Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Το πάτημα της αρκούδας


 Λάθος καταλάβατε, δε θα ασχοληθούμε με το ίχνος που αφήνει το πόδι της αρκούδας στο χώμα ή στο χιόνι, εδώ θα πούμε για το προσεχτικό, ελαφρύ κατά παραγγελία και διαταγή του αρκουδιάρη πάτημα της αρκούδας στην πλάτη του ασθενή που υποφέρει από ρευματικά, η από μυοσκελετικά κουσούρια. Είναι και φαίνεται αρκετά παράξενο να αραδιάζουμε ιατρικούς όρους άσχετοι εμείς, αλλά, ακούγοντας το γιατρό να μας καθησυχάζει στις διαμαρτυρίες μας για διάφορα δικά μας πονάκια, μάθαμε μερικά πράγματα που αφορούν αποκλειστικά στον εαυτό μας και τα χρησιμοποιούμε καμιά φορά, όχι για να πείσουμε κάποιον να ακολουθήσει ..

ορισμένη θεραπεία, αλλά να, έτσι αφού τόφερε η κουβέντα, να πούμε κάτι, να μακρύνει και το γραφτό. . . τα αναφέρουμε κάτι τέτοια μια που είναι σχετικά και με το θέμα μας κι’ ακόμα είμαστε στην εισαγωγή, έχουμε καιρό να το αναπτύξουμε με λεπτομέρειες, αραδιάζοντας σπαρταριστές σκηνές, θα δούμε παρακάτω, υπομονή. . .και αφορμή για τον τίτλο πήρα από ένα παλιό κακοπαθημένο τεφτέρι στο οποίο ο γραμματέας της Μουχταροδημογεροντίας του χωριού μας, του Νεοχωρίου Χαλκιδικής, το μέλος της δηλαδή που μάλλον ήταν το πιο βολικό, σημείωνε τις δοσοληψίες της εκκλησίας το δούναι και λαβείν που λέμε. Κι’ όταν λέμε « γραμματέας» μην πάει το μυαλό μας σε κάποιον με πτυχία και ντοκτορά, γραμματέας ή μάλλον γραμματικός στην εποχή που αναφερόμαστε, ήταν όποιος γνώριζε να διαβάζει και να γράφει, δηλαδή όπως έλεγαν τότε, γνώριζε γραφή και ανάγνωση, γιατί στην ιεραρχία των γραμματισμένων υπήρχε και κατώτερη βαθμίδα αυτή του ανθρώπου με τα « κολλυβογράμματα», άλλη ιστορία κι’ αυτή και να μην επεκταθούμε, γιατί θα πάει πολύ, για το πάτημα της αρκούδας ξεκινήσαμε κι΄εκεί θα πρέπει να μείνουμε. Σ’ αυτό το βιβλίο λοιπόν της δοσοληψίας που είπαμε παραπάνω, σώζονται ακέραιες οι σελίδες του με ενημερωτικές εγγραφές καθαρογραμμένες αλλά και πολλές δυσανάγνωστες, από τον Ιανουάριο του 1911 μέχρι και τον Ιούλιο του 1925, όπου είναι γραμμένα τα έσοδα και έξοδα της εκκλησίας, αλλά αξιοπρόσεκτο σ’ αυτές τις εγγραφές δεν είναι τόσο τα ποσά των εσόδων και εξόδων, όσο η περιγραφή τους και η αιτιολόγησή τους πολλές φορές με λεπτομέρειες. Γράφει ας πούμε ότι στις 30 Ιουνίου 1912 των Αγίων Αποστόλων από δίσκον (έσοδα) γρόσια 169,20 και την ίδια μέρα στην άλλη σειρά από κάτω γράφει, « ελάβαμεν από Αρκουδαροί, γρόσια 155 » - στο χωριό λέμε ο αρκουδάρ’ς, πληθυντικός οι αρκουδαροί- Η εγγραφή αυτή της δωρεάς των εκατόν πενήντα πέντε γροσιών, από τους αρκουδάρηδες, με πήγε αρκετά χρόνια πίσω, τι αρκετά δηλαδή, μισό αιώνα και βάλε, τότε που γύριζαν οι γύφτοι στα χωριά δυο τρεις μαζί, σέρνοντας μια αρκούδα και μια μαϊμού και έδιναν παραστάσεις στο δρόμο βάζοντας τα δεμένα ζώα να χορεύουν και να κάνουν διάφορα κόλπα, αλλά η δωρεά αυτή με έβαλε και σε σκέψεις διάφορες, πώς δηλαδή και για ποιο λόγο οι αρκουδαροί δώρισαν ένα τέτοιο ποσό; Μήπως φιλοξενήθηκαν μαζί με την αρκούδα και τη μαϊμού σε κάποιο κατάλυμα που τους οδήγησε ο Μουχτάρης του χωριού, ή μήπως έλεγαν κάποιον Απόστολο και γιόρταζε την ημέρα αυτή, έδεσαν με τις αλυσίδες την αρκούδα και τη μαϊμού παραπέρα και μπήκαν ένας ένας ν’ ανάψουν ένα κερί, πήγαν και οι δουλειές καλά και έκαναν τη δωρεά στην εκκλησία; Διότι περί καθαρής δωρεάς πρόκειται, γιατί αν έριχναν τα γρόσια στο δίσκο, δε θα αναφέρονταν ξεχωριστά, θα πήγαιναν ανώνυμα στα έσοδα « από δίσκον», εδώ όμως έχουμε ξεχωριστή εγγραφή στο βιβλίο, οπότε μάλλον τη δωρεά την έκαναν ιδιαίτερα και μάλλον μετά τη λειτουργία και ξέρουμε πως γίνονται αυτά, πλησιάζεις με τρόπο και με το ανάλογο ταπεινό ύφος εκείνο το ύφος που δείχνει ευσέβεια και ταπεινοφροσύνη δείχνοντας φανερά ότι δε ζητάς τίποτα αλλά θέλεις να προσφέρεις κάτι κι’ αυτό το καταλάβαιναν τότε οι μουχταροδημογέροντες όπως το αντιλαμβάνονται και οι νυν επίτροποι, άλλωστε σε παρόμοια πόστα δεν μπαίνεις εύκολα, πρέπει να είσαι έντιμος και προ πάντων εχέμυθος. Τέλος πάντων αυτή η εγγραφή στα έσοδα της εκκλησίας έγινε, χωρίς να διασωθεί και το όνομα των δωρητών, αλλά οι άνθρωποι που αποχτούν οντότητα από το επάγγελμά τους, συνήθως στο τέλος αυτό το επάγγελμα το φορτώνονται και ως επώνυμο, οπότε ο γραμματέας που εισέπραξε και καταχώρισε τη δωρεά ήταν εντάξει διότι προσωποποίησε τους δωρητές, τους ταυτοποίησε όπως λέμε σήμερα, αναφέροντας μόνο το επάγγελμά τους κι’ αυτό έφτανε να δικαιολογήσει τη δωρεά, άλλωστε έσοδο ήταν, και μόνο το στοιχείο της προέλευσής του αρκούσε, εκτός αν, -και εδώ μάς γεννήθηκαν οι αμφιβολίες για την ευσέβεια και τη χουβαρδοσύνη των αρκουδαρέων, γιατί δεν είναι να το περάσεις έτσι στα γρήγορα το γεγονός μιας τέτοιας δωρεάς και μάλιστα από αρκουδιάρηδες και μάλλον, μάλλον λέμε χωρίς να είμαστε και σίγουροι, οι μπαρμπάδες της Μουχταροδημογεροντίας, ποιος ξέρει πότε, θα είχαν πάρει κάποτε μια απόφαση έτσι προφορική και άγραφη, να φορολογούν τέτοιες δραστηριότητες, θα είχαν νομοθετήσει όπως λέμε σήμερα ένα φόρο δημοσίων θεαμάτων και μάλλον έτσι εξηγείται το μεγάλο ποσό της δωρεάς την οποία καταχωρούσαν στο βιβλίο της εκκλησίας μια που δεν έκοβαν αποδείξεις και καλά έκαναν και εισέπρατταν, όχι όπως γίνεται σήμερα που ο καθένας γεμίζει τους στύλους και τους δρόμους με αφίσες και δεν τις μαζεύει ποτέ κανείς, αλλά περιμένουν όλοι να λιώσουν από μοναχές τους και να πέσουν και βλέπουμε ακόμα φωτογραφίες υποψηφίων από τις προπερασμένες εκλογές να χαμογελούν στα ντουβάρια. . . .πάλι ξεφύγαμε, αλλά δυστυχώς από το συνολικό ποσό που φαίνεται στο βιβλίο, δε βγαίνει πόσα ήταν τα ζώα του περιοδεύοντος και πεζοπορούντος τσίρκου, ούτε θα μάθουμε ποτέ με ποιο ποσό φορολογούσαν οι δημογέροντες τέτοιες δραστηριότητες, άσε που οι αρκουδαροί θα εξάντλησαν όλη τους την καπατσοσύνη και θα παζάρευαν ώρες, οπότε θα κατέληξαν οι άρχοντες να δεχτούν το ποσό αυτό, γιατί δεν είναι καθόλου στρογγυλό ποσό, αλλά αυτό το 155 πρέπει να μας βάλει σε σκέψεις για τη σκληρότητα των διαπραγματεύσεων γιατί όπως είναι γνωστό, ο γύφτος προσπαθεί να πάρει ότι μπορεί παραπάνω κι’ όχι να δώσει, το δόσιμο είναι τελείως αντίθετο με τη φύση του και άντε να ξαναπιάσουμε τον αρκουδάρη ο οποίος ανηφόρισε με την αρκούδα προς τη γειτονιά μας στο Καραούλι κι’ από πίσω ακολουθούσαν τα πιτσιρίκια από τους κάτω μαχαλάδες, που σπάνια έρχονταν προς τα πάνω, αλλά το θέαμα ήταν τέτοιο που τα παράσυρε και ακολουθώντας έφτασαν με φωνές και φασαρία, μπροστά ο γύφτος οδηγώντας την αρκούδα δεμένη με αλυσίδα και κρατώντας ένα μεγάλο ρηχό τύμπανο σαν κόσκινο, που στον πάτο είχε ένα μονοκόμματο ανοιχτόχρωμο δέρμα που κάθε τόσο το χτυπούσε, ενώ το κακόμοιρο το ζώο τίναζε το κεφάλι του δεξιά κι’ αριστερά, ανάλογα με το κατά πού τραβούσε την αλυσίδα το αφεντικό και κάπου κάπου μούγκριζε κι όλας το πλήγωνε η αλυσίδα σίγουρα και πονούσε. Ο γύφτος με το κόκκινο ζωνάρι και την πέτσινη τραγιάσκα, με πανταλόνι ριγέ και στενό κουμπωτό στο κάτω μέρος, αξούριστος με τα μουστάκια κρεμαστά, κολυμπούσε όλος μέσα στη λίγδα, με παπούτσια στραβοπατημένα και άθλια, θα είχε περπατήσει τη μισή ορεινή Μακεδονία σίγουρα, σταμάτησε κάτω από το ξύλινο μπαλκόνι της θειάς της Κατερίνης φάτσα στο Καραούλι, περίμενε λίγο να μαζευτεί ο κόσμος κι’ άρχισε να δίνει διαταγές στην αρκούδα, « πώς βάζουν κοκκινάδι τα κορίτσια », και η έρμη η αρκούδα όρθια πάντα στα πίσω πόδια, σήκωνε το ένα πόδι της το μπροστινό και έκανε πως βάζει στο πρόσωπό της κοκκινάδι, « πώς κοιμάται ο γέρος κι’ η γριά; »κι’ αμέσως η αρκούδα ξάπλωνε και τεντώνονταν υπακούοντας στον αρκουδάρη, γέλια εμείς που στριμώχνομασταν γύρω κι’ είχαμε γίνει παρά πολλοί και δεν έφταναν οι « σιακατνοί» αυτοί από τις κάτω γειτονιές, ήρθαν και όλα τα παιδιά από το Καραούλι, καμιά τριανταριά, γέμισε ο τόπος. Εκεί που χαζεύαμε όλοι την αρκούδα που κουρασμένη κάθισε κάτω, κατέβηκε από το μπαλκόνι η θειά Κατερίνη κρατώντας ένα φύλλο κουρελούς που το έστρωσε πάνω στο χώμα καταμισιού στο δρόμο, ενώ η μεγάλη θυγατέρα της έφερε ένα παλιό κιλίμι και το κρατούσε αγκαλιά περιμένοντας. Ήταν κι’ άλλες μεγάλες γυναίκες της γειτονιάς, εμείς βλέπαμε, καταλάβαμε ότι κάτι θα γίνει και ήσυχοι όλοι, μαζευτήκαμε για καλό και για κακό απέναντι από την αρκούδα σε ημικύκλιο, περιμένοντας να δούμε τη συνέχεια γιατί μερικοί μεγαλύτεροι, άρχισαν να λεν ψιθυριστά ότι « η αρκούδα θα πατήσ’΄τ΄θεια d’ Κατιρίν’ ».Κάτι είπαν στον αρκουδάρη και η θειά Κατερίν’ ξάπλωσε μπρούμυτα πάνω στην κουρελού κι’ από πάνω τη σκέπασαν με το κιλίμι, εμείς άχνα δε βγάζαμε, πρώτη φορά βλέπαμε κάτι τέτοιο, ο αρκουδάρης τράβηξε την αλυσίδα και η αρκούδα σηκώθηκε στα πίσω πόδια, άρχισε να χτυπάει το τύμπανο ελαφρά και με αργό ρυθμό, ενώ έλεγε λόγια ακατάληπτα που δεν είχαν κανένα νόημα, έλεγε έεεεε. . . .άειντε.. . . . ώωωωωχ. . . .και μάλλον τα έλεγε για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, οπότε μετά από λίγα βήματα, έφερε την αρκούδα ακριβώς πάνω από την ξαπλωμένη θειά Κατερίνη και την οδήγησε να πατήσει στην πλάτη της με τα μπροστινά πόδια. Εκείνη σκύβοντας πατούσε μια με το ένα και μια με το άλλο, κι’ ο γύφτος κρατώντας την αλυσίδα δεμένη στον αγκώνα του γερά, εξακολουθούσε να χτυπάει δυνατά αυτή τη φορά το τύμπανο λέγοντας, «άιντε μωρέ Μαριώ, πάτα να γειάνει η κερά, να φύγ’ η ζουρλαμάς, να φύγουν τα πουνιέματα, άιντε να γιέν’ κοπέλα η κερά, άιντε ξαναπάτα, σιγάαααα, σιγάαααα, μπράβου Μαριώ, α, ακόμα μια φουρά,» και δόστου η αρκούδα να λιανοπατάει πάνω στην πλάτη της θειάς Κατερίνης κι’ εμείς να παρακολουθούμε με κάτι μάτια νάααααα χωρίς να βγάζουμε άχνα, τι ήταν αυτό που βλέπαμε, πέρασαν τόσα χρόνια και η σκηνή καταγράφηκε, έμεινε σαν νάταν χθες που λέμε, πατούσε η αρκούδα κι’ όπως έσκυβε της έπεφταν χοντρά σάλια πάνω στο κιλίμι και μόλις έσκυβε και πατούσε, ο γύφτος τραβούσε απότομα την αλυσίδα και η αρκούδα η κακόμοιρη ξανασηκώνονταν έμοιαζε μπαϊλντισμένη, αλλά δεμένη ήταν τι θα έκανε, πάτησε, ξαναπάτησε και κάποια στιγμή ο αρκουδάρης την τράβηξε στην άκρη και κουρασμένη όπως ήταν κάθισε κάτω, σηκώθηκε και η θειά Κατερίνη, βολεύτηκε, είπαν καναδυό γειτόνισσες « πιραστικά σ’ Κατιρίν’ » είπε κι’ ο «γιατρός» τα δικά του «πιραστικά κερά », κι’ από πάνω από το σπίτι κατέβασαν ένα μεγάλο στρόγγυλο ψωμί, το πήρε ο αρκουδάρης και τόσπασε στη μέση, έβαλε το μισό στο σακούλι και το άλλο το έδωσε στην αρκούδα που το καταβρόχθισε στα γρήγορα, κοιτάζοντας ολόγυρα με τα κατακόκκινα μάτια της χωρίς να σηκώνει το κεφάλι, παρατηρώντας ανέκφραστα τους γύρω με το χαρακτηριστικό βλέμμα της υποταγής και της καχυποψίας. Μέσα σε ένα άλλο σακούλι άδειασαν και μια παλάντζα φασόλια και κάτι του έδωσαν και στο χέρι, δε φάνηκε αλλά μάλλον ήταν λίγα χρήματα, τα είδε αυτός και τα τσέπωσε γρήγορα, ρώτησε αν ήταν κανένας άλλος για πάτημα κι’ αφού δεν πήρε απάντηση, αφήκε κάτω το τύμπανο τύλιξε στο χέρι του την αλυσίδα και ίσιωσε το κόκκινο ζωνάρι που είχε λυθεί και κρέμονταν όση ώρα κράτησε η θεραπεία ξανάπιασε το τύμπανο και μπροστά αυτός και πίσω η αρκούδα περπατώντας στα τέσσερα, κίνησαν πάλι στον κατήφορο για τις κάτω γειτονιές κατά το μεσοχώρι να δώσουν κι’ άλλη παράσταση, και πού ξέρεις μπορεί να βρίσκονταν κι’ άλλος πονεμένος μουστερής να εφαρμόσει τη θεραπεία του αρκουδοπατήματος, με το αζημίωτο φυσικά και γιατί όχι αφού υπήρχαν άνθρωποι που ισχυρίζονταν ότι είδαν γιατρειά από κάτι τέτοια, άλλωστε όλα είναι πιθανά όταν πιστέψεις κάτι, αφού και οι σύγχρονοι παραδέχονται τη θεραπεία δια της αυθυποβολής όπως τη λένε, γιατί να μην υιοθετήσουν και οι ορθοπεδικοί τη σίγουρη και. . . .δοκιμασμένη μέθοδο δια του αρκουδοπατήματος; Γιατί εδώ που τα λέμε για τη θεραπευτική αυτή μέθοδο με το πάτημα της αρκούδας, δεν απαιτούνταν και κανένα μεγάλο ποσό, αφού η όλη . . . επέμβαση μπορούσε να εξοφληθεί και με είδος.
Βέβαια δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία από τότε για να πεισθούν σήμερα οι ειδικοί για το αποτέλεσμα, μόνο οι θειές και οι μπαρμπάδες θα μπορούσαν να μας πουν αν είδαν κάποια βελτίωση στην αρρώστια τους, και μάλλον απίθανο να είδαν, για μας όμως η όλη παράσταση ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία που αποτυπώθηκε στη μνήμη μας για πολλά χρόνια, και πώς να ξεχάσουμε εκείνο το τρεμουλιαστό πάτημα στην πλάτη της θειάς; Αμ κι’ εκείνο το τριχωτό ποδάρι και η πατούνα της αρκούδας με τα νύχια σαν σουβλιά; Τα ξεχνάς εύκολα αυτά; . . .Έ ρε (ωραία;) . . . . χρόνια. . .Χρόνια χωρίς προίκα, δίχως ένσημα και ΙΚΑ -άσχετο αυτό το τελευταίο, αλλά τι να κάνουμε μήπως γύρω μας όλα έχουν πάντα κάποια λογική, κάποια σειρά;- και εδώ τελειώσαμε και μέχρι στιγμής, τα χαιρετίσματά σας άφαντα. . . .αν και διαθέτουμε και . . .Εμέλ. vagelis_mavrodis@yahoo.gr
Βαγγέλης Μαυροδής. Και για όσους μπερδεύονται, το προηγούμενο επώνυμο ήταν Χαρδαλούπας)

Δεν υπάρχουν σχόλια: