλληλο για να τα αντικαταστήσει, αφού είναι χοντρό μόνο στις άκρες του «κι’ απ’ τ’ς δυό τ’ς μιριές» και αν δέσεις και κρεμάσεις τα μιτάρια, δεν πρόκειται να «ξεσύρουν».
Έτσι λοιπόν αφού «πειραματίστηκαν», πέταξαν τα προβληματικά ξυλάκια, και στη  θέση τους έβαλαν το κλειτσνάρι του κόκορα που πάνω του το λεπτό σκοινί μένει σταθερό. Τώρα, το πότε έγινε αυτό, στοιχεία δεν υπάρχουν, ούτε και κάποιο δίπλωμα . .  .ευρεσιτεχνίας, έμεινε όμως η «εφεύρεση» μέχρι σήμερα, για να διευκολύνεται η υφάντρα και να μακραίνει το διασίδ(ι). .
Τα παιδιά που ταχτοποιούσαν τα εκθέματα, βλέποντας με να παρατηρώ τα ξυλάκια, μού εξήγησαν τη χρήση τους, και όταν τους είπα ότι στα χωριά μας χρησιμοποιούν τα κλειτσνάρια του κόκορα, κατάλαβαν τη διαφορά και παραδέχτηκαν ότι εμείς, τεχνολογικά είμαστε πιο μπροστά. Ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα, τα παιδιά παράγγειλαν αναψυκτικά, και συζητήσαμε  για το πόσο αργά στα  χρόνια που πέρασαν, το «καινούργιο»   μεταδίδονταν από τόπο σε τόπο, απόρησαν πώς κάποιος από κει δεν το σκέφτηκε αφού τα κλειτσνάρια υπάρχουν παντού και ο κάθε κόκορας . . . διαθέτει δύο . . .Χαριτολογώντας είπαμε  ότι θα μπορούσε να μεταδοθεί η γνώση από κάποιο τυχαίο γεγονός, από μια νύφη ας πούμε που θα πήγαινε από τα μέρη μας «κατά σιακεί» αλλά τέτοιες «ανταλλαγές» έγιναν πολύ αργότερα, όταν πια οι αργαλειοί λιγόστεψαν ή μάλλον όταν εξαφανίστηκαν. Τα παιδιά παραδέχτηκαν την εφευρετικότητά μας και  γελώντας μάς ξεπροβόδησαν.     
Και ως εδώ καλά και μάλιστα θα έλεγα πολύ καλά, θα είχαμε την αποκλειστικότητα της πρωτοτυπίας, αν δε συνέβαινε ένα γεγονός που ανέτρεψε τα μέχρι πρό τινος δεδομένα, φέρνοντας την εφευρετικότητά μας  στη δεύτερη θέση,  ως προς την πρωτοτυπία για τη χρήση του κλειτσναρίου στον αργαλειό.
Από τη στιγμή λοιπόν που άνοιξαν τα σύνορα με τη γειτονική μας Βουλγαρία στα βόρεια της Ξάνθης, αποφασίσαμε να πάμε και πήγαμε στην πρώτη κωμόπολη το Ζλάτογκραντ, η οποία απέχει από την πόλη της Ξάνθης περίπου 60 χιλιόμετρα. Είναι μια καλοσχεδιασμένη κωμόπολη  με μια ξεχωριστή γειτονιά όπου υπάρχουν ξενοδοχεία,  πολλά  παραδοσιακά σπίτια και καταστήματα, μέσα στα οποία λειτουργούν μουσεία και εργαστήρια, κι’ εκεί  ντόπιοι τεχνίτες φκιάχνουν γκάιντες κουδούνια, σαμάρια, υφαντά στον αργαλειό ξυλόγλυπτα και πολλά άλλα, τα οποία σε μας εισάγονται από Κίνα μεριά.
Εκεί λοιπόν σε κάποιο τέτοιο μουσείο είδαμε ένα αργαλειό, στον οποίο  τα μιτάρια ήταν δεμένα όπως τα δένουμε κι’ εμείς, δηλαδή  κρέμονταν από κόκκαλα αλλά κόκκαλα όχι κόκορα, ήταν κάτι άλλο το οποίο δεν μπορέσαμε να προσδιορίσουμε.       
Ρωτήσαμε και πήραμε την απάντηση, ότι τα κόκαλα από τα οποία  κρέμονται τα μιτάρια, είναι από. .. λαγό, γιατί λέει το μεγάλο κόκαλο από το πίσω πόδι του λαγού, από τη μια μεριά εκτός από κόμπο από το «τσίνωμα» που το   λέμε εμείς, έχει και μια τρύπα και έτσι το δέσιμο είναι πιο σίγουρο. Φαινόταν η τρυπούδα, αλλά μπροστά στη δυσπιστία μας η κυρία που μας ξεναγούσε, έφερε ένα κόκαλο. . . ανταλλακτικό (φαινόταν ότι είναι πιο σκληρό από του κόκορα) και μας το έδειξε, οπότε τι να πούμε, συμφωνήσαμε  και «απήλθαμεν κατηφείς» γιατί μας έφαγαν στη στροφή οι Βούλγαροι, με την εξελιγμένη τεχνολογία στα κλειτσνάρια του αργαλειού τους. .
Έτσι έχουν τα πράγματα, τι να κάνουμε δε θα είμαστε συνέχεια πρωτοπόροι, κι’ αν κανείς που μάς διαβάζει, έχει ειδικές ανατομικές γνώσεις στα «περί λαγωού», ας πει τη γνώμη του, αλλά πού τέτοιες ειδικότητες, είναι σπάνιες αν όχι ανύπαρκτες «κατατιμάς».
Αλλά νομίζω ότι ένα μεταπτυχιακό πάνω  σε μια τέτοια ειδικότητα, δηλαδή ειδικότητα στο σκελετό του λαγού και μάλιστα στα. . .  πίσω πόδια, ούτε συζήτηση ότι θα την ενέκρινε κάποιος «τρανός-ανώτερος», αφού βλέπουμε να  εγκρίνονται άδειες μετ’ αποδοχών για «σεμνές» και   μακροχρόνιες ενασχολήσεις (επιστημονικοερευνητικές βέβαια),   πάνω σε θέματα σχετικά με τεμάχια σκελετών απροσδιορίστου σκοπιμότητας, προελεύσεως και καταγωγής, προϊστορικών τε και νεοτέρων. .. . και τι να πεις, έχουμε λεφτά για ξόδεμα.. .  . ..   
Και έτσι, κατηφείς και δευτερεύοντες ως προς την εφευρετικότητά μας,  δεχόμαστε την πρωτιά των άλλων, έχοντας το νου μας στο μέλλον, να αλλάξουμε την . .. τεχνολογία στο κρέμασμα των μιταριών του αργαλειού, όχι πλέον με κλειτσνάρια «πειτνίσια» (πετεινίσια), αλλά με κόκαλα λαγού. Τώρα θα  πει κάποιος πού να βρεις κόκαλα λαγού, και τι να τα κάνεις αφού και οι αργαλειοί όσο πάν και σπανίζουν, αλλά όλα κι’ όλα,  θα πρέπει να παραδεχτούμε  και να παρακολουθούμε την  . .. πρόοδο της τεχνολογίας, κι’ ας είναι μια τεχνολογία ξεπερασμένη. Μπορεί κάποτε στο μέλλον όταν θα ξαναγυρίσουμε στον αργαλειό, να μας χρειαστεί, (σε όσους θα χρειαστεί βέβαια. .  .)
Πάντως για να τολμήσουμε και μια ετυμολογική προσέγγιση, η ονομασία που δώσαμε σ’ αυτό το κόκαλο, θα πρέπει να συνδέεται άμεσα με το «κλειδί- κλείς » και το κλείσιμο, και μάλλον αυτά τα εξογκώματα τα «χοντράδια»  στις δύο  άκρες του, έκαναν  τη δουλειά, φαίνεται ότι το χρησιμοποιούσαν ως «κλειθρία» σύρτη δηλαδή στερεωμένο στο μέσα μέρος της πόρτας,  αφού έχοντας εξογκώματα «βαλάνους» στα δύο άκρα του, δεν έπεφτε από τις υποδοχές, ούτε μπορούσε να «ξεσύρει» από τη θέση του. Έτσι οι απέξω, βάζοντας την «βαλανάγρα» μέσα από την οπή που υπήρχε στην πόρτα, μετακινούσαν οριζόντια αυτό το κόκαλο και άνοιγαν. Και για να μην αφήσουμε. .  . κενά, είπαμε παραπάνω ότι το σημείο μεταξύ βαλάνου και . . .στελέχους το λέμε «τσίνωμα» και να η στενή σχέση των δύο λέξεων, (μα τί λέξεων  . . .!!!), κι’ όποιος δεν κατάλαβε τι να κάνουμε, «βάλανος» από τη μια, και από δίπλα το «τσίνωμα» . . . εύκολα πράγματα, λίγη φαντασία χρειάζεται. .  .!!!
Όμως για να . . .. ξανασοβαρευτούμε και να γυρίσουμε στην πιθανή ετυμολογία του «κλειτσναρίου»,  λέμε ότι την  περίπτωση αυτή περιγράφει ο Ευάγγελος Κοφινιώτης στο Ομηρικό Λεξικό του, στη  στη λέξη «Ιμάς» (εκδόσεις Μπάυρον, αχρονολόγητο).
Κι’ έτσι, μ’ αυτά και με κείνα, και με το πες –πες,  το τελειώσαμε κι’ αυτό και νάμαστε καλά να γράψουμε κι’ άλλα.
 Με χαιρετισμούς σε όλους.
 Βαγγέλης Μαυροδής.Ξάνθη, Νοέμβρης 2008
 Vagelis _ mavrodis @ yahoo.gr.

Δεν υπάρχουν σχόλια: