Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Περί Αρεσκείας καί τινων άλλων.


                                              Περί Αρεσκείας

Εισαγωγή.

Το θέμα που ακολουθεί,  είναι λίγο περίεργο και δεν είναι όσο φαίνεται αθώο.
Περιλαμβάνει πολλά στραβά, μέσα στα οποία στραβά κι’ εμείς ίσως όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι,  κάπου σε κάποια μέση ή    άκρη, έχουμε τη θέση μας. Και δεν είναι ανάγκη να έχουμε βάλλει το χέρι μας στην τσέπη κάποιου ή και το συνηθέστερο στην μεγάλη τσέπη τού κράτους.
Και δεν πρέπει να στήνουμε στον τοίχο μόνον αυτούς που «πιάστηκαν» με το κατσίκι στον ώμο, γιατί υπάρχουν κι’ άλλοι, υπάρχουν κάτι μικροί και μικρομεσαίοι που δεν τους πιάνει το μάτι σου, που κρύβουν πολλά, αλλά κυκλοφορούν ανάμεσά μας  και μικρότεροι από τους μικρομεσαίους, οι οποίοι χωρίς να το αξίζουν ωφελήθηκαν υπέρμετρα γιατί πρόσφεραν σε πρόσωπα και σε πολιτικά  κόμματα.

Και υπάρχουν ακόμα και σήμερα συμπολίτες μας με ελάχιστα προσόντα, ή και χωρίς, που εισπράττουν μισθούς ή συντάξεις ίσους με  ενός Αρεοπαγίτη, ή ενός στρατηγού και διπλάσιους σε σχέση με τις αποδοχές ενός δασκάλου,   καθηγητή ή διευθυντή κλινικής σε κάποιο Κρατικό Νοσοκομείο.
Υπάρχουν βέβαια και κάποιοι «άλλοι» που τα κονόμησαν γερά, ιδίως τα τελευταία χρόνια. .
Τους ξέρουν όλοι και μιλούν πίσω από την πλάτη τους, αλλά φανερά δε λέει κανείς  τίποτα, γιατί ο φόβος σ’ αυτόν τον τόπο ποτέ δεν έλειψε.
Όμως, υπάρχουμε κι’ εμείς.
Εμείς  οι «υπόλοιποι», που βλέπαμε και βλέπουμε ακόμα και ποτέ δε μιλήσαμε και δε δεν μιλούμε, και δεν αντιδράσαμε ούτε καν με την ψήφο μας, που ακόμα είναι προσωπική και κρυφή.
Τόσα χρόνια μας βομβάρδισαν με όλους τους τρόπους και με όλα
τα διαθέσιμα μέσα, και με τα εκπαιδευτικά τους συστήματα
προσπαθούν να μας πείσουν από παιδιά ακόμα, ότι είμαστε μόνο
άτομα, είμαστε εντελώς μόνοι, και μόνο την «πάρτη» μας να
βλέπουμε, να κάνουμε «αυτό που μας αρέσει»,  να φροντίζουμε για
μεγάλους βαθμούς  στα σχολεία και με την νομοθετημένη
αποστήθιση, να έχουμε σίγουρη την είσοδο στα ψηλά, ή και στα
ψηλότερα . .
Τώρα, το πόσο κοστίζει αυτή η «είσοδος» κανείς ποτέ δε
μίλησε, ούτε κοστολόγιο έδωσαν ποτέ οι «αρμόδιοι».

Περί αρεσκείας λοιπόν και,
Πολύν καιρό το παιδεύω το θέμα, είναι δύσκολο και πώς να το πιάσεις κι’ από πού, πώς να το αρχίσεις, πολύν καιρό τώρα με πιέζει και η όλη ιστορία ξεκινάει από τότε που  παρουσιάστηκε  στην την τηλεόραση η διαφήμιση μιας  μπύρας.
Είναι εκείνη η σκηνή που ο  βοσκός, -ας τον πούμε  Μήτρο- κάθεται στην πλατεία τού χωριού πίνοντας μια συγκεκριμένη μπύρα, ( μπύρα ξενική που την προτιμούμε αυξάνοντας την ανεργία ανάμεσα στους δικούς μας ανθρώπους. .  .).
Κάθεται λοιπόν  και πίνει την μπύρα του ο Μήτρος με τα πρόβατα να βελάζουν, να κοπρίζουν και να κυκλοφορούν ανάμεσα στα τραπέζια και  τους θαμώνες να διαμαρτύρονται (κινηματογραφικά και στημένα) για την ενόχληση, ενώ ο Μήτρος  με ύφος που δε σηκώνει κουβέντα, γυρνάει προς τους διαμαρτυρόμενους χωριανούς και στα «γιατί» τους,  απαντάει και λέει με ύφος ....

 « Γιατί έτσι μ’ αρέσει ρε. . !! » 

Βέβαια το να περάσει ένα κοπάδι από το μεσοχώρι, δεν είναι και τόσο τραγικό, μπορεί να συμβεί και σήμερα στα μικρά μέρη, αλλά  να οδηγήσεις το κοπάδι σε μια κατάμεστη πλατεία, και να το αφήσεις αδέσποτο  επειδή σου ήρθε το κέφι για να πιεις μπύρα έστω για τις ανάγκες της διαφήμισης, η οποία διαφήμιση σκοπό έχει να περάσει την αυθαιρεσία μέσα από μια κακώς εννοούμενη εξυπνάδα, με κάλυψη  την προσποιητή αφέλεια του βοσκού και τη χλιαρή αντίδραση των θαμώνων του καφενείου, οι οποίοι συνηθισμένοι από τις  καθημερινές αυθαιρεσίες αντιδρούν χλιαρά ή συνήθως δεν αντιδρούν καθόλου υπομένοντας μοιρολατρικά, γιατί τους έχουν πείσει κι’ είναι σίγουροι ότι δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα.
Κοπάδι είναι σου λέει θα φύγει μόλις πιει τη μπύρα του ο Μήτρος, τι να κάνουμε, άλλα είναι τα χειρότερα τα μόνιμα καρφιά στο μάτι μας.
Σκεφθείτε όμως και αναρωτηθείτε, ποιο οργανωμένο κράτος θα έδινε την άδεια να γυριστεί και να προβληθεί μια τέτοια διαφήμιση;  
Κι’ αυτά όμως τα κακά και χειρότερα, που βλέπουμε κάθε μέρα, σιγά σιγά ήρθαν.  . .
Να μια ομπρέλα μπροστά στο περίπτερο της πλατείας, ακόμα μία δίπλα, να και ένα ψυγείο για τα αναψυκτικά, μετά ήρθαν από την πόλη έφεραν κι’ ακόμα  ένα ψυγείο μεγαλύτερο αυτό με τζαμαρία στην πόρτα για να φαίνεται το περιεχόμενο, αυτό το σκούρο αναψυκτικό που αφρίζει, ήρθε το καλοκαίρι μετά και να και τα παγωτά, κι’ άλλο ψυγείο, μακρουλό αυτό και καθιστό με συρόμενα τζάμια από πάνω, πού να χωρέσουν όλα αυτά, ενάμισι επί ενάμισι που γράφει η άδεια δε μας φτάνει, τι να κάνουμε, να βραχούν τα ψυγεία και να πετάξουμε και το εμπόρευμα, ά να κάνουμε ένα σκέπαστρο κι’ από τι να είναι αυτό, να  είναι ξύλινο δεν κάνει, από πλαστικό θα το πάρει ο αέρας, ας το κάνουμε πιο γερό να κρατάει.
Και περνάει ο καιρός, η δουλειά αυγατίζει, και με μαγιά τα τσιγάρα πουλάμε περιοδικά,  καραμέλες,  νερό και πλήθος άλλα, χώρια οι κάρτες για τα κινητά, οι δηλώσεις του νόμου τάδε και τα χαρτικά, πού να βάλλουμε τόσα πράγματα το περίπτερο δε χωράει να κάτσουμε μέσα, να κάνουμε και μια αποθήκη στο πίσω μέρος, θέλει κι’ αυτή έξοδα και πώς να βγούμε, η δουλειά περίσσεψε αλλά το πεζοδρόμιο από στενό στην αρχή τώρα έγινε ανύπαρκτο,  οι αρμόδιοι δεν πάνε οι ίδιοι για τσιγάρα να μη βλέπουν, όλα καλά και οι πεζοί κατεβαίνουν υποχρεωτικά στο οδόστρωμα για να περπατήσουν, οι κυρίες με τα παιδιά στα καροτσάκια   είναι σε απόγνωση και τα όργανα ελέγχου σφυρίζουν αδιάφορα, οι εντολές είναι ανύπαρκτες ή μόνο προφορικές και η απάντηση έτοιμη. . .
,Μ’ αυτά θα ασχολούμαστε τώρα;
Κι’ αυτά δυστυχώς είναι τα «μικρά» και τα ασήμαντα μπροστά στα άλλα τα μεγάλα, εκεί που  άλλοι παίζουν με τα εκατομμύρια, αγοράζουν και πωλούν χωρίς να πληρώνουν φόρους που τους πληρώνουμε εμείς οι πολλοί και ανώνυμοι, εμπορεύονται λίμνες και παραλίες αγαθά κατά το σύνταγμα «κοινά τοις πάσι», μιλούν χωρίς αντίλογο και υπόσχονται τόπους χλοερούς   και εξ απαλών ονύχων μας εμφυτεύουν αρχές και αξίες οι οποίες κατά παράδοξο τρόπο αποδεικνύεται ότι αφορούν μόνο εμάς τους ανώνυμους και όχι τους ίδιους.
Αυτοί κρατούν τη γνώση και  τα κλειδιά και διαχειρίζονται το ταμείο για να υπερκαλύψουν τις απαιτήσεις και τις περίσσιες ανάγκες τους στο παρόν και στο μέλλον τους, ενώ παράλληλα παροτρύνουν εμάς λέγοντάς μας να μη μεριμνούμε για το αύριο, και την αδιαφορία  μας για τις νουθεσίες τους τη θεωρούν συναίνεση και  τη σιωπή μας ως αντιπαροχή –για να χρησιμοποιήσουμε τη φρασεολογία τους-.
Προσπαθούν να μας πείσουν  ότι θα κληρονομήσουμε στο μέλλον κάτι αόριστο και άγνωστο, εμείς, οι μικροί και ανώνυμοι που σε βάρος μας γίνονται όλα, για μάς οι φόροι, εμείς στον πόλεμο και στην παραγωγή των αγαθών, εμείς και οι ελεγχόμενοι χειροκροτητές στις από εξώστη ομιλίες των ισχυρών τής ημέρας και της τετραετίας και όλα αυτά υπό την πίεση της αιώνιας ανάγκης μας για επιβίωση, μιας ανάγκης υπό το βάρος της οποίας « και θεοί πείθονται».
Αλλά η πειθώ και των θεών ακόμα μπροστά στην ανάγκη, δεν πείθει πλέον κανένα απ’ αυτούς, αυτοί δεν έχουν ανάγκες όπως εμείς οι μικροί και άσημοι, αυτοί ανήγαγαν την πολυτέλεια σε ανάγκη και το χάος μεταξύ ημών και αυτών  άβυσσος.
Και άντε ο Μήτρος θα πιει τη μπύρα του, έστω θα πιει κι’ ακόμα μία και θα φύγει, το κοπάδι ξέρει το δρομολόγιό του και θα τραβήξει για το μαντρί, αλλά η εντύπωση πάει πέρασε σε όλους, είναι μια δικαιολογία για αυθαιρεσία, αυθαιρεσία έστω και με το κάλυμμα της  αστειότητας.
Είναι μια εικόνα που ανοίγει την πόρτα να βγει η αντικοινωνική συμπεριφορά και χαϊδεύει την ασυδοσία.
Και στην ίδια πλατεία από την οποία αργά ή γρήγορα θα φύγει το κοπάδι αφήνοντας κοπριές και μυρωδιές, σε λίγο κάτω από το απαγορευτικό της τροχαίας θα   παρκάρουν το αγροτικό και το Ι Χ τους  κάποιοι άλλοι γιατί κι’ αυτούς «έτσι τους αρέσει», απέναντι ο μπακάλης βλέποντας τον περιπτερά, θα καταλάβει κι’ αυτός το πεζοδρόμιο γιατί  κι’ αυτός το συμφέρον του βλέπει και «έτσι του αρέσει», ο παραπέρα γείτονας θα περιφράξει ένα μέρος του πεζοδρομίου    κι’ ο καθένας από μας τους μικρούς και άσημους, χωρίς συμφέρον πλέον αλλά μόνο από γινάτι, θα βρει έναν τρόπο να εκδηλώσει την απαρέσκεια απέναντι σε ένα κράτος που τον αδικεί συνεχώς.
Κι’ όταν αυτήν τη νοσηρή κατάσταση ακολουθεί  το συμφέρον, τα πράγματα πολύ μπερδεύονται και χειροτερεύουν, και τότε δεν πρόκειται μόνο για τη μπύρα του γραφικού Μήτρου στην πλατεία, αλλά  για σοβαρά ξεστρατίσματα με κοινωνικές προεκτάσεις, για παράνομες ενέργειες που βλάπτουν το σύνολο, και δυστυχώς οι περισσότερες μένουν ατιμώρητες.
Έτσι  η αυθαιρεσία γίνεται συνήθεια, και φτάσαμε να ακούμε για  πισίνες σκεπασμένες με δίχτυα για να μη φαίνονται από αέρος και να γεμίζουν με νερό ποιος ξέρει από πού, ενώ ο δικός μας κήπος ξεραίνεται γιατί το ρολόι γράφει και το νερό το πληρώνουμε διπλό αφού το  χρεώνουν και στην αποχέτευση . .  .  !!!
Και η στερεότυπη απάντηση σε κάθε εκ πλαγίου παρατήρηση είναι «τι σε νοιάζει δικό σου είναι;»
Και σκεφτόμαστε  ότι και η θάλασσα δεν είναι «δική» μας, δεν είναι κανενός, αλλά ο «θρασύς» με «κάλυψη» από «κάπου», την κάνει απροσπέλαστη με ντουβάρια και φράχτες και μάς εμποδίζει να λιαστούμε δίπλα της, αφού τις «νοικιαζόμενες» ξαπλώστρες τις ακούμπησε στο  κύμα και πρέπει να πάμε «αλλού» σαν να είμαστε Έλληνες δεύτερης κατηγορίας. . .
Κι’ αν διαμαρτυρηθούμε;
Θα πλησιάσει ο φουσκωτός με το κολλητό γυαλί, έτοιμος για γιούρια. Και δίνεις τόπο στην οργή, και  πας παραπέρα, ή δεν ξαναπατάς, αλλά  φεύγεις αγαναχτισμένος  με τα παιδιά σου να σε κοιτούν αμήχανα και την περηφάνια σου τσαλακωμένη, και από κάτι τέτοια «μικρά» καταλαβαίνεις  ότι μερικοί είναι πιο «ίσοι» από σένα, κι’ ας άκουγες από μικρός «άλλα»  . . .
Ο καθένας λοιπόν, καταλήγει να κάνει «ότι τού αρέσει», κι’ αν αυτός ο καθένας διαθέτει και «τσαμπουκά» δεν τολμάει να  μιλήσει κανείς.
Αν  έχει δε και φωτογραφία δίπλα σε  ψηλά ιστάμενα πρόσωπα και κομματικές περγαμηνές τότε στη μνήμη όλων ημών των ανήσυχων πολιτών, ημών που γκρινιάζουμε και διαμαρτυρόμαστε,  ανασύρονται παροτρύνσεις από το παρελθόν, παροτρύνσεις που τις επέβαλλαν οι ισχυροί και κρατούντες.
Ανασύρονται μέσα μας αυτόματα από το συλλογικό υποσυνείδητο εικόνες βίας και κρατικής αυθαιρεσίας και έρχονται ζωντανές  μπρος στα μάτια μας οι συμβουλές των μεγαλύτερων, αυτών των γεροντότερων οι οποίοι θυσίασαν την περηφάνια τους μπροστά στην ανάγκη που τούς  δημιούργησαν οι άλλοι «οι κάποιοι», αυτοί που πάντα είναι   στα πράγματα και αλληλοστηρίζονται.
Κι’ άκουγες κι’ ακούς ακόμα γύρω σου το στερεότυπο,  
«Τι σου χρειάζεται;, μη μιλάς, μην ανακατώνεσαι μ’ αυτούς, τι σε νοιάζει, μην τα βάζεις μ’ αυτούς, αυτοί είναι σε όλα μέσα κοίταζε τη δουλειά σου, κάτσε στ’ αυγά σου, εσύ θα βγάλεις το φίδι από την τρύπα;. . . . ».
Με αποτέλεσμα το φίδι να βγαίνει μόνο του από την «τρύπα» όποτε γουστάρει ανενόχλητο, τα αυγά που πάνω τους καθόμαστε να κλουβιάζουν,  και οι ανήσυχοι και ενεργοί πολίτες να αποσύρονται από τη δράση και να γίνονται αδιάφοροι και σκέτοι  θεατές σε γεγονότα και καταστάσεις που δημιουργούν και διευθύνουν οι καιροσκόποι και οι φαύλοι.
Και φτάνουμε από μια απλή διαφήμιση να δημιουργούμε «σχολές», αλλά και το χειρότερο, να βλέπουμε  το διαφημιστή, ο οποίος έχοντας  πλήρη γνώση του βαθμού της  κατάπτωσης των κοινωνικών αξιών αλλά και τη   βεβαιότητα για τη μηδαμινή έως ανύπαρκτη άμυνα των φορέων-στυλοβατών  της σημερινής κοινωνίας, να σχεδιάζει  και να σκηνοθετεί μ’ αυτόν τον τρόπο την εμπορική προβολή του συγκεκριμένου προϊόντος, όντας βέβαιος ότι οι αρμόδιοι δεν ασχολούνται  με τέτοιες λεπτομέρειες και η αδιαφορία όλων μας, επωνύμων και ανωνύμων, θα του επιτρέψει να προβάλλει τη σχετική διαφήμιση, δίνοντας μια καθαρά αντικοινωνική συμπεριφορά ως παράδειγμα προς μίμηση, σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Και όλα αυτά για χάρη του κέρδους που μόνο αυτό μετράει, σε βάρος βασικών αξιών οι οποίες τείνουν να γίνουν μουσειακό είδος, αν δεν έγιναν ακόμα.
Κι’ εμείς;
Εμείς, με τα χέρια στις τσέπες και το βλέμμα χαμηλά, «ταυρηδόν υποβλέποντες» και αμήχανοι, κάνουμε βόλτες κλωτσώντας τα χαλίκια, αδυνατούντες ν’ αντιδράσουμε, γιατί το σαμάρι της ανάγκης έγινε ένα με το πετσί μας και  μένουμε απλοί θεατές σε γεγονότα και συμπεριφορές οι οποίες ευτελίζουν αυτές τις βασικές αξίες  εξ αιτίας παράνομων ενεργειών και παραλείψεων.
Αυτά,
Και με χαιρετισμούς σε όλους , αλλά . . .

Σκεφθείτε. Σκεφθείτε ότι κάθε μέρα τα πράγματα χειροτερεύουν. Και μόνο αν αντιδρούσαμε μαζικά θα μπορούσε κάτι να αλλάξει.
 Δεν μπορούμε να τα βάλουμε με τα θηρία. Μπορούμε όμως να τους δώσουμε μια γερή καρπαζιά αποκλείοντας τα ξένα προϊόντα από το νοικοκυριό μας.
Όσοι τα συνήθισαν αυτά τα προϊόντα και δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτά, ας συνεχίσουν όπως έμαθαν, και πάντα υπάρχει καιρός να τα ξεσυνηθίσουν . . ..
Αλλά με το να «σιτεύει» απούλητο στα βαρέλια το κρασί μας και το τσίπουρο, να έχουμε φίρμες με την καλύτερη μπύρα  και ο κάθε Μήτρος να προτιμάει άλλα, έ αυτό μας βάζει κι’ εμάς μαζί με κείνους που αφελώς σκέφτονται. Κι’ όποιος έχει αντίρρηση, εδώ είμαστε. .  .    

 Με χαιρετισμούς,       


Βαγγέλης Μαυροδής.  

Ξάνθη  Παλιά Πόλη.
  
                                                           
  


Δεν υπάρχουν σχόλια: