Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η ταυτότητα

                      
Τόσο απλό το θέμα αλλά και σύνθετο, αυτή η ταυτότητα που καθιερώθηκε ποιος ξέρει πότε, για να  μας αναγνωρίζουν όσοι δε μας ξέρουν και να μας γράφει  κάποτε ο χωροφύλακας επειδή δεν ασβεστώσαμε το πεζοδρόμιο μπροστά στο μαγαζί μας, συνέβησαν και τέτοια κάποτε, άλλα ήθη άλλοι καιροί, όμως πρέπει να πούμε ότι δεν υπάρχει μόνο μία ταυτότητα, εκτός από την αστυνομική, υπάρχουν οι διάφορες άλλες ταυτότητες, το δίπλωμα οδήγησης είναι μια ταυτότητα, αυτό ζητάει ο τροχονόμος για να μας ζεματήσει, άλλη είναι η φοιτητική ταυτότητα, διαφορετική για τους πολύτεκνους και για τα μέλη των ΚΑΠΗ, άλλη για τους ανάπηρους, ιδιαίτερο το φυλλάδιο για τους ναυτικούς, δική τους ταυτότητα έχουν οι στρατιωτικοί και  δεν ξέρω αν έχουν διαφορετική ταυτότητα οι καλόγεροι, εκδίδουν όμως απρόσωπες ταυτότητες και οι διάφοροι Μασούτηδες και Μαρινόπουλοι  για να μπορείς λέει να έχεις κάποια έκπτωση στα μαγαζιά τους, οι κάθε είδους άδειες κι’ αυτές ταυτότητες είναι από την άδεια θήρας μέχρι την άδεια ερασιτέχνη ψαρά και μικροπωλητή σε παζάρι, δυστυχώς όμως σήμερα  πάνω και από την νομοθετημένη αστυνομική ταυτότητα στέκεται και ισχύει η κομματική και χωρίς αυτήν δεν μπορείς να περάσεις την πόρτα για διορισμό στο δημόσιο ούτε και για μερικούς μήνες γνωστά αυτά, έχουμε όμως κι’ άλλες ταυτότητες τις ηλεκτρονικές, αυτές που βάζουν στο λουράκι του σκύλου για να τον βρίσκουν όταν χάνεται, έχουμε τις άλλες επίσης ηλεκτρονικές νομίζω τσιπάκια τα λεν οι γνωρίζοντες –οι γνωρίζοντες . . . αυτοί που μόνοι θα δικαιούνται να μιλούν κάποτε-  και μιλούμε για τα κρυμμένα τσιπάκια στα ρούχα ή στα παπούτσια του παιδιού για να μη χάνεται κι’ αυτό κι’ αν χαθεί να μπορέσουν να το εντοπίσουν και  ο καθένας θα ήθελε ο άνθρωπός του που πάσχει από αμνησία ή από τη νόσο εκείνου του Αλτσχάϊμερ , θα ήθελε να μπορεί να τον εντοπίζει από το σήμα που εκπέμπει το ανάλογο τσιπάκι, και από τις περιπτώσεις ανάγκης, ένα βήμα μόνο είναι η γενίκευση του μέτρου αφού μας πείσουν ότι κινδυνεύουμε από απαγωγείς, άσχετα αν οι απαγωγείς δεν πιάνουν όποιον κι’ όποιον, αλλά να,  μιλώντας για τη μια και την άλλη περίπτωση των ταυτοτήτων, έρχεται αυτόματα το προφητικό τραγούδι εκείνων των ροκάδων καλόγερων –κάπου εκεί προς τη Ναύπακτο εγκαταβιώνουν, ναι, αυτή είναι η σωστή έκφραση-,εκείνο το τραγούδι που μιλά για ένα τσιπάκι τόσο δα που νομίζω ότι θα προλάβουμε να το δούμε να το φυτεύουν υποδορίως στον άνθρωπο για να τον εντοπίζει εύκολα η σύζυγος και η . . . Εφορία   και από το ένα πάμε στο άλλο, θυμήθηκα εκείνο το 999- θαρρείς ανάποδα τόγραψα- αλλά όλα έχουν μια βάση άσχετα αν ξεκινούν από λάθος τοποθέτηση, αυτό το ανάποδο 999 δεν αφορά στη θρησκεία αλλά έχει άμεση σχέση με τα όρια της ελευθερίας του ατόμου και αυτοί που θα το εμφυτέψουν στο  σώμα μας με νόμο βέβαια, δεν ενδιαφέρονται για τη θειά  Μαριγούδα απ’ το χωριό, αυτούς τους ενδιαφέρει  ο σκεπτόμενος άνθρωπος εκείνος που μπορεί  μέσα από την αμφισβήτησή του για το σύστημα να πάει κόντρα, να πάει ανάποδα και να κάνει ζημιά σ’ αυτό το σύστημα που στήνεται και στηρίζεται από ανθρώπους που τουλάχιστον έχουν σπουδάσει στο Λόντον Σκουλ Εκόνομιστ ή δεν ξέρω πως το λένε ακριβώς, αλλά προχωρούμε στην . .  . .ανάλυση και εκτός από τις ταυτότητες με τη φωτογραφία μας,   όλοι ή οι περισσότεροι έχουμε μια κάρτα από τράπεζα κι αυτή ταυτότητα είναι και τη χρειαζόμαστε για να κάνουμε αναλήψεις από κείνα τα μηχανήματα που τώρα τελευταία διάφορες «σπείρες» τα σηκώνουν με γερανούς και τα ελαφρώνουν από το περιεχόμενό τους με την ησυχία τους, πήξαμε στις ταυτότητες και στις κάρτες, έχουμε και τις πιστωτικές, από τη μία κάρτα παίρνεις για να ξοφλήσεις την άλλη, έρχονται και οι τράπεζες και δίνουν πριμ  για το όλα σε ένα και αλίμονο   σε κείνον που ξοδεύει παραπάνω από όσα βγάζει, εκτός κι’ αν τα πεθερικά του είναι αμφότεροι συνταξιούχοι του δημοσίου οπότε βολεύεται εσαεί,  παλιά είχαμε μόνο την αστυνομική ταυτότητα και τα βολεύαμε, μπορούσαμε ακόμα και τον αριθμό της να θυμηθούμε, σήμερα πρέπει να θυμάσαι τα πιν άλλο για το κινητό, άλλο για την κάρτα  ανάληψης, συνέχεια ζητούν και το αφμ, τα γράφουμε κάπου σε ένα χαρτάκι, τόχουμε στο πορτοφόλι, μας το  κλέβουν το πορτοφόλι και κάνουν τις αναλήψεις τους ανενόχλητοι, τέτοια ωραία, αλλά κοντεύουμε να ξεφύγουμε πάλι από το θέμα, στην ταυτότητα την αστυνομική, εκεί πρέπει να πάμε, μ’ αυτήν συνέβη το ευτράπελο, και θα δούμε τι ακριβώς έγινε,   και, κάποτε βγήκε νόμος να αλλάξουμε τις παλιές προπολεμικές ταυτότητες, εκείνες τις σκέτες χάρτινες –θαρρείς ήταν πράσινες  προς το μπλε ,τέτοιο χαρτί τους περίσσευε ποιος ξέρει- εκείνες τις ταυτότητες  που δίπλωναν με τη φωτογραφία αριστερά  και δεξιά τα στοιχεία του κατόχου που  τάγραφε και τότε όπως και σήμερα  ο αστυνομικός υπάλληλος με το χέρι βαριεστημένος, έπρεπε όλοι οι Έλληνες να έχουν ταυτότητα, λογικό αυτό, για να μην μπορεί ο καθένας να λέει ότι είναι κάποιος άλλος, όπως κάναμε  στο Γυμνάσιο που στην πρώτη τάξη ήμασταν 85 παιδιά ναι τόσα ήμασταν και μην απορείτε και ώσπου να μας μάθουν οι καθηγητές περνούσε η χρονιά, και δε θα ξεχάσω ότι στο μάθημα των Γαλλικών με καθηγητή τον αείμνηστο  Πασχαλίδη, δε θα ξεχάσω ότι σηκωνόταν να πει μάθημα όποιος ήξερε, ενώ άλλον φώναζε από τον κατάλογο, σηκωνόταν  στον πίνακα όποιος ήξερε μάθημα, και όλη η τάξη δε μιλούσε, δε μιλούσαν ούτε και όσοι  περνιόταν για  ευσεβείς και θεοφοβούμενοι, σου λέει θάρθει και η σειρά μου και ο βαθμός μου χρειάζεται, γυρίζουμε στην αστυνομική ταυτότητα που έπρεπε ο κάθε ενήλικος να την έχει μαζί του, τώρα  θα μου πείτε άμα πήγαινε η θεια στη Σαλονίκη και χωρίς ταυτότητα ποιο το ζόρι, αλλά έλα που η διαταγή ήταν διαταγή και τα σκυλιά δεμένα  που λέμε.. . . και έπρεπε μέσα σε ορισμένες προθεσμίες να γίνει η αντικατάσταση της παλιάς ταυτότητας με αυτήν του νέου τύπου, φωτογραφία και υπογραφή του κατόχου από τη μια μεριά με τον αριθμό δίπλα και από κάτω η υπογραφή του κυρίου διοικητού, και  από την πίσω μεριά  τα στοιχεία όλα, πότε γεννήθηκες, ποιο το ύψος και το χρώμα οφθαλμών, ακόμα και το θρήσκευμα αναγράφονταν λες και ο κλειδοκράτορας του κάτω κόσμου δε σε βάζει μέσα αν δε δείξεις ταυτότητα αλλά και πού να τη βρεις τότε αφού όταν αποδημήσεις η ταυτότητα επιστρέφεται   στην «εκδούσα» αρχή,  γενικά στην αστυνομική ταυτότητα γράφονται όλα  όσα χρειάζονται ή για να σε στείλουν στη ψειρού, ή για να βγάλεις δάνειο και να συντάξεις συμβόλαιο και αλίμονο αν χάσεις αυτήν την ταυτότητα και τη βρει κάποιος αετονύχης, μπορεί χωρίς να το καταλάβεις να βρεθείς  ιδιοκτήτης νησιού ή πρόεδρος εταιρείας για την οποία δεν έχεις ιδέα, είναι πιθανό να βρεθείς με χρέος στην εφορία, ή να κληθείς να δικαιολογήσεις  εμπορικές δραστηριότητες που αγνοείς,  και πολλοί οι οποίοι έχασαν την αστυνομική τους ταυτότητα βρέθηκαν κατηγορούμενοι  για παράνομες συναλλαγές τις οποίες ουδέποτε πραγματοποίησαν, ή για συμβόλαια τα οποία ποτέ δεν υπέγραψαν, γι’ αυτό προσοχή, με την αστυνομική ταυτότητα δεν παίζουμε, δηλώνουμε αμέσως την απώλειά της  στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή κλπ κλπ, και ως εδώ καλά, αλλά από δω και πέρα θα πρέπει να περιγράψουμε τι  έγινε όταν πήγε η θεια  Πουλιουξιέν’- την πήγαν δηλαδή- να βγάλει ταυτότητα στην αστυνομία της Αρναίας, και δεν την έλεγαν έτσι τη θειά, αλλά αλλάζουμε τα ονόματα για να μη δημιουργηθεί καμιά παραξήγηση παρά το ότι πέρασε από τότε σχεδόν μισός αιώνας. Με το σήμερα και με το αύριο λοιπόν και  έχουμι δλιές  κι δεν αδειάζουμι, κι πότι να πάμι σ’ν Αρναία, έχουμι να μάσουμι κι τα καρύδια, ύστερα έρχονται και τα κάστανα, κι’ έτσι με τα κάστανα και τα καρύδια, φαγώθηκαν και έβαψαν τα χέρια τ’ς θειας τ’ς Πουλιουξιέν’ς, τέλος πάντων κάποια μέρα την πήρε η θυγατέρα της η Αγότσιου και με το λεωφορείο την κατέβασε στην Αρναία, η αστυνομία εκεί πάνω από την πλατεία,  ανέβηκαν  και όταν ήρθε η σειρά τους το αρμόδιο «όργανο» αφού συμπλήρωσε το δελτίο ταυτότητας, ζήτησε από τη θεια Πουλιουξιέν’  το δεξί της χέρι, να το μελανώσει και να  πάρει τα αποτυπώματα  από τα δάχτυλα όπως όριζε η εγκύκλιος του σεβαστού υπουργείου, οπότε διαπιστώθηκε ότι το χέρι ήταν τόσο βαμμένο από τα τσέφλια των καρυδιών και τόσο ταλαιπωρημένο από τα κάστανα που μάζεψε η θεια, που δεν ξεχώριζαν τα αποτυπώματα, ήταν  αδύνατο δηλαδή να φανεί κάτι στο χαρτί, οπότε ο Χωροφύλακας γυρίζοντας  είπε στη θεια να πάει άλλη φορά αφού καθαρίσει το χέρι της, άκουσε η θεια και σκέφτηκε ότι θα περνούσε την ίδια ταλαιπωρία,  την «έπιανε» και το λεωφορείο  και η προθεσμία τελείωνε, και απελπισμένη γύρισε προς τη θυγατέρα με σοβαρότητα  και είπε εκείνο το ιστορικό που διαδόθηκε στο χωριό και  το θυμούνται ακόμα, είπε «Βάλι μαρί Αγότσιου ιδώια του χέρι σ’ για τ’ ιμένα  να μη ξαναέρχουμέστι. . . .»  κόκκαλο το όργανο και δεν ενδιαφέρει αν ξαναπήγε η θεια που μάλλον αυτό θάγινε, έμεινε όμως το συμβάν να το λέμε  μέχρι τώρα, η θεια δεν υπάρχει πια, αλλά  κάθε φορά που βλέπεις στο χωριό κάποιον με βαμμένα τα χέρια από το ξεφλούδισμα των καρυδιών επαναλαμβάνεις το ρηθέν υπό της θειάς Πουλιουξιέν΄ς, εκείνο το  βάλι μαρί ιδώια του χέρι σ’ για τ’ ιμένα, κλπ κλπ και λεν οι τριγύρω , «μα πού του θμάστι ρε; Βρεεεεε . . . !!! »   Αυτά και χαιρετίσματα σε όλους , αλλά οφείλουμε να πούμε για το όνομα της θυγατέρας που ακούστηκε παραπάνω, ότι  η Αγότσιου  είναι, ή μάλλον κατάντησε να είναι το . . . υποκοριστικό του αυτοκρατορικού ονόματος που ακούγονταν στο Βυζάντιο, είναι  το. .  .χαϊδευτικό του ονόματος Αυγούστα. . . .!!! και όσο για το όνομα της μητέρας, αυτό το Πουλιουξιέν’ είναι εύκολο να το βρούμε, είναι η Πολυξένη, προσαρμοσμένη φωνητικά στη  γλώσσα των βορείων προαστίων του Χολομώντα. . .και είπαμε για χαιρετίσματα, αλλά από πουθενά  δεν ήρθε ένα μήνυμα  έτσι για να πούμε ότι κάποιος μας θυμάται, δεν πιστεύω να έμεινα ο τελευταίος των συνομηλίκων. . .  Αυτά.

                                              Βαγγέλης Μαυροδής.               


Δεν υπάρχουν σχόλια: