Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Το Λαγοπόδαρο


Τώρα, σαν   τί περιμένει ο καθένας  να βγει από ένα τέτοιο τίτλο  άγνωστο, αλλά δεν μπορεί, όλο και θα έχει κάτι στο νου του, κάτι θα υποθέτει τέλος πάντων, κι’ αν δεν ξέρει τίποτα για το λαγό, όλο και θα είδε κάποιο κουνέλι, και τα δυο αυτά ζώα μοιάζουν αφού είναι δεύτερα. ..ξαδέρφια,
μόνο που το ένα «ενδιαιτάται», και μάλλον εκτρέφεται για να φαγωθεί από μάς, ενώ ο λαγός γεννοβολάει στα όρη και στους κάμπους, για να ομορφύνει τη φύση και να φαγωθεί από αλεπούδες  και λύκους, άντε και από κάποιον «τρανό» ή «αρμόδιο», στον οποίο προσφέρεται ως «πεσκέσι»  για κάποια εξυπηρέτηση, ακόμα και  για «λάδωμα» στην κρατική  μηχανή να επιταχύνει, ή και πολλές φορές, να βάλει την όπισθεν.  Μικρό το πεσκέσι βέβαια, αλλά εκείνος που συνήθισε στα τέτοια, μαζεύει τα πάντα, πόσο μάλλον που με το λαγό βρίσκει την ευκαιρία να τραπεζώσει και τον προϊστάμενο, βεβαιώνοντάς τον ότι το λαγό «τον έφερε ένας ξάδερφος απ’ το χωριό . . .» και ο κύριος διευθυντής καταλαβαίνει μεν,   αλλά. . . νόστιμος ο λαγός και το κρασί «αγιορίτικο» . . . . και τέλος πάντων, για το λαγό,  όλοι,  ακόμα και οι άσχετοι κάτι θα ξέρουν ή θα άκουσαν μπορεί και μερικοί τυχεροί να. .. έφαγαν,       κι’ αν δεν έχουν  φάει ποτέ, όλο και θα έχουν ακούσει τουλάχιστο για το νόστιμο στιφάδο και ίσως και  το σύντομο εκείνο ανέκδοτο- ποίημα που λέει, «λαγός την φτέρη έσειε, κακό του κεφαλιού του κλπ», αλλά εδώ θα μας απασχολήσουν σκέτα τα ποδάρια του λαγού και όχι τα υπόλοιπα, δε θα ασχοληθούμε δηλαδή με τη φυσιολογία και τις συνήθειές ούτε και με ποιους τρόπους μπορεί να μαγειρευτεί, αυτά είναι θέματα της αποκλειστικότητας της γνωστής κυρίας Βέφας  και του λαίμαργου κυρίου Μαμαλάκη, και λέμε «λαίμαργου» γιατί ότι μαγειρεύει, το γεύεται  και το ευχαριστιέται. Ο λαγός όμως αποτελεί και αντικείμενο μελέτης  ειδικών επιστημόνων, οι οποίοι ασχολούνται με τα θηράματα γενικώς, να τα μελετούν ,να τα προστατεύουν και να τα φέρνουν και στο τραπέζι τους, γιατί ναι μεν αυτοί οι «ειδικοί και αρμόδιοι» στέλνουν θηράματα στα ινστιτούτα για «μελέτη» αλλά βάζουν «κι απού κανένα» στο ψυγείο τους,  και  πριν από μισό αιώνα περίπου, διευθυντής υπηρεσίας που είχε σχέση με τα θηράματα, επιστρέφοντας από «περιοδεία» σε υπηρεσίες εκτός της έδρας και έχοντας στο πίσω μέρος του τζιπ μερικές ζωντανές χήνες, έτυχε να διασταυρωθεί στο δρόμο με κάποιον προϊστάμενο άλλης υπηρεσίας, και στην ερώτηση  «πού τις  πάς  τις χήνες (ας πούμε Γιώργη ;. .  .», εκείνος άνετος και με τη σιγουριά που εξασφάλιζε (και δυστυχώς εξασφαλίζει ακόμα)   το διευθυντιλίκι, απάντησε αφοπλιστικά, ότι τις πάει στο Ινστιτούτο για εξέταση . . . .  Ο άλλος άμα ζει, που σίγουρα δε ζει,  θα χαμογελάει ακόμα . .. από κει που είναι . . .
Τώρα θα μού πει κάποιος ότι αφήνουμε το κυρίως σώμα του λαγού και πιάνουμε μόνο τα ποδάρια του και μάλιστα τα πισινά που είναι μακρύτερα, αλλά στην κατεύθυνση που θα στρέψουμε το θέμα, θα δείτε ότι έχει ενδιαφέρον και μάλιστα  θα δείξουμε ότι αυτά τα πόδια του λαγού είχαν κι’ αυτά τη συνεισφορά τους στην εξέλιξη της παιδείας γενικώς, πολύ λίγο βέβαια, αλλά την είχαν, και νάτο που το θέμα άρχισε να παίρνει άλλη διάσταση και θα πρέπει να τοποθετηθούμε . . ιστορικά για να γίνουν κατανοητά μερικά πράγματα, να πούμε δηλαδή ότι η χρησιμότητα του λαγοπόδαρου, έπαψε να υπάρχει, όταν κυκλοφόρησαν τα πλαστικά σφουγγάρια και άρχισαν να παρουσιάζονται στα σχολεία, αλλά κι’ αυτά τα πλαστικά, δεν κρατούσαν την κιμωλία μέσα τους  και κάθε φορά που κάποιος έσβηνε τον πίνακα, σηκώνονταν σύννεφο η άσπρη σκόνη. Ο μαυροπίνακας λοιπόν στο κάτω μέρος όπως και τώρα, είχε μια πατούρα όπου ακουμπούσαμε τις κιμωλίες με τις οποίες έγραφε ο δάσκαλος και συνέχεια τίναζε τα χέρια του και γράφαμε κι’ εμείς οι μαθητές για να λύσουμε κάποια άσκηση στην αριθμητική, στη γραμματική  ή να εξετασθούμε στην ορθογραφία. Ο πίνακας  έπρεπε να καθαρίζεται συνεχώς και για το σκοπό αυτόν  κρίθηκε ως πιο  κατάλληλο το λαγοπόδαρο, που  έγινε απαραίτητο  σε κάθε σχολική τάξη, αλλά και παιγνίδι στα χέρια μας στη διάρκεια του διαλείμματος, που το πετούσαμε ο ένας στον άλλο, μέχρι που κάποτε ο δάσκαλος το έδεσε με σπάγκο και  ησυχάσαμε. Την προμήθεια του πρωτότυπου αυτού σπόγγου, αναλάμβαναν όσοι είχαν πατεράδες κυνηγούς και είχε πολλούς το χωριό όπως έχει και τώρα, αλλά τότε είχε και πάρα πολλούς λαγούς, ενώ τώρα οι περισσότεροι κυνηγοί βλέπουν το λαγό μόνο  στα . . . ντοκιμαντέρ. Όποιος έσβηνε τον πίνακα έπρεπε να προσέχει να μην πατάει  πολύ το λαγοπόδαρο γιατί άφηνε χαρακιές και κάθε τόσο  το χτυπούσε στην πατούρα κάτω, για να πέφτει η σκόνη της κιμωλίας στο πάτωμα. Εμείς  στο σόι μας  δεν είχαμε κυνηγούς και το λαγοπόδαρο το είδα στην πρώτη τάξη. Εκεί   μού έκαναν  εντύπωση  τα τρία νυχάκια στα μικρά δάχτυλα που ξεχώριζαν και  οι πατούσες του που ήταν σαν μαξιλαράκια, άσε που μερικά παιδιά της πρώτης το φοβούνταν, αλλά στην πρώτη τάξη όταν χρειαζόταν  τον πίνακα τον έσβηνε η δασκάλα με τα λίγα που έγραφε, γιατί εμείς δεν φτάναμε καλά,  και στην πρώτη ως γνωστόν στους κάπως ξεπερασμένους στα χρόνια, γράφαμε σε πλάκα με το κοντύλι και όσα γράφαμε τα σβήναμε συνήθως με το μανίκι, γιατί εκείνο το μια σταλιά σφουγγαράκι που είχαμε δεμένο με σπάγκο επάνω της, γρήγορα το χάναμε άσε που όταν το κοντύλι ήταν από τα σκληρά -και συνήθως τέτοια μας αγόραζαν γιατί τα μαλακά «σώνονταν» γρήγορα- άφηνε τέτοιες χαρακιές- αυλακιές στην πλάκα που για να σβήσουν, να χαθούν τα γραμμένα φτούσαμε κι’ από πάνω  κι’ έτσι το μανίκι αποχτούσε μια ωραία ασπριδερή γυαλάδα αλλά ποιος να νοιαστεί για τέτοια αλλά το  χειμώνα η γυαλάδα ήταν διπλή, γιατί έβγαινε και στο πάνω μέρος του μανικιού, από το σκούπισμα της μύτης.  Για το καθάρισμα του πίνακα  χρησιμοποιήθηκαν και άλλα μέσα όπως  μικρές μπάλες από πανί, αλλά το σβήσιμο που έκανε το λαγοπόδαρο ήταν το καλύτερο και χρησιμοποιήθηκε στο σχολείο μας  μέχρι που όπως είπαμε παραπάνω κυκλοφόρησαν τα πλαστικά σφουγγάρια και  πέρασε σε αχρηστία, δεν εμφανίστηκε ξανά. Ενώ όμως ίσως είναι αδιανόητο στους κατοπινούς να φανταστούν με τι σβήναμε τον πίνακα στο σχολείο, σε μας έμεινε ζωντανή η ανάμνηση  του μαλλιαρού  ποδιού του λαγού του φουκαρά, που με τον τρόπο του κι’ αυτός, εκτός από το στιφάδο, συνέβαλε έστω κατά το ελάχιστο στην καλλιέργεια των γραμμάτων ,της επιστήμης και της παιδείας γενικότερα. Σήμερα βέβαια στον πίνακα γράφουν τα παιδιά με μαρκαδόρο, αλλά με μαρκαδόρους  μουτζουρώνουν και τα θρανία τους, τα  ντουβάρια, τις τζαμαρίες και τα ρολά στα μαγαζιά, γράφοντας διάφορα και ζωγραφίζοντας ακαταλαβίστικα σύμβολα που μόνο αυτά τα ίδια γνωρίζουν τη σημασία τους, άσε δε εκείνο το αχαρακτήριστο και λυπηρό, που σε κάθε χωριό, κάθε φορά που φεύγουν μερικοί να υπηρετήσουν τη θητεία τους, με το σπρέι γεμίζουν τους τοίχους  με νούμερα, σειρά τάδε, και τον τόπο που θα παρουσιαστούν, αν πεις δε για τις «θύρες» των ποδοσφαιρικών γηπέδων, δεν υπάρχει τοίχος στην Ελλάδα που να μη γράφει «θύρα τάδε» , ενώ πίσω από τις κλειστές αυτές «θύρες» άλλοι τα κονομούν κλωτσώντας και ιδίως « κουμαντάροντας», τι να πεις. . . .και από το λαγοπόδαρο  ξεκινήσαμε και ά σιγά σιγά, κοντεύει να τελειώσουμε το γραπτό, και εδώ θα πρέπει να συμπληρώσουμε ένα σοβαρό. . .ιστορικό στοιχείο, ότι δηλαδή όσους Βαλκάνιους ρώτησα που κατάγονται από χωριά, -κάπως παλιούς βέβαια- οι περισσότεροι θυμούνται στο σχολείο τους το λαγοπόδαρο και για    να προετοιμάσουμε τους αναγνώστες για το επόμενο σπαρταριστό ανάγνωσμα, να πούμε οτι ένα ακόμα από τα  πολύ χρήσιμα  μέρη του λαγού ήταν κάποτε η ουρά του η οποία κανείς δεν μπορεί να φανταστεί σε τι χρησίμευε, εκτός κι’ αν  επισκέφτηκε λίγο πριν ή μετά από το 1980 τα αυτοκρατορικά ανάκτορα στη Βιέννη  και διέθετε μεγάλη παρατηρητικότητα, ιδίως για τα αντικείμενα που ήταν εκτεθειμένα σε κλειστές βιτρίνες, θα δούμε. Και μέχρι τότε χαιρετισμούς σε όλους.      Βαγγέλης Μαυροδής.
Vagelis_mavrodis@yahoo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: