Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Η Ε λ ι ά μας


Ο Παππούς μας ο Βαγγέλης, συνέχεια μας λέει παραμύθια. Ξέρει πολλά παραμύθια ο Παππούς, όχι σαν αυτά που διαβάζουμε στα βιβλία. Ο Παππούς τα παραμύθια που μας λέει τα φκιάχνει μόνος του και είναι πάρα πολύ ωραία, χαίρεσαι να τον ακούς κι’ όταν τα λέει αλλάζει έτσι τη φωνή του και με τα χέρια του κάνει κινήσεις, που νομίζεις ότι όσα λέει είναι αλήθεια και γίνονται τώρα, την ώρα που τα αφηγείται. Βάζει τα ζώα και τα πουλιά, ακόμα και τα δέντρα να μιλούν σαν να είναι άνθρωποι. Εγώ και η μεγαλύτερη  αδερφή μου δε χορταίνουμε να τον ακούμε κι’ εκείνος δε βαριέται καθόλου.
Μάλιστα πολλές φορές ακούει και η Μαμά και την έχουμε δει να χαμογελάει με σημασία και να βλέπει με θαυμασμό τον Παππού μας. Μπορεί να σκέφτεται τα παιδικά της χρόνια τότε που άκουγε και η ίδια τα παραμύθια του και τώρα τα ξαναθυμάται ποιος ξέρει.. . .Ο Παππούς μας γεννήθηκε σ’ ένα χωριό στα βουνά της Χαλκιδικής, αλλά όπως μας λέει οι πρό προ παππούδες του προπάππου του  Κωσταντή,  είχαν γεννηθεί στη Θάσο, κοντά στη θάλασσα.   Ο Παππούς μας έχει ένα κτήμα στη Θάσο, στο χωριό Ποταμιά, με μεγάλες καρυδιές και μια θεόρατη ελιά, και φέτος το καλοκαίρι όσον καιρό κάναμε διακοπές ήμασταν εκεί, κάτω από τη μεγάλη ελιά με την πολύχρωμη  σκηνή μας. Εκεί περάσαμε ωραία δίπλα στη θάλασσα και του χρόνου θα ξαναπάμε.
Η ελιά στο κτήμα του Παππού είναι πάρα πολύ μεγάλη και ο κορμός της είναι τόσο χοντρός, που μαζί με την αδερφή μου δεν μπορούμε να τον αγκαλιάσουμε. Τα κλωνάρια της κάνουν τόσο πολύ ήσκιο που εκτός από τη μεγάλη σκηνή μας, χωράει και το τραπέζι με τις πολλές καρέκλες τις ξαπλώστρες  και την κούνια που κρέμασε ο Παππούς από το μεγάλο κλαδί στο πίσω μέρος. Την κούνια την έφκιαξε ο ίδιος με χοντρό σκοινί κι’ ένα σανίδι που  χωράει και τις δυο μας, ακόμα και τη φίλη μας τη Φαίδρα που έρχεται από δίπλα κάθε μέρα και παίζουμε.
Χθες ο Παππούς πήγε στη Θάσο κι’ όταν γύρισε από κει το βράδυ ήρθε στο σπίτι μας και η Μαμά του έφκιαξε καφέ. Εμείς μένουμε δίπλα δίπλα με τον Παππού, τη Γιαγιά και το θείο μας τον Ανδρέα. Τα σπίτια μας είναι ξεχωριστά, αλλά ανεβαίνουμε στη βεράντα από  την ίδια εξωτερική σκάλα.
Ρωτήσαμε τον Παππού πώς πέρασε στη Θάσο κι’ αν είχε κύματα η θάλασσα τώρα που είναι χειμώνας, ρωτήσαμε και για την ελιά κι’ εκείνος αν και φαινόταν κουρασμένος, βρήκε ευκαιρία κι’ άρχισε να λέει, να λέει άρχισε το παραμύθι μέχρι αργά, μέχρι που νυστάξαμε……
- Κάθισε λέει κάτω από την ελιά κι’ εκεί γύρω δεν υπήρχε κανένας άλλος ούτε τουρίστας ούτε χωριανός κι’ όπως ήταν όλα ήσυχα, ξαφνικά λέει η ελιά, κούνησε ένα κλωνάρι της προς τη μεριά του κι’ άρχισε να τον ευχαριστεί που την περιποιήθηκε όλο το καλοκαίρι, που κλάδεψε τα ξερά κλαδιά της, την πότιζε και  καθάριζε τα  αγριόχορτα γύρω της. Και ρώτησε λέει και για μας η ελιά, για μένα και την αδερφή μου τη Στέλλα.. .!!
-Και τι τής είπες Παππού;
-Της είπα ότι τώρα και οι δυο πηγαίνετε στο Σχολείο και μαθαίνετε σπουδαία πράγματα κι’ εκείνη με θαυμασμό είπε ότι καλά κάνουν τα παιδιά, εγώ όσα γνωρίζω, τα έμαθα ακούγοντας τους ιερείς που υπηρετούσαν  τον αρχαίο Ναό εδώ δίπλα, από τους περαστικούς και από όσους άκουγα να συζητούν καθισμένοι στον ήσκιο μου.                                                   
Και πώς τα κατάφερες και έγινες τόσο μεγάλη ελιά; Ποιος σε φύτεψε;
-Θυμάσαι; Ποιος σε περιποιήθηκε;
-Ε… που να σου τα λέω τώρα. . . πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, πολλοί αιώνες. Έζησα σε πολέμους και καταστροφές, είδα τους ανθρώπους γύρω μου ευτυχισμένους και χαρούμενους αλλά και κάποιες φορές ανεξήγητα δυστυχισμένους, πολλά από όσα είδα και έζησα δεν τα θυμούμαι πια τα ξέχασα, αλλά κάθε χρόνο που έχω τα γενέθλιά μου, έρχεται στη θύμησή μου εκείνο που συνέβη τότε κάποια πολύ μακρινή χρονιά, τότε που ο Θεαγένης ο μοναχογιός του Αριστίωνα νίκησε στους Ολυμπιακούς αγώνες εκεί στην Ολυμπία στη χώρα του Πέλοπα. . . Ήταν πρόγονος σου ο Αριστίων, η καταγωγή του από την Αίνυρα της Θάσου, πόλη μεγάλη  και ένδοξη με ναούς περίλαμπρους, στάδιο θέατρα και γυμναστήρια, με άρχοντες που κυριότερη φροντίδα τους είχαν την πρόοδο της πόλης.
-Ήταν σπουδαία και πλούσια πόλη η Αίνυρα, με μεγάλο φυσικό λιμάνι. Από κει η πόλη έστελνε παντού τα προϊόντα της, το φημισμένο κρασί, το μέλι και το λάδι της, μάρμαρα και ξυλεία, γεμίζοντας πλούτη και σκορπώντας τη φήμη της για την πρόοδο των πολιτών της στα γράμματα και στις τέχνες, σε όλες τις ελληνικές πόλεις.
Εκεί λοιπόν, στο στάδιο της αρχαίας Ολυμπίας, αμέσως μετά την ανακήρυξη του Θεαγένη ως νικητή ,η πρώτη ιέρεια του ναού του Δία στην Ολυμπία, ντυμένη με λευκό χιτώνα τον στεφάνωσε με το στεφάνι από τα κλαδιά της ιερής ελιάς, μέσα στο κατάμεστο στάδιο κάτω από έναν λαμπρό ήλιο και με τις ζητωκραυγές των αθλητών και των θεατών που είχαν έρθει να πάρουν μέρος και να παρακολουθήσουν τους αγώνες, συνοδευόμενοι από τις επίσημες αντιπροσωπείες της πόλης τους.
Με το στεφάνωμα του νικητή,  σε μια ατμόσφαιρα φορτισμένη από επευφημίες και ανάμεσα στις ζητωκραυγές , μια από τις ιέρειες πρόσφερε στο Θεαγένη ένα μικρό δέντρο ελιάς  φυτεμένο σε αγγείο περίτεχνα ζωγραφισμένο, για να το φυτέψει ο ίδιος στο ναό της πόλης του.
Εκείνη  η μικρούλα ελιά  είμαι εγώ που βλέπεις τώρα και θα σου πω την ιστορία μου, κάνε υπομονή μόνο , δεν ξέρω από πού να αρχίσω είναι τόσα πολλά βλέπεις, είναι γεγονότα που συνέβησαν στο πέρασμα πολλών αιώνων.
-Εδώ σ’ αυτόν τον όμορφο τόπο, όπως μετρούν το χρόνο οι άνθρωποι, ήρθα  το έτος 480 της παλιάς χρονολογίας  τη χρονιά που στεφανώθηκε στην Ολυμπία  νικητής ο Θεαγένης. Τότε με έφεραν από κει, αλλά το πλοίο που μετέφερε το Θεαγένη και την επίσημη αντιπροσωπεία της πόλης, κατευθύνθηκε πρώτα στο νησί της Πάρου κι’ αυτό για να τιμηθούν τα ιερά των προγόνων, αφού οι ιδρυτές της Αίνυρας ήρθαν από την Πάρο με αρχηγό τον Τελεσικλή και το γιο του τον ποιητή Αρχίλοχο. Οι Πάριοι οργάνωσαν γιορτές που κράτησαν μέρες, γιορτές με αγώνες  στο στάδιο, αρματοδρομίες, χορούς και θεατρικές παραστάσεις και κάποια μέρα το πλοίο μας φορτωμένο με πλούσια δώρα σήκωσε άγκυρα για την επιστροφή.   Με ωραίο καιρό και ανοιχτό το κάτασπρο πανί διασχίζαμε τη θάλασσα και κάθε φορά που συναντούσαμε άλλα πλοία, τα πληρώματα μας χαιρετούσαν με ζητωκραυγές και οι κωπηλάτες κρατούσαν τα κουπιά στον αέρα, όταν μάθαιναν ποιος ταξιδεύει.
-Από την Πάρο ύστερα από ταξίδι λίγων ημερών το πλοίο μας πέρασε από τη Μένδη, πόλη της  Παλλήνης, την Τορώνη της Σιθωνίας  και από άλλες πόλεις και στο τέλος του καλοκαιριού  περάσαμε από τη Μαρώνεια, μεγάλη πόλη της Θράκης απέναντι από τη Θάσο. Σε όλες τις πόλεις που περάσαμε, παντού γιορτές  και θυσίες, γιατί ήταν μεγάλη τιμή για κάθε πόλη να την επισκεφθεί ένας Ολυμπιονίκης συνοδευόμενος από την αντιπροσωπεία της πόλης του. Η επίσκεψη αυτή θεωρούνταν ως σύναψη επίσημης συνθήκης φιλίας και συνεργασίας. Τελευταίος σταθμός προς την Αίνυρα η πόλη των Αβδήρων, μεγάλη και ονομαστή στη Θράκη και στο Πανελλήνιο. Εκεί, άρχοντες ιερείς και πλήθος κόσμου μας υποδέχθηκαν και το βράδυ όλοι παρακάθισαν σε συμπόσιο με συνοδεία χορευτών και μουσικής από εξαίσιες αυλητρίδες. Από κει είδαμε  το νησί της Θάσου και τη νύχτα  φαίνονταν καθαρά οι αναμμένες φωτιές σημάδι ότι έμαθαν για την επιστροφή και μας περίμεναν. Έτσι την άλλη μέρα  όταν το πλοίο μας ανοίχτηκε στο πέλαγος κατευθυνόμενο προς τη Θάσο, συναντήσαμε πλήθος από στολισμένα πλεούμενα που ήρθαν να μας προϋπαντήσουν
Με τις συνεχείς  ζητωκραυγές των πληρωμάτων από τα πλοία που μας συνόδευαν μπήκαμε στο ευρύχωρο λιμάνι της Αίνυρας όταν ο ήλιος ήταν ψηλά.
Εκεί περίμενε όλη η πόλη με τους ιερείς και τους άρχοντες. Μπροστά η πρώτη ιέρεια του ναού η πανέμορφη Φαιναρέτη με τη συνοδεία της από τις ομορφότερες κοπέλες της πόλης, που όλες μαζί έραιναν με λουλούδια τον Ολυμπιονίκη. Γνώριζαν όλοι πόσο μεγάλη τιμή και δόξα χρεωστούσε η πόλη στο νικητή. Όλη η πόλη παραληρούσε από χαρά και όλοι ήθελαν να πλησιάσουν το νικητή , να τον αγκαλιάσουν.
Μετά τη μεγαλειώδη υποδοχή όπως άρμοζε για Ολυμπιονίκη, η πομπή έφτασε στο ναό όπου προσφέρθηκε η καθιερωμένη θυσία και στεφανώθηκε το άγαλμα της θεάς.
Κι’ εκεί, δίπλα στο ανατολικό περιστύλιο σε λάκκο που είχαν ετοιμάσει οι άνθρωποι του ναού, με φύτεψε ο μεγάλος αθλητής με τις ζητωκραυγές όλων των συμπολιτών του.
Έτσι έφτασα εδώ σ’ αυτόν τον τόπο κι’ από τότε πέρασαν αιώνες πολλοί. Εδώ με περιποιήθηκαν οι άνθρωποι του ναού και μεγάλωσα γρήγορα. Τα πρώτα χρόνια ο κορμός μου ήταν λεπτός αλλά το φύλλωμά μου πλούσιο. Έγινα ένα ωραίο δέντρο και μεγάλωνα κάτω από την προστασία του ναού. Και κάθε χρόνο που η πόλη οργάνωνε γιορτές  για να τιμήσει τον ολυμπιονίκη Θεαγένη, η ιέρεια του ναού η Φαιναρέτη έκοβε ένα μικρό κλαδί από τα κλωνάρια μου να στεφανώσει το άγαλμα της θεάς. Στην πόλη όλοι με πρόσεχαν και με τιμούσαν κι’ όταν πάνω στα κλαδιά μου ωρίμασαν οι πρώτοι καρποί, τους μάζευαν κάθε χρόνο και με το λάδι τους άναβαν τον άσβεστο λύχνο μπροστά στο άγαλμα της θεάς. Βλέπεις δεν ήμουν ένα οποιοδήποτε δέντρο, ήμουν η ιερή ελιά της πόλης φερμένη από την Ολυμπία, προορισμένη να υπηρετώ τη θεά.
-Εδώ λοιπόν σ’ αυτόν τον τόπο ακίνητη τόσους αιώνες έβλεπα κι’ άκουγα τους ανθρώπους γύρω μου, έμαθα τη γλώσσα τους, τους καταλάβαινα . . . .
-Έτσι πέρασαν χρόνια και χρόνια ευτυχισμένα, μέχρι που άρχισαν οι αδελφοκτόνοι πόλεμοι ανάμεσα στις πόλεις τις Ελληνικές. Ήρθαν  εχθροί της πόλης με μεγάλα πλοία, έκοψαν τα δάση κι’ έσκαψαν παντού αναζητώντας πολύτιμα μέταλλα και μετέφεραν στις μακρινές πόλεις τους όσα μάρμαρα μπόρεσαν, αλλά εμένα δε με ενόχλησαν, ούτε και το ναό. Έφτασαν στο νησί εισβολείς βάρβαροι με άλλες γλώσσες και διαφορετικές συνήθειες, που λάτρευαν άλλους θεούς και όμως με σεβάστηκαν, μάθαιναν βλέπεις από τους ιερείς ότι ήμουν το δέντρο του ναού, η ιερή ελιά. Έτσι με τη  φροντίδα των ανθρώπων μεγάλωνα και έδινα πολλούς καρπούς και στο πέρασμα των αιώνων είδα να αλλάζουν πολλές ιέρειες  ιερείς και άρχοντες, αλλά κράτησα στη μνήμη μου τη μορφή της πρώτης ιέρειας της καλλίμορφης Φαιναρέτης που πρώτη εκείνη με περιποιήθηκε, με ανάστησε. . .Εδώ στον ήσκιο μου συζήτησαν επιφανείς άνθρωποι που πολλοί έγραψαν ιστορία και άλλοι με τις πράξεις τους την άλλαξαν, απ’ εδώ πέρασαν Αθηναίοι και Σπαρτιάτες τότε με το μεγάλο αδελφοκτόνο πόλεμο, εδώ ήρθαν προσκυνητές στο ναό ο Δημόκριτος κι’ ο Θουκυδίδης θα γνωρίζεις βέβαια γι’ αυτούς, έγραψαν για τον κόσμο, δίδαξαν τους ανθρώπους και τους ανέβασαν ψηλότερα. Και κάποτε πάλι η ιστορία έκανε κύκλο και οι πόλεμοι σταμάτησαν, οι άνθρωποι κρέμασαν τις ασπίδες και ξανάπιασαν το αλέτρι και το κλαδευτήρι, γέμισαν πάλι τα θέατρα και τα στάδια ήρθαν οι χαρές στην πόλη, και η ζωή ξαναβρήκε την ειρηνική της πορεία,
Έτσι ήταν τότε σε κείνους τους τόσο μακρινούς αιώνες. . . . σε κούρασα όμως με την πολυλογία μου, είχα καιρό βλέπεις να μιλήσω και σπάνια το κάνω, διαλέγω τους ανθρώπους που ξέρουν να με ακούν και να με καταλαβαίνουν, άλλωστε εσύ με περιποιήθηκες και ενδιαφέρθηκες για μένα, πρέπει να σε ευχαριστήσω λοιπόν. . . .
-Εδώ σταμάτησε η ελιά να μιλάει και κούνησε τα κλαδιά της ίσως για να ξεμουδιάσει. Γύρισα και την κοίταξα  και για πρώτη φορά είδα ψηλά στον κορμό της λίγο πιο κάτω από κει που αρχίζουν τα χοντρά κλαδιά της, είδα ότι εκεί ο κορμός της είναι πιο χοντρός και μου φάνηκε αφύσικο αυτό το εξόγκωμα, δεν κρατήθηκα λοιπόν και τη ρώτησα,
-Πες μου ,αυτόν το χοντρό κόμπο που έχεις εκεί ψηλά στον κορμό σου τι
είναι; Πώς έγινε; Σε πλήγωσε κάτι;
-Ε. .. .αυτή είναι μια άλλη πολύ παλιά ιστορία που δε θέλω να τη θυμούμαι, μια
ιστορία που με πληγώνει, αλλά αφού με ρώτησες θα σου πω.
-Ήρθε  κάποτε μια ειρηνική εποχή  που οι άνθρωποι ευτυχισμένοι μέσα στην καθημερινότητά τους, δεν έδιναν σημασία στις φήμες που έφταναν ως την πόλη μας και συνέχιζαν τις ασχολίες τους όπως πάντα, αλλά όλα έδειχναν ότι κάτι το καινούργιο έφτασε απέναντι στις ακτές της Θράκης, κάτι πρωτόγνωρο συνέβαινε, όμως οι ειδήσεις λιγοστές και αόριστες, μέχρι που  άνθρωποι σταλμένοι από την πόλη πήγαν να μάθουν κι’ όταν επέστρεψαν μίλησαν στο στάδιο και ανήσυχοι είπαν ότι στις απέναντι πόλεις της Θράκης ήρθαν ξένοι, άνθρωποι του αυτοκράτορα, γκρέμισαν τα αγάλματα στους ναούς, κακοποίησαν και έδιωξαν τους ιερείς και διαδίδουν έναν άγνωστο δικό τους θεό με τελετές χωρίς θυσίες, με λατρεία πρωτόγνωρη, έξω από τα γνωστά και καθιερωμένα .
- Και κάποια μέρα, φάνηκαν μπροστά στην πόλη μας καράβια ξένα κι’ έβγαλαν στη στεριά ένα πλήθος αγριεμένων και μαυροφορεμένων ανθρώπων ,οι οποίοι με φωνές κατευθύνθηκαν στο ναό, έδιωξαν τους ιερείς και κατέστρεψαν ότι βρήκαν, όμως το άγαλμα της θεάς είχαν προνοήσει οι ιερείς και το έκρυψαν σε σίγουρο μέρος μέχρι να περάσει αυτή η δύσκολη κατάσταση η οποία κατά τη γνώμη τους δε θα κρατούσε για πολύ. Εγώ είδα πού έκρυψαν το άγαλμα, θα σου το πω κάποτε, κάποια άλλη φορά, εσύ έρχεσαι εδώ    συχνά, θα τα πούμε πάλι, εσύ έχεις υποχρέωση και πρέπει να γνωρίζεις, έρχεσαι κατευθείαν από κείνους. .
-Τώρα γι’ αυτό που με ρώτησες, για τον κόμπο που έχω εδώ ψηλά στον κορμό μου, καλά κατάλαβες, είναι μια πληγή που πάντα με πονάει κι’ ας φαίνεται ότι έκλεισε, πάνε τόσοι αιώνες από τότε. . . . που κατέστρεψαν το ναό. . . .
Την ημέρα  που έγινε η επιδρομή οι ίδιοι αγριεμένοι άνθρωποι , με μεγάλους πελέκεις έκοψαν τον κορμό μου και τον γκρέμισαν στη γη για να εξαφανιστεί το ιερό δέντρο της θεάς το φερμένο από κει από την Ολυμπία πριν από τόσους αιώνες. Έπρεπε βλέπεις μαζί με τα ιερά και τους ναούς, να εξαφανιστεί και κάθε τι που θύμιζε στους ανθρώπους την παλιά λατρεία, το κάθε τι που μπορούσε να τους θυμίζει το προηγούμενο μεγαλείο της πνευματικής και πολιτιστικής ανάτασης της φυλής, έπρεπε με κάθε τρόπο να ξεχάσουν τη θρησκεία του διαλόγου. Οι πιστοί της νέας θρησκείας δεν τα καταλάβαιναν αυτά, η καλλιέργεια του πνεύματος  αντικαταστάθηκε από την μοιρολατρεία και την υποταγή και ο διάλογος  με ακατανόητο μονόλογο.
 Οι ξένοι εκείνοι  μετά την ανεξήγητη επιδρομή, έφυγαν αφήνοντας  την πόλη αναστατωμένη με φοβισμένους τους ανθρώπους που είδαν τη βία και την καταστροφή των ιερών τους και ιδίως τη βία πάνω στον τρόπο της ζωής  και της φιλοσοφίας τους χωρίς να μπορούν να καταλάβουν  την αιτία. . .
Και μόλις κάπως ησύχασε η πόλη μουδιασμένοι και φοβισμένοι ακόμα, με περιποιήθηκαν και με τον καιρό ξανάβγαλα κλαδιά  και ξανακάρπισα, αλλά δεν ήμουν όπως πρώτα, ήμουν ένα δέντρο με αναπηρία, αυτός ο κόμπος που φαίνεται στον κορμό μου αυτή η πληγή που δείχνει ότι επουλώθηκε με πονάει ακόμα και με γεμίζει θλίψη. . .και δεν μπόρεσα ακόμα να καταλάβω  για ποιο λόγο έγιναν όλα εκείνα τότε και όλες οι κατοπινές αγριότητες, γιατί και με την αλλαγή, οι άνθρωποι ημέρεψαν, ή μήπως  έγιναν ευτυχέστεροι;
Στις εποχές και στους αιώνες που ακολούθησαν, όπως γίνεται πάντα οι άνθρωποι συνήθισαν στη νέα κατάσταση, η ανάγκη βλέπεις τους έκανε να συμμορφωθούν. Η ζωή προχωράει πάντοτε προς το μέλλον και το παρελθόν πέρασε στη σφαίρα του μύθου. Άλλαξαν  οι καιροί και όπως συμβαίνει πάντα, οι ανήσυχοι άνθρωποι ενδιαφέρθηκαν σοβαρά για την ιστορία τους, έψαξαν την ταυτότητά τους στα συντρίμμια της αρχαίας τους κληρονομιάς, στα καλυμμένα μάρμαρα και στις σπασμένες επιγραφές και θυμήθηκαν, ναι, θυμήθηκαν κι’ έκαναν άθελά τους συγκρίσεις αυτοί οι ανήσυχοι άνθρωποι κι’ αυτές οι συγκρίσεις  μεγάλωσαν τα ερωτηματικά, αυτά τα αιώνια  γιατί;.
Αναστήλωσαν θέατρα, δίδαξαν θεατρικά έργα των προγόνων τους έκτισαν μουσεία για τα ευρήματα και οργάνωσαν ξανά τους Ολυμπιακούς αγώνες, τα γνωρίζεις αυτά, ακόμα και τον ανδριάντα του Θεαγένη βλέπεις τώρα στο λιμάνι της Θάσου που μέχρι τώρα κανείς δεν τον μνημόνευε. 
Έεεεχ. . . Παρασύρθηκα όμως και σε κούρασα, νύχτωσε και ώρα να πηγαίνεις. . . Θα τα πούμε κι’ άλλη φορά. . . . .
θέλω όμως να πω για τη μεγάλη χαρά  που μου δώσατε όλοι σας και ιδίως τα παιδιά με την παρέα τους, χρόνια είχα να νοιώσω τέτοια χαρά, περιμένω να ‘ρθει το καλοκαίρι για ν’ ακουστούν οι χαρούμενες φωνές και τα γέλια τους, εγώ εδώ θα είμαι θα σας περιμένω και πες στις εγγονές ότι αυτές τις μέρες, ένα ζευγάρι κοτσύφια διάλεξαν μια διχάλα ψηλά στα κλαδιά μου και θα φκιάξουν εκεί τη φωλιά τους. Έτσι θα’ χουμε κι’ άλλους στη συντροφιά μας. . . . 
- Αυτά λοιπόν μού είπε η ελιά και σώπασε. . . .
-Σας άρεσε παιδιά;
Παππού…!!
Η Αναστασία κοιμήθηκε.. . .
  Άαααα… Έτσι έ;  Καληνύχτα λοιπόν . . . .                                           
- Καληνύχτα Παππού. . . .
-          
 Οι ακροάτριες εγγονές        η Ελιά                        ο Παππούς
 Στέλλα και Αναστασία                               Βαγγέλης Μαυροδής























































Δεν υπάρχουν σχόλια: