Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Μολόχα

Αυτό το ταπεινό,  όμορφο και ανθεκτικό λουλούδι που οι περισσότεροι το γνωρίζουμε και δεν είναι άλλο από το γεράνι όπως το ονομάζουν γενικά, αλλά εμείς εκεί στα χωριά μας στην ορεινή βορειοανατολική Χαλκιδική, επιμένουμε να την ονομάζουμε με το πρώτο. . .
βαφτιστικό της που είναι  Μαλάχη, βέβαια όπως το . . . παρασυνηθίζουμε το αλλάξαμε ελάχιστα και το κάναμε Μολόχα, και επιμένουμε να τη λέμε έτσι, αυτό το φυτό με τη χαρακτηριστική άσχημη και αψιά μυρουδιά και τα άσπρα, ροζ ή κόκκινα λουλούδια, προσωπικά δεν μπορώ να το αγαπήσω όσο όμορφο κι’ αν είναι, μόνο και μόνο από τις παραστάσεις με τις οποίες το έχω συνδέσει από την παιδική μου ακόμα ηλικία.
Ότι  και να πεις μυρίζει άσχημα κι’ αν δεν ήταν γενικά παραδεχτό ότι μυρίζει άσχημα, δε θα λέγαμε εκείνο το είδος της μολόχας (εκείνης την οποία,  θαρρείς στις πόλεις την ξέρουν ως αρμπαρόριζα), τη μολόχα   που βάζουμε στα γλυκά και τα φύλλα της έχουν μια λεμονάτη μυρωδιά και μυρίζουν ωραία, δε θα τη λέγαμε στα μέρη μας «μοσχομολόχα», κάτι ξέρει ο λαός και τα ξεχωρίζει έτσι. 
Η χαρακτηριστική  μυρωδιά της μολόχας με γεμίζει αρνητικά συναισθήματα και η θέα της με πηγαίνει πολύ πίσω, στα χρόνια που οι μανάδες μάς έπαιρναν μαζί τους στις κηδείες, μη έχοντας πού να μάς αφήσουν. Σήμερα το θεωρούμε τουλάχιστον άσχημο αυτό, το να πάρουμε μαζί μας ένα παιδί πηγαίνοντας σε κάποια κηδεία, αλλά εμάς μας έπαιρναν και αν το καλοσκεφτούμε έχει μια βάση αυτό, με το να παρακολουθούμε τα γεγονότα από κοντά, συνηθίζαμε και σκληραίναμε, αφού όλα είναι μέσα στη ζωή ευχάριστα και δυσάρεστα.
Την εποχή λοιπόν της παιδικής μας αθωότητας, όταν οι γυναίκες πήγαιναν στις κηδείες και τύχαινε καλοκαίρι ή άλλη εποχή που υπήρχαν λουλούδια, έκοβαν από τους μπαχτσέδες και από τις αυλές και τα πήγαιναν στο μακαρίτη, αλλά το χειμώνα που δεν υπήρχε τίποτα και κάτι έπρεπε να πάν; Ο χειμώνας βαρύς στα χωριά μας και τα πάντα παγωμένα, αλλά στο κάθε σπίτι στο κατώι, στο μισοσκόταδο αλλά προφυλαγμένες από την παγωνιά υπήρχαν οι μολόχες μέσα σε τενεκέδες, -πού να βρεθούν γλάστρες και τα παρόμοια- και απ’ αυτές τις μολόχες έκοβαν μερικά ξασπρουλά κλαδάκια με πρασινοκίτρινα καχεκτικά φύλλα λόγω του χειμώνα και τα πήγαιναν στο σπίτι του πεθαμένου.
Έ  λοιπόν αυτή η χαρακτηριστική μυρουδιά της μολόχας από το χέρι της Μάνας που με κρατούσε, μού έμεινε και ακόμα και τώρα δεν την αντέχω, αλλά  ούτε και γλάστρα με γεράνι έβαλα ποτέ στο σπίτι, ενώ τα λουλούδια της είναι ωραία, και με χτυπητά χρώματα.    Τώρα, θα πει κάποιος και τι μας νοιάζει εμάς για τις . . . λουλουδικές  σου προτιμήσεις; Μα, δε γράφω τα παραπάνω για να στενοχωρήσω κάποιους, αλλά νά, θέλω να πω ότι μερικά πράγματα μένουν ανεξήγητα μέσα μας, έχουμε κάποιες φοβίες που δεν ξέρουμε την προέλευσή τους, προτιμούμε μερικά και αποφεύγουμε άλλα, και δεν  μπορούμε να ερμηνεύσουμε ιδίως τις αρνήσεις μας, ενώ πολλά απ’ αυτά ή όλα, έχουν την  προέλευση και την αιτία τους σε γεγονότα που συνέβησαν στην παιδική μας ηλικία και τη σημάδεψαν λίγο ή πολύ.
Πάντως τώρα που το ξανασκέφτομαι, δεν καταλαβαίναμε και πολλά πράγματα από τις. . .επισκέψεις αυτές που μας ανάγκαζαν να κάνουμε. Χαζεύαμε όμως μέσα στη  βαριά ατμόσφαιρα από τα πολλά κεριά και το συνεχές λιβάνισμα, συνεχές γιατί ο καθένας που πήγαινε στο σπίτι του πεθαμένου έπρεπε να τον λιβανίσει πολλές φορές και. . . κατά μήκος, αλλά  μέσα στη γενική φασαρία και στα κλάματα, για μας τα παιδιά  όλο και υπήρχε κάποια καραμέλα και μετά από κάθε τέτοια επίσκεψη, φεύγαμε με την απορία σε τι χρειαζόταν το νόμισμα στο σαγόνι του νεκρού, οπότε κάποτε ρώτησα τη Γιαγιά μας τη Χαρίκλεια, «τί μωρέ Γιαγιά τ’ θέλ’ d’ bαράδα η πιθαμένους;» κι’ ήρθε η απάντηση κοφτή και σύντομη, «τι τ’ θέλ’; Τ’ θέλ’ για να πιράσ’ αντίκρια», υπονοώντας ότι χρειάζεται το νόμισμα για να πληρώσει το βαρκάρη, τον ψυχοπομπό, να τον περάσει απέναντι από τη λίμνη, στον κόσμο των νεκρών, τα περιγράφει παραστατικά όλα αυτά ο Λουκιανός στους νεκρικούς διαλόγους.
Μπορεί αυτά να παραμερίστηκαν  μα δεν ξεχάστηκαν, μπορεί το νόμισμα, «η παράδα» να μην μπαίνει φανερά στο σαγόνι του νεκρού, αλλά σίγουρα κάποιο χέρι τη βάζει στην τσέπη, δε φεύγουν αυτά αλλά ούτε και συζητιούνται φανερά, οι γυναίκες  που τα ξέρουν αυτά είναι πολλές κι’ όταν έρθει η κατάλληλη  ώρα τα λεν και στις νεότερες. Όλες αυτές οι συνήθειες και οι δοξασίες κατάλοιπα από την αρχαιότητα, όλα αυτά τα λατρευτικά έθιμα που ήρθαν από τους αρχαίους, παρόλο που απαγορεύτηκαν και  καταδιώχτηκαν άγρια δεν ξεχάστηκαν κι’ ας πέρασαν από τότε δυο χιλιετίες, αλλά και δεν έβλαψαν ούτε βλάπτουν κανέναν, η θρησκευτική πίστη σήμερα είναι καθαρά  προσωπικό θέμα για τον καθένα  και είναι αναπόσπαστο μέρος της ελευθερίας του γενικότερα.
Τώρα, για το πρόβλημα που προέκυψε στους διαλόγους του Λουκιανού, που ο Μένιππος ήταν φτωχός και δεν είχε το απαιτούμενο νόμισμα να πληρώσει τα βαρκαριάτικα στο χάροντα να τον περάσει στον Άδη, δε μάθαμε ποτέ τί απέγινε, τον πέρασε απέναντι τζάμπα, χωρίς εισιτήριο, ή παραμένει ακόμα  στην από δω μεριά στην απόξω που λέμε; Είναι παραπάνω από σίγουρο όμως ότι και τότε το «σύστημα» θα εφάρμοζε  οπωσδήποτε εναλλακτικές λύσεις, όλο και κάποιο ειδικό ταμείο θα υπήρχε για παρόμοιες περιπτώσεις, για να μη γίνει μόδα η άρνηση πληρωμής και τι θα τους έκαναν τους άπορους, θα γέμιζε ο τόπος ένθεν του Άδου και τι να τους κάνουμε τους φτωχούς που θα μείνουν έξω από τον Άδη , τους φτωχούς τους θέλουμε για να δείχνουμε πότε πότε τα αισθήματά μας τα φιλεύσπλαχνα, κι’ αυτό βέβαια  όποτε μας βολεύει και με ότι μας περισσεύει, αλλά και ποιος δίνει από το υστέρημα  του, όταν δούμε ζητιάνο ψάχνουμε να βρούμε τα ψιλά στην τσέπη μας  και συνήθως δίνουμε λιγότερα από την τιμή ενός κεριού, άλλη  ιστορία κι’ αυτή  και άντε γύρευε να βρεις λογαριασμό, πώς θα μείνουν «οι μη έχοντες» έξω από το σύστημα, τέτοια δε γίνονταν ούτε θα γίνουν ποτέ. . . και αν ήταν βολετό να μείνουν κάποιοι έξω, δε θα έμεναν οι φτωχοί, οι μη έχοντες ποιος τους υπολόγιζε και ποιος τους υπολογίζει αυτούς, αν ήταν δυνατόν έξω θα έμεναν οι έχοντες και οι κατέχοντες, αλλά μέχρι τώρα από όσα είναι γνωστά δε γλίτωσε κανείς και όπως έγραφε στην « Μπάντα» που κεντούσαν οι Μανάδες μας και την κάρφωναν στον τοίχο,  «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» και όλες οι σχετικές υποσχέσεις περί μελλοντικού «ανταμώματός» μας,  διαφημίζονται για παρηγοριά στον άρρωστο που λέμε. . . Πάντως ο Μένιππος από μόνος του  αποκλείεται να πέρασε τη λίμνη . . . κολυμπώντας, χαζός δεν ήταν. . . . και οφείλουμε να το πούμε ότι οι πρόγονοί μας την . . . έβγαζαν φτηνά πληρώνοντας μόνο  ένα νόμισμα για . . .  διαβατήριο, ενώ σήμερα για  όλα τα χρειαζούμενα εξαφανίζεται το κομπόδεμα της γριάς και μάλλον δε φτάνει και πληρώνει κι’ από πάνω κι’ ο  ΟΓΑ.
Βέβαια και οι  αρχαίοι ημών πρόγονοι όσοι ήταν πλούσιοι και τα φυσούσαν έβαζαν νόμισμα χρυσό, - σού λέει άμα δει χρυσό ο χάρος όλο και θα τον βολέψει το δικό μας κάπου καλύτερα- κι’ όσο καλύτερα βολεύεσαι τόσο πιο κοντά είσαι στους «Μεγάλους» δηλαδή κοντύτερα στην εξουσία και έτσι, άμα λάχει, μπορείς να πλησιάσεις τον «ένα» το «Μεγάλο» και να  πεις και καμιά καλή κουβέντα, ή να δώσεις ένα  σημείωμα σε κάποιον παρατρεχάμενό του για τους «δικούς σου», για τα σόια γενικώς, για νάχουν καλύτερη μεταχείριση οι επόμενοι που θα έρθουν οπωσδήποτε, μια και κανείς δεν γλιτώνει, γνωστά αυτά. Κι’ όσο κοντύτερα είσαι στο «Μεγάλο» τόσο είσαι στα « μέσα» και  έτσι, σίγουρα μπορούν να εξασφαλιστούν οι καλύτερες λύσεις «για τους δικούς μας», δεν είναι τυχαία  αυτά,  θυμάστε παλιά που είχε γίνει της μόδας μια συγκεκριμένη προσφώνηση μεταξύ ομοϊδεατών, τότε που  λέγαμε  γεια σου «Μεγάλε;». Είχε τη σημασία του αυτό για όσους καταλαβαίνουν και . . . θυμούνται, αυτή η προσφώνηση βόλεψε πολλούς. . . .
Αλλά  θα ήταν αφελές να νομίζουμε ότι το χρυσό νόμισμα με το οποίο «λαδώνονταν» ο χάρος- βαρκάρης το έπαιρνε μόνο  για λογαριασμό του. Είναι παραπάνω από σίγουρο ότι και τότε τα ίδια συνέβαιναν, οι μίζες και τα λαδώματα μοιράζονταν όπως και σήμερα ανάλογα με το βαθμό του καθενός στην ιεραρχία της όποιας εξουσίας  όχι αυτής του κάτω κόσμου, αλλά των βαθμοφόρων του ιερατείου της επίγειας εξουσίας που και τότε κανόνιζαν τα πάντα  και δυστυχώς από τότε μέχρι σήμερα δεν άλλαξε τίποτα μια και οι αφελείς όσο πάει και πληθαίνουν. . .                            
Αυτά  τα χρυσά νομίσματα, ή ακόμα και οι  ταπεινοί οβολοί, όσα γλίτωσαν  και δεν έγιναν ψιλά από τους επιτήδειους, τα  βρίσκουν σήμερα οι αρχαιολόγοι και κάνουν τις ανακοινώσεις τους και τα βλέπουμε κι’ εμείς στις βιτρίνες των μουσείων  και θαυμάζουμε τσ, τσ, τσ .. . .και οι αρχαιολόγοι μας με τέτοιες ανακοινώσεις όλο και κάποιο ποσοστό επί του μισθού τσιμπούν και . . .χαλάλι τους, και από την απέναντι μεριά, για τον ίδιο λόγο, άλλοι, «λειψανολόγοι» αυτοί, δημοσιεύουν μεταπτυχιακές και διδακτορικές εργασίες για «τεμάχια» λειψάνων προ πολλού τεθνεώτων αγνώστων προσώπων, αλλά με  μισοσβησμένες περγαμηνές  αγιοσύνης,  χωρίς τη δυνατότητα ταυτοποίησης με τις σύγχρονες μεθόδους, γνωστά αυτά και αιωνίως διαχρονικά. . . Βέβαια και τότε οι ιερείς φορώντας  το ανάλογο επαγγελματικό ύφος ανέπεμπαν τις σχετικές παρακλήσεις και τότε σίγουρα με το αζημίωτο φυσικά, αφού  η  αβεβαιότητα και ο φόβος για το άγνωστο πάντα άφηναν και αφήνουν σίγουρο κέρδος   στους μεσάζοντες, τα ίδια και τότε και ποτέ δεν ήταν καλύτερα, και νά, απ’ την αθώα τη Μολόχα ξεκινήσαμε και μας προέκυψαν κι’ άλλα, και είναι πολλά αυτά που μας άφησαν οι πρόγονοί μας οι Έλληνες, μερικά ήρθαν κατευθείαν χωρίς καμιά αλλαγή, άλλα προσαρμόστηκαν στη νέα θρησκεία κατά πως τη βόλεψε, και ευτυχώς που βρέθηκαν μερικοί Ευρωπαίοι λάτρεις της ΓΝΩΣΗΣ και μας ξανάδωσαν το όνομά μας, μάς ξαναβάφτισαν Έλληνες. Γιατί, για χίλια και παραπάνω χρόνια το όνομα αυτό ξεχάστηκε  σκεπασμένο από τα συντρίμμια των αρχαίων ναών, από τους καπνούς των καμένων βιβλιοθηκών και τις φωτιές που άναψaν οι Βυζαντινοί στον  ιππόδρομο για τους Βογόμιλους  και τους αιρετικούς, θέματα σοβαρά αυτά τα περιγράφει κάποια γαλαζοαίματη Άννα, γι’ αυτό και σώθηκαν   και δεν αμφισβητούνται, ασχολήθηκαν μ’ αυτά  επιστήμονες με κύρος, ιστορίες που μας πονούν αυτές, αλλά κάποτε πρέπει να τις μάθουμε σωστά, χωρίς προκαταλήψεις, άλλωστε οι αντίθετες δυνάμεις εδραιώθηκαν και δεν κινδυνεύουν, απλώς συγκρίσεις μπορούν να γίνουν και να «εξαχθούν» τα σχετικά συμπεράσματα . . . .Θλιβερό το σημερινό θέμα, αλλά πού να τα βρεις όλα τα χαρούμενα, δε βαριέσαι όλα μέσα στη ζωή είναι, εδώ βλέπεις  πολλές φορές θλιμμένες φάτσες σε γάμους και γελαστά πρόσωπα σε κηδείες και μνημόσυνα ιδίως, εκεί που ξεδίνουν οι τεθλιμμένοι, τι να πεις, όλα έχουν μια ερμηνεία που δεν είναι κι’ απαραίτητο να δίνεται  πάντοτε  από μεταφυσική σκοπιά, τέλος πάντων, καλός ο μακαρίτης, μερακλής και άντε. . . στην υγειά του. . .
Τώρα, για να ξεφύγουμε λίγο από τη σοβαρότητα που πήρε το όλο θέμα, να πούμε και κάτι που γράφτηκε όπως λέμε ποιητική αδεία, να πούμε  για ένα τραγούδι που το τραγούδησε η Βουγιουκλάκη και μιλάει για μια πεταλούδα που «πέταξε στης γλάστρας το γεράνι, και, ποιος ξέρει άραγε τι τούπε η ψεύτρα η ξελογιάστρα, κι’ εκείνο (το γεράνι) εκοκκίνησε ακόμα πιο πολύ», αυτό το ανέφερα έτσι, είπαμε για να ελαφρύνει λίγο η ατμόσφαιρα, αν και –επιμένω σ’ αυτό- ποτέ δεν είδα πεταλούδα να κάθεται σε λουλούδι μολόχας, μπορεί να  ξεγελαστεί από το έντονο χρώμα του άνθους, αλλά η μυρωδιά του θα τη διώξει. Και μ’ αυτά και με κείνα τελείωσε, πάει κι’ αυτό το γραφτό,  κακοβγήκε,  αλλά είπαμε δε θα ‘χουμε και κάθε μέρα την ίδια έμπνευση, αύριο ίσως θα είναι πιο σπιρτόζικο αυτό που θα γράψουμε. Και θυμίζω την ηλεκτρονική μου διεύθυνση, το ιμέιλ ντε, κι’ όποιος θέλει ας γράψει δυο λέξεις, καλό θα του κάνει, ας πει ότι θέλει δε θα τον παρεξηγήσουμε, δεχόμαστε τα πάντα, από χαιρετισμούς μέχρι διορθώσεις και υποδείξεις, αντιρρήσεις και  πικρόχολα σχόλια, γράμματα, γραμματόσημα, ελιές, κράνα, ζούρβα, κάστανα απ’ όλα  ότι έχει ευχαρίστηση ο καθένας, μόνο γκρίνια δε θέλουμε.
Με χαιρετισμούς σε όλους γνωστούς και αγνώστους,

Βαγγέλης Μαυροδής            Vaggelis_mavrodis@yahoo.gr

Εν Ξάνθη, Μεσούντος Μηνός Φεβρουαρίου επί άρχοντος εν Αθήναις Ολιρενίου του Βρυξελιώτου, θησαυροφύλακος Ντομινικστροσκανίου του Λουτεσιανού, Πρωθυπουργεύοντος Γεωργίου του Ωτίωνος (αυταρά!!) και του εν τω Βουλευτηρίω αενάως αντιλέγοντος, Σαγματοποιού Αντωνίνου του Μεσσηνιακού.

.          

                                                                    

Δεν υπάρχουν σχόλια: