Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Ουρά του Λύκου










Αφιερώνεται ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ στους απανταχού γηγενείς Ταξιαρχιώτες, με τις ευχαριστίες μας για τη σκωπτική διάθεση που μετέδωσαν στα χωριά μας εκεί στον κατήφορο γύρω από το Χολομώντα.
Αφιερώνεται και  στους γαμπρούς και στις νυφαριές τους, αφιερώνεται ακόμα και σε όσους αγάπησαν κατά κει και όσο για το πόσοι και ποιοι είναι ο καθένας το ξέρει μόνος του και μη σκαλίζουμε ύστερα από μισό αιώνα, αφιερώνεται  και σε όσους πέρασαν  ή ξαναπέρασαν από τα χώματά μας, με την προτροπή να ξαναπεράσουν, και, πέρα από τα κοψίδια και τα όσα γεύτηκαν αυτοί οι επισκέπτες στο Χολομώντα και στα γύρω χωριά, να σκύψουν και να ψάξουν περισσότερο στις συνήθειές μας και να προσέξουν τη γλώσσα μας.
Να ψάξουν ξένοι αυτοί, για γλωσσικές αξίες τις οποίες δεν καταδέχτηκαν οι  δικοί μας σπουδαγμένοι με τα ντοκτορά. . . . Μακάρι να ψάξουν, και θα βρουν αξίες πρωτόγνωρες οι οποίες  δεν καταδέχονται τη διαφήμιση, ούτε τη χρειάζονται, και. . . 
ά  σιγά σιγά να μπαίνουμε στο θέμα το οποίο θα μπορούσε να εξαντληθεί  μόνο     με  λίγες λέξεις, τόσο λίγες που να το  καταλαβαίνουν  οι περισσότεροι χωρίς να βαρεθούν, χωρίς να κοπιάσουν και χωρίς να παραπονεθούν για την πολυλογία μας.  Όμως δε γράφουμε μόνο για αναγνώστες που ικανοποιούν την περιέργειά τους με περιλήψεις, ούτε για κάποιους άλλους που γελούν με ανάλατα ανέκδοτα. Εδώ απευθυνόμαστε σε αναγνωστικό κοινό με ποικίλες και απρόβλεπτες προτιμήσεις και με μεγάλη  περιέργεια και υπομονή, σε ανθρώπους που γεννήθηκαν, ζουν, ή έζησαν κάποτε στον τόπο μας ως εργαζόμενοι, ως γαμπροί, ή απλώς πέρασαν από τη Χαλκιδική, γνώρισαν τα χωριά και τους ανθρώπους μας με τις συνήθειές τους, άκουσαν τους ιδιωματισμούς μας, και εν πάση περιπτώσει, τα γραπτά μας σκοπό έχουν να σκορπίσουν χαμόγελα και συγχρόνως να προβληματίσουν όσο γίνεται, φέρνοντας στην επιφάνεια θέματα που μπορεί για τους πολλούς με την πρώτη ματιά να μην παρουσιάζουν ενδιαφέρον, αλλά με μια δεύτερη ανάγνωση, ίσως κερδίζουν κάποιους κι’ αυτό μας φτάνει.
 Ανάμεσα στους αναγνώστες δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στους περίεργους και τους ανήσυχους, γιατί αυτοί οι άνθρωποι γνωστοί και άγνωστοι, ο καθένας με τον τρόπο του, συνέβαλλαν στην πρόοδο της κοινωνίας σε όλες  τις βαθμίδες, και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε και τους γκρινιάρηδες, αυτή την σημαδιακή κατηγορία των διπλανών μας που τη γκρίνια τους τη συναντούμε κάθε μέρα σε κάθε βήμα και άντε να πείσεις κάποιον εκ γενετής γκρινιάρη ότι όσα λες ή γράφεις δεν αφορούν αυτόν, αλλά τα γράφεις έτσι γενικά και αόριστα, η γκρίνια είναι χούι και κουσούρι που δε φεύγει με τίποτα κι’ όσο περνούν τα χρόνια ο γκρινιάρης χειροτερεύει και στο τέλος παίρνει μαζί και τη γκρίνια του, ή την αφήνει κληρονομιά σε κάποιον για να βασανίζει κι’ αυτός με τη σειρά του τους γύρω. . . Τέλος πάντων για αλλού ξεκινήσαμε και στο τέλος βλέπω το γραπτό να μην τελειώνει εύκολα, θα το προσπαθήσουμε όμως κι’ όποιος βαρέθηκε από τώρα ας διαβάσει ή ας ασχοληθεί με κάτι άλλο, υπάρχουν τόσα και τόσα να κάνει ο άνθρωπος όταν έχει ελεύθερο χρόνο, χρόνο καταδικό του και θα πρέπει να το καταλάβατε τόσον καιρό, μιλούμε με αναγνώστες υπομονετικούς με περιέργεια και έφεση για μάθηση, με ανθρώπους που αφορμή γυρεύουν να γελάσουν, ή έστω να χαμογελάσουν, με ανθρώπους οι οποίοι και την κριτική τους ακόμα την κάνουν καλόπιστα και χαμογελαστά για να ξέρει ο απέναντι με την πρώτη ματιά τα αισθήματά τους και όχι να προσπαθεί να μαντέψει τι κρύβει ένα αγέλαστο πρόσωπο. Κι’ όσο για τα αιωνίως αγέλαστα πρόσωπα του τόπου μας επωνύμων και ανωνύμων, θα ασχοληθούμε μια άλλη φορά, πραγματικά αξίζει τον κόπο, τέρμα όμως η  .. . .γκρίνια και μπαίνουμε στο θέμα μας που αναφέρεται στην ουρά του Λύκου, όχι την ουρά σκέτη και ξεκομμένη από το κυρίως σώμα του Λύκου όπως είναι η νουρά της αλεπούς που τη βλέπουμε στους γιακάδες των κυριών, εδώ θα πούμε για την ουρά του λύκου ως αναπόσπαστο τμήμα του σώματός του και θα πούμε την ιστορία με δυο τρόπους. θα την πούμε περιληπτικά  και σε γλώσσα καθομιλουμένη για να την καταλάβουν όλοι και στη συνέχεια θα την βάλουμε στα χείλη ενός ντόπιου, να την αφηγηθεί με περισσότερες  λεπτομέρειες  σε ιδιωματική γλώσσα, όσο μπορέσουμε φυσικά και οι υποδείξεις για τα γλωσσικά λάθη μας καλοδεχούμενες.
Φθινόπωρο λοιπόν και στο χωριό Ταξιάρχης –παλιότερα το έλεγαν και Λόκοβη και τους κατοίκους Λουκοβίτες- εκεί στη νοτιοανατολική πλαγιά του Χολομώντα,  κάθε χρόνο, γεμίζει  το βουνό με μανιτάρια, κόκκινα, κοκκινωπά, άσπρα και διάφορα άλλα που αν δεν τα γνωρίζει κάποιος καλύτερα να μην τα μαζέψει και να μην τα δοκιμάσει γιατί το πρώτο λάθος είναι και το τελευταίο και δε διορθώνεται  κι’ αν κατά τύχη ο λαίμαργος είναι και συνταξιούχος, και συνήθως αυτοί ασχολούνται με κάτι τέτοια, δουλειά δεν έχουν. . . σκαλίζουν διάφορα, τότε με το τελευταίο γεύμα, την παθαίνουν . .  .διπλά, γιατί χάνουν και τη . . σύνταξη. . . Όλοι  στη Λόκοβη  γνωρίζοντας καλά ποια τρώγονται, πηγαίνουν  και μαζεύουν, τα τρώνε μαγειρεμένα και ψητά, κάποτε όπως κάναμε κι’ εμείς σε όλα τα χωριά γύρω, τα ξέραιναν  και για το χειμώνα, για να έχουν να βάζουν στις πίτες, στον τραχανά και σε άλλα φαγητά.
Έτσι κάποια μέρα στον καιρό της  . . συγκομιδής, δυο κάτοικοι του Ταξιάρχη γείτονες και συγγενείς-μπατζιανάκηδες ήταν, πήραν τα γαϊδουράκια τους  και πήγαν στο Χολομώντα να μαζέψουν μανιτάρια. Κα τα υπομονετικά αυτά ζώα τα λέμε έτσι «γαϊδουράκια» για να μην παρεξηγηθεί κάποια λεπτεπίλεπτη κυρία που θα μας διαβάσει, γιατί άλλο να πεις γαϊδουράκι κι’ άλλο να γράψεις σκέτο γαϊδούρι, για μερικούς ακούγεται κάπως βάρβαρο, κι’ εδώ κλείνει η παρένθεση, αν και μερικές παρενθέσεις δεν κλείνουν ποτέ, άλλη φορά θα πούμε και γι’ αυτό, υπομονή, τα λέμε όμως «γαϊδουράκια» έτσι με το υποκοριστικό τους και για έναν άλλο λόγο, γιατί όλα τα γαϊδούρια στα χωριά μας γύρω από το Χολομώντα       πάντα ήταν μικρόσωμα, αφού το κριθάρι ούτε το μύρισαν ποτέ και τρέφονταν με το τίποτα, με «κότσαλα» δηλαδή με ότι περίσσευε  από τα άλλα ζώα που υπήρχαν σε κάθε σπίτι κι’ εδώ πραγματικά κλείνει η παρένθεση, χωρίς να υποσχόμαστε ότι παρακάτω δε θα . . .ξανανοίξει για κάτι άλλο. . .
  Έδεσαν λοιπόν τα γαϊδούρια και άρχισαν να μαζεύουν,  αλλά χωρίς να το καταλάβουν απομακρύνθηκαν αρκετά. Ξαφνικά ανάμεσά τους φάνηκε ένας λύκος, και αυτοί χωρίς να χάσουν την ψυχραιμία τους άρχισαν να φωνάζουν και τον κυνήγησαν φοβούμενοι μην πάει προς τα ζώα τους και κάνει ζημιά.
Φοβήθηκε ο λύκος και χώθηκε σε μια τρύπα που υπήρχε εκεί δίπλα σε κάποια έξαρση του εδάφους, σ’ έναν «όχτο» αλλά από το φόβο του δεν υπολόγισε καλά, η τρύπα που είχε είσοδο και έξοδο δεν τον χωρούσε να βγει και να φύγει από την άλλη μεριά και  άρχισε να σκάβει με τα πόδια. Ο ένας ο πιο ψύχραιμος, έπιασε την ουρά του λύκου που εξείχε και τον τραβούσε με το ένα χέρι προς τα έξω, ενώ με το άλλο κρατούσε το τσεκούρι έτοιμος να τον χτυπήσει. Ο άλλος Λουκοβίτης  πήγε από την άλλη μεριά της τρύπας και έσκυψε να δει, και βάζοντας το κεφάλι του μέσα, ήρθε φάτσα με το λύκο ο οποίος αγωνίζονταν να σκάψει και να βγει, αλλά με το σκάψιμο έβγαζε από πίσω σκόνη, κουρνιαχτό όπως το λέμε στον τόπο μας. Σηκώθηκε από κει που κοίταζε, είδε τη σκόνη που έβγαινε και ρώτησε τον άλλο, εκείνον που κρατούσε το λύκο απ’ την ουρά, τον ρώτησε από πού βγαίνει αυτή η σκόνη; και στην ομιλουμένη γλώσσα του χωριού « τι κουρνιαχτίζει έτσι;» Κι’ εκείνος αγαναχτισμένος απάντησε,
« Άμα κοπεί η ουρά του λύκου τότε θα σου πω τι κουρνιαχτίζει», δηλαδή ευτυχώς που τον κρατώ απ’ την ουρά και δεν προχωρεί να βγει από την άλλη μεριά της τρύπας, οπότε καημένε, άμα κοπεί η ουρά του και ξεφύγει, θα έρθει καταπάνω σου και θα σε δαγκώσει. Με τα πολλά ο λύκος κουράστηκε και  στο τέλος κατάφεραν και τον σκότωσαν, πήραν το δέρμα και το περιέφεραν στα χωριά για να πάρουν από τους κτηνοτρόφους την αμοιβή τους που τους απάλλαξαν από το θηρίο γλιτώνοντας τα κοπάδια τους.
Έτσι έχει η ιστορία εν συντομία, κι’ άμα την πεις  με τον τρόπο αυτόν δεν αξίζει, τη ρεζίλεψες, τη χάλασες και πάει, είναι για πέταμα. . . Η ιστορία όμως αυτή  δε συνέβη σε πόλη ούτε τη σοφίλιασαν χαρτογιακάδες άνθρωποι των γραμμάτων, γιατί είναι απίθανο κάποιος απ’ αυτούς να είδε λύκο ζωντανό στο βουνό, άλλά ούτε και κανένας τους πήγε για μανιτάρια στο εθνικό βουνό της Χαλκιδικής, το Χολομώντα, μα και να πήγε- λέμε τώρα κι’ απέ μ’ τι. . .-, το πολύ να βγήκε απ’ την άσφαλτο καμιά δεκαριά μέτρα και αυτό να ήταν όλο και νάχει να το λέει.  . .στους ομοίους του.  
Επομένως, η ιστορία βγήκε από τους ίδιους τους κατοίκους του Ταξιάρχη, οι οποίοι μπορεί να την άκουσαν από τους πρωταγωνιστές, και ίσως να μη συνέβη ακριβώς όπως μεταφέρθηκε προφορικά και διασώθηκε, και το πιο πιθανό είναι στο βασικό μύθο οι Ταξιαρχιώτες –Λουκοβίτες θα τους πούμε από δω και πέρα-, να μπόλιασαν κατά καιρούς τις σπαρταριστές λεπτομέρειες που θα ακολουθήσουν παρακάτω στην αφήγηση, γιατί σε μερικά χωριά είναι μοναδική η ευστροφία των κατοίκων και  η σκωπτική τους διάθεση κληρονομική και ανεξάντλητη, αλλά οι Λουκοβίτες πάνω σε παρόμοια θέματα κυριολεκτικά «δεν παίζονται», έχουν παράδοση «στου πιργιέλιου» από πολύ παλιά. Και βέβαια το χωριό έβγαλε κατά καιρούς πολλούς και ικανούς τεχνίτες του σκωπτικού λόγου και όπως είναι εξακριβωμένο με αδιάσειστα . . ιστορικά στοιχεία, ο αείμνηστος και ονομαστός ο Γιάνν΄ς ο Απεικασάνος ο οποίος δημιούργησε σχολή στα μασάλια και άφησε εποχή, εκεί γεννήθηκε και μετέδωσε προφορικά τη γνώση και τη σοφία του στους συγχωριανούς και στη γύρω περιοχή κι’ έτσι πάλι προφορικά έφτασε και στους κατοπινούς και σε όλους εμάς αυτή η διάθεση, για νάχουμε να λέμε ζουμερές ιστορίες, ιστορίες που να πιάνουν τόπο και το σπουδαιότερο, να τις λέμε αυτές τις ιστορίες και τα μασάλια, όχι όποτε και όπου νάναι, αλλά μόνο όταν πρέπει και μάλιστα σ’ αυτούς που τις καταλαβαίνουν. . . 
Πάμε λοιπόν να κάτσουμε στην πλατεία του χωριού, η ώρα εκεί κοντά στο μεσημέρι κι’ ο Σεπτέμβρης στη μέση  και στο  καφενείο έξω, κάτω απ’ τον ήσκιο τρεις παππούδες  με μια πορτοκαλάδα κι’ έναν καφέ, κι’ ο Στέργιος ο καφετζής  αξούριστος και βαριεστημένος με την ποδιά κάθεται καβάλα στην καρέκλα μισή μέσα μισή έξω, να βλέπει παντού, σήκωσε ο παππούς ο Χριστόδουλος το κεφάλι ψηλά, είδε το σύννεφο που στάθηκε πάνω στην κορφή του Χολομώντα και έκρυψε τον ήλιο, και,
«Σα να του πααίν’ για βρουχή. Απ’ του προυΐ μη πουνούν τα πουδάρια μ’.. . .»
 Χαμογέλασαν οι άλλοι δυο τον κοίταξαν και είπε ο παππούς ο Περιστεριανός.
«Σι πουνούν κι. . . τα θκά σ’ τα πουδάρια θα γλιέπουμι ή να παρακαλούμι να βρέξ’ να φυτρώσ’ν τα μαν’τάρια να προυκάνουμι να φάμι κι φέτου. . .»
Πήρε το λόγο ο καφετζής και ρώτησε τον τρίτο της παρέας,
« Τι λιές ισύ παππού Γιώρ, ισύ που ξιέρς. . ., θάχουμι μαν’τάρια φέτου; Λιές να βρέξ’;»
«Τι να σας πω ρε πιδγιά . . . . μι του γκιρό καμιάφουρα δε ξιέρς τι γιένιτι, άμα δε βρέξ’ όμους δύσκουλα να βγουν κι μι τέτοια ξιέρα φέτου . ., δε ξιέρου τι να πω. . .σήμιρα όμους κούτι τι σας λιέου, απουκλείιτι να βρέξ’, του σύννιφου είνι ψλά.  . .δεν τού πααίν’ για βρουχή. . . ένα καλουκαίρ’ έχ’ να βρέξ . . .»   
Ξαναγύρισε η ανία στην παρέα των παππούδων, ο Στέργιος ο καφετζής μπρουμούτισε στη ράχη της καρέκλας σκεπτόμενος, σου λέει έτσι κι’ αλλιώς   είδαμε και σήμερα χαΐρι, τέσσιρις καφέδις δυο ρακιά κι μια πουρτουκαλάδα, τιλείουσι και η φιάλ’, δε βαριέσι άφκητιν για αύριου, έχου να ξιβιργώσου κι του μπαχτσιέ, οι σκέψεις μαυριδερές κι’ οι παππούδις δε λιεν να σκουθούν . . . ακούστηκε αυτοκίνητο να έρχεται από πάνω, φάνηκε το παλιό αγροτικό και σταμάτησε μπροστά στο καφενείο. Βγήκαν τρεις παιδαράδες απ’ το χωριό, γνωστοί, σήκωσε το κεφάλι ο καφετζής, ας είναι και τέτοια ώρα μεσημέρι, μπορεί κάτι να βγει, χαιρέτησαν τους παππούδες με τα ονόματα, ο ένας πλησίασε και χτύπησε με σεβασμό στον ώμο τον παππού το Γιώρ’  κάτι τον ρώτησε, απάντησε ο παππούς,
«Ά.  . .Πήρι τηλέφουνου ιχτέ, απ’ τουν ατλαντικό λιέει απ’ του καράβ’, πααίν’ να ξιφουρτώσ’ ν σ’ Χιλή λιέει,  ποιος ξιέρ’ κατασιαπού είνι αυτά τα μέργια, καλά είνι. ..χιριτίματα σι όλνοι είπι. . .»
Έκατσαν τα παιδιά στο διπλανό τραπέζι, πήρε παραγγελία ο Στέργιος πενηνταράκι με μεζέ, είπε ο παππούς ο Χριστόδουλος τον ψηλό της παρέας εγγονό του αδερφού του,
«Μ’ καλά ρε Θανάσ’ πού χώρισιέτι ικεί  μέσα σι τόσου μκρό αμάξ’;» Ζεστάθηκε η ατμόσφαιρα, όλοι γνωστοί, ο Θανάσης  ρώτησε προς τη μεριά τους
«Τι να σας κιράσουμι παππού; παππού Γιώρ τι θα πάρτι;»
Δε θέλουμι τίπουτα πιδί μ’, πχίτι ισείς, ιγώ παίρνου κι’ ικείνα τα χαπούδια για τ’ bίϊσ’, κι’ αν δεν ήπχιαμι ρακιά μια ζουή, αμά τώρα γλιέπ’ς.  . .  .άφκιτου καλύτιρα, δε ξιέρου πάλι άμα θέλ’ η παρέα ας πάρ’ν. . .
Έφερε το πενηνταράκι ο Στέργιος ο καφετζής ρώτησε τους γέρους  τι θα πάρτι κιρνούν τα πιδγιά, είπαν οι δυο άdι  φέρι μας κι μας απόνα ρακούδ’ κι δε βαριέσι, κοντά κοντά  τα τραπέζια, γύρισαν οι νέοι τις καρέκλες προς τους μπαρμπάδες έγιναν μια παρέα, χάρηκαν οι γέροι ήρθαν και τα δυο ρακιά, ζέστανε η ατμόσφαιρα άρχισαν να λένε οι νέοι πως φάνηκαν λύκοι στην Πλανά κι’ έπνιξαν καμπόσα γίδια, το είπαν λέει στην τηλεόραση, οι λύκοι φοβήθηκαν λέει τον πόλεμο στη Σερβία κι’ έφυγαν ήρθαν προς τα εδώ, σώπα ρε κι συ τόσου μακριά,  μ’ τι ρε σάματι διαβατήριου θέλ’ν  ή εισιτήριου πληρών’; Άμα πέρασαν του Μπέλις τιλείουσι, έφτασαν στι μας. . . . Δίπλα άκουγε ο παππούς ο Γιώρς και είπε δυνατά,
«Χρόνια είχαμι νακούσουμι για λύκουν κι μι φαίνιτι θα δγιούμι κι’ όλας όπους πααίν τα πράγματα,  φάν’καν κ’ αλλού θαρρείς είπαν κατά σιαπέρα ζ’ Γκαρατζιόβα, γιόμουσ’  η τόπους λιέει, παλιά είχι κ’ ιδώ  πουλνοί. . . . ήταν η τόπου τ’ς  ιδώ που πάν στου Χουλουμόdα. . . .κι’ αν δε χάλασαν πρόβατα κι γίδια, ουλόκληρα κουπάδια γύρζαν, ήταν φόβους κι για του γκόζμου, ύστιρα μιτά τουν ιμφύλιου  ιξαφανίσκαν τ’ς  κυνήγσαν κι, φαίνταν που κι που κανές λύκους  πιρασκός δε bρουλάβινι να κάν’ ζημία, τουν σκότουναν, μια φουρά μκρός ήμαν, θμούμι πούλιγαν, πουλύ παλιά  δυο θκοί μας σκότουσαν έναν λύκου μι τα τσ’κουρούδια  κι τουν γύρζαν στα χουριά, πέρασαν χρόνια πουλλά  απού τότι. . .
Έκαναν νόημα τα παιδιά στον καφετζή για δεύτερο πενηνταράκι, που τόφερε στα γρήγορα και κάθισε μαζί τους κι’ ο ένας από τους νεαρούς παρακάλεσε γυρνώντας προς τον μπάρμπα Γιώρ’,
«Πε μας  μωρέ παππού Γιώρ, τι θμάσι τι γίνκη τότι, πχνοί ήταν που σκότουσαν  του λύκου, ακούμι αλλά δε da ξιέρουμι καλά, πε μας μια που τόφιρ’ η κουβέντα. . . .ισύ είσι η παλιότιρους,. . . κάτ’ θα άκουσις δε bουρεί. . .» 
Βολεύτηκε ο μπάρμπα Γιώρς,κι,
« Σάματι τα θμούμι θαρρείς όλα κι γω, μ’κρος ήμαν κι τ’ άκουγα π’ τάλιγαν,  ήταν δγιο bατζιανάκδις, η Γλιγόρ’ς τσ’ Διαλιχτής κι’ η Τραdάφλους τσ’ Ιρμιόν’ς  κι πήγαν ιδώια σιαπάν  στου μκρό του Χουλουμουdούδ’, πήραν κι τα γαδούρια κι πήγαν για μαν’τάρια είχι πουλλά ικείν’ τ’ χρουνιά, πήραν τα τσιουβαλούδια κι’ απόνα τσκουρούδ’ κι τράβξαν τουν ανήφουρου ώσπου  έπισαν μεσ’ στου μανταρότουπου κι’ αρχίνσαν να μαζών’ χουρός φυτρουμένα τα μαν’τάρια, είχι ένα σουρό τι αυγουμλάκια τι  Γκουργκλιάνις απ’ όλα, μα  μαζώντας  ξιαλάργιψαν καbόσου κι’ ικεί που μάζουναν πιτάχκι bρουστά τ’ς   ένας λύκους.
Απαράτσαν τα τσιουβάλια μι τα μαν’τάρια κι’ αρχένιψαν να φουνάζ’ν ένας απού δω κι’ η γιάλλους απού κει, τουν είχαν σ’ μέσ’  του λύκου, φουβήθκαν να μη bάει κατά τα γαδούρια, ού μπρε η ένας  ούουου η γιάλλους, φουβήθκι κι’ η λύκους, τάχασι, θάταν κι νησ’κός κι χώθκι σι μια τρύπα σι’ έναν όχτου, ως φαίνιτι τ’ν ήξιρι d’ dρύπα η λύκους, έβγινι απ’ τ’ν άλλ’  τ’  μιριά μα δε dουν καλοχουρούσι να βγει κι σφηνώθκι μι’ τ’ νουρά απόξου.
Ψύχριμους η  Γλιγόρ’ς πλαλάει  κι πχιάν του λύκου απ’ τ’ νουρά κι τραβούσι μι του ένα του χέρ’ κατασιαόξου  κι μι τ’ άλλου είχι του τσκουρούδ’ έτοιμους  να τουν γκουπανήσ’ άμα έκαμνι να βγει κουτσουπίσ’, είδι η Τραdάφλους τι γιένιτι κι πήγι απ’ τ’ν άλλ’ τ’ μιριά  τ’ς  τρύπας κι’ σκύβ’ να δγει τι γιένιτι μέσα, κι’ ήρτι φάτσα μι του λύκου, μύρσι τα χνώτα τ’, φουβήθκι κι’ έβγαλι του κιφάλι τ’ κι’ είδι κατά του Γλιγόρ’ αλλά απού κει που τουν είχι τσακουσμένουν απ’ τ’ν νουρά του λύκου η Γλιγόρ’ς, έβγινι κουρνιαχτός, η λύκους έσκαβι μι τα πουδάρια για να τουν χουρέσ’ η τρύπα κι να βγει απού bρουστά, τουν είδι κι’ η Γλιγόρ’ς φουβήθκι, σι λιέει τι κάν’ η χλιάρας κι χών’ του κιφάλι τ’  μέσα, ρώτσι η Τραdάφλους, του Γλιγόρ’  τι ρε κουρνιαχτίζ’ έτσ’; Κι’ η Γλιγόρ’ς  μπαϊλτζμένους απ’ του τράβγμα τουν είπι,
«Τι κουρνιαχτίζ’; Σα γκουπεί η νουρά π’ του λύκου θα σι πω τι κουρνιαχτίζ’. . .  βγε που κει ρε χλιάρα θα σι φάει. . .» 
Μι τα πολλά  τουν γκατάφιραν του λύκου κι τουν σκότουσαν, τουν φόρτουσαν στου ένα του γαδούρ’ πήραν κι τα μαν’τάρια κι στου χουριό τουν έγδαραν κι  αλάτσαν του τουμάρ’, του γιόμουσαν καλαμbουκόφλα κι τόραψαν πέρασαν κι’ ένα ξύλου μέσα για να στέκιτι κι τ’ν άλλ’ τ’ μέρα χαραΐ κίνσαν για τα χουριά σιακάτ’, πήγαν στα Βραστά, στου Μιταγκίτσ’, κατέφκαν στου Γουμάτ’, τ’ς έδουναν οι τσιλιγκάδις τίπουτα, γινήματα να, τέτοια, κιρνούσαν κι κανε ρακί, κι του βράδ’ κμούdαν πουθινά σι καμιά καλύβα όξου απ’ τα χουργιά, ποιος να τ’ς βάλ’ μέσα, μυρίζdαν τα σκλιά του λυκουτόμαρου κι μαζώνταν κι τ’ς γαυγουκουπούσαν όλ’ τ’ νύχτα γύρσαν όλα τα χουργιά σιακάτ’ έφτασαν στη Σκιά ικεί είχι πουλλά κουπάδια έκατσαν μέρις, σιαπάν στου Ντραγκντέλ’ τ’ς γιουρούτσαν ένα κουπάδ’ σκλιά κι δάγκασαν τα γαδούρια θα τ'ς έτρουγαν λιέει, ανιέφκαν σι’ ένα δέdρου κι τ'ς γλίτουσαν οι τσιουbανιοί, τ’ς  έβριξι κι καναδυό φουρές στου δρόμου  γύρσαν στουν Αι Νικόλα κι’ ικεί γίνκη του κακό, θέλ’ς δεν του είχαν αλατίσ’ καλά του τουμάρ, θέλ’ς ξιπλήθκι του άλλας απ΄τ’ς  βρουχιές, βρώμσι κι μι του που  μπήκαν στου χουργιό τ’ς  πήραν απού καταπόδ’ τα σκλιά  κι’ απόπ’ πιρνούσαν  τ’ς  ούργιαζαν ά σιαπέρα που δω καταβρώμσιτι του χουργιό, ά τραβάτι που δω, σκλήκιασι του τουμάρ’ ουγράτσαν, τ’ς φώναξι κι΄η αστυνόμους, φουβήθκαν   κι του πέταξαν απ’ όξου π’ του χουργιό σι’ έναν λάκκου  κι γύρσαν σιαπάν’, ήφιραν καμπόσου γέν’μα ξιψούμσαν κι’ όλας τόσις μέρις, πέρασαν καλά, αυτάνα  γίνκαν τότι, σας είπα, μαθεύκαν αυτάνα οι ίδγ’ δε dάλιγαν, μα τάπαν οι γνιέκις, τ’ς ξιέφυγαν στα σόϊα τ’ς κι σιγά σιγά μαθεύκαν κι παραόξου κι’ απόμνι μύθους στου χουριό να του λιέν’, αυτάνα π’ σας λιέου γίνκαν, αμά τα παράφκιανι κι’ η κόσμους  τόμαθαν κι’ αλλού ακούσκι παdού, του ξιέρν’ όλνοι, στα χουριά έχ’ν να του λιέν  τ’ς θμούdαν η κόσμους κι  τσιδυό όλου μαζί λιέει πάειναν, η Γιουρουγλιγόρ’ς ήταν λιέει ένας ψ’λός θηρίους, η μπατζιανάκης τ’ ήταν λίγους, μα ταίριαζαν. . . γλιεπ’ς  άμα είνι τιριασμένις οι γνιέκις. . . όλα τα χρόνια που θμούμιστι κι’ αν δεν έμασαν η κόσμους μαν’τάρια στου Χουλουμόdα. . . μι του δίκιου τ’ς τούπαν τ'ς χρονιάς του μαγείριμα, γλιέπ’ς τι να φάει η κόσμους, πατάτις, φασλούδια ό,τ’ κακουγιένταν στου χουριό κι καρτιρούσαμι να σφάξουμι τα γρούνια να φάμι κρέας κι πού κι πού καμιά αρνίθα που δε γιννούσι, έβαζάμι κλώσσις απού δυο κι τρεις του κάθι σπίτ’ τα μ’σά τα πλια ώσπου να τρανιέψ’ν τάτρουγαν οι αλπές, άφκι τα γιράκια που κατέβιναν μεσ’ τ’ς αυλιές κι τάρπαζαν, όλνοι απ’ του φτουχό έτρουγαν, ιδώ γκιζιρούσαν στα β’να όλα τα ζλάπια, λύκ’, αλπές, γιράκια, τι να κάν’ τ’ ς  πόλεις, τι να φαν, αμ τα αγρέγρουνα άλλους καμός, ξινιέχουναν τ'ς πατάτις σιαπάν κι’ έφραζάμι μι παλούκια τα χουράφια να μη bιρνάει τίπουτα, σκέτ’ τυράννια  μα τι να κάν’ς όλνοι είχαμι απού μια χώρα πιδιά, πού βρε τα ξιέρ’ αυτά η κόσμους  σήμιρα; .   . . .»
«Μπράβου μουρέ παππού Γιώρ, κι  πώς μουρέ τα θμάσι  όλα;»
«Μ’ άμα τα ζή’εις τα θμάσι πιδί μ’ , θμήθκα τώρα κι τ’ άλλου, τ’ς  ψείρις, άλλου βάσανου κι κείνου, πιστέψτι μι πιδιά, είδα σ’ν ικκλισιά σι γάμουν, κι πού ξανακούσκι, είδα να ξιέτι η νύφ’. . . ύστιρα αργότιρα βγήκαν οι σκόνεις  καθάρσι η κόσμους κι’ απ’ τ'ς ψείρις κι απ’ τ'ς κουργοί, τι να πεις. . .Πού φάρμακα κι τέτοια τότι, όλου μι τα ιλιάτσια πιρνούσαμι, τώρα έχουμι μια τσιέπ’ χαπούδια, νάταϊα ιδώια τάχου, τι κόκκινα τι πράσνα, κίτιρνα απ’ όλα, αμά μι τα χαπούδια μό στου ίσιουμα πααίν’ς, ανήφουρουν δε βγάϊζ’ . .
Έϊ . .   .  έι. . .  ψχαλίζ’. . . καλά είδαμι του σύννιφου ζ’ γκουρφή, άειdι να πααίνουμι, δε σ’ είπα ρε Στέργιου  έρχιτι  βρουχή;»   Γέλασε ο Στέργιος ο καφετζής, τι να πει, είδε με νόημα τους άλλους και μαζεύοντας τα ποτήρια γύρισε προς τον παππού, . . «Όπους του είπις γίνκη μπάρμπα Γιώρ’, φάν’κι. . . απ’ τ’ν αρχή ήσαν. . . σίγουρους. . .θα φάμι κι φέτου  αυγουμλάκια κι γκουργκλιάνις. .                                                                                             
Βαγγέλης Μαυροδής  εκ Νεοχωρίου καταγόμενος




Δεν υπάρχουν σχόλια: