Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

Τ ο υ Μ λ ά ρ ( Το μουλάρι)


         
                                 


Μια ευτράπελη ιστορία με μεγάλη (έως  πολύ. . . .μεγάλη) εισαγωγή, μια ιστορία που δείχνει, πώς ένα ζώο μπορεί ν΄αποχτήσει υπεραξία και ν’ ανεβεί η τιμή του, εξαιτίας  μιας κακιάς του συνήθειας και της εξ αυτής (της συνήθειας) ανέλπιστης χρησιμότητάς του. . . θα δούμε. . . .

Και το λοιπόν, άντε ν’ αρχίσουμε την ιστορία, κόψε από δω κόψε από κει, ζούλα το λίγο, ά  ακόμα λίγο και νά το αποτέλεσμα στην ιδιωματική γλώσσα μας, την  ομιλούμενη πέριξ του Χολομώντα, το  μουλάρι έγινε Μλάρ’, το σκυλί έγινε Σκλί και το πουλί, κατάντησε Πλί,  (το τελευταίο με Κεφαλαίο   το Π μια και η σημασία του είναι . .  .διπλή).
 Έτσι λοιπόν, με κομμένα τα παραπανίσια φωνήεντα, σύντομα,. . .εύηχα κι’ ωραία συνεννοούμαστε άνετα μεταξύ μας και λέμε πολύ περισσότερες λέξεις, λέξεις και φράσεις ζουμερές στον ίδιο χρόνο, που  ένας κάποιος ξενομερίτης και γραμματιζούμενος, δε θάλεγε ούτε. . . . τις μισές.  Το πιθανότερο είναι  ακούγοντάς μας κάποιος να μιλούμε, να μείνει με το στόμα ανοιχτό απορημένος και να σκεφτεί. . .χαμηλόφωνα « άκου ρε πώς τα λένε αυτοί. . .!!». Έτσι τα λέμε λοιπόν γιατί έτσι τα ακούσαμε, έχουμε «δέσει» τους ιδιωματισμούς της γλώσσας με τον τόπο και τα πρόσωπα από τα οποία τη μάθαμε και θα περάσουν χρόνια πολλά για να ξεχαστούν αυτοί οι ιδιωματισμοί οι οποίοι δυστυχώς. . . λιγοστεύουν και ξεχνιούνται από γενιά σε γενιά και προχωρούμε  στην εισαγωγή του θέματος, η οποία θα είναι μακροσκελής για τους γραμματιζούμενους και «μακρουσκοινζμέν’» για μας τους υπόλοιπους, κάντε υπομονή κι’ όποιος αντέξει, στο τέλος είναι το «ζμί».
Λοιπόν και τώρα χρειάζεται το μουλάρι, αλλά παλιότερα ήταν απαραίτητο σε κάθε σπίτι, και εννοούμε σπίτι στο  χωριό βέβαια, γιατί στην πόλη τι να το κάνεις, πού να το βάλλεις και πού να το πάς; Ζώο πολύ ικανό και σκληρό, κατάλληλο για φόρτωμα, για ζέψιμο στο όργωμα μόνο του, ή με άλλο μουλάρι και δεν είδα ποτέ ζευγάρι στο όργωμα μουλάρι με βόδι ή γελάδα, άλλη περπατησιά αυτά, αταίριαστα και παλιότερα  άμα ήταν άσπρο, σίβο που το λέγαμε, τότε που δεν υπήρχαν τα Ντάτσουν  φόρτωναν και τα προικιά στους γάμους και έδεναν κι’ ένα άσπρο μαντήλι στο καπίστρι, κι’ έβαζαν καβάλα κι’ ένα αγόρι μικρό, που να ζουν οι γονείς του.
Ήταν και είναι ακόμα ευτύχημα να σου τύχει ήσυχο μουλάρι να μην κλωτσάει, γιατί άμα κλωτσάει δεν μπορείς να ξεθαρρέσεις κοντά του ούτε γυναίκα ούτε μικρό παιδί και γενικά άνθρωπο άμαθο, γιατί ένα «τσαμούζικο» μουλάρι είναι πάντα επικίνδυνο. Μερικά κλωτσούν έτσι στα καλά καθούμενα και άλλα βαρούν την κλωτσιά ύπουλα μόλις τα πλησιάσεις από πίσω αμέριμνος. Πάντως καλό είναι όταν το μουλάρι τρώει, ή όταν πίνει νερό, όσο και να το γνωρίζει κάποιος, να μην το πλησιάζει από πίσω γιατί η συμπεριφορά του είναι απρόβλεπτη. Κι’ όσοι δοκίμασαν την κλωτσιά του μουλαριού, κατάλαβαν το νόημα της παροιμίας που λέει « να σε φυλάει από τα πισινά του μουλαριού  και απο τα μπροστινά τού καλ . . .  .. ρου!!!. . .   »λέει η παροιμία, φαίνεται ότι είναι  φοβερά αυτά τα μπροστινά , αλλά ως εδώ, και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε . .
Παλιά οι τεχνίτες που έφκιαχναν τα σαμάρια των μουλαριών, οι σαμαράδες, ήταν πολύ μερακλήδες. Σήμερα το επάγγελμα αυτό σχεδόν εξαφανίστηκε και έμεινε μόνο στα δημοτολόγια, να θυμίζει τη βιοποριστική ασχολία κάποιου προγόνου κι αυτό, μόνο σε όσους καταδέχονται να το θυμούνται. Τα σαμάρια των μουλαριών τα στόλιζαν με διάφορα διακοσμητικά, τι χάντρες πολύχρωμες τι λουριά (μπαλντίμια) να κρέμονται από την πιστιά του σαμαριού, τι πιρτσίμια στο πιστάρι και στο μπροστάρι που έφκιαχναν διάφορα σχέδια φανταχτερά, μπροστάρια, πιστάρια, σκαρδέλια και παΐδες φκιαγμένα όλα στο χέρι. Οι παΐδες καλοδουλεμένες από μηλιαδίσιο ξύλο για να αντέχουν, μπαίνουν περαστές στο μπροστάρι και στο πιστάρι  και το μπροστάρι από πλατανίσιο ξύλο  για να μη σκίζεται. Εκεί όμως που οι ειδικοί τεχνίτες έδειχναν το μεράκι τους, αυτοί που έφκιαχναν τα δερμάτινα μέρη του σαμαριού, οι σκυτοτόμοι κατά τους αρχαίους,(για να μη λέτε ότι μιλούμε μόνο με ιδιωματισμούς), εκεί λοιπόν που έβαζαν όλη την τέχνη τους ήταν το δερμάτινο καπίστρι (  χαλινός) που το στόλιζαν με περίσσια χάρη, με κόκκινες, πράσινες και μπλε χάντρες  και στην προμετωπίδα έβαζαν κι’ ένα κομμάτι δέρμα από μπρουσούκι( ασβό για τους. . . ξενόγλωσσους). Το μουλάρι όταν κουβαλούσε φορτίο, φορούσε το σκοινένιο(2) καπίστρι, γιατί δεν εμπόδιζε την αναπνοή του ζώου, αλλά και για έναν άλλο λόγο που θα τον αναλύσουμε στο τέλος.
Καπίστρια,τρουβάδες, κριθαροτρόβια, σαϊσματα, δισάκια, σαραπόσια και σακκιά όλα από κατσικότριχα και μαστορικά φκιασμένα, τάφερναν και τα πουλούσαν στα πανηγύρια από απέναντι, από τη  Μουσθένη και τα γύρω  χωριά του Παγγαίου. Ήταν μια εμπορική δραστηριότητα που ωφελούσε όλους κι’ όποιος δεν καταλαβαίνει τι είναι τα παραπάνω ας ρωτήσει κανέναν παλιότερο, κάποιος θα γνωρίζει, δεν μπορεί. . . . εκτός κι’ αν μαζευτούν απορίες από αρκετούς οπότε θα απαντήσουμε. . . ομαδικά  . .
Τώρα, την εισαγωγή στο όλο θέμα θα την παρατραβήξουμε λίγο ακόμα, για να θυμούνται οι παλιοί και να γνωρίζουν οι νέοι, και,  νάτο και το δίδαγμα βγήκε, υπομονή μόνο θα μπούμε και στο κυρίως θέμα που δεν είναι άλλο από την ανέλπιστη χρησιμότητα ενός μουλαριού που κλωτσάει, θα το δούμε παρακάτω. . .και συνεχίζουμε για το μουλάρι, γερό και πολύ χρήσιμο ζώο, μπορεί να περπατήσει φορτωμένο εκεί που είναι δύσκολο ή αδύνατο να πάει άλλο ζώο από τα γνωστά που μπορούν να μεταφέρουν φορτίο όπως είναι τα γνώριμά μας άλογα και γαϊδούρια, αρκεί να ξέρουμε πώς θα το φορτώσουμε σωστά, γιατί άλλο δέσιμο κάνουμε στις μπάλες του χόρτου, αλλιώς φορτώνουμε τα σακιά με τα κάρβουνα, αλλιώς τα χοντρά ξύλα ένα από κάθε μεριά, με άλλον τρόπο δένουμε τα πολύ μακριά ξύλα, άλλο δέσιμο κάνουμε στους τενεκέδες με το λάδι εκεί χρειάζονται δυο σανίδια και το πιο δύσκολο είναι να φορτώσει κανείς τουλούμια με λάδι ή κρασί. Τώρα  θα μου πει κάποιος αν είναι δυνατόν την σήμερον ημέραν να μιλούμε για μεταφορά λαδιού και κρασιού σε τουλούμια, αλλά έλα που για νάμαστε εντάξει θα πρέπει να αναφέρουμε και να περιγράψουμε όλα τα φορτία που μπορεί να μεταφέρει το μλάρ. . . .!! Και για όσους δε γνωρίζουν, ναι, παλιότερα που δεν υπήρχε αυτή η μεγάλη ποικιλία των πλαστικών και μεταλλικών δοχείων, το λάδι και το κρασί μεταφέρονταν με τουλούμια (ασκούς για τους επαΐοντες), άλλο το ότι αποθηκεύονταν σε βαρέλια ή σε κιούπια, αλλά ούτε τα βαρέλια ούτε τα κιούπια μπορούσαν να φορτωθούν και να μεταφερθούν με μουλάρια, αφού δρόμοι δεν υπήρχαν ούτε για κάρα, πόσο μάλλον για αυτοκίνητα που παρουσιάστηκαν πολύ αργά.
Πάμε παρακάτω λοιπόν και το πιο δύσκολο φόρτωμα στο μουλάρι είναι των μελισσιών σε κοφίνια, όλο και θάχετε δει τέτοια οι παλιότεροι. Δεν είχαμε μελίσσια στο σπίτι μας και δεν έτυχε να φορτώσω, αλλά όταν έβλεπα να περνούν οι Αρναιώτες μελισσάδες από το χωριό μας έχοντας τα κοφίνια-κυψέλες φορτωμένα στα μουλάρια απορούσα πώς τα κατάφερναν και φόρτωναν τόσο πολλά κοφίνια, όλα κλεισμένα μπροστά στο άνοιγμά τους με ένα τρίχινο πανί γερά δεμένο για να μη φύγουν οι μέλισσες «κι πλάλα ύστιρα να τσ’ πχιάϊσ’», δεμένα είπαμε τα κοφίνια με τρίχινα λεπτά σκοινιά, τέτοια είχαν τότε και τάφκιαχναν μονάχοι τους από κατσικότριχα, άλλη ιστορία αυτή, ποιος ασχολείται σήμερα με τέτοια, πού τότε οι σημερινές ευκολίες με σκοινιά « ότ’ λουγιά θέλ’ς» και έ…ρε τι θαυμάσια γλώσσα που έχουμε, πόσο ωραίο ακούγεται αυτό το «ότ’ λουγιά θέλ’ς», πόσο σύντομο και ιδίως πόσο. . .  κατανοητό και πάμε παρακάτω, μη βιάζεστε το είπαμε και στην αρχή, το ζουμί είναι στο τέλος, για μια μικρή ιστορία πρόκειται που οι περισσότεροι θα την έχετε ακούσει, αλλά αν τη λέγαμε έτσι σύντομα δε θα είχε καμιά χάρη, γι’ αυτό είπαμε να την αλατοπιπερώσουμε λίγο παραπάνω για να νοστιμίσει αλλά και για να μεταδώσουμε μερικές γνώσεις για το μουλάρι αυτό το συμπαθητικό κατά τα άλλα τετράποδο που τόσο βοήθησε τους κατοίκους των ορεινών περιοχών να επιβιώσουν και να προκόψουν, αν βέβαια μπορούμε να μιλούμε για προκοπή και για καζάντισμα, με τα απαραίτητα ζούσαν οι περισσότεροι από τους παλιούς, νά κανένα χουραφούδ’, μερικά ζώα και το απαραίτητο γρούν’ για τα Χριστούγεννα, εμείς στα χωριά μας  λάδι δεν είχαμε και το φέρναμε  από το Μεταγγίτσι ή τον Άγιο Νικόλαο και τη Νικήτη, πολλοί κατέβαζαν κάστανα και τα άλλαζαν με λάδι και ελιές, ώρες πολλές με τα πόδια μέσα απ’ τα βουνά, να φιλοξενηθείς τη νύχτα και την άλλη μέρα άντε πάλι πίσω κι’ αν ο καιρός ήταν καλός, όλα καλά, αλλά πολλές φορές κι’ ο καιρός στράβωνε και πού να φυλαχτείς στο δρόμο, πού τα αδιάβροχα και οι σημερινές ευκολίες, τυραννία σκέτη, οδύσσεια ολόκληρη για τέσσερες τενεκέδες λάδι που με οικονομία και πάλι δεν έφτανε για μια χρονιά αν δεν υπήρχε η λίγδα απ’ το γουρούνι, οι οικογένειες πολυμελείς, και  δεν έφταναν όλα τα άλλα, ήθελαν και οι  άγιοι το μερίδιό τους, με το   λαδοκάντηλο να καίει όλη νύχτα, αλλά και φωτίζοντας όσο μπορούσε, μια και άλλο φως δεν υπήρχε στο σπίτι. Αλλά αφού μιλούμε για το πώς πρέπει να φορτωθούν στο μουλάρι τα διάφορα «φορτία», να πούμε και κάτι άλλο, να πούμε για το τι συνέβη τότε στα βουνά της Αλβανίας στον πόλεμο, τότε που ημιονηγοί ήταν όλοι όσοι δεν ήταν αρεστοί στο καθεστώς,    ανεξάρτητα αν ήξεραν να φορτώσουν ένα μουλάρι και να σιγουρέψουν το φορτίο, με αποτέλεσμα να «γέρνει» το σαμάρι, και να «απομνήσκει»  το μουλάρι στα χιόνια μαζί με το φορτίο του.  Και από αφηγήσεις όσων τα έζησαν αυτά, στις μονάδες στις οποίες ημιονηγοί ήταν από τα χωριά μας, δικοί μας μαθημένοι, η τροφοδοσία του στρατού, ήταν κανονική. Γιατί όπως έλεγαν τρόφιμα υπήρχαν αλλά δεν μπορούσαν να φτάσουν «μπροστά».        Δεν ήξεραν λέει να περάσουν «μασχαλήθρες»(1) για να μη γέρνει το σαμάρι, ούτε να σιγουρέψουν το φορτιό δένοντας το κατάλληλα, αλλά και τι να έκανε ένας άνθρωπος από πόλη που έβλεπε για πρώτη φορά μουλάρι . .  .
Τώρα για να εξαντλήσουμε τα σχετικά με το μουλάρι, άσε που όσα και να γράψει κανείς πάλι θα μείνει κάτι ξεχασμένο, θα πρέπει να πούμε κάτι και για το πετάλωμα, ή αλλιώς όπως το ξέρουμε για το «καλίγωμα».                   
Για τη  χειρουργική αυτή επέμβαση χρησιμοποιούμε το καλιγοσφύρι, το καλιγοτσίμπιδο (την τανάλια δηλαδή) και ένα κοφτερό εργαλείο με στειλιάρι για το κόψιμο του νυχιού, το οποίο αν δεν τόχει δει κάποιος από την ατελή περιγραφή δεν μπορεί να καταλάβει πώς είναι,  (εμείς αυτό το κοφτερό εργαλείο στο χωριό μας το λέμε σαντράτσι). Απαραίτητα για το καλίγωμα είναι τα πέταλα και οπωσδήποτε πρέπει να υπάρχουν και τα καλιγοκάρφια, καρφιά με μεγάλο κεφάλι και το υπόλοιπο λεπτό και πλατύ, και το κεφάλι θα το περιγράφαμε ως μια μικρή τετράεδρη κόλουρη πυραμίδα, καμωμένη με το χέρι από το σιδερά, σε ένα ειδικό καλούπι που είναι προσαρμοσμένο στον «άκμονα» (το  αμόνι). Βλέπετε ότι εδώ ακουμπήσαμε και λίγο την επιστήμη της μεταλλοτεχνίας, αλλά όταν τα ζήσει κανείς αυτά από μικρός και τα δει πολλές φορές, δεν τα ξεχνάει.
Έτυχε να τα δούμε, να δούμε πώς γίνονται τα καρφιά και τα πέταλα με το χέρι, στη γειτονιά ήταν το «χαλκιαδιό» (το σιδεράδικο), κάποια φορά βοηθήσαμε τον μπάρμπα Άγγελο το σιδερά τραβώντας την κρεμασμένη αλυσίδα πάνω απ’ το «μουχάνι»( το φυσερό) για να κοκκινίσει το σίδερο στη φωτιά, είδαμε να πεταλώνουν οι μεγαλύτεροι και σιγά σιγά μάθαμε και οι ίδιοι για νάμαστε έτοιμοι κι’ εμείς όταν οι μεγαλύτεροι θα παρέδιδαν τη φροντίδα της επιβίωσης σε μας, άλλο που εμείς αλλάξαμε δρόμο και ασχοληθήκαμε με άλλα, άλλαξαν οι συνθήκες δυσκόλεψαν τα πράγματα κι’ ο τόπος δεν μας σήκωνε όλους, πήγαμε αλλού κι’ ο νους μας γυρίζει συνεχώς σε όσα ζήσαμε και μάθαμε στα χρόνια που μαζέψαμε τις πρώτες εμπειρίες απ’ τη ζωή, τώρα πάνε αυτά, τότε μαζεύαμε εμπειρίες τώρα μετρούμε χρόνια, πάλι ξεστρατίσαμε από το κυρίως θέμα και χαρά στην υπομονή σας όσοι φτάσατε την ανάγνωση ως εδώ, αλλά και τι μπορείτε να κάνετε, αφού το αρχίσατε θα το τελειώσετε, προέχει η περιέργεια για το πού το πάμε, για το τι θα γίνει παρακάτω και το παρακάτω λοιπόν είναι η συνέχεια στο πετάλωμα, και το πετάλωμα είναι τέχνη, είναι μια δουλειά που την έκαναν και την κάνουν ακόμα οι ειδικοί, οι πεταλωτήδες, κι’ αν κάποιος είναι άσχετος, καλύτερα να μην επιχειρήσει γιατί είπαμε είναι μια μικρή χειρουργική επέμβαση κι ιδίως το κόψιμο του νυχιού πρέπει να φτάσει στο απαιτούμενο βάθος και τα καλιγοκάρφια να μπουν μόνο στο σκληρό μέρος από το νύχι και με κλίση ελαφρά προς τα έξω, γιατί αν το καρφί «πιάσει» και στο πόδι, τότε αρχίζουν τα δύσκολα, το ζώο κουτσαίνει και αχρηστεύεται για αρκετό καιρό μέχρι να γειάνει και να ξαναπερπατήσει όπως πρώτα. Εν πάση περιπτώσει το καλίγωμα απαιτεί γνώση και επιδεξιότητα κι’ άμα ήταν εύκολο για τον καθένα  δε θα λέγαμε « ρε. . . αυτός καλιγών’ του ψύλου. . .!!», που το λέμε για κάποιον πολύ επιδέξιο και καταφερτζή.
Το μουλάρι για όποιον δεν το γνωρίζει, προέρχεται από τη διασταύρωση γαϊδουριού και φοράδας και το θηλυκό μουλάρι δε γεννάει ούτε το αρσενικό μπορεί να. . . .τεκνοποιήσει. . .Και για την πληρέστερη ενημέρωση, από την ένωση γαϊδούρας και αλόγου, προέρχεται το γαϊδουρομούλαρο, πολύ ανθεκτικό λιτοδίαιτο και σκληρό ζώο, αλλά σπανίζει πλέον, επειδή η φύση δυσκολεύεται στο έργο της αφού τα ζώα δε βόσκουν ελεύθερα και όλα γίνονται προγραμματισμένα μόνο για παραγωγή αλόγων καλής ράτσας και μουλαριών.
Και λέγαμε λοιπόν κα τι λέγαμε, γι’ αλλού ξεκινήσαμε, στρίψαμε από δω το πήγαμε από κει, και πώς να το πεις το καλαμπούρι, αν το πεις με λίγες λέξεις ανοσταίνει, είναι για πέταμα.
Το άκουσα μια μέρα στο χωριό στο καφενείο του Γιώργου, της «Νυφίτσας» όπως είναι το παρασούμι του, εκεί στο πάνω μέρος της πλατείας, το άκουσα  όταν στην παρέα τα τσίπουρα πολλαπλασιάστηκαν. Το είπε ο Γιάννης, ένας φίλος μακαρίτης τώρα, όλοι το είχαμε ξανακούσει αλλά μέσα στη γενική θυμηδία κανείς δεν τον σταμάτησε και πολύ σωστά, πρέπει να μάθουμε να ακούμε κάτι κι’ αν ακόμα  το έχουμε ξανακούσει, το είχε λοιπόν το μουλάρι ο Στέργιος καλός νοικοκύρης στο χωριό, προκομμένος  κι’ ένα βράδυ κατέβηκε η γυναίκα του στο κατώι  να σκεπάσει τα κλωσοπούλια με το διρμόνι για να μην τα πνίξει η νυφίτσα. Άργησε η γυναίκα να φανεί, κατέβηκε ο Στέργιος να δει τι έγινε, τη βρίσκει καταή πεθαμένη, την κλώτσησε το μουλάρι και την άφησε στον τόπο. Μαθεύτηκε το γεγονός στο χωριό, έγιναν τα πρεπούμενα και περνούσαν μετά συγγενείς και φίλοι να συλλυπηθούν το Στέργιο. Μερικοί όμως άντρες πλησίαζαν περισσότερο, κάτι τού έλεγαν κρυφά στο αυτί, εκείνος έκανε μια αρνητική κίνηση με το κεφάλι χωρίς να μιλάει κι’ ακούγονταν μόνο ένα σιγανό τσουκ( όχι δηλαδή). Πέρασαν όλοι και τελευταίος έμεινε ο δάσκαλος, ξενομερίτης αλλά χρόνια γείτονας, τον διόρισαν  στο χωριό όπου παντρεύτηκε με προξενιό και βολεύτηκε εκεί, τού έδωσαν ένα αμπέλι και μισό σπίτι άλλο περίμενε κι’ αλλιώς ήρθαν τα πράγματα, παιδιά δεν απόχτησε, κοντούλης και λιπόσαρκος ο ίδιος  θηρίο η σύζυγος, κι’ η πεθερά κουμάντο,  πέρασαν τα πρώτα μεγαλεία και η ζωή δυσκόλεψε, ζούσε στον ίσκιο της νταρντάνας, καλός στη δουλειά του, αλλά τον έτρωγε η στενοχώρια για την εκλογή του και την τύχη του και δρόμος διαφυγής δε φαίνονταν, λίγες οι χαρές του, οι παρέες του λιγότερες, το αδιέξοδο ορατό.. . Μόνος ο δάσκαλος με το Στέργιο, τον συλλυπήθηκε και δεν βάσταξε, είδε προηγουμένως που έσκυψαν καμπόσοι και κάτι τού είπαν κρυφά, δεν κρατήθηκε οι δυο τους ήταν στην κάμαρη ρώτησε λοιπόν
-Στέργιου  . . . τί σιέλιγαν στού ‘φτί; ( τι σού έλεγαν στο αυτί;)
-Δίστασε ο Στέργιος, το σκέφτηκε και αποφάσισε, σου λέει ας το πω τι θα γίνει, ο δάσκαλος κρατάει τα μυστικά, και,
-  Ά… μωρέ τίπουτα, νά, μι ρώτσαν αν πλω του μλάρ . . .!!  
Κόκαλο ο δάσκαλος,  γύρισε το μυαλό του σβούρα, άρπαξε την ευκαιρία, είδε φως στο. . . τούνελ . . . σού λέει ή τώρα ή ποτέ, είδε το ανάστημά του ξαφνικά να ψηλώνει, άνοιξε μια χαραμάδα  στο συνειδησιακό του αδιέξοδο, ένιωσε ν’ αποχτά δύναμη. Πήρε το πιο σοβαρό ύφος λοιπόν σαν να εκφωνούσε λόγο σε εθνική γιορτή και σε επίσημη γλώσσα, είπε. 
-Αγαπητέ Στέργιο, θέλω να με προτιμήσεις. Το μουλάρι το αγοράζω όσο όσο. . . .!!!
Ο άλλος μη περιμένοντας αυτή την πρόταση, έμεινε με ανοιχτό το στόμα.
-Καλά δάσκαλι, θα δγιούμι. . . .τού σκιέφκις καλά;. . . . .  
Το τι απέγινε από κει και πέρα κανείς δεν το έμαθε, και η ιστορία παραμένει πάντα. . . .επίκαιρη, αλλά τα μουλάρια γενικά σπανίζουν πλέον και πού να βρεις το. .  . κατάλληλο,  τι να κάνουμε, υπομονή, κάπου μπορεί να βρεθεί κανένα. . . ρωτήστε.
Αυτά και νάμαστε καλά να πούμε κι’ άλλα, αλλά να  πούμε και δυο λόγια για τις «μασχαλήθρες» και το σκοινένιο καπίστρι..
(1)Μασχαλήθρες και «μασκαλήθρες». Είναι δυο κομμάτια σκοινί δεμένα στο μπροστάρι, που περνώντας τα κατάλληλα και κάπως χαλαρά κάτω από κάθε μπροστινό πόδι τού μουλαριού, εμποδίζουν το σαμάρι να «γείρει».  Δεν είναι δύσκολο να το κάνει κανείς, αρκεί να δει μια φορά πώς γίνεται.
(2) Το σκοινένιο καπίστρι δε «σφίγγει» τα ρουθούνια τού μουλαριού αφήνοντάς το να αναπνέει ελεύθερα. Και όταν το μουλάρι είναι φορτωμένο και ανεβαίνει ανήφορο,  το καπίστρι πρέπει να είναι σφιχτά δεμένο στο σαμάρι για να μπορεί με το κούνημα τού κεφαλιού του να τραβάει το φορτίο προς τα μπρος και να διευκολύνεται στην ανάβαση. Κι’ αυτό λίγοι το ξέρουν. Νομίζουν ότι άμα αφήσουν χαλαρό το καπίστρι ότι διευκολύνουν το ζώο, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αντίθετα, στο ίσιωμα και στον κατήφορο το καπίστρι πρέπει να είναι χαλαρό για να μπορεί το μουλάρι να σκύβει κάπου κάπου και να ξεμουδιάζει.      
Ξάνθη, Νοέμβρης  1995,
Το Μλάρ’ πρωτοδημοσιεύτηκε στην ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ  τη μηνιαία και ευρείας κυκλοφορίας  εφημερίδα του χωριού μας στο φύλλο 51/Νοε. 1995, και από τότε συμπληρώνεται συνέχεια. Κάποτε θα γράψουμε και γι’ αυτήν την εφημερίδα,  η οποία ήταν σταθμός στα πολιτιστικά μας, αλλά ο «Σταθμός» δυστυχώς, έμεινε ανοιχτός μόνο μέχρι το Μάη του ’96.       Βαγγέλης Μαυροδής






1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Εδώ ρε που τα σχόλια θα έπρεπε να είναι φουλ τί κάνετε; Δε ρωτάτε τίποτα; Τα ξέρετε όλα; Έρμεεεε αν η βενζίνη γίνει τρία Ευρα να σι δγιω μι τί θα πας . . . .