Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Θυσία

Λοιπόοοοοοον. . . μια φορά κι’ έναν καιρό στα παλιά τα χρόνια, δηλαδή όχι και πάρα πολύ παλιά, να, εκεί στη δεκαετία του ’50,     στο χωριό μας το Νεοχώρι Χαλκιδικής και στα γύρω χωριά, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα συνέβαιναν πράγματα και θαύματα τα οποία καρφώθηκαν στη μνήμη και δε λεν να φύγουν.

Τότε λοιπόν, σ’ εκείνες τις (ωραίες;) εποχές,  αν όχι όλες, όμως οι περισσότερες οικογένειες έτρεφαν γουρούνι στο σπίτι, που τόσφαζαν πριν από τις γιορτές σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα και εξασφάλιζαν έτσι το κρέας και το λίπος.
Φτωχός ο περισσότερος κόσμος, η ανάγκη τον έκανε να καθιερώσει αυτήν την πρακτική διαδικασία, και με τα ελάχιστα   αποφάγια, ζουμιά, κάστανα και βελανίδια, ακόμα και «φασλότσακνα» και προς το τέλος λίγο καλαμπόκι, αυτός ο κόσμος περίμενε τις γιορτές να χορτάσει κρέας, να «λιγδώσει» τ’ άντερό του. Από τότε, αυτές οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, έρχονται ζωντανές και μας παρηγορούν, μας βεβαιώνουν ότι εκείνος ο μακαρίτης ο Αλτσχάιμερ, ακόμα δε μας προτίμησε . . .. Στο μέλλον δεν ξέρουμε τι θα γίνει, αλλά προς το παρόν, μάλλον στεκόμαστε καλά, σε πείσμα όσων γράφτηκαν στα ΚΑΠΗ. . . και κάθε τόσο λεν. . . «έεεε ιμείς τώρα. . . για τέτοια δεν ίμιστι. . .», ο καθένας διαλέγει τον τρόπο που ζει και πάμε παρακάτω, για να μη γκρινιάζουν οι μερικοί, (και μακάρι νάναι λίγοι), μακάρι νάναι λιγοστοί όσοι παραπονιούνται ότι μακροσκοινίζουμε τις αφηγήσεις, αλλά τι να κάνουμε, χρόνο έχουμε όμως και  όσοι ανοίγουν τον υπολογιστή και περνούν την ώρα τους, κι’ αυτοί χρόνο έχουν για ξόδεμα, γιατί φαίνεται δεν έχουν να κάνουν κάτι άλλο και περνούν την ώρα τους χαζεύοντας στην οθόνη, μεταξύ αστείων και σοβαρών.
Μια που υπάρχουν όμως  τα αστεία γιατί να καταπιαστούν με τα σοβαρά, σοβαρά του τύπου των σχολίων ότι κάποιος λέει άπλωσε τα ελαιόπανά του να στεγνώσουν στο πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής τού Πολυγύρου και χάλασε την εικόνα, ποια εικόνα δηλαδή, αλλά ευτυχώς που άπλωσε μόνο «ελαιόπανα» παλιά στα μπαλκόνια άπλωναν και άλλα . . . πανα από ντροπή σκεπασμένα αυτά  με κάποιο ρούχο παράταιρο, και πάλι ξεφύγαμε, αλλά το είπαμε πολλές φορές το χούι δεν κόβεται. . . 
 Η ιστορία σήμερα θα «τραβήξει» κάπως, θα κρατήσει λίγο παραπάνω, όμως αργίες έρχονται, οι μέρες μικρές αλλά οι νύχτες μεγαλύτερες, όσοι θα θελήσουν να ξεκινήσουν την ανάγνωση, ας κάνουν υπομονή, άλλωστε τίποτα δεν εμποδίζει τους ανυπόμονους να τα παρατήσουν και με ένα «κλικ» να προτιμήσουν κάτι άλλο. . .
Η ίδια ιστορία πριν από ένα χρόνο δημοσιεύτηκε ως ένθετο στην εφημερίδα που κυκλοφορούσε τότε έντυπη, στη «Γνώμη της Χαλκιδικής». Μετά η αξιόλογη αυτή εφημερίδα, έπαψε να κυκλοφορεί και τη συναντά κανείς με τη σημερινή της ηλεκτρονική μορφή αναρτημένη στο διαδίκτυο, με τον προηγούμενο τίτλο της.
Την ξαναστέλνω λοιπόν εκεί, στα Μουδανιά, και αν θέλουν μαζί με τις ευχές μας ας την αναρτήσουν και στην ηλεκτρονική τους έκδοση, για να περιληφθεί στη σελίδα που μας έχουν αφιερώσει, «αρθρογραφία, αστεία και σοβαρά».  Η ιστορία αναρτήθηκε και σε κάποια άλλη ιστοσελίδα, αλλά «αποκαθηλώθηκε» γρήγορα για λόγους που μόνο ο «ιστολελιδάρχης» γνωρίζει.
 Αρχή της ιστορίας λοιπόν και άσκηση της μνήμης και. . ..
Κάθε χρόνο κάπου εκεί, προς το τέλος  του Φλεβάρη  αρχές Μάρτη,  κατέφτανε στο χωριό μας  η θειά Άννα, δεν ξέρω να πω επώνυμο, αλλά το σπίτι της στο Παλαιοχώρι εκεί στην αρχή του χωριού πάνω στο δρόμο, δεξιά μπαίνοντας από το χωριό μας, έρχονταν λοιπόν με δυο κάσσες φορτωμένες  στο γαϊδούρι και μέσα το εμπόρευμα,  το οποίο ήταν  χύμα μικρά γουρουνάκια ( γκουρτζιλούδια τα λέγαμε στη ιδιωματική μας γλώσσα), όλα αρσενικά βέβαια γιατί τα θηλυκά συνήθως προορίζονταν για αναπαραγωγή, τα έφερνε και τα γυρνούσε φορτωμένα να τα πουλήσει. Τα μικρά γουρουνάκια ήταν σαν παστωμένα μέσα στα κασόνια και ξεχώριζαν μόνο τα κεφάλια τους στραμμένα προς τα πάνω, όλα ίδια  με τη στρογγυλή ροζ μύτη.   Όπως ήταν στριμωγμένα γκρίνιαζαν συνέχεια και από τις  κάσες  έσταζαν τα κατουρλιά, που δεν εμπόδιζαν τις θειές οι οποίες πλησίαζαν και κοίταζαν μέσα στις κάσες, να δουν και να διαλέξουν ένα γουρουνάκι να το θρέψουν για τα Χριστούγεννα, συμφωνούσαν την τιμή που ήταν ίδια για όλα μια και δεν πουλιόταν με το κιλό αλλά με το κομμάτι, το έπαιρνε αγκαλιά η θειά και το «βόριαζε»( 1 )  στο κμάσ’ που υπήρχε στο κάθε σπίτι, εδώ να θυμηθούμε τους βυζαντινούς και να το πούμε  «κουμάσιον»  ίσως και  το εξευγενίσουμε λίγο, αλλά το κμάσ’ όσο και να θέλεις να το ευπρεπίσεις γλωσσικά, η μυρωδιά του παραμένει ανυπόφορη, γι’ αυτό το είχαν αλάργα από το σπίτι εκεί σε μια άκρη της αυλής και πάλι όμως πολλές φορές ο αέρας έφερνε τη βρώμα, τι να κάναμε όμως δε γινόταν κι’ αλλιώς, αφού σε όλο το χωριό όσοι έτρεφαν γουρούνι στο σπίτι, είχαν αυτό το . . . μικρό πρόβλημα και ζούσαν  μ’ αυτή την. . .οικολογική βρώμα,  περιμένοντας  το χειμώνα, να το σφάξουν και να καθαρίσει ο τόπος, μέχρι να μπει το καινούργιο γουρούνι στο κμάσ’ και άντε πάλι από την αρχή. .  . . 
Τώρα βέβαια  αν οι γειτόνοι μπορούσαν να συνεννοηθούν, έφκιαναν τα κμάσια  στην αυλή τους κάπου που να μην ενοχλούνται από τις μυρωδιές, ή τουλάχιστον να ενοχλούνται όσο γίνεται λιγότερο, έλα όμως που δεν ήταν ο κανόνας αυτό, με όλα τα επακόλουθα  και, να οι φασαρίες  και οι συνεχείς καυγάδες, μέχρι που  σταμάτησαν όλοι να εκτρέφουν γουρούνι στο σπίτι και ησύχασαν, έμειναν όμως ακόμα τα κμάσια σε μερικά σπίτια στα χωριά,  παράταιρες κατασκευές  εκεί στις αυλές σε απόμερο μέρος, έμειναν γιατί κανένας δεν αποφασίζει να τα χαλάσει και το πιο τραγικό, γιατί πολλές φορές δεν υπάρχει κανένας πια  να τα  ξηλώσει, οι παλιοί νοικοκυραίοι  αποσύρθηκαν. . . φυσιολογικά και οι νεότεροι  σκόρπισαν κι’ έφυγαν και ποιος να νοιαστεί, έμειναν έτσι τα κμάσια να θυμίζουν περασμένες εποχές, και να ρωτούν περίεργοι οι πιτσιρικάδες «τι τ’ν ήθιλαν  μωρέ τόσου  μ’κρή  καλ’βούδα(2) χουρίς πόρτα; Τι έβαζαν μέσα;» Έτσι μετά την είσοδο του νηπίου γουρουνιού στο κμάσ’( 3 ) το βόριασμα όπως το λέμε, δεν ξανάβγαινε έξω, παρά μόνο τις παραμονές των γιορτών  για σφάξιμο καλοθρεμμένο και παχύ, να εξασφαλίσει στην οικογένεια το κρέας μέχρι την άνοιξη και το λίπος για όλο το χρόνο. Βέβαια το γουρουνάκι έβγαινε και ενδιάμεσα από το κμάσ  και θα δούμε παρακάτω για ποιο λόγο έβγαινε. Και όσο για το κουμάσι, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να αφιερώσουμε μια ειδική . . . πραγματεία  για την ιστορία του, και την κατασκευή του, για την . . .αρχιτεκτονική του διαρρύθμιση και γενικά για τη λειτουργικότητά του, έτσι για να μείνει η περιγραφή, μήπως και κάποιος θελήσει στο μέλλον να φκιάξει κανένα, ποιος ξέρει, οι καιροί αλλάζουν συνέχεια και άλλαξαν ήδη, και τα άγρια κάστανα και τα βελανίδια δεν τα μαζεύει κανένας πια, άλλωστε τα κουμάσια είναι άγνωστα στους πολλούς και από όσους τα γνώρισαν, οι περισσότεροι  κάτι τέτοια τα θεωρούν ασήμαντα και δε θέλουν να τα θυμούνται, γιατί κατά την άποψή τους   ανέβηκαν κοινωνικά και αποφεύγουν ακόμα και τις συζητήσεις γύρω από τέτοια θέματα, γιατί νομίζουν πως με το να παραδεχτούν ότι στο χωριό είχαν κουμάσι στην αυλή και έτρεφαν γουρούνι, ξεπέφτουν στους απέναντι. Άλλωστε μια τέτοια συζήτηση  στο σαλόνι και στο διαμέρισμα  για πολλούς είναι παράταιρη, όταν μάλιστα  οι συμπέθεροι δεν ξέρουν από τέτοια και η νύφη ακούγοντάς τα ξινίζεται, αλλά τι να πεις, απόψεις είναι αυτές κι’ αν τις σχολιάσεις φανερά και επώνυμα θα σου πουν πολύ ψυχρά, « άdι κοίταζι τη δλειά ’σ ». . .( 4 )
Όταν  λοιπόν το μικρό γουρουνάκι το «γκουρτζιλούδ’ » όπως το  είπαμε άρχιζε να μεγαλώνει και γινόταν καναδυό μηνών, οπότε άλλαζε και η ονομασία του και λεγόταν τώρα «Φτουρακούδ’» ή σκέτο «Φτουράκ’»( 5 )  και άρχιζε να φαίνεται το φύλο του και να παρουσιάζει. .  . τη γνωστή περίεργη συμπεριφορά, έκοβε βόλτες μέσα στο κουμάσι και γκρίνιαζε συνεχώς με αποτέλεσμα να μην παχαίνει,  έβγαινε τότε, το έβγαζαν δηλαδή δεμένο από το κουμάσι, για να υποστεί τη χειρουργική επέμβαση του ευνουχισμού, της  ολικής εκτομής   των αδένων που σε κάθε αρσενικό είναι  υπεύθυνοι  για τις σεξουαλικές του ανησυχίες και προτιμήσεις, το « μνουχούσαν »( 6 )  όπως το λέμε  προς τα εκεί, στους βορείους και βορειοανατολικούς πρόποδες του Χολομώντα.
Έτσι με τον τρόπο αυτό πετύχαιναν να αποσπάσουν το γουρούνι από σεξουαλικές ανησυχίες  με αποτέλεσμα, να μη. . .  .σκέφτεται τίποτα άλλο εκτός από το να τρώει όλη μέρα και να προσθέτει βάρος -οκάδες τότε- αλλά από δω βγαίνει και ένα συμπέρασμα και με λίγη φαντασία μπορούμε να στρέψουμε τις μεθόδους αδυνατίσματος εκτός ινστιτούτων και να πούμε ότι για το αδυνάτισμα αρκεί μόνο η συστηματική ενασχόληση με το . . . .βασικό ένστικτο που δεν είναι άλλο από  το γνωστό που λίγο πολύ όλοι ή τουλάχιστον οι. . . περισσότεροι το θυμόμαστε (ακόμα. . .) και καταλαβαίνουμε τι είναι. . . Ειδοποιημένος  λοιπόν από τη νοικοκυρά ο μοναδικός στο είδος του . . . «ορχεοχειρουργός», ο μακαρίτης πλέον μπάρμπα Στέργιος ο Ρωμιός, αυτοδίδακτος αυτός χωρίς πτυχία και ντοκτορά, αλλά με σίγουρα και χειροπιαστά αποτελέσματα κι όχι σαν μερικούς που πληρώνονται για να αποχτήσουν μεταπτυχιακά και ντοκτορά πάνω σε θέματα που είναι αμφίβολο αν ποτέ θα χρησιμεύσουν σε κάτι, αλλά ως εδώ να μην ξεφύγουμε γιατί έχουμε ακόμα να πούμε πολλά.  Κατέφθανε λοιπόν ο μπάρμπα Στέργιος στην αυλή,  με το γουρουνάκι να γρυλίζει δεμένο και με όλους εμάς τους μικρούς για να μη χάσουμε το θέαμα, έφτανε κρατώντας μια «κασσούδα» με τα χειρουργικά εργαλεία και με γρήγορες κινήσεις, αφαιρούσε τους αδένες από τα σκέλια του μικρού αρσενικού που το κρατούσαν ανάσκελα ο νοικοκύρης και κανένας γείτονας ο οποίος έρχονταν να βοηθήσει, τσίριζε το έρμο και χτυπιόταν να ξεφύγει, αλλά η μοίρα του ήταν ήδη προαποφασισμένη. Ο. . . γιατρός αμέσως μετά,  έβαζε πάνω στην πληγή ένα μαύρο δύσοσμο υγρό που αν θυμούμαι καλά τόλεγαν Κρεολίνη, «για να μη του φτύσ’ν οι μύγις κι σκληκιάσ’ »( 7 ). Μόλις ο . .  χειρουργός  τελείωνε την επέμβαση, εισέπραττε το κατιτίς του  αλλά έπαιρνε και τα « αμελέτητα»  που έβγαζε από τα σκέλια του γουρουνιού για. .  τηγάνισμα, και ,τι να πεις σε πιάνει θλίψη  να βλέπεις τα όργανα που προορίζει η φύση για τη διαιώνισή της να καταλήγουν στο τηγάνι, αλλά μπροστά στην ανάγκη για την επιβίωση του ανθρώπου κάτι τέτοια τα ξεχνάς, αφού είναι γνωστό από την αρχή  ότι το γουρούνι το θρέφεις για να μεγαλώσει και να φαγωθεί, έτσι είναι και αλλιώς δε γίνεται κι’ άμα δεν του αφαιρέσεις τους αδένες δεν κάνεις τίποτα, το τάισμα  θα πάει τζάμπα, αυτό όλοι το γνώριζαν και με τη σκέψη στα λουκάνικα και στο μπόλικο κρέας που θα είχαν το χειμώνα, άφηναν τις οικολογικές ευαισθησίες για τους . . . χορτασμένους του μέλλοντος. Με την επέμβαση αυτή, τελείωνε και ο βασικός φυσικός προορισμός του « Φτουρακιού », ο προορισμός στη συμβολή της αναπαραγωγής  και  κόβονταν  κυριολεκτικά «με το μαχαίρι» οι όποιες  ανησυχίες του οι σεξουαλικές πριν ακόμα εκδηλωθούν φανερά και οδηγούνταν πάλι μέσα στο κουμάσι να παχύνει ανενόχλητο και απερίσπαστο από δαιμονικές τρέλες- έτσι λένε πολλοί  τις σεξουαλικές ανησυχίες λες και οι ίδιοι αυτοί δεν. .  . .αλλά αυτές οι γλυκές  ανησυχίες δίνουν το νόημα στη ζωή, κι’ αυτές όμως δυστυχώς μέχρι μια ορισμένη ηλικία, κι’ είναι γνωστό το παράπονο του γέρου, που γκρίνιαζε βλέποντας «κατασιαπάν» και λέγοντας με παράπονο, «γιατί ρε θεμ’ μας έδουκις σαράντα δόdia; Σάματι θα παλιβάμι μι τ’ς λύκ΄. . .. ;» Λυπηρά και γνωστά τα «συμπτώματα» και δυστυχώς μη αναστρέψιμα, αλλά     τέλος πάντων να συνεχίσουμε την ιστορία γιατί όπως πάμε μάλλον θα . .  .βραδιαστούμε πάλι.
Οδηγούνταν λοιπόν μέσα το «χοιρίδιον» μέχρι να έρθουν οι γιορτές για  να θυσιαστεί σε γιορταστική ατμόσφαιρα και να φαγωθεί, αλλά μέχρι τότε  μεσολαβούσαν αρκετά γεγονότα, για να είναι πλήρης η πραγματεία, έχουμε να αναφέρουμε  και να συμπληρώσουμε ένα σωρό πράγματα, πρέπει να πούμε κάτι για τη διατροφή, «το σιτηρέσιο» που λένε οι διαιτολόγοι  και όλα τα άλλα που συντελούσαν στο μεγάλωμα και ιδίως στην πάχυνση του γουρουνιού.
Με το  που έμπαινε μέσα το ευνουχισμένο πια γουρούνι, δεν ήταν το ίδιο που ήταν πριν από την επέμβαση, ησύχαζε και δε γκρίνιαζε, μόνο έτρωγε και κοιμόταν  έκανε αυτό που λέμε μαμ κακά και νάνι, έβαζε βάρος, οκάδες είπαμε και είχε στραμμένη τη μούρη προς το μικρό άνοιγμα που υπήρχε στο κουμάσι, ένα παράξενο άνοιγμα ίσια ίσια για να μπορεί η νοικοκυρά να αδειάζει τα ζουμιά και την τροφή στη μικρή σκάφη, την «κοπανούδα» που ήταν γερά καρφωμένη από τη μέσα μεριά και να την καθαρίζει πότε πότε, το γουρούνι συνέχεια από κει έβλεπε προς τα έξω, χαζεύοντας τις κότες που τριγυρνούσαν στο άνοιγμα για να τσιμπήσουν το καλαμπόκι που « σκούμζι »( 8 ) ( σκορπούσε)  τρώγοντας. Στην κοπανούδα λοιπόν άδειαζε η νοικοκυρά όλα τα αποφάγια και τα ζουμιά από το σπίτι, ελάχιστα κι’ αυτά γιατί δεν περίσσευε σχεδόν τίποτα, έβαζε  κολοκύθια ή φασλότσακνα( 9 )  βρασμένα, καλαμπόκι σκέτο ή χοντραλεσμένο, το γνωστό σε όλους « γιαρμά »  και αργότερα  μόλις γίνονταν τα βελανίδια και τα κάστανα που στα χωριά μας ήταν άφθονα, αρχίζαμε και του δίναμε συνέχεια αλλά κι’ αυτά κάποτε τα βαριόταν φαίνεται και έπρεπε για ποικιλία να του δώσουμε πάλι καλαμπόκι η να δώσουμε τα κάστανα, αλλά βρασμένα. ΄Έτσι  μέχρι τα μέσα του Δεκέμβρη, το γουρούνι πάχαινε και γινόταν μέχρι και εκατό οκάδες, αφού είπαμε περιορισμένο όπως ήταν δεν έκανε τίποτα άλλο από το να τρώει και να γρυλίζει, προσπαθώντας μέρα νύχτα με μανία να ξεκαρφώσει τη σκάφη από μπροστά του και πολλές φορές τα κατάφερνε, υπήρξαν μάλιστα περιπτώσεις στη γειτονιά που μαζί με την κοπανούδα ξεκαρφώθηκε και κάποιο σανίδι, μεγάλωσε το άνοιγμα και βγήκε ο χοίρος, και άντε να τον κυνηγάς σε  όλη τη γειτονιά μας το  Καραούλι να τον ξαναβοριάσεις  στο κμάσ’, να  σε σχολιάζουν κι’ όλας  και καλά να είσαι στο σπίτι και να το καταλάβεις έγκαιρα, αλλά  να είσαι στο χωράφι και να γυρίσεις να δεις το χαλασμό ν’ ακούς και τη γκρίνια των γειτόνων για ζημιές που έκανε το δικό σου το γουρούνι, έ αυτό κι’ αν ήταν, τέλος πάντων μ’ αυτά και με κείνα, έφτανε ο καιρός, η μέρα για να  εκτελέσει το γουρούνι το. .  .καθήκον του , να ξεπληρώσει  την υποχρέωσή του  προς τους νοικοκυραίους που το μεγάλωσαν και το πάχυναν, χαμπάρι δεν είχε δηλαδή για το  σκοπό που το  τάιζαν, με το γουρουνίσιο μυαλό του νόμιζε ότι έτσι θα συνέχιζε τη ζωή του, αμ δε, άλλα είχαν στο νού τους οι οικοδεσπότες, οπότε είπαμε, έφτανε η μέρα της θυσίας τoυ συνήθως την παραμονή των Χριστουγέννων, ή καναδυό μέρες νωρίτερα.
O νοικοκύρης την ημέρα της θυσίας, φώναζε για βοήθεια, συγγενείς ή γείτονες, γιατί   ήταν πολύ δύσκολο να κρατήσεις ακίνητο ένα γουρούνι εκατό και παραπάνω οκάδες. Έτσι, κατέφθαναν  όλοι στην αυλή, όπου είχε ετοιμαστεί το μέρος και ήταν  όλα έτοιμα, έτοιμο το ζεστό νερό, η φωτιά στο χαρκόλακα(!) αναμμένη και το θυμιατό του σπιτιού  ακουμπισμένο δίπλα, η νοικοκυρά  με ένα πιάτο καλαμπόκι  στο χέρι, για να προσφέρει στον έγκλειστο το τελευταίο γεύμα πριν από τη θυσία κι’ εμείς οι πιτσιρικάδες γύρω,  να χαζεύουμε τους μεγάλους αμίλητοι , περιμένοντας το γεγονός. Είδαμε κι’ άλλες φορές την ίδια σκηνή και ψύχραιμοι περιμέναμε, οπότε έφτανε η κρίσιμη στιγμή και ο νοικοκύρης έμπαινε με τρόπο μέσα στο κμάσ’, έδενε το γουρούνι με σκοινί και το τραβούσε μαλακά έξω. Μπροστά η νοικοκυρά-ουσιαστικά το κουμάντο και η  πρωθιέρεια θα λέγαμε στο τελετουργικό της θυσίας- σκυμμένη αυτή, παράσερνε το γουρούνι προς τον τόπο της θυσίας, δείχνοντάς του  το πιάτο με το καλαμπόκι κι’ εκείνο ανυποψίαστο ακολουθούσε. Μεσολαβούσε ένα ολιγόλεπτο διάστημα μέχρι να φαγωθεί το καλαμπόκι και σε κάποια στιγμή ο οικοδεσπότης έδινε το σύνθημα «άειντε» οπότε οι παριστάμενοι με μια συντονισμένη κίνηση άρπαζαν το γουρούνι από τα πόδια και το ξάπλωναν στη γη, εκείνο χτυπιόταν να ξεφύγει, μέχρι που ο νοικοκύρης ή κάποιος άλλος αν ο ίδιος δεν τα κατάφερνε, καθισμένος στο στήθος του γουρουνιού, με το μαχαίρι έκανε το σημείο του σταυρού στο λαιμό του και με  μια γρήγορη κίνηση, το έμπηγε εκεί  που  έπρεπε και με μερικά τινάγματα των ποδιών του άτυχου  ζώου, όλα τελείωναν, μέσα σε μια γενική φόρτιση, με τις γυναίκες να πηγαινοέρχονται πολυάσχολες κρατώντας ταψιά και κατσαρόλες και να διώχνουν τα σκυλιά που κι’ αυτά μαζεύονταν και τριγυρνούσαν με την ελπίδα ίσως κάτι να γλείψουν, με τους γειτόνους να σχολιάζουν και να εύχονται « καλοφάγωτο και του χρόνου τρανήτερο » και τα πιτσιρίκια να παρακολουθούν τα πάντα και να λένε τα δικά τους, γιατί σε κάθε τέτοια περίπτωση, μαζευόμασταν όλα τα παιδιά της γειτονιάς κι’ απ’ το χέρι κρατούσαμε και τους μικρότερους, έτσι ήταν τότε, βλέπαμε και μαθαίναμε, δε μας εμπόδιζε  κανείς, δεν υπήρχε λόγος να μας απομακρύνουν από τέτοια θεάματα, γνωρίζαμε όλοι ότι το γουρούνι το τρέφαμε για να το φάμε και αυτό ήταν, δε χωρούσε συζήτηση, τελείωνε, έτσι μεγαλώσαμε, το ίδιο γινόταν και με το κατσίκι που μεγάλωνε ανάμεσά μας αλλά το Πάσχα το τρώγαμε, έμειναν οι εικόνες αυτές από τότε που το θήραμα εξασφάλιζε την τροφή στην οικογένεια και έτσι το βλέπαμε όλοι, η διαδικασία ξυπνούσε μέσα μας εικόνες και παραστάσεις από πολύ παλιά, στις μέρες μας  είναι που καλλιεργήθηκαν και περίσσεψαν οι τέτοιου είδους ευαισθησίες, τα γεγονότα και οι συνήθειες τότε μας σκλήραιναν από μικρούς, ξέραμε ότι έτσι είναι και τελείωσε, και συναισθηματισμοί δε χωρούσαν για παρόμοια γεγονότα, τις ευαισθησίες τις εφηύραν μάλλον οι χορτάτοι, αυτοί που γράφουν και παραμύθια σαν αυτό με  «τα τρία γουρουνάκια» και φορτώνουν στα παιδιά μας αισθήματα ενοχής, αυτοί οι χορτάτοι που δε δοκίμασαν στερήσεις. Εμείς έτσι τα βλέπαμε  κι’ έτσι έπρεπε να είναι, και  όλοι εκείνοι, γονείς γιαγιάδες και παππούδες  που μας τα δίδασκαν αυτά, και τα διοχέτευσαν στη λογική μας, δε μας στέρησαν από το χάδι με τα ροζιασμένα χέρια τους και τον καλό τους λόγο, δεν μας έλειψε η  ζεστασιά της αγκαλιάς  και της φροντίδας τους, κι’ ας ήταν τραχείς στους τρόπους και τσιγκούνηδες στα παινέματά τους για μας, είχαν μια λεπτότητα, αλλιώτικη, που την νιώθαμε χωρίς να χρειάζεται να μας την εξηγήσει κάποιος ειδικός.
Τώρα, το γιατί βρεθήκαμε από την απέναντι μεριά της ζωής, από την απότομη όχθη  του ποταμού  με τις δυσκολίες και τους κατατρεγμούς, γι’ αυτό το γιατί, ο καθένας μας έχει μια απάντηση  και γνωρίζει κι εδώ  είναι που χρειάζονται οι ειδικοί να εξηγήσουν τις κοινωνικές διαφορές, να τις ερμηνεύσουν με καθαρές κουβέντες και όχι με μισόλογα και επιστημονικούς όρους, που χρησιμοποιούν δυστυχώς   όλοι αυτοί οι  στρατευμένοι και οι μισθοσυντήρητοι ειδικοί, για να εξηγήσουν τα αυτονόητα, αλλά πάμε πάλι να ξεφύγουμε και το θέμα είναι άλλο.  
Έτσι όπως ήταν λοιπόν  το γουρούνι ξαπλωμένο κατάχαμα στη σκουπισμένη αυλή, έβαζε η νοικοκυρά κάρβουνα στο θυμιατό, έριχνε δυο τρία σπυριά θυμίαμα και θύμιαζε  το γουρούνι πάνω κάτω, ευχόμενη ψιθυριστά  « άdι  κι τ’ χρόν’ νάμιστι γιροί» και  άδειαζε τα αναμμένα κάρβουνα με το θυμίαμα στο κεφάλι του θυσιασμένου πλέον γουρουνιού, ενώ ο νοικοκύρης έβαζε μέσα στο στόμα  ένα κρεμμύδι, έκοβε το κεφάλι και από μια κοψιά στο ένα αυτί, το κρεμούσε στο καρφί που υπήρχε μόνιμα στον τοίχο για το σκοπό αυτόν.  Έτσι τελείωνε το τυπικό μέρος της θυσίας μέσα στη γενική  συγκίνηση των παρισταμένων και στην ανάκατη μυρωδιά  από αίμα, λιβάνι και καψαλισμένη γουρουνότριχα,  με τα παιδιά να παρακολουθούν  εκστασιασμένα και τη νοικοκυρά να φροντίζει για το πρακτικό μέρος της θυσίας, ετοιμάζοντας τις μπακράτσες  για να λιώσουν το λαρδί, τις  Φτίνες για τη λίγδα και τα ταψιά για τα κρέατα. Έτσι,  αμέσως μετά από το κόψιμο του κεφαλιού, άρχιζε το γδάρσιμο, η αφαίρεση του τριχωτού δέρματος  δηλαδή που απαιτούσε γνώση, για να μην τρυπηθεί  και δε θα  έκανε ούτε για σαμάρι, πόσο μάλλον για τσαρούχια, το υπολόγιζαν το δέρμα τότε γιατί  το χρειάζονταν, γι’ αυτό δεν μπορούσε να γδάρει ο καθένας, ήθελε  λεπτές κινήσεις από άνθρωπο που ήξερε και ιδίως έπρεπε να υπάρχει  κοφτερό γδαρομάχαιρο, όπως έλεγαν εκείνο το μαχαίρι με τη φαρδιά και κοντή λάμα.
Μόλις τελείωνε το  γδάρσιμο, όπως ήταν απλωμένο το δέρμα, χώριζαν το γουρούνι κατά μήκος στα δυο  και  ο νοικοκύρης με τη βοήθεια και των άλλων κρεμούσε  τα κομμάτια και τα δύο ή ένα ένα, στο μεγάλο γυφτοκάρφι ή στο τσιγκέλι που υπήρχε μόνιμα στο οριζόντιο ξύλο πάνω από την πορτάρα στο κατώι και αφαιρούσε το λαρδί, κόβοντάς το κομμάτια τα οποία έριχναν στο καζάνι  να λειώσει το λίπος και να αποθηκευτεί σε  μικρά πλατύστομα πήλινα πιθάρια τις «φτίνες», αφήνοντας στον πάτο του καζανιού τις γνωστές τσιγαρίδες, μικρά κομματάκια λίπους που δεν έλειωσε, σκληρές στο μάσημα οι τσιγαρίδες, αλλά τις κρατούσαν και τις έβαζαν αργότερα στις πίτες και στον πρωινό τραχανά, όλα είχαν τον προορισμό τους και τίποτα δεν πετιόταν. Όσο κρατούσε αυτή η διαδικασία το γδάρσιμο και όλα τα άλλα, έμπαινε η τηγανιά στη φωτιά με συκώτι συνήθως, για μεζέ, να δοκιμάσουν όσοι βοήθησαν και να ευχηθούν με το τσίπουρο στους νοικοκυραίους, καλοφάγωτο και όλα αυτά πολλές φορές με τη γιαγιά να τους γκρινιάζει και να τους μαλώνει, «άdι άdι παλάβουσίτι, δεν κάν’ σήμιρα, σήμιρα νηστεύ’ η κόσμους» , κάθε χρόνο το λέει αυτό η γιαγιά και ποιος την ακούει, γελούν οι  μπαρμπάδες προτείνοντας το ποτηράκι, «βάλι μας ακόμα λίγου, να τιλειώνουμι. .  .».
Αυτά γίνονταν στο σφάξιμο του γουρουνιού και  μέσα σε  ατμόσφαιρα κεφιού  κόβονταν  το κρέας σε κομμάτια για να γίνουν τα λουκάνικα και το υπόλοιπο να παστωθεί  με χοντρό αλάτι και  εκεί εξαντλούνταν  οι  τρόποι συντήρησης του κρέατος στην περιοχή μας, ενώ παραπέρα σε άλλα μέρη, έφκιαναν και καβουρμά, έφκιαναν καπνιστό και άλλα, αλλά όταν αυτοί οι τρόποι συντήρησης έφτασαν και σε μας, κανείς πια ή ελάχιστοι έτρεφαν γουρούνι στο σπίτι για τα Χριστούγεννα, ήρθε το ηλεκτρικό ρεύμα στα χωριά μας, μπήκαν οι ευκολίες  στα σπίτια, μπήκε μέσα πλέον  το νερό και το ψυγείο και οι παλιές καθημερινές συνήθειες  άλλαξαν, η ζωή πήρε άλλον δρόμο, ευκολότερο, μπήκε σε άλλα καλούπια, τα  παλιά ποιος τα θυμάται, ποιος κράτησε την κρεατομηχανή για τα λουκάνικα και ποιος μπορεί να ξεχωρίσει  το γδαρομάχαιρο, μόνο  τα τσιγκέλια έμειναν σε μερικά σπίτια στο πάνω ξύλο της πορτάρας στο κατώι, και σε κάποιο σημείο του σπιτιού ακόμα παραμένει άχρηστο και παραπονεμένο το ζαρκαδοκέρατο(10 )  μαζί με την ξεχασμένη  κρεατομηχανή, τις καλτσοβελόνες, τα αδράχτια και την γκαζόλαμπα κρεμασμένη στο καρφί κάπου στο κατώι, την κρατούμε ακόμα αυτήν , αχρείαστη να είναι,  ρώτησα πάντως και λαμπογιάλια ακόμα υπάρχουν.
Παραπάνω είπαμε για τις «Φτίνες»  και κάποτε περιδιαβάζοντας στους δρόμους του χωριού μας από τους οποίους είχα να περάσω χρόνια,  είδα σε κάποια αυλή, είδα τη « Φτίνα » εκείνο το πλατύστομο μολυβωμένο αγγείο που μέσα του βάζαμε τη λίγδα, το είδα να έχει γίνει γλάστρα, με έναν καταπράσινο Αγιορείτικο βασιλικό μέσα και είπα  έστω ας είναι κι’ έτσι, θα μπορούσε να είχε πεταχτεί, δεν έχουμε βέβαια και την απαίτηση  να βάλουν οι νύφες αυτήν τη Φτίνα στο σαλόνι, αφού κι’ εμείς γεμάτη ή άδεια στο κατώι την είχαμε, λίγοι τα θυμούμαστε αυτά, όσοι τα ζήσαμε και δεν ωφελεί να θέλουμε να τα περάσουμε «dε κι’ απού καλά» (με το ζόρι), σε όσους έμειναν έξω από  από τις διαδικασίες αυτές και δεν τις έζησαν δεν τις γνώρισαν, δεν ωφελεί να προσπαθούμε να πείσουμε τους νεώτερους ότι εκείνες οι εποχές είχαν κάτι καλύτερο, βέβαια η κάθε εποχή έχει τα δικά της καλά και άσχημα και πάντοτε υπάρχουν οι «από δω» και οι «από κει»,  δηλαδή όσοι γεννήθηκαν στον αστερισμό της ευκολίας και οι άλλοι, όσοι γεννήθηκαν απέναντι.
Αλλά θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε και στη «Φούσκα» δηλαδή στην ουροδόχο κύστη του γουρουνιού, η οποία δίνονταν σε κάποιο αγόρι του σπιτιού ή της γειτονιάς και για την απόκτηση της οποίας έπρεπε να προηγηθεί η σχετική «επίδειξη» ανάμεσα σε προτροπές των παρισταμένων, «ξαναδείξτου, δεν τούδαμι καλά, γύρνα κι’ απουδώ να του δγιούμι. . .» κι’ έτσι ανάμεσα σε γέλια και χωρατά, ο μικρός έπαιρνε τη «Φούσκα» και κάποιος μεγάλος, την πασάλειβε με στάχτη και με μαστορικές κινήσεις την τάνυζε για να μεγαλώσει όσο έπρεπε, τη φούσκωνε και την έδενε με μια κλωστή, για να την παίξουμε, μέχρι να κάνει μπάμ και να καταντήσει για τις γάτες. . .    
Αυτά για τη θυσία του γουρουνιού, αλλά θα πρέπει να ερμηνεύσουμε μερικές λέξεις και εκφράσεις, γνωστές στους περισσότερους που γεννήθηκαν εκεί, στα χωριά τα δικά μας, τα γύρω από το Χολομώντα, να πούμε για μερικές  λέξεις τελείως άγνωστες να τις καταλάβουν όσοι θα τύχει να διαβάσουν τα παραπάνω. Τώρα, θα μου πει κάποιος κι’ αν δεν τα μάθουν και δεν τα καταλάβουν οι άλλοι τι θα γίνει; Αλλά, να. . . λέω, ότι γλώσσα μας είναι, να μην την προωθήσουμε και λίγο  παραπέρα; Μήπως για τη διαδικασία αυτή ζητούμε αμοιβή; Ζητούμε χρήματα, όπως κάνουν όσοι τις απογευματινές ώρες γυρίζουν με τα τσαντάκια από σπίτι σε σπίτι για  τα «ιδιαίτερα» με παχυλή αμοιβή;                                                         
Εμείς  με τον τρόπο μας, παραδίνουμε μαθήματα πάνω στους ιδιωματισμούς της γλώσσας, και τα παραδίνουμε τελείως δωρεάν, άλλωστε ποτέ δε θα υποχρεώσουμε κάποιον να τα επαναλάβει,  ούτε θα τον ρωτήσουμε αν τα έμαθε. . .    Έτσι λοιπόν, τζάμπα το φροντιστήριο κι’ όποιος θέλει μαθαίνει, όποιος δε θέλει, τι να κάνουμε με το ζόρι δε γίνονται αυτά και έχουμε και λέμε λοιπόν, και καιρός είναι να  αρχίσουμε την ερμηνεία των άγνωστων λέξεων, με τη σειρά που είναι αριθμημένες στο κείμενο κι’ αν ξεφύγουμε και κάπου, στο επόμενο γραφτό, θα διορθώσουμε τα ημαρτημένα (καλό έ;) και θα ζητήσουμε συγγνώμη από τους ειδικούς, αυτούς που βεβαιωμένα κατέχουν τη γλώσσα μας και δε σηκώνουν αντίρρηση για υποδείξεις και διορθώσεις και «συνελόντι ειπείν» ( πολύ καλό έ;), αυτή η βεβαιότητα για όλα τα «αλάθητα» μας κυνηγάει τόσους αιώνες, τι να πεις; Αλλά ως εδώ, τέρμα τα πικρόχολα σχόλια και, έχουμε και λέμε,    
1. Το ρήμα Βουργιάζου και στη μέση φωνή Βουργιάζουμι. Συνήθως χρησιμοποιείται στην ενεργητική φωνή και σημαίνει κλείνω κάποιο ζώο με το ζόρι με τη βία, μέσα σε κάποιο χώρο κλειστό από παντού, που να μην μπορεί να βγει. Η ενεργητική  φωνή όμως χρησιμοποιείται για να δηλωθεί κάποιος ακούσιος εγκλεισμός  σε περιορισμένο και ελεγχόμενο χώρο, με σκοπό  να υποκύψει κάποιος συνήθως νεαρός άντρας άπραγος, να υποκύψει αφού εκτεθεί, και να δεχτεί έτσι  να γίνει γαμπρός, να παντρευτεί κάποια με την οποία εντέχνως και με δόλο τον  «βόργιασαν», χωρίς να το πολυκαταλάβει, ούτως ώστε με το επιχείρημα ότι εξέθεσε το κορίτσι, να μην μπορεί να κάνει πίσω και  να το στεφανωθεί, συνέβαιναν αυτά παλιότερα, ιδίως υπήρχαν μερικά σόια  που έτσι και έβαζαν κάποιον στο μάτι για γαμπρό, στο τέλος δε γλίτωνε. Το ρήμα έχει κι’ άλλους χρόνους που σπάνια χρησιμοποιούνται αλλά θα τους αναφέρουμε άλλη φορά. Τώρα στη μέση φωνή  το ρήμα το χρησιμοποιούμε για να  εκφράσουμε συνήθως παθολογικές ή πονηρές καταστάσεις  και λέμε για κάποιον που έχει μια  αρρώστια, ένα  πρόβλημα και δε βγαίνει έξω, λέμε ότι βουργιάσκι  μέσα κι δε βγαίν’ dιπ  όξου ή για κάποιον άλλο  που ξενοκοιμάται, λέμε ότι κάθι βράδ’ βουργιάζιτι( αυτός ή αυτή ) -ή βουργιάζdι- (αυτός και αυτή, ή αφνοί οι δυο ) μέσα κι’ αυτόνους φεύγ’ χαραϊ ( ήτοι κλείνεται μέσα με κάποια και αυτός φεύγει από το σπίτι της χαράματα), άρα, νά το πονηρόν και σ’ ένα χωριό αυτά φαίνονται κάποιος θα τα δει και μαθαίνονται αμέσως. Ο ενεστώς στη μέση φωνή είναι, βουργιάζουμι, βουργιάζισι, βουργιάζιτι, βουργιάζουμέστι, βουργιάζιστι, βουργιάζdι και ο αόριστος βουργιάσκα που κλίνεται . . . ομαλά. Τώρα, για να επεκταθούμε λίγο και να εξαντλήσουμε το θέμα, -για τις σημασίες του ρήματος μιλούμε δηλαδή-
θα πρέπει να πούμε ότι σ’ αυτό το βόριασμα, κάποιος και κατά κανόνα κάποια, συνεργεί  και η συνέργεια συνίσταται στην παραχώρηση στέγης και χώρου εντός του οποίου οι «βουργιασμένοι» επιδίδονται σε περιπτύξεις και σε άλλες πράξεις τις οποίες  δυνάμεθα, μόνον να φαντασθώμεν,- όσοι βεβαίως ενθυμούμεθα παρομοίας καταστάσεις. . . - και η παρέχουσα στέγην και χώρον τοιούτων συνευρέσεων και ερωτικών «συνομιλιών», παλαιότερον εδιώκετο,  με την κατηγορίαν της «διευκολύνσεως αλλοτρίας ακολασίας», τέτοια τα ωραία εις παλαιοτέρας εποχάς, αλλά . . . τέρμα οι Ελληνικούρες και συνεχίζουμε.   
2. Η λέξη καλύβα είναι γνωστή και κανονική, αλλά στο χωριό μας  η μικρή καλύβα λέγεται καλβούδα, έτσι για . . . .συντομία και εξωραϊσμό, και η γιαγιά μας η Χαρίκλεια μας έλεγε ότι κάποτε λέει, κάποιος αφελής στο χωριό ρωτούσε τη Μάννα του, « Μάννα μωρέ, είνι τρανός η βασιλιάς;» Και η Μάννα του απάντησε, « είνι μ’ τι δεν είνι;»  «Μωρέ Μάννα,  Κάν’ d’ gαλύβα μας μια χαψιά ; . . . .», αυτές κι’ αν είναι απορίες . . . .!!
3. Κμάσ’ είναι το κουμάσι συντομευμένο κι΄αυτό αν και κανονικά είναι τετρασύλλαβο αλλά άμα  το προφέρεις κανονικά και το πεις  κουμάσιον, -όπως το έλεγαν οι . . . αείμνηστοι Βυζαντινοί-, αυτό θα θεωρούνταν βάρβαρη πολυτέλεια σε μας, γι’ αυτό το κάναμε μονοσύλλαβο κι’ ακούγεται και. . .ωραία. Άλλο είναι το κμήσ’ (κοιμήσου), τώρα βέβαια αυτό το κμήσ’ είναι απ’ αλλού, αλλά μια και το θυμήθηκα, το γράφω, δεν ξέρεις μπορεί να ξεχαστεί. . . πολύ αλτσχάϊμερ κυκλοφορεί τώρα τελευταία και η ηλικία μας  όπου νάναι βάζει . . .υποψηφιότητα, γι’ αυτό ποτέ μη λες ποτέ, γιατί ποτέ δεν ξέρεις. . .
4. Το ίδιο συνέβη και με τη λέξη δουλειά, την κόψαμε λίγο και την κάναμε δλειά και λέμε σε κάποιον ενοχλητικό, κάποιον που χώνει τη μύτη του εκεί που  δεν πρέπει, που φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν, το λέμε με ευγένεια, «άει κοίταζι τη δλειά σ’».
5. Φτουράκι ή Φτουράκ’ είναι το γουρουνάκι που ξεπέρασε την ηλικία του . . . νηπίου, που μπορεί να φάει γιαρμά, πίτυρα και ζουμιά, που μεγάλωσε κάπως και έγινε περίπου δυο το πολύ τριών μηνών, που « φτουράει » δηλαδή, που μετράει για γουρουνόπουλο και μπορεί κανείς να το υπολογίζει και για να φαγωθεί ακόμα, ενώ σε πιο  μικρή ηλικία  το χοιρίδιο τότε που θηλάζει ακόμα, το λέμε  γκουρτζιέλ’  ή γκουρτζιλούδ’, και σε τέτοια ηλικία το αγοράζαμε και το βάζαμε στο κμάσ’ για πάχυνση.
6. Το ρήμα Ευνουχίζω φαίνεται το βρήκαμε κάπως μακρύ και κακόηχο, το βάλαμε κάτω και το προσαρμόσαμε στα μέτρα μας, το συντομέψαμε και το κάναμε  μνουχώ, στον αόριστο μόνο ο τύπος «το  μνούχσα» και «το μνούχσαμι» (το γρούν) και προκειμένου να πούμε ότι το γουρούνι το  ευνουχίσαμε (του μνούχσαμι) χρησιμοποιούμε τη μετοχή στη μέση φωνή και λέμε ότι το γουρούνι είναι  «μνουχσμένου» ό εστί μεθερμηνευόμενο, είναι ευνουχισμένο, εύκολα πράγματα και τόσο κατανοητά που δε χρειάζονται περαιτέρω ανάλυση και δεύτερη προσπάθεια. . . ! !
7. Αυτό το «σκληκιάσ’ » προέρχεται από το ρήμα σκληκιάζω, και η φράση που το ακολουθεί θέλει να πει, ότι το φάρμακο, αυτήν την Κρεολίνη τη βάζουν  πάνω στην πληγή για να μην τη φτύσουν οι μύγες και αναπτυχθούν σκουλήκια, να μη μολυνθεί δηλαδή, αλλά με την ευκαιρία να πούμε  για το  ίδιο ρήμα στη μέση φωνή, θα το πούμε όμως όπως συναντιέται ως  σύνθετο με την πρόθεση  «ξε»  που είναι το « ξεσκλικιάζομαι », και θα πει φεύγω από ένα σημείο ή μάλλον υποχρεώνομαι να μετακινηθώ από κει που κάθομαι αρκετή ώρα, είτε γιατί ενοχλώ με την παρουσία μου, ή διότι καθήμενος αποφεύγω να ασχοληθώ με κάτι και  αφήνω να  το κάνουν άλλοι ήτοι κατά το κοινώς λεγόμενο την κάνω κοπάνα σε βάρος κάποιου ή κάποιων άλλων οπότε ακούγεται κάποιος αγαναχτισμένος και φουρκισμένος να εκστομίζει αυτή τη βάρβαρη αλλά πολύ περιεκτική προστακτική, να λέει, « σήκου που κει ρε, ξισκλικιάσ’ » και αν το πάμε ερμηνευτικά μέχρι τέλους, πάει να πει, σήκω από κει που κάθεσαι, κάθεσαι τόση ώρα που κοντεύει ο κώλος σου να βγάλει σκουλήκια και φτάνει η ερμηνεία ως εδώ, πάμε παρακάτω, έχουμε κι’ άλλα.
8.   Στο Νο 8 αυτή η λέξη, που  διαβάσατε, αυτό το παράξενο « σκούμζι », δεν προέρχεται από νεκρή και ξεχασμένη γλώσσα απ’ αυτές που υπάρχουν μόνο σε επιγραφές, ούτε είναι μετάφραση από ιερογλυφικά ή σφηνοειδή γραφή, είναι μια . . . καθαρή  ελληνική λέξη που έφτασε σε μας  από τους πολύ αρχαίους μας προγόνους, μόνο που οι παππούδες μας κάποτε, θέλεις γιατί η λέξη όπως τους την κληρονόμησαν οι αρχαίοι, τους έρχονταν μεγάλη και βαριά, ίσως πάλι  να μην . . . .την άκουσαν και καλά, την έκοψαν λίγο στην αρχή,  αν και σίγουρα μερικοί τη θυμόταν και επέμεναν να την προφέρουν  σωστά, οι άλλοι όμως οι πολλοί που δεν είχαν καμιά όρεξη να καυγαδίζουν για το πώς το λέμε ή πως θα το πούμε, την υιοθέτησαν και την είπαν τη λέξη όπως ήταν περισσότερο σύντομη κι’ έτσι το ωραίο ελληνοπρεπές και πολύ αρχαίο ρήμα  εκείνο το Σ κ ε δ ά ν ν υ μ ι που σημαίνει ακριβώς διασκορπίζω, σπαταλώ, κατάντησε από πολυσύλλαβο, να  γίνει και να προφέρεται μονοσύλλαβα ως σκέτο  σ  κ  μ  ώ, και σιαπού συνέβη αυτό παρακαλώ; Συνέβη στις βορείως και ανατολικά του Χολομώντα περιοχές, εκεί  όπου η επιστημονική σκέψη εκφράστηκε από ανθρώπους με το ανάστημα του Αριστοτέλη  τον οποίο όμως κι’ αυτόν τον συντομέψαμε και τον κάναμε σκέτο  Ριστατέλ’. Σκμώ λοιπόν και, σκμάς, σκμάει, σκμούμι, σκμάτι, σκμούν, παρατατικός σκούμζα, σκούμζις  κλπ, αόριστος σκμούσα αλλά εδώ έχουμε και το στιγμιαίο αόριστο και λέμε  «σκούμσα»  - ομαλοί αμφότεροι και οι δύο. . . - και για το χυμένο καλαμπόκι που πήγε χαμένο και δεν ξαναμαζεύεται, για το φαΐ  που έπεσε κάτω από αδεξιότητα και δε φαγώθηκε, σπαταλήθηκε και πήγε χαμένο, χρησιμοποιούμε εκείνη την ωραία και. . . εύηχη μετοχή του ρήματος  σ κ μ ώ  αλλά της μέσης φωνής που κατά τα άλλα είναι άχρηστη και δεν συναντιέται,  τη μετοχή « σκουμζμένου». Αλλά, εκτός απ’ αυτόν τον παραπάνω τύπο, εκτός από τον τύπο «σκμώ », το ρήμα συναντιέται και ως  «  σκμίζω » ή « σκμίζου » όπως το λέμε, οπότε στον ενεστώτα λέμε σκμίζου σκμίϊζ  σκμίζ, σκμίζουμι σκμίζιτι σκμίζν και στον Παρατατικό σπανίως βέβαια, έχουμε και τον τύπο « ίσκμιζα », αλλά αυτός ο τύπος εδώ και χρόνια -εξακριβωμένα περίπου από το . . . 1630- παραμένει σε αχρηστία, το αναφέρουμε όμως για λόγους ιστορικούς. Για κάτι τέτοιες λέξεις όμως που λέμε και αξίζει να μείνουν, να μην ξεχαστούν κι’ ας μη μιλιούνται, είμαι της γνώμης ότι θα πρέπει  να αφιερώσουμε ιδιαίτερη  πραγματεία αξίζει τον κόπο, να δούμε και να φανεί πώς ξεκίνησαν και ποια μορφή τελικά πήραν και να πούμε για το περίεργο και αμήχανο βλέμμα που θα έριχνε η θεια όταν θα άκουγε από κάποιον αρχαιογλωσσογνώστη, όταν θα άκουγε να της λέει ότι «ο χοίρος  σκεδάννυσι τον αραβόσιτον », αντί να της πει σκέτα « θειά Αγότσιου, του γρούν’ του σκμάει (ή του σκμίζ’) του καλαbόκ’ » έτσι απλά και ωραία. Και τελειώνοντας για τους εντελώς άσχετους, να πούμε ότι Αγότσιου είναι το . . . . υποκοριστικό  της Αυγούστας.. . ! !   Αλλά ως εδώ και φτάνει, νισάφι πια δε βαρεθήκατε; Και προσωπικά, δε θα ήθελα να αντιμετωπίσω το βλέμμα της μακαρίτισσας της θειάς μου της Αθηνάς  -θεός σχωρέστην- αν της έλεγα τα παραπάνω αρχαιοπρεπή, γιατί είμαι σίγουρος ότι από μέσα της θα έλεγε « πάει του πιδί, του κατσίρτσι, γίνκι παρατνού τ’ »  και ό εστί μεθερμηνευόμενο, τάχασε. ..Γι’ αυτό το ρήμα όμως αφιερώσαμε ένα ολόκληρο κατεβατό, και ψάξτε να το βρείτε. . .                                                                 
9. Φασλότσακνα, είναι τα ξερά τσόφλια  από τα φασόλια, ο λοβός που λέμε επιστημονικά, αποτελούμενος από δυο αντικριστά επιμήκη και στενά  σκληρά φύλλα θα τα λέγαμε, κάτι σαν δύο μισά από λεπτό σωλήνα με βαθουλώματα μέσα στα οποία αναπτύσσονται τα φασόλια που τρώμε, ή θα λέγαμε σαν δυο αντικριστές μικρές πινακωτές που κουμπώνει ταιριαστά η μία απέναντι στην άλλη κι’ εκεί στο κούμπωμα στο κενό, μεγαλώνουν και χοντραίνουν τα φασόλια. Ως γνωστό τα φασόλια μαζεύονται ξερά απ’ το χωράφι και παίρνουμε το σπόρο με χτύπημα ή με ξεσπείρισμα, οπότε ξεχωρίζει ο καρπός από τα «τσάκνα»  το εξωτερικό περίβλημα δηλαδή το οποίο κανονικά πάει για πέταμα, αλλά στο χωριό είχαν βρει τρόπο να χρησιμοποιηθούν αυτά τα ξερά τσάκνα από τα φασόλια, τα « Φασλότσακνα» όπως τα λέγαμε, τα έβραζαν και τα ανακάτωναν με λίγα πίτυρα για να νοστιμίσουν και τα τάιζαν στο γουρούνι έτσι για ποικιλία ώσπου να τα βαρεθεί, οπότε βλέποντας η νοικοκυρά ότι δεν τα τρώει, άλλαζε  το μενού και έδινε  κάτι άλλο και άντε πάλι από την αρχή.
Αυτά τα φασλότσακνα λέει στην κατοχή τα έβραζαν και τα έτρωγαν στις πόλεις, όσες φορές τα εύρισκαν βέβαια. Πάντως οι καναδυό γαλάριες γίδες που είχαμε κάποτε στο σπίτι κατά καιρούς, αυτά τα φασλότσακνα τα έτρωγαν έτσι άβραστα, ραντισμένα μόνο με λίγο αλατόνερο για να νοστιμίζουν.
10. Ζαρκαδοκέρατο, το λέει μόνο του δε χρειάζεται καμιά ερμηνεία, είναι το κέρατο του αρσενικού ζαρκαδιού, βλέπετε  και στο ζωικό βασίλειο τα κέρατα φυτρώνουν μόνο στους αρσενικούς και λένε ότι στα ζώα τα κέρατα χρειάζονται για να αντιμετωπίζουν τους εχθρούς, αλλά οι χαζοχαρούμενοι τι τα θέλουν και τα φορούν, θα μου πεις δε φαίνονται απ΄ τους ίδιους αλλά οι άλλοι τα βλέπουν και τέλος πάντων φτάνει ως εδώ. Από ένα τέτοιο κέρατο  λοιπόν είχε το κάθε σπίτι και χρησίμευε στο νοικοκύρη για να μεγαλώνει με τη σουβλερή άκρη του τις τρύπες όταν έφκιαχνε τα τσαρούχια τα γουρουνοτσάρουχα από το  αξούριστο δέρμα του γουρουνιού, τα είπαμε κι’ αλλού αυτά. Όσο  για το Νο 11 τη νουζίτσκα την ερμηνεύσαμε παραπάνω και εδώ επιτέλους τελειώσαμε και πάλι χαρά στην υπομονή σας που φτάσατε μέχρις εδώ. Δεν μπορεί όμως, εδώ στο τέλος, στην τελευταία παράγραφο, θέλω να ευχηθώ σε όσους θα σφάξουν γουρούνι για τα Χριστούγεννα, θέλω να τους ευχηθώ «Καλοφάγωτο το γουρουνι,  χρόνια πολλά και του χρόνου»,
γιατί δεν μπορεί, σε ολόκληρη τη Χαλκιδική, δεν μπορεί, κάποιοι εκεί προς τον Ταξιάρχη, θα τηρούν τα παλιά έθιμα και θα κρατούν τις πατροπαράδοτες συνήθειες και τους παρακαλώ, να μου κρατήσουν «ένα λουκανκούδ’’» κι’ ας φροντίσει ο επί των πολιτιστικών πρόεδρος να το στείλει.
Τέλος λοιπόν για. .  .σήμερα και ξανά χρόνια πολλά σε όλους, σε όσους μας διαβάζουν και σε όσους διάβασαν αυτό το κείμενο παλιότερα αλλά και σε όσους μας . . . ακούν, σε όσους δυσανασχετούν με τη φλυαρία μας και σε όποιους πικρόχολα μας σχολιάζουν, και να ξέρουν μερικοί ότι τα πικρόχολα σχόλια τα αντέχουμε και τα θέλουμε. Εκείνο που δεν αντέχεται είναι η χοντράδα μερικών, όσων εκθέτουν τη γνώμη τους ανώνυμα, γιατί αν εκφραστούν επώνυμα δε θα τους αντέξει ούτε ο εαυτός τους.
Τέλος χρόνια πολλά  και σε όλους όσοι ακόμα τολμούν να λεν τη γνώμη τους επώνυμα και ιδίως χρόνια πολλά σ’ όποιον δε συμφωνεί με όσα λέμε, αλλά όχι μόνο χρόνια πολλά,  ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ, γιατί τα χρόνια πολλά εξαρτώνται κι’ από άλλα πράγματα και καταστάσεις, αλλά τα «Χρόνια Καλά»  εξαρτώνται αποκλειστικά από μας. Κι’ ας στείλει κάποιος τις ευχές του, θα τις κορνιζώσω.                     

Βαγγέλης Μαυροδής και για το. . . ξενόγλωσσο και . . .ηλεκτρονικό,
Vagelis_mavrodis@yahoo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια: