Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Τ ο Λ ε ω φ ο ρ ε ί ο.

Αφορμή για  το σημείωμα πήρα από μερικά ταξίδια που έκανα τελευταία, είπα να πάω με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ τι να το κάνεις το ιδιωτικό αυτοκίνητο, πού να το πας και πού να το σταματήσεις,  στις μεγάλες πόλεις περίσσεψαν τα αυτοκίνητα, γέμισε ο τόπος, δε χωράει άλλα και όμως κάθε χρόνο οι αρμόδιες υπηρεσίες λένε ότι κυκλοφόρησαν τόσα καινούργια χωρίς να αποσυρθούν ισάριθμα παλιά, κόλαση οι δρόμοι των πόλεων, είπα λοιπόν να πάρω το λεωφορείο όπως και έγινε, και έκανα πολύ άνετα ταξίδια, μεγάλα τα λεωφορεία, σύγχρονα και καθαρά  χωρίς σταχτοθήκες και καπνιστές μέσα, και με οδηγούς καλούς επαγγελματίες, αυτό φαίνεται.
Τα ταξίδια κρατούν τόση ώρα, όση περίπου χρειάζεσαι και με το δικό σου αυτοκίνητο και επί πλέον φτάνεις ξεκούραστος και φρέσκος, άσε και το ότι αν υπολογίσει κανείς τα καύσιμα όπως διαμορφώθηκε το κόστος, έρχονται ίσα με την τιμή του εισιτηρίου. Βέβαια σε ένα τόσο μεγάλο μέσο μεταφοράς δεν είναι κανείς μόνος, έχει κι’ άλλους που συνταξιδεύουν και δυστυχώς δεν έχουν όλοι τη λεπτότητα και την καλλιέργεια που απαιτείται για να γίνει το ταξίδι χωρίς ενοχλήσεις, χωρίς απρόοπτα. Οι διαδρομές είναι αρκετά σύντομες και κανονικά δε θα έπρεπε να δίνονται αφορμές που σε εμποδίζουν να χαρείς το ταξίδι. Όλα καλά λοιπόν, σύγχρονο και καθαρό το λεωφορείο αλλά μόλις ξεκινήσει αρχίζει η ενόχληση, από τη  στερεοφωνική εγκατάστασή του. Όταν μέσα σε ένα τόσο μεγάλο αυτοκίνητο ταξιδεύουν τριάντα σαράντα επιβάτες  με διαφορετικές συνήθειες και ενδιαφέροντα, είναι αδύνατο να βρει και να πετύχει κάποιος ένα μουσικό πρόγραμμα με το οποίο θα ευχαριστηθούν όλοι. Υπάρχουν βέβαια μουσικά κομμάτια ουδέτερα που ακούγονται ευχάριστα από τους περισσότερους, ή τουλάχιστον δεν ενοχλούν τους πολλούς, αλλά αν ήθελαν οι διοικήσεις των ΚΤΕΛ θα μπορούσαν να αναθέσουν σε ανθρώπους που γνωρίζουν από  μουσική και ψυχολογία, να φκιάξουν αυτοί οι ειδικοί, C D τα οποία θα ικανοποιούν τους περισσότερους, και ανάλογα με τις εποχές να αλλάζει η μουσική, δηλαδή στην καλοκαιρινή τουριστική σαιζόν εκεί που ταξιδεύουν ξένοι, θα μπορούσε να ακούγεται μόνο επιλεγμένη γνωστή Ελληνική μουσική  και όχι οι προσωπικές προτιμήσεις του οδηγού ή των μελών της οικογενείας του που δεν είναι πάντα οι καλύτερες. Ο οδηγός όταν είναι στο σπίτι του ας ακούσει ότι θέλει, αλλά στο λεωφορείο θα πρέπει να γνωρίζει ότι τα πράγματα αλλάζουν. Το λεωφορείο δεν είναι Ι Χ αυτοκίνητο, είναι δημόσιο μέσο συγκοινωνίας. Αρκετές φορές που ταξίδεψα με λεωφορείο παρατήρησα ότι όλοι σχεδόν οι επιβάτες ζουν σε ένα κλίμα ανοχής, αδιαφορίας και υπομονής εξαιτίας  της κακόγουστης μουσικής που ακούγεται και μάλιστα με μεγάλη ένταση και άντε η ένταση διορθώνεται αλλά το άλλο, η ποιότητα του τραγουδιού που σε υποχρεώνουν να ακούσεις, εκεί πώς να αντιδράσεις και τι να πεις; Απορώ γιατί με υποχρεώνει κάποιος να ακούσω αυτό που δεν με ρώτησε αν μου αρέσει; Αυτό αν δεν είναι καταπίεση τότε τι είναι; Αλλά αν o οδηγός θέλει να είναι έντιμος και συνεπής επαγγελματίας, πριν το κάνει αυτό, θα πρέπει να σκεφτεί ότι δεν  μεταφέρει επιβάτες με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο, αλλά με δημόσιο μέσο συγκοινωνίας. Και τότε ελπίζω να καταλάβει. Και καλά αν το ταξίδι έχει μικρή διάρκεια, αλλά αν κρατάει πέντε και δέκα ώρες τότε τι γίνεται; Δε θα ήταν καλύτερο να ακούει μόνος του ο οδηγός τη μουσική  που διάλεξε ο ίδιος; Ευτυχώς που οι περιπτώσεις  της ενόχλησης από την δυνατή και κακόγουστη μουσική, όσο πάνε και λιγοστεύουν, αλλά γενικά το πρόβλημα παραμένει.  Με τα παραπάνω δε θέλω απλώς να γκρινιάξω έτσι από χούι, αλλά εκφράζω ένα παράπονο μαζί με μια απορία. Δεν μπορεί να συμβαίνει το πρωτάκουστο, να μπαίνεις σε ένα λεωφορείο  με σύγχρονες ανέσεις και μερικά πράγματα στην ουσία ασήμαντα, να μη  σ΄ αφήνουν να χαρείς το ταξίδι. Αλλά είπα «σύγχρονες ανέσεις» και αυτόματα έγινε στο μυαλό μου μια σύγκριση  του τότε και του τώρα, των συνθηκών κάτω από τις οποίες ταξιδεύαμε με λεωφορεία εκεί, κατά τα μέσα  της δεκαετίας τού ’50, με κείνα τα πράσινα μικρά λεωφορεία που χωρούσαν καμιά τριανταπενταριά επιβάτες και έβαζαν και σκαμνάκια στο διάδρομο, έτσι που δημιουργούνταν το αδιαχώρητο, άσε που και στην κανονική θέση   ο επιβάτης ήταν στριμωγμένος  γιατί τα καθίσματα ήταν μικρά, αλλά επιτρέπονταν και το κάπνισμα και μόλις έμπαιναν οι μπαρμπάδες και στρώνονταν στη θέση, οπωσδήποτε έπρεπε να ανάψουν τσιγάρο, πολλοί οι επιβάτες μικρός ο χώρος και τα παράθυρα όλα κλειστά ιδίως το χειμώνα, αλλά και το καλοκαίρι, πήγαινες ν’ ανοίξεις παράθυρο κι’ άκουγες αμέσως διαμαρτυρίες, «κλείστου πουκεί ρε  είμιστι ιγχειρισμέν’, θα μας πουντχιάϊσ’  »  και άλλα τέτοια ωραία, όλος ο χώρος του λεωφορείου πιασμένος, ακόμα και στα γόνατά τους οι επιβάτες κάτι κρατούσαν, κάτω από τα πόδια τους ο χώρος ήταν γεμάτος πράγματα, οι αποσκευές έμπαιναν στην «ταράτσα» στην οροφή του λεωφορείου δηλαδή απ’ έξω, και το τραγικότερο, οι μισοί από όσους ταξίδευαν ζαλίζονταν, «τους έπιανε το λεωφορείο» κι’ αυτό θα πει ότι αυτοί οι μισοί που ζαλίζονταν λέρωναν παντού, γιατί απ’ τη ζαλάδα έβγαζαν βίαια όσα είχαν φάει πριν, κόλαση στην εσωτερική ατμόσφαιρα και να σκεφτεί κανείς ότι αυτό που σήμερα θεωρούμε αυτονόητο, αυτή την πολύτιμη για την περίπτωση πλαστική σακούλα δηλαδή, τότε  δ ε ν   υ π ή ρ χ ε ! ! κι’ ο καθένας που ζαλίζονταν κουβαλούσε και το τενεκεδάκι του, αλλά  κατά τα άλλα έ  ρε τι καλά τα παλιά τα χρόνια. . . εμένα μου λες; Να σου τύχει δίπλα ο μπάρμπας στο ταξίδι και νάχει φάει τίποτα καυτερό τραχανά πρωί πρωί να σου πω τι γίνεται και,  για όποιον τα είδε και τα έζησε αυτά και τα επακόλουθά τους δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ότι όλα μα όλα, συντελούσαν και συμπλήρωναν  την αρνητική εικόνα της ούτως ή άλλως υποβαθμισμένης ζωής της πλειοψηφίας του πληθυσμού, που κανονικά έπρεπε να κάθεται στ’ αυγά του και να μη μετακινείται, τι τα ήθελε τα ταξίδια , έλα όμως που για να βρει γιατρό, να βγάλει τις αμυγδαλές του ή τη σκωληκοειδίτιδα έπρεπε να πάει στην πόλη, ακόμα και για να θεωρήσουμε τα βιβλιάρια πολυτέκνων στη Σαλονίκη πηγαίναμε , σε ένα ερείπιο στην οδό Κατούνη, όλα εκεί λοιπόν , εκεί οι γιατροί, εκεί οι δουλειές, από κει το τρένο για Βέλγιο και Γερμανία, εκεί και οι συγγενείς που απόμειναν αμανάτι μετά τον εμφύλιο, ή μετακόμισαν αργότερα οικογενειακώς επειδή εκεί βρήκαν κάποια δουλειά να γλιτώσουν και από τη φτώχεια και από πολλά άλλα, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και ο νοών νοείτω, το «μοτο» της εποχής, ήταν «τράβα μέσα, να μη σι ξιέρ κανένας. . .» και αυτό το «μέσα» λιγόστεψε τον κόσμο στα χωριά, αλλά λιγόστεψε και τα τεφτέρια στους μπακάληδες και δεν ήταν άλλο, αυτό το «μέσα» από την κοντινή Θεσσαλονίκη. Έφτανε λοιπόν το πρώτο λεωφορείο που ξεκινούσε από την Ιερισσό, έφτανε στην Αρναία με τις περισσότερες θέσεις πιασμένες και πού να χωρέσουν όλοι όσοι το περίμεναν, γκρίνιες, διαμαρτυρίες, και «τι να σας κάνουμι έρχιτι άλλου. .  .»,  στις πρώτες θέσεις πάντα υπήρχαν δυο τρεις καλόγεροι κι’ όταν οι πρώτες καναδυό θέσεις ήταν άδειες ήταν σίγουρο ότι περίμεναν κάποιον επίσημο ή κάποιο πρόσωπο της εξουσίας έστω και της . . .χαμηλής. Φουλ λοιπόν το λεωφορείο με μικρές πινακίδες πάνω από τον οδηγό, «θέσεις καθημένων 36 ορθίων 6 » και παραπέρα στο ίδιο ύψος με κεφαλαία γράμματα «ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ  ΠΤΥΕΙΝ» και για να βάλουν τέτοια πινακίδα στο λεωφορείο ποιος ξέρει πόσες αηδιαστικές καταστάσεις αντιμετώπισαν οι οδηγοί και ιδίως οι εισπράκτορες, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι εκτός των άλλων και με την καθαριότητα του οχήματος. Αλλά και εκείνοι που σκέφτηκαν αυτή την αρχαΐζουσα διατύπωση, τι αρχαΐζουσα δηλαδή που είναι σκέτη αρχαία, με το απαρέμφατο να φιγουράρει ως αντικείμενο του απαγορευτικού ρήματος τι να πεις, άραγε σε ποιους απευθύνονταν οι αρμόδιοι των ΚΤΕΛ, τότε που οι εγγράμματοι ήταν λιγοστοί και οι αρχαιογνώστες ελάχιστοι, μόνο οι καθ’ έκαστον Σάββατον ταξιδεύοντες προς Θεσσαλονίκη καθηγητές φιλόλογοι ασχολούνταν με τα τοιαύτα και τα σχολίαζαν χαμογελώντας με σημασία, αλλά γι’ αυτούς πάντα ήταν κρατημένες οι πρώτες θέσεις  είπαμε. . .και μ’ αυτά και με κείνα τελειώσαμε, αλλά δε θα ξεχάσω κάποτε που ταξίδεψα για τη Θεσσαλονίκη αυτό που είδα στο λεωφορείο, μια θειά που έρχονταν από κάτω, από Ιερισσό μεριά, κρατούσε ένα καλάθι  με ένα ύφασμα ραμμένο γύρω γύρω και δυο τρύπες από τις οποίες εξείχαν τα κεφάλια από δυο κότες ζωντανές και σας παρακαλώ να το πιστέψετε, ήμουν εκεί, επί τόπου, ήμουν  εκεί, ήμουν . . .εορακώς.. . αυτό το τελευταίο καλά το είπα; Ρωτώ γιατί μάς διαβάζουν και φιλόλογοι με. . . . πτυχία, οπότε τι θα λεν. . .  Τώρα θα μου πεις,  . . .όλα πτυχία είναι. . .κι’ εδώ μπαίνει μια απορία, γιατί μόνο οι γιατροί και οι δικηγόροι αλλά και οι τεχνίτες στα μηχανουργεία έχουν κρεμασμένα τα πτυχία τους στα ιατρεία και στα γραφεία τους,  και μόνο όσοι μας μαθαίνουν γράμματα τα κρύβουν; Τι φοβούνται και δεν τα βγάζουν ; Τα δικά τους τα πτυχία, δεν είναι δημόσια έγγραφα; Μήπως φοβούνται να εκθέσουν τους βαθμούς τους και τις επιδόσεις τους; Γιατί να μην υπάρχει μέσα στην τάξη που διδάσκει ο τάδε , γιατί να μην υπάρχει και το πτυχίο του με το  βαθμό του; Με τις μεταπτυχιακές εργασίες και τα σεμινάρια που παρακολούθησε, με τα άρθρα και τις εργασίες που δημοσίευσε; Έστω και χωρίς να είναι . . . κορνιζαρισμένο όπως εκείνο των γιατρών. .  .Τι φοβάται;  Φοβάται τη σύγκριση; Λέμε τώρα  κι’ απέ μ’ τί . . . Τέλος πάντων όμως, στο σύστημα της παιδείας που έχουμε- της παιδείας λέμε και όχι της εκπαίδευσης- όλοι χωράνε σ’ αυτό το σύστημα   και φτάνει ως εδώ,  να ευχηθούμε  καλά  ταξίδια σε όλους, πεζούς και εποχούμενους, πτυχιούχους και άνευ πτυχίου, χαμηλόβαθμους και αριστούχους, που και οι πρώτοι και οι δεύτεροι, σε όλους τους κλάδους και τις ειδικότητες της δημόσιας διοίκησης, δυστυχώς με τον ίδιο ακριβώς μισθό πορεύονται. . . .        
                                                             Βαγγέλης Μαυροδής.



















                                                                                    

Δεν υπάρχουν σχόλια: