Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Το Τραμ

Το Τραμ
(Αφιερωμένο  σε όσους ακόμα θυμούνται . .  . .)

Το βενζινοκίνητο φορτηγό φορτωμένο με στρογγύλια οξιάς ανηφόριζε στο δρόμο για το Χολομώντα μέσα από τη φουντωμένη και καταπράσινη φύση. Οι κουβέντες λιγοστές, με τον μπάρμπα Λεωνίδα το Γκώγκο στο τιμόνι. Συγχωριανός μας και συνομήλικος τού πατέρα ο οδηγός  χωρίς να γυρίσει είπε προς το νεαρό που κάθονταν δίπλα στη θέση του συνοδηγού.
-Ώστε λοιπόν Πανεπιστήμιο ε; Δικηγόρος  . . .Μπράβο.  . .
-Και πάς τώρα να ρωτήσεις. . .  , να μάθεις ε;  
-Εμείς τότε. . . .Ίσα που τελειώσαμε το Δημοτικό . . .
-Ποιός  να νοιαστεί και με τί. . . Δε βαριέσαι, δύσκολα χρόνια, απ’ το χωριό ένας μονάχα πήγε στο γυμνάσιο τότε. .  .
-Πήγε και στο Πανεπιστήμιο. . . Έγινε καθηγητής  δε διορίστηκε  όμως.

Τώρα τα πράγματα είναι καλύτερα και μακάρι για σένα και για όλους, να δούμε κι’ από μάς μορφωμένα παιδιά, εμείς δεν μπορέσαμε. .
Έτσι με λίγες κουβέντες και μέσα σε ατμόσφαιρα αμηχανίας που δημιουργεί η διαφορά ηλικίας, το φορτηγό μπήκε στη Θεσσαλονίκη και κάπου εκεί κοντά στην πλατεία της Αγίας Σοφίας κατέβασε το νεαρό και ο μπάρμπα Λεωνίδας συνέχισε προς το Βαρδάρη και πιο πέρα, να ξεφορτώσει τα στρογγύλια της οξιάς που προορίζονταν λέει για καρεκλοπόδαρα.

Ρωτώντας βρέθηκε,  λίγο παρακάτω από την Εγνατία, στο βιβλιοπωλείο που  απ’ έξω έγραφε «ΞΕΝΟΦΩΝ». Από τότε πέρασε περισσότερο από μισός αιώνας, δε θυμάται και καλά,  κόσμος πολύς μέσα κι’ έξω, νεαροί με βιβλία στα χέρια, συζητούσαν χαμηλόφωνα, μερικοί φυλλομετρούσαν ογκώδεις τόμους δεμένους με σκούρα εξώφυλλα, παζάρευαν, μιλούσαν για ανταλλαγές, αγόρια οι περισσότεροι, λίγες οι κοπέλες, δυο δυο ή τρεις μαζί και « πόσο σου τα άφησε;» «εσύ τι έκανες στις εξετάσεις; πόσα πέρασες; Άλλαξες σπίτι; Πού πήγες τώρα; Πόσα μαθήματα χρωστάς; »

Πρόσωπα νεανικά αλλά αγχωμένα, με φανερή την έλλειψη της χαράς που δίνει η ηλικία και παρούσα την αβεβαιότητα για το αύριο και το μέλλον, συζητήσεις γρήγορες και λόγια αγωνίας, κάποιος  πρόσεξε την παρουσία του νεαρού, τον εξέτασε με το βλέμμα.

-Σε ποια σχολή είσαι; Δε σε ξέρω. . Για τη Νομική είπες; Από πού είσαι; Αυτός εδώ ο ψηλός είναι της Νομικής, τριτοετής. Κοντοχωριανός σου .
Γύρισαν κι’ άλλοι καναδυό να δουν τον καινούργιο, πλησίασε μια κοπέλα από δίπλα, ρώτησε,
-Tο χαρτί θα το πάρεις; Αν δεν πάρεις το χαρτί δε σε δέχονται στις εξετάσεις, αυτό το ξέρεις; »  

Ξεθαρρεμένος ρώτησε για τα έξοδα, είπε ο ένας τόσο για το ένα τόσο για το άλλο, πολλά τα εκπαιδευτικά τέλη, πανάκριβα τα βιβλία, τα φτηνά δωμάτια πολύ μακριά, είσαι όλη μέρα στο δρόμο και καλά είναι να βρεις συγκάτοικο,   τα παλιά βιβλία βέβαια φτηνότερα, αλλά να, όσοι μπορούν τα αγοράζουν καινούργια, γράφονται σε έναν κατάλογο λέει και τι σημαίνει αυτό, άστο θα το μάθουμε αργότερα . . .  O ψηλός ο κοντοχωριανός τον τράβηξε κοντά στον μεσαίο πάγκο του βιβλιοπωλείου όπου πάνω του υπήρχε μια στοίβα από καμιά δεκαριά και παραπάνω καινούργια βιβλία αμεταχείριστα,   τα περισσότερα δεμένα με μαύρα εξώφυλλα και ευδιάκριτους στις ράχες τούς τίτλους, μερικά πιο χοντρά και τα τρία τελευταία προς τα πάνω μικρότερα, στο μέγεθος της σύνοψης που έπαιρναν μερικοί στην εκκλησία στους χαιρετισμούς, αλλά τα δύο με πολύ περισσότερα φύλλα. Και στο πρώτο το επάνω ξεχώριζε καθαρά ο τίτλος  στη  ράχη, διάβασε  «Αστικός Κώδιξ», άπλωσε το χέρι, τόπιασε, βαρύ, πυκνογραμμένο με γυαλιστερά φύλλα και στο κάτω μέρος κάθε σελίδας, αριθμοί και μικρότερα γράμματα. Τόκλεισε και τόβαλε στη θέση του με προσοχή.

-Αυτός είναι ο «κορμός», είπε ο τριτοετής, ο κορμός του Αστικού. Το Αστικό του Μπαλή, αλλά  πρέπει να αγοράσεις και άλλα, των άλλων καθηγητών και είναι πολλά, αν τα καταφέρεις και περάσεις έχω μερικά. Μόνο ο «Μπαλής», αυτά εδώ που τα  βλέπεις καινούργια κοστίζουν τρεις  χιλιάδες ..

-Όσοι έχουν, τα αγοράζουν καινούργια και τα ονόματά τους τα ξέρει ο καθηγητής, όμως όλοι οι καθηγητές δεν είναι ίδιοι, αν γράψεις καλά, ας μην αγόρασες  το βιβλίο τους καινούργιο, σε «περνούν» δεν μπορεί. . .  Όπως καταλαβαίνεις μόνο για βιβλία χρειάζεσαι πολλά λεφτά, γι’ αυτό, όσοι δεν μπορούμε να τα αγοράσουμε καινούργια  ψάχνουμε να βρούμε από κάποιον παλιά, μεταχειρισμένα απ’ τους προηγούμενους, απ’ τους παλιούς. . . .και δεν είναι μόνο τα βιβλία, είναι κι’ άλλα πολλά και σκέψου, θέλεις να φας,  να κοιμηθείς, βάλτα  κάτω ζύγισέ τα κι’ αποφάσισε, αλλά πρώτα πρώτα να φτάσει εκείνο «το χαρτί» για να σε κάνουν δεχτό στις εξετάσεις. .  καταλαβαίνεις. . .

Ο υποψήφιος φοιτητής τον κοίταξε κατάματα . . Στον ίδιο πάγκο κι’ άλλα πολλά βιβλία για Φιλόλογους και Νομικούς, μεταφράσεις, λύσεις, γραμματικές και συντακτικά, διάφορα. . .  
Ο «Κορμός» εκεί, ακίνητος, η στοίβα των βιβλίων στο κέντρο του πάγκου σίγουρη αξία και αδιαπραγμάτευτη   και στις ράχες τους προκλητικοί οι τίτλοι με το περιεχόμενο.. Όλη η σοφία της νομικής επιστήμης σε λίγα βιβλία, ορόσημο στην εξέλιξη και στην πραγματοποίηση ονείρων και πάνω  απ’  όλα το «χαρτί» και χωρίς αυτό, δεν αποχτιέται η γνώση, τόσο το ένα τόσο το άλλο, συν τόσα άλλα, αρνητικό το αποτέλεσμα και τα βιβλία εκεί, ασάλευτα να περιμένουν τον αγοραστή και στο μυαλό του καρφωμένη η άμεση απειλή και η σίγουρη αμφιβολία, και η φωνή της κοπέλας συμπονετική και καθαρή.. 
- Γιατί, αν δεν πάρεις το χαρτί. . .

Ένας κόμπος ανέβηκε, το στήθος φούσκωσε ο λυγμός κρατήθηκε. Χαιρέτησε και βγήκε στο δρόμο, φως πολύ, φως αβάσταχτο, και στη γωνία Εγνατίας και Φιλίππου το Τραμ να προχωρεί προς το Βαρδάρη, με το χαρακτηριστικό ρυθμικό κουδούνισμα, Νταν Νταν,  Νταν Νταν. . . Κι’ αν το προλάβαινε; Αλλά για πού;   Καρφώθηκε στη σκέψη του αυτό το ρυθμικό  κουδούνισμα που ξεμάκραινε μαζί με το όνειρο, βλέπει να απομακρύνεται, να χάνεται η ευκαιρία για αλλαγή, φαντάζεται γενιές αμέτρητες πίσω του  σε προσμονή, χωρίς το φως της δικαίωσης. Έμεινε για μια στιγμή ακόμα να βλέπει το Τραμ που χάνονταν προς το Βαρδάρη.. . . Αυτό το ρυθμικό κουδούνισμα που αδυνάτιζε και έσβηνε στο βάθος του δρόμου, έγινε μια προστακτική χαλαρωτική στις εγκεφαλικές του λειτουργίες  που σιγά σιγά τον συνέφερε. Πέρασαν κι’ άλλα Τραμ στην αντίθετη κατεύθυνση. Πάλι το ίδιο κουδούνισμα, χαλαρωτικό. Συνήλθε και προχώρησε προς τα πάνω στη Φιλίππου.

Προσπέρασε τους αραδιασμένους ασπριτζήδες που καθισμένοι εκεί   δίπλα στο πεζοδρόμιο του μικρού πάρκου, στη σκιά Εγνατίας και Φιλίππου περίμεναν τον πελάτη υπομονετικά. Τους λυπήθηκε. Περασμένο μεσημέρι πια για όλους, όμως γι’ αυτούς χωρίς το μεροκάματο. Η ύπαρξη της ανάγκης, δεν αναιρείται από την υπομονή. Σκούπισε τα μάτια του, μάλλον κάτι τον ενόχλησε, ίσως η σκόνη, ίσως.

Προχώρησε λίγο παραπάνω προς το πρακτορείο των λεωφορείων, το πρακτορείο Χαλκιδικής, στάθηκε μπροστά στο τραπεζάκι με τα στρόγγυλα κουλούρια κι’ αγόρασε για τους μικρότερους τέσσερα, δεμένα με σπάγκο, ένα για τον καθένα, με το σουσάμι μπόλικο επάνω τους.
Ο ίδιος δεν ήθελε, δεν κατέβαινε τίποτα.. Κι’ εκείνη η θολάδα στα μάτια που επιμένει.. Ξανάβγαλε το μαντήλι και σκουπίστηκε. Πήρε το εισιτήριο της επιστροφής κόστιζε δέκα οχτώ δραχμές.. τότε, όσα και τα χρόνια του. .
Δεκαοχτώ δραχμές για το εισιτήριο, για ένα τόσο δα μικρό χαρτί, ένα χαρτάκι στενόμακρο μια σταλιά αλλά με αριθμό... και χωρίς αυτό δεν ταξιδεύεις,  Θεσσαλονίκη –Νεοχώρι. Ένα χαρτάκι  που μπορείς να το αγοράσεις, και να ταξιδέψεις. Αρκεί να έχεις τα χρήματα.  Όμως, χωρίς το άλλο το χαρτί το  επίσημο με αριθμό πρωτοκόλλου και σφραγίδα, μανταλωμένες  οι πόρτες στο Αριστοτέλειο, απροσπέλαστες, με νόμο  !
Δε σε θέλουν εσένα εκεί, δεν τους θέλουν όλους. Εσύ δεν περνάς από κείνο το κόσκινο. Για σένα φτάνουν όσα έμαθες. Χαμογέλασε  για τις συμπτώσεις.
-Δε βαριέσαι κανείς δε χάνεται.. . και χωρίς το χαρτί. . .
Το «χαρτί» θα κουμαντάρει τη ζωή; Κάτι θα γίνει, κάπου θα βρούμε.  . . Κάτι θα κάνουμε .. Κανείς δε χάνεται..
Το πράσινο λεωφορείο πήρε τον ανήφορο για το Χολομώντα  που αγέρωχος, ωραίος και ασάλευτος, εδώ και χιλιάδες χρόνια στη θέση του,  καθρεφτίζεται στη θάλασσα  καλημερίζοντας κάθε μέρα τα γύρω χωριά, και λοιδορώντας τους ανθρώπους που με τα παράξενα καμώματά τους, συνεχώς μπερδεύονται στα πόδια του..     

Και πολλά χρόνια αργότερα, ο πάλαι  ποτέ αποκλεισθείς,  «εισήχθη» με εξετάσεις στο «Δημοκρίτειο» και με αριθμό μητρώου  25  . . και  δωρεάν βιβλία και συγγράμματα, επεράτωσεν επιτυχώς κλπ κλπ. 

Ξάνθη , Παλιά Πόλη,
Βαγγέλης  Μαυροδής
Δεκέμβρης 2008










                                                                                                                                               

Δεν υπάρχουν σχόλια: