Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Σκεδάννυμι


         Ή αλλιώς. . . .     Σκμώ και Σκμίζω . .  . . !!!
               (  Οι απορίες θα λυθούν στη συνέχεια. Περιμένετε και η υπομονή σας    θα  ανταμειφθεί.)  
- Και λοιπόν, εδώ δε χρειάζεται καμιά εισαγωγή, το θέμα είναι καθαρά γλωσσικό ή μάλλον γλωσσολογικό και μάλιστα θα μπορούσαμε να πούμε ότι περισσότερο αναφέρεται στην επιστήμη της συγκριτικής γλωσσολογίας, αν και για το τελευταίο, δεν είμαστε και πάρα πολύ . . . σίγουροι,
αλλά αφού τόσοι και τόσοι γράφουν άρθρα και βιβλία με βαρύγδουπους τίτλους αραδιάζοντας πτυχία και περγαμηνές χωρίς ποτέ κανένας να τους ζητήσει και να  τα δείξουν αυτά τα .  . .πειστήρια,  ( μόνο οι γιατροί κορνιζώνουν τα διπλώματά τους με κείνες τις ακαδημαϊκές υπογραφές με  τα κανταροζυγιασμένα(1)  ονόματα και με τη χρονολογία και το κείμενο  σε μια γλώσσα υστεροαρχαΐκή),   έ λοιπόν, αφού κανείς δε ζητάει τίτλους,   να μη βάλλουμε κι’ εμείς σ’ αυτό το γραπτό, κάτι εντυπωσιακό; Γιατί, πώς αλλιώς θα κάνουμε τον αναγνώστη να εκφράσει το. . .  θαυμασμό του και να σκεφτεί, να αναρωτηθεί . . . φωναχτά,  «ποιος ξέρει πόσα ντοκτορά να έχει ο μπάρμπας . . .τσκ, τσκ, τσκ  !! » και περιδεής και αποσβολωμένος, να μασήσει το καλαμάκι του φραπέ. Έ λοιπόν το λέμε από τώρα, ότι περγαμηνές δε διαθέτουμε ούτε ντοκτορά σε « σκουλ» της αλλοδαπής, καναδυό  ημεδαπά  πήραμε  μετά κόπων και μάλιστα το ένα  «εκτός εποχής» έχοντας με τους συμφοιτητές του δευτέρου μια διαφορά είκοσι και βάλε ετών, με συμφοιτητές ανώνυμους τότε και νυν πολλούς επώνυμους, σε όλες τις βαθμίδες των τριών εξουσιών,  νάναι γεροί  όλοι τους και μακάρι να συνέβαλλαν όσο λιγότερο γινόταν στο ομαδικό φαγοπότι όλα αυτά τα χρόνια που οι εκλεγμένοι  μάς ρεζίλεψαν σε όλη την. .  ενωμένη(; ) « Κουτοφραγκία» και να δούμε πώς θα το ξεπεράσουμε, πάλι εμείς οι  «από κει» θα μείνουμε στην  «απόξω», οι επιτήδειοι, φρόντισαν για το «έχει» τους, το φευγάτισαν και τόστειλαν κάπου σίγουρα, και κάτσε εσύ, να κάνεις την αντίστασή σου μαζεύοντας αποδείξεις από γαλακτοπωλεία και περίπτερα. . .  
 Κάπως άσχετα τα παραπάνω, αλλά τι να κάνουμε, μέσα στον αλλοπρόσαλλο κόσμο που ζούμε, ακόμα και οι ασχετοσύνες περνιούνται για εκφραστικές πρωτοτυπίες και κανείς δεν τις προσέχει,  αφού ο καθένας έχει τις απόψεις του για τα πάντα και δεν τις αλλάζει με τίποτα.
   Βέβαια η όλη ιστορία θα περιστραφεί γύρω από το «Σκεδάννυμι» αυτό το αρχαιοπρεπές ρήμα και συγκεκριμένα γύρω από  τις δυο λέξεις του υπότιτλου, γύρω από το «Σκμώ» ή «Σκμίζω», οι οποίες λέξεις, μη νομίσετε οτι προέρχονται από κάποια νεκρή και ξεχασμένη γλώσσα, απ’ αυτές που τις μελετούν οι ειδικοί στις  αρχαίες επιγραφές  τάφων και μνημείων και στις πελεκημένες πέτρες  που δεν προλάβαμε να τις κάνουμε ασβέστη ή  να τις κτίσουμε σε τοίχους και να τις θάψουμε σε θεμέλια ,  ούτε έχουν σχέση με  ιερογλυφικά σύμβολα, ή κάποια προϊστορική βραχογραφία.
Το θέμα βέβαια αν τόπιανε κάποιος ειδικός και σίγουρα άσχετος και «ξένος» για την περιοχή μας, την περιοχή εκεί στη Βορειοανατολική ορεινή Χαλκιδική, στην οποία  ακούγεται ακόμα το ρήμα μ’ αυτήν τη. . . σακατεμένη μορφή,  ο ειδικός αυτός μπορεί να το παρουσίαζε αλλιώς, με άλλο τρόπο, περισσότερο επιστημονικό βέβαια, αλλά ψυχρό, κι’ έτσι το καταδικό μας ρήμα, αυτό το «Σκμώ»,  θα έχανε πολύ από τη φρεσκάδα του, χωμένο και πελαγωμένο μέσα σε υποσημειώσεις, παραπομπές και ατελείωτες αναφορές, σε βιβλιογραφίες με αντικρουόμενες απόψεις και ακατανόητες συνθέσεις, μεταθέσεις, αφαιρέσεις   και προσθέσεις φωνηέντων και συμφώνων.  Γιατί άλλο να περιγράφεις μια λέξη ή έκφραση την οποία άκουσες και επανέλαβες από μικρός στο περιβάλλον που μεγάλωσες κι’ άλλο να προσπαθείς να βγάλεις συμπεράσματα για το πώς διαμορφώθηκε το συγκεκριμένο ρήμα διαχρονικά, και ποιοι ήταν οι λόγοι που το κατάντησαν έτσι. Η ψυχρή επιστημονική μελέτη και παρουσίαση, το «κρυώνει» το θέμα, και το απογυμνώνει από τη γοητεία του «κλωθογυρίσματος» και των ηθελημένων κενών και παραλείψεων, που μένουν ως μελλοντική απασχόληση για τους παρατηρητικούς και σχολαστικούς μελετητές.      
 Λοιπόν, αυτό το ωραίο και συνηρημένο «Σκμώ» (Σκμάω – Σκμώ είναι η πλήρης γραμματική διατύπωση), είναι ένα υγιέστατο ρήμα, μια . . . καθαρή ελληνική λέξη η οποία έφτασε σε μας από τους πολύ αρχαίους προγόνους μας από τους προγόνους μας που προηγήθηκαν του Αριστοτέλη και τού. . . Περδίκκα  ακόμα, και είχαμε αποδείξεις για τη  . . .συνέχεια της καταγωγής μας από τους παραπάνω,  αλλά όταν κάποτε κάηκε το Κοινοτικό κατάστημα στο χωριό μας το Νεοχώρι Χαλκιδικής, χάθηκαν και τα .  . .αδιαμφισβήτητα  ντοκουμέντα,  και τώρα αρκούμαστε και μένουμε μόνο με τις ιστορίες των παλαιοτέρων, οι οποίοι αφηγούνται και πολλές φορές. . .μπερδεύουν  τα  γεγονότα μέχρις εκεί που φτάνει η συλλογική τους μνήμη, αλλά ευτυχώς που εκείνος ο κύριος Αλτσχάιμερ, μάς επισκέπτεται ατομικά, γιατί αν καταπιάνονταν και με τη συλλογική μνήμη, τότε κλάψτα που λέμε, θα είχαμε στο μυαλό μας ένα κενό, και  θα αφήναμε στους πίσω ένα άγραφο χαρτί, με ένα μεγάλο ερωτηματικό στη μέση . . .ενώ τώρα, όλο και κάτι θα μάθουν από μας όπως τα μάθαμε κι’ εμείς από τους προηγούμενους, έτσι είναι αυτά, αυτή είναι η λεγόμενη παράδοση, ο ένας μεταδίδει και παραδίδει στον άλλο, κι’ αν αυτός ο άλλος είναι εντάξει θα τα μεταδώσει και παρακάτω, παραπίσω. Αλλά αν είναι «χλιάρας»,(1α ) τζάμπα πήγαν όλα, και τι να μεταδώσει ένας τέτοιος, αφού μπορεί να άκουγε, αλλά τίποτα δεν κατάλαβε, και να μη φύγουμε και πολύ παραόξω από το θέμα,     ωραίο το ρήμα-γιατί για  ρήμα πρόκειται, και τι ρήμα-, αλλά όπως το κατάντησαν οι παππούδες μας ούτε που μπορεί κανείς να φανταστεί, ότι έχει κάποια  σχέση με τον  αρχαιοπρεπή και βλοσυρό πρόγονό του , εκείνο το δυσκολοπρόφερτο «Σκεδάννυμι», όπως ακούγεται σήμερα, και αν μπορείτε βγάλτε  άκρη, και συγκρίνετε αυτό το «Σκμώ» με το «Σκεδάννυμι». Και όμως είναι το ίδιο, έχουν την ίδια σημασία, και, εκείνο που εξέφραζε ο Αριστοτέλης παλιότερα με το Σκεδάννυμι, το εκφράζουμε εμείς σήμερα με το «Σκμώ» και εναλλακτικά και με το Σκμίζω (ου). Τώρα πώς έγινε και  το ωραιότατο Ελληνοπρεπές  ρήμα  από τετρασύλλαβο κατάντησε μονοσύλλαβο και μάλιστα. . . συνηρημένο, δεν είναι και τόσο απορίας άξιο, και όπως λέει και επαναλαμβάνει ο . . .σπαστικός και  παράξενος  γενειοφόρος τύπος της διαφήμισης, «Τυχαίο;  Δε νομίζω. . . !!!» Και οπωσδήποτε , στιγμιαία ή διαχρονικά δε μετράει και τόσο,  κάτι συνέβη και αλλοιώθηκε η μορφή, αλλά     παρόλο που το ρήμα κατάντησε αγνώριστο, η σημασία παρέμεινε η ίδια και η χρήση του αν αλλάξουν τα πράγματα, μάλλον θα συνεχιστεί, και για να πούμε ποια αλλαγή εννοούμε, λέμε ότι αν υποχρεωθούμε να ξαναβάλουμε  «γρουν στου κ’ μασ’» θα το ξαναθυμηθούμε το ρήμα οπωσδήποτε και θα φανεί παρακάτω το γιατί.  Έτσι λοιπόν κάποτε, και αυτό το κάποτε καλύπτει μια χρονική περίοδο ίσως αιώνων, θέλεις γιατί αυτή η λέξη όπως την κληροδότησαν στους παππούδες οι αρχαίοι μας πρόγονοι, φάνηκε μακρόσυρτη και βαριά- ασήκωτη, θέλεις γιατί τη μίσησαν επειδή κυριολεκτικά μόνο για σπατάλη μιλούσε,  την . . .έκοψαν λίγο τη λέξη και  από τετρασύλλαβη την κόντυναν,  τη συντόμεψαν, την έκαναν μονοσύλλαβη, τιμωρώντας την   με τον τρόπο αυτόν για την επώδυνη σημειολογία της.  Βέβαια, μερικοί γραμματισμένοι μεγαλοπιασούμενοι τη θυμόταν και την πρόφεραν σωστά όπως πρώτα όπως παλιά, αλλά οι άλλοι, οι πολλοί μη έχοντας όρεξη για . . .γλωσσικούς καυγάδες, ποιος ξέρει όμως, μπορεί να τόκαναν κι’ από αντίδραση στους κονομημένους συντηρητικούς, σού λέει «Σκιδάννυμι ισείς, Σκμώ ιμείς, ά για να καταλάβ’τι» και έτσι   υιοθέτησαν την αλλαγή, απόχτησαν το δικό τους ρήμα, αυτό το απλό και σύντομο «Σκμω», που τόλεγαν και το καταλάβαιναν γιατί τους πονούσε. Και σίγουρα  στο χωριό για πολύν καιρό, ακούγονταν παράλληλα και τα δύο, αλλά μια και οι περισσότεροι είχαν. . . ψηφίσει «Σκμώ», στο τέλος αυτός ο τύπος επικράτησε και ο άλλος ο των ολίγων, σιγά σιγά ξεχάστηκε κι’ έμεινε μόνο στα λεξικά και στις γραμματικές, στην κατηγορία των εις –μι ρημάτων (τα θυμάστε;), έμεινε να μάς παιδεύει με τις ανωμαλίες του στην κλίση στην ορθογραφία και την ερμηνεία. Αυτή η αντικατάσταση βέβαια έγινε ειρηνικά, και ποτέ δεν. . . ακούστηκε  στον τόπο μας κάτι για   αψιμαχίες των «μεν» εναντίον των «δεν» , παρόλο που  για τους «μεν» τους φτωχούς, που ήταν και οι πολλοί, το ρήμα σήμαινε σπατάλη και σκόρπισμα,  δηλαδή ζημία, και τους άκουγες να λεν με πόνο ψυχής στα τέκνα τους « μη dου σκμάς του ψουμί.. .  .!!», ενώ το αρχοντολόι, οι πολύ λίγοι, αυτοί οι έχοντες, από το δικό τους ακέραιο και σωστό  γραμματικό τύπο, κράτησαν μόνο την ύστερη σημασία της «διασκέδασης» μια και η πρώτη σημασία της, εκείνη της σπατάλης, δεν τους ενδιέφερε, αφού ήταν οι κατέχοντες. .
Οι παππούδες μας βέβαια όπως αναφέραμε παραπάνω, ποιος ξέρει για πόσον καιρό, άκουγαν και τον  «άλλο» τύπο των απέναντι, αλλά από συσσωρευμένη πείρα αιώνων,  γνώριζαν ότι τη γλώσσα τη διαμορφώνουν οι πολλοί και έλεγαν φωναχτά ότι, θα τους περάσει τους άλλους, κάποτε θα το ξεχάσουν, όπως και έγινε, άσχετα αν οι γραμματιζούμενοι και αρχαιοθρεμμένοι, πολύ αργότερα  ανάστησαν αυτό το ρήμα και το ξανάβαλαν στα λεξικά, παρόλο που κανείς. . . σώφρων δεν τολμάει σήμερα στη θέση του «σπαταλώ» να βάλει το . . .αγκαθωτό «Σκεδάννυμι», ένα ρήμα «συμφωνοβριθές» και με  τέτοια σειρά συμφώνων,   που εδώ που τα λέμε και θα συμφωνήσουν όλοι οι μυαλωμένοι, ότι το προφέρεις και νομίζεις ότι σέρνεις τη γλώσσα σου πάνω σε χοντρό. . . γυαλόχαρτο.  . .Και είναι βέβαιο οτι με την προφορά του αρχαιοπρεπούς ρήματος, η γλώσσα βγαίνει μάλλον τραυματισμένη, γι’ αυτό οι παππούδες μας το απλοποίησαν το ρήμα και το έκαναν όπως το έκαναν, για να έχει την ανάλογη ηχητική. . . αρμονία.   
Έτσι λοιπόν προχωρούμε στην παρουσίαση της  εργασίας κι’ έχουμε να πούμε ακόμα πάρα πολλά, υπομονή μόνο, αυτό το αρχαιοκαταληκτικό ρήμα δεν τελειώνει  εύκολα, θα μας παιδέψει πολύ, αλλά το αξίζει και θα φανεί στη συνέχεια. Είπαμε πολλά στην εισαγωγή κι’ έχουμε να πούμε κι’ άλλα, και οι αναγνώστες ας κατατάξουν το . . .πόνημα σε όποια κατηγορία θέλουν, ή τέλος πάντων όπου τους βολεύει, ανάλογα με τις γνώσεις, τις προτιμήσεις αλλά και τις . . .ιδιοτροπίες τους, ακόμα και ανάλογα με την υπομονή τους, η οποία είναι μάλλον ανθεκτική και αφού έφτασαν ως εδώ, φάνηκε ότι  τα όριά της δεν εξαντλούνται εύκολα (!!!).      Πάντως δηλώνουμε εξ αρχής ότι ούτε διορισμένοι και αμειβόμενοι είμαστε, συγγένεια με τον κ. Μπαμπινιώτη δεν έχουμε καμία,  ούτε μακρινή, και κανένα όφελος δεν περιμένουμε από πουθενά, απλώς θέτουμε αυτήν την γλωσσική ανάλυση  στην κρίση των ειδικών και μη και αν η  Ακαδημία μας την. .  . εντοπίσει , ας πράξει τα δέοντα και η δόξα στους προγόνους που διαμόρφωσαν έτσι την τοπική μας  γλώσσα, και σίγουρα αυτή η πλούσια και εύηχη ιδιωματική γλώσσα μας δεν πρέπει να τους τυράννησε και πολύ τους προγόνους μας, αφού τη διαμορφώθηκε από μόνη της σιγά σιγά και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, μια και στην αρχή μόνο στον προφορικό λόγο τη χρησιμοποίησαν κι’ όταν ωρίμασαν κι’ έφτασαν να τη γράψουν, διάλεξαν τις εύκολες εκφράσεις, τις κοινές και γνωστές, αλλά και στην πορεία, τις δυσκολοπρόφερτες και κακόηχες ενοχλητικές λέξεις  τις αλλοίωσαν, αφαίρεσαν  συλλαβές και τις μίκρυναν, αφαίρεσαν φωνήεντα και πρόσθεσαν σύμφωνα(2 ) για χάρη της ηχητικής αρμονίας, για να μπορέσουν να τις φέρουν  στα μέτρα των γλωσσικών αναγκών τους, για να λεν  και να καταλαβαίνουν τα ίδια πράγματα, σε λιγότερο χρόνο(!!). Εκείνοι έτσι έλυσαν το πρόβλημα της γλώσσας σε ένα απροσδιόριστα μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά εμείς «γάνιασάμι»(3) (γανιάσαμε) ,γιατί μέσα σε λίγο χρόνο υποχρεωθήκαμε να προσαρμόσουμε το λεξιλόγιό μας σύμφωνα με τους κανόνες μιας γλώσσας την οποία κατανοούσαμε αλλά δεν την μιλούσαμε, και παιδευτήκαμε αρκετά μέχρι να παραμερίσουμε -όχι να αποβάλουμε εντελώς - τις ιδιωματικές εκφράσεις με τις οποίες μεγαλώσαμε στη μικρή κοινωνία του χωριού. Τυραννηθήκαμε πολύ να μάθουμε να γράφουμε σε μια γλώσσα καθαρεύουσα και να μελετούμε από βιβλία με έννοιες δυσνόητες και εκφράσεις απαρχαιωμένες,  αλλά πέρα απ’ αυτές τις δυσκολίες, είχαμε να μάθουμε και την αρχαία γλώσσα μας η οποία μας παίδευε πολύ, και έλα εσύ τώρα εκεί που μεγάλωσες λέγοντας καθημερινά « έμ του ένα , έμ τ’ άλλου», έλα να συνηθίσεις να λές «καί το ένα καί το άλλο» και νάρχεται η καθηγήτρια των αρχαίων και να μη συμφωνεί καί με τα δύο και να απαιτεί να εκφραστείς αρχαιοπρεπώς στη γλώσσα του Θουκυδίδη  και να πεις «αμφότερα. . !!». Το συγκεκριμένο ρήμα «Σκεδάννυμι» βεβαια, φραστικά δε μας έλεγε τίποτα,  αλλά όταν ακούσαμε για τη σημασία του,   αμέσως το νιώσαμε σαν μακρινό συγγενή, γιατί μπορεί να το βλέπαμε και να το ακούγαμε για πρώτη φορά, αλλά τη σημασία του την ξέραμε από το παραφθαρμένο και αλλαγμένο δικό μας  «Σκμώ», το οποίο  γνωρίζαμε για ποιο λόγο και σε ποιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται.  Έτσι, ενώ άλλοι, αλλού, το «Σκεδάννυμι» το μάθαιναν σαν να ήταν ένα ρήμα ξένης γλώσσας,      εμείς δε δυσκολευτήκαμε, αφού το βλέπαμε σαν κάτι δικό μας, σαν ένα ξάδερφο που γύρισε από το. . . Αμέρικα  ο οποίος  πήγε  Δημήτρης  και επέστρεψε με αλλαγμένο όνομα, ως Τζίμης, αλλά ήταν δικός μας, τον γνωρίσαμε αμέσως. Στο Γυμνάσιο της Αρναίας, επέμενε  πολύ η δεσποινίς  Ηλέκτρα και γελούσε ακούγοντας αυτό το «έμ το ένα έμ το άλλο»,  και σίγουρα  στη θέση του  «έμ» είναι ωραίο το «και» και ωραιότερο το «αμφότερα», αλλά η μητρική γλώσσα δεν μπορεί να αντικατασταθεί και να καταργηθεί εύκολα και σε σύντομο χρόνο, απόδειξη ότι πέρασαν τόσα χρόνια που τους ιδιωματισμούς της γλώσσας όπως μιλιόταν στο χωριό μας, ακόμα δεν τους ξεχάσαμε, και πολλές φορές  στις συνομιλίες, πρώτα έρχεται κάποια  ιδιωματική έκφραση και μετά η κανονική που την κατανοούν όλοι.
Οι λέξεις και η γλώσσα γενικά ταξιδεύουν διαδίδονται, μεταδίδονται και μπολιάζονται εκεί που πηγαίνουν, μεταμορφώνονται αλλάζοντας μορφή και ιδίως ήχο, ανάλογα με τις ανάγκες που εξυπηρετούν. Δεν μπορεί κανείς να πει ότι οι λέξεις και εκφράσεις που διασώθηκαν στα αρχαία Ελληνικά κείμενα ήταν πάντοτε ίδιες στην πορεία του χρόνου, και αυτό φαίνεται όταν εξετάζονται κείμενα και γραπτά μνημεία επιγραφές κλπ, διαφόρων εποχών. Εκεί φαίνεται η εξέλιξη της γλώσσας γενικά και η συνέχεια της σημερινής με την αρχαία. Βλέπουμε λέξεις που καθηλώθηκαν σε κλειστές και απομονωμένες γεωγραφικά και πολιτισμικά κοινωνίες, να παραμένουν αναλλοίωτες και  ίδιες με κείνες που αναφέρονται  σε πολύ παλιά γραπτά μνημεία, ενώ οι ίδιες πάλι να έχουν αλλοιωθεί και τροποποιηθεί ως προς τη μορφή τους, σε τόπους που η επικοινωνία με άλλους ανθρώπους και πολιτισμούς ήταν εύκολη και αναγκαία. Έχουμε όμως και το φαινόμενο  της αλλοίωσης στη γλώσσα εξαιτίας προσμείξεων εξαιτίας τυχαίας  ή και υποχρεωτικής συνοίκησης φυλών με διαφορετικές γλώσσες, οπότε συνήθως επικρατεί η πιο ευκολοπρόφερτη λέξη σε κάθε έκφραση, ή ακόμα και η απλοποίηση των δύσκολων λέξεων και φράσεων από ανάγκη να συνεννοούνται όλοι στη μικρή ή μεγαλύτερη κοινωνία που διαβιούν και συναλλάσσονται. Στην περιοχή μας τη γύρω από το Χολομώντα, δεν παρατηρούνται πολύ μεγάλες αλλαγές, εκτός από την αφαίρεση πολλών φωνηέντων κι’ αυτό κατά τη γνώμη μας μοναδικό σκοπό είχε  τη συντόμευση των λέξεων η οποία θα πρέπει να έγινε αργά, και εξαιτίας αστάθμητων παραγόντων, αλλά κυρίως λόγω της γεωγραφικής απομόνωσης και της εκ του λόγου αυτού αχρηστίας πολλών λέξεων, οι οποίες εφόσον δεν υπήρχε ανάγκη να χρησιμοποιηθούν ξεχάστηκαν ή αλλοιώθηκαν τόσο που έγιναν αγνώριστες, παρά τη μακρινή τους σχέση με τις κανονικές  και θα πρέπει και σήμερα ακόμα να ανατρέξει κανείς  στη σημασία τους, να τις έχει  ακούσει και να τις πρόφερε μέσα στο περιβάλλον που αλλοιώθηκαν, να γνώρισε τις απλές ή σύνθετες έννοιες που εξυπηρέτησαν αυτές οι λέξεις ή οι εκφράσεις, για να μπορέσει να τις συνδέσει με τις αρχικές που καθιερώθηκαν στην Ελληνική γλώσσα όπως αυτή διαμορφώθηκε διαχρονικά. Δεν μπορεί δηλαδή κάποιος ξένος που δεν έζησε στο χωριό μας , να καταλάβει ουσιαστικά την έννοια και τη σημασία του ρήματος «Σκμώ» ή «Σκμίζω»,αν δεν έζησε εκεί,  δεν άκουσε και δε  χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη αλλά και άλλους γλωσσικούς ιδιωματισμούς όπως προφέρονται και χρησιμοποιούνται στον τόπο μας  από πολύ παλιά, απροσδιόριστο χρονικά από πότε. Αν μάθει ο ξένος τη σημασία του «Σκμώ» θα τη μάθει μηχανικά όπως μαθαίνεις μια ξένη γλώσσα στην οποία οι ονομασίες αντικειμένων και εννοιών δόθηκαν αυθαίρετα  και απλώς θα γνωρίζει ότι το ρήμα Σκμώ ή και Σκμίζω σημαίνει σκορπίζω, σπαταλώ. Εδώ βλέπουμε όμως ότι ακόμα και μέσα στο ίδιο χωριό που η επαφή των ανθρώπων είναι συχνή και πριν από  χρόνια ήταν  καθημερινή,  το ίδιο ρήμα να προφέρεται με δυο τρόπους, και ως Σκμώ αλλά και ως Σκμίζω. Να πούμε ότι αυτό έγινε από παρανόηση ή εξαιτίας μιας . . . βαρηκοΐας κάποιου που άκουσε   Σκνίζ’(ει) και είπε Σκμίζ’(ει) τι να πεις πρόβλημα άλυτο για μας αλλά ίσως εύκολο για τους γλωσσολόγους, εκείνοι διαθέτουν πτυχία και ντοκτορά κι αν θέλουν ας ασχοληθούν, αλλά προσοχή και τα δυο αμέσως προηγούμενα ρήματα και το Σκμίζω αλλά και το Σκνίζω ηχητικά ομοιάζουν,  και εύκολα μπορεί κάποιος να τα μπερδέψει, γιατί ηχητικά μπορεί να είναι πολύ κοντά, αλλά το νόημά τους διαφέρει πολύ. Εδώ, απλώς αναφέραμε και αυτό το Σκνίζω μια που . .  τόφερε η συζήτηση, μα εδώ θα ασχοληθούμε μόνο με το  Σκμίζω, το άλλο το «Σκνίζω» που μεταφορικά έχει και κάποια πονηρή σημασία θα το  αναλύσουμε  μια άλλη φορά, σε περίοδο αποκριάς, τότε που η σκωπτική διάθεση είναι διάχυτη στους περισσότερους και τα ήθη κάπως χαλαρώνουν (μόνο τότε;). 
Προχωρούμε ακάθεκτοι λοιπόν στην ανάλυση, γιατί θα πρέπει κάποτε να τελειώνουμε, και ήδη οι μισοί που έφτασαν την ανάγνωση ως εδώ μάλλον άρχισαν να βαριούνται αλλά είπαμε υπομονή, και για να καταλάβουμε τη σημασία του ρήματος «Σκμώ και Σκμίζω», πρέπει πρώτα να έχουμε δει το «κουμάσι ή κμάσ’» που το λέμε στο χωριό κι’ αυτό συντομευμένο, μέσα στο οποίο κουμάσι  έμενε, τρέφονταν και μεγάλωνε το γουρούνι που προορίζονταν για πάχυνση και σφάξιμο στις γιορτές, αλλά να πούμε και το άλλο, οτι  στο χωριό ο δεύτερος τύπος αυτό το Σκμίζω, δεν προφέρεται όπως το γράψαμε στην επικεφαλίδα, στον τίτλο, αλλά προφέρεται ως  «Σκμίζου». Εκεί μέσα στο κμάσ’ λοιπόν το γουρούνι όλη μέρα γκρίνιαζε, εκεί έτρωγε, εκεί κοιμόταν εκεί τα έκανε όλα, βαριόταν και μουρμούριζε συνέχεια, δάγκωνε τα ξύλα από το κμάσ’ και  συχνά πυκνά σκορπούσε την τροφή που του έριχνε η νοικοκυρά μέσα στη μικρή σκάφη την «κουπανούδα»(4) που ήταν καρφωμένη γερά  στο μέσα μέρος, την έριχνε την τροφή και τα «ζουμιά»(5) από  ένα μικρό άνοιγμα ίσα που να χωράει  να περάσουν, και έπεφταν  όλα ανακατωμένα στην κουπανούδα και το γουρούνι έτρωγε και έπινε από κει χωρίς κανένα πρόβλημα, αλλά τις στιγμές που. . . βαριόταν, σού λέει κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια, γρύλιζε και σκορπούσε την τροφή που τού έριχναν και ιδίως το καλαμπόκι που  ήταν και ακριβότερο από όλα όσα έτρωγε και ήθελε και κόπο πολύ για να φτάσει  μέχρι το κμάσ’. Τότε λοιπόν η νοικοκυρά βλέποντας αυτό το σκόρπισμα της τροφής, αυτή τη σπατάλη, έλεγε ότι «του γρούν’ του σκμάει του καλαbόκ’»(6) δηλαδή το σκορπίζει το καλαμπόκι, δεν το τρώει, το σπαταλάει και πάει χαμένο, και αν επαναλάβετε αυτή τη φράση  φωναχτά, δυο τρεις φορές μέχρι να καταφέρετε να την προφέρετε καθαρά,  είναι παραπάνω από. .  .σίγουρο(!!) ότι θα σας ενθουσιάσει η αρμονική αλληλουχία φωνηέντων και συμφώνων, και παρόλο που δε χρησιμοποιήσατε ποτέ τέτοιες εκφράσεις σ’ αυτό το γλωσσικό ιδίωμα, θα διαπιστώσετε ότι η γλώσσα «ρέει», τρέχει  από μόνη της, χωρίς να δυσκολευτεί πουθενά. Και σκεφθείτε με πόση ευχέρεια θα μιλούσατε και πόσο άνετοι θα αισθανόσασταν αν είχατε συνομιλητές που θα μπορούσαν να απαντήσουν στην ίδια ιδιωματική γλώσσα. Τώρα  να πούμε και κάτι άλλο, να κάνουμε δηλαδή μια σύγκριση μεταξύ αυτής της φράσης στην ιδιότροπη ιδιωματική γλώσσα μας και της κανονικής αρχαίας , και να δούμε αντικειμενικά ποια είναι περισσότερο. . . αρμονική; Η φράση που είπαμε παραπάνω ότι « Του γρουν του σκμάει του καλαbόκ’» ή η άλλη η αρχαιοπρεπής που θα ήταν κάτι σαν  . . « . . .Ο σύς σκεδάννυσι τα σίτα;» και λέμε «τα σίτα» δηλαδή γενικά την τροφή του, γιατί τότε το καλαμπόκι δεν υπήρχε, τόφερε πολύ  αργότερα εκείνος ο μακαρίτης ο Κολόμβος  κι’ αυτό,  έτσι για να. . . μαθαίνουμε. . .      Το «σκουμζ’μένου»  καλαμπόκι όμως δεν πήγαινε και τελείως χαμένο δηλαδή, γιατί δεν έπεφτε στο ποτάμι, έπεφτε έξω εκεί μπροστά  και  όσο έπεφτε τότρωγαν τα αρνίθια(7) τα οποία  τριγύριζαν συνεχώς εκεί, περιμένοντας  τα . . νεύρα του ενοίκου «συός» και το «σκούμζμα» του καλαμποκιού. Είδατε όμως όνομα οι αρχαίοι μας για το γουρούνι; Άκου,  «σύς;» Αλλά όμως απ’ αυτό το όνομα αυτό το «σύς» βγήκε και το άλλο ρήμα που αναφέραμε παραπάνω εκείνο το «Σκνίζ’» που είπαμε ότι ηχητικά το μπερδεύει κανείς με το εν θέματι, «Σκμίζ’». Τοθυμάστε ή το. . . ξεχάσατε κι’ όλας; Αν το ξεχάσατε, θα το. . . ξαναπούμε, υπομονή. . .και αυτό το ρήμα όμως έχει την ιστορία του, γιατί οι δικοί μας πρόγονοι αντί να παιδεύονται και να λεν το σωστό ότι δηλαδή « ο σύς συίζει. . !!» πέταξαν το ύψιλον, και ως αδιαμφισβήτητοι επιστήμονες γλωσσοπλάστες (τίτλος έ. . ;;), ταίριαξαν τα τρία σύμφωνα (σ κ ν) και νάτο το «Σκνίζ’» μονοσύλλαβο, σύντομο, αεράτο και ευκολοπρόφερτο  αλλά προ παντός. . . εύηχο (!!), αν και αυτό κάποτε το άλλαξαν, αλλά αν αρχίσουμε πάλι τις αναλύσεις θα  ξημερωθούμε και θα βαρεθούν κι’ εκείνοι οι λίγοι  που συνεχίζουν την ανάγνωση , γι’ αυτό,  είπαμε αν και αξίζει,  το αφήνουμε για αργότερα, « μό γιροί νάμιστι να προυλάβουμι. . .» και νάχουμε υπομονετικούς αναγνώστες σαν κι’ εσάς.     
 Τώρα αν ανατρέξουμε στα αρχαία κείμενα και ζητήσουμε να εντοπίσουμε το ρήμα που σημαίνει σκορπίζω, διασκορπίζω, και αφού διασκορπίζω αλόγιστα άρα σπαταλώ, θα πέσουμε επάνω στο  ρήμα  Σκεδάννυμι, που το αναφέραμε στην αρχή,  το οποίο ρήμα σίγουρα  έτσι κατέφθασε και φορτσάτο μπήκε  στο χωριό, αλλά δε του έκαναν και καλή, σωστή υποδοχή, το άκουσαν διστακτικοί και το στραβοκοίταξαν, τούς ήρθε  μάλλον  δυσκολοπρόφερτο και μακρύ, σού λέει άστο να υπάρχει, μπορεί να χρειαστεί αργότερα, ποτέ δεν ξέρεις. . .  έτσι σκέφτονται οι χωρικοί, δεν πετούν τίποτα(8), γιατί οι ανάγκες τους είναι απρόβλεπτες, ακόμα και οι . .  .γλωσσικές. Παρέμεινε το ρήμα. . . μετέωρο να βολοδέρνει στο χωριό στην ουσία άχρηστο, αφού κανείς δεν είχε τίποτα παραπανίσιο να το σπαταλήσει, και μόνο μερικοί, και ούτε μερικοί δηλαδή, αλλά ελάχιστοι αυτοί και στην ουσία μονάχα πεντέξη οικογένειες στο χωριό, χρησιμοποιούσαν κατά καιρούς το παράγωγό του, εκείνη τη λέξη «διασκέδαση» και πάντα μεταξύ τους και με κλειστές τις πόρτες τους, να μη βλέπουν οι άλλοι, οι από κει, οι πολλοί, που τη σπατάλη τη γνώριζαν μόνο από όσα λίγα έχαναν ή τους έλειπαν από τυχαία γεγονότα και  συμπτώσεις,      και ποιος να το έλεγε, σε μερικούς αιώνες κατάντησε αγνώριστο και από τετρασύλλαβο με τέσσερα ωραία και εύηχα φωνήεντα, έγινε μονοσύλλαβο μόνο με το ωμέγα, αλλά με ένα Ωμέγα περισπώμενο βέβαια για νάχει γάρμπος και βάρος η λέξη, να μη γέρνει το ρήμα και.. . χύνεται το καλαμπόκι, το γάλα ή το κρασί. . . (!!)
Οι δυο τύποι του ρήματος Σκμώ και Σκμίζου είναι ισοδύναμοι και χρησιμοποιήθηκαν  από όλους στο χωριό, αλλά περισσότερο χρησιμοποιήθηκε ο μονοσύλλαβος συνηρημένος τύπος, σίγουρα επειδή είναι πιο. . . γρήγορος και περισσότερο εύηχος, διότι για παράδειγμα  άλλο να πεις το Σκμώ στον παρατατικό  σκούμζα και άλλο να προφέρεις  τον παρατατικό του Σκμίζου και να πεις «ίσκμιζα.. . .». Έτσι  αν τα πράγματα εξελίσσονταν ομαλά, σε μερικούς. . . αιώνες αυτός ο δεύτερος τύπος θα χάνονταν  και δε θα βρίσκονταν ούτε σε επιγραφές ούτε και σε περγαμηνές  να τον δουν και να τον μελετήσουν οι ειδικοί. Ύστερα όμως από την παρούσα ανάλυση, είναι σίγουρο ότι στο μέλλον οι γλωσσολόγοι θάχουν με τι να ασχοληθούν και οι κλασσικοί φιλόλογοι του μέλλοντος (όσνοι απομείνουν), δε θα ξούν  το κεφάλι τους απορώντας πού να κατατάξουν  το Σκμώ ούτε και το ιδιότροπο Σκμίζου, και  στο μέλλον όλοι θα διευκολυνθούν, αφού παρακάτω θα παραθέσουμε και τον τρόπο που κλίνονται αυτά τα ρήματα σε όλους τους χρόνους που συναντούνται και κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκαν, και όλα αυτά βέβαια. .  . αφιλοκερδώς . . . .και συνεχίζουμε  ακάθεκτοι, και πού θα πάει, κάποτε θα τελειώσουμε, υπομονή .. .  .
 Στο σχολείο μάς δίδαξε κάποτε η  Φιλόλογός μας η Κυρία  Ηλέκτρα,  ότι σύμφωνα με τη Γραμματική του Τζάρτζανου (και πολύ . .  .εύηχο αυτό το όνομα . . !! ), τα βασικά καλούπια για τις κλίσεις των ρημάτων ομαλών τε και ανώμαλων, ήταν το ρήμα Λύω, τα λήγοντα   εις –μι και τα συνηρημένα, κάτι «δείκνυμι»,  το «ίστημι» , άσε το κλασσικό «ειμί» και το άλλο το . . . ανώμαλο «είμι» κι’ αν είχες όρεξη τα μάθαινες, κι’ αν δεν είχες δίπλωνες τα «αρχαία» και τάβαζες στην κωλότσεπη, μόνο η γραμματική δεν μπορούσε να διπλωθεί γιατί είχε σκληρά εξώφυλλα. Τότε  τσάντες μόνο τα κορίτσια είχαν, όλοι εμείς οι υπόλοιποι τα βιβλία τα κρατούσαμε στο χέρι μαζί με τα ταλαιπωρημένα τετράδια, κι’ έτσι, με το τέλος της σχολικής χρονιάς και την ανταλλαγή ή πώληση των «παρταλιασμένων» βιβλίων μας, οι τιμές που πιάναμε ήταν πολύ μικρές, σε σχέση με τις τιμές τις οποίες  έπιαναν τα βιβλία των κοριτσιών, γιατί τα διατηρούσαν  σε καλύτερη κατάσταση και τα έντυναν με γαλάζια κόλλα.  
Στα καλούπια αυτών των ρημάτων προσαρμόζαμε τους χρόνους και τον τρόπο κλίσης,  εδώ όμως δεν είναι έτσι, οι χρόνοι δε χρησιμοποιούνται, δε συναντούνται όλοι και σε όλα τα πρόσωπα. Η γλώσσα στα χωριά μας διαμορφώθηκε από τις καθημερινές συνομιλίες κι’ όταν  κάποιος μειονεκτούσε στις εκφράσεις του γιατί το λεξιλόγιό του ήταν φτωχό, δεν είχε και μεγάλη σημασία οι υπόλοιποι της Κοινότητας (προσέξτε εδώ),  απλοποιούσαν το δικό τους λεξιλόγιο γα να γίνουν κατανοητοί από τον μειονεκτούντα στις εκφράσεις και στη σκέψη, γιατί τον καθένα τον αναγνώριζαν ως μέλος του συνόλου, γιατί έτσι τους είχαν μάθει και ήξεραν ότι «έτσι πρέπει» και συζήτηση επ’ αυτού δε σήκωναν. Άλλωστε σε μια όσο γίνεται σωστή κοινωνία και όσοι δεν είναι πρώτα μυαλά «σπίρτα» που λέμε, έχουν τη θέση τους.
Έχουμε τέτοιες παραξενιές της φύσης και στο χωριό μας όπως παντού, που οι συγχωριανοί δεν τις  αγνοούν, κι’ ο καθένας φροντίζει με τον τρόπο του να φέρεται ανάλογα δείχνοντας τα λεπτά του αισθήματα, σε καταστάσεις που πονούν και δεν είναι αναστρέψιμες.
Οι πληροφορίες πάντοτε μεταδίδονταν  και κυκλοφορούσαν γρήγορα μέσα στο στενό κύκλο του χωριού, αλλά  χρειάζονταν να περάσει καιρός για να μεταδοθεί μια πληροφορία από χωριό σε χωριό, έπρεπε να τη μεταδώσει κάποιος που ταξίδευε,  να επισκεφθεί κάποιο συγγενή, ή να φιλοξενηθεί κάπου ενδιάμεσα στο δρομολόγιό του, γιατί ο κόσμος τότε ταξίδευε από ανάγκη και ανεξάρτητα από καιρό ή εποχή, και για να καταλάβουν οι σημερινοί, ξεκινούσαν από το χωριό μας το Νεοχώρι με το μουλάρι και πήγαιναν στη Νιγρίτα των Σερρών να φορτώσουν σιτάρι, (δυο μέρες δρόμος πήγαινε έλα, αλλά μέρες ολόκληρες από ήλιο σε ήλιο και το φεγγάρι χώρια ),  κι αν στη δύσκολη διαδρομή τους τύχαινε αναποδιά, βροχή, χιόνι, κατέβασμα των χειμάρρων, έπρεπε κάπου να μείνουν, να ανταλλάξουν πληροφορίες και να μάθουν τα νέα της περιοχής για να τα πάνε έτσι παραπέρα , κι’ από κει πιο πέρα, μέχρι να φτάσουν ξεθυμασμένα αυτά τα νέα και μπαγιάτικα, εκεί που ακούγοντάς τα κανείς δεν έδειχνε ενδιαφέρον πια, και άντε πάλι απ’ την αρχή.  
Τα  «εν θέματι» ρήματα, μπορούμε  να τα παρουσιάσουμε όπως μπορούν να κλιθούν σύμφωνα με τα καλούπια που είπαμε, αλλά σπάνια συναντιούνται σε όλους τους τύπους, θα δούμε.  
Το «Σκμώ» και « Σκμίζου» συναντούνται και χρησιμοποιούνται μόνο στην ενεργητική φωνή  και  για το Σκμώ, λέμε και  μόνο λέμε, αλλά δε γράφουμε,   λέμε, Σκμώ, Σκμάς, Σκμάει, Σκμούμι, Σκμάτι, Σκμούν Παρατατικός Σκούμζα, Σκούμζις, Σκούμζι, Σκούμζαμι, Σκούμζιτι, Σκούμζαν και από τον Μέλλοντα και τον Αόριστο χρησιμοποιείται μόνο το τρίτο πρόσωπο στον ενικό και πληθυντικό και λέμε θα (το) Σκμίσ’, (τρίτο ενικό) και θα (το σκμίσ’ ν) τρίτο πληθυντικό και για τον αόριστο αντίστοιχα (του) σκούμσι, (του) σκούμσαν.
Τώρα, να πούμε και για τον άλλο τύπο το Σκμίζου, και,  Σκμίζου Σκμίϊζ’, Σκμίζ’ Σκμίζουμι, Σκμίζιτι, Σκμίζ’ν, παρατατικός Ίσκμιζα, Ίσκμιζις, Ίσκμιζι, Ίσκμιζάμι, Ίσκμιζιέτι, Ίσκμιζαν, και για τον Αόριστο και Μέλλοντα χρησιμοποιούνται οι . .  .ομαλοί τύποι του Σκμώ, αλλά και να συμπληρώσουμε εδώ ότι, ταχτικά    συναντούμε και τη μετοχή του μέσου. .  .Παρακειμένου για να περιγράψουμε τη σκορπισμένη και σπαταλημένη τροφή, λέγοντας, «τι να του κάν’ς του σκουμζμένου; μαζώνιτι; Αμ δε μαζώνιτι. Τί πιδεύισι; Άφκιτου, να του φάν τ’ αρνίθια. . » Πολύ σπάνια όμως χρησιμοποιήθηκε και το παράγωγο « το σκούμζμα», για να δηλωθεί γενικά η σπαταλημένη τροφή, και στην περίπτωση που αναφέρουμε, το χυμένο και σκορπισμένο καλαμπόκι έξω από το κμάσ’ αυτό που έπεσε στο βρώμικο χώμα.   Επειδή όμως  χωρίς  παραδείγματα, το μάθημα δε θα είχε γίνει σύμφωνα με τις . . εγκεκριμένες  διδακτικές μεθόδους, είμαστε υποχρεωμένοι να σταθούμε μπροστά σε ένα κμάσ’ και ν’ ακούσουμε δυό γειτόνισσες οι οποίες ανταλλάσσουν απόψεις για τους τρόπους που πρέπει να βρουν ώστε να καταπολεμήσουν τη σπατάλη  της τροφής που ρίχνει η καθεμιά στο δικό της γουρούνι, ν’ αποφύγουν όσο γίνεται αυτό το «σκούμζμα»..
 Gούτ Μόρνινγκ ιν φροντ οφ coumassion λοιπόν και,
Έ  Βγινία. . . τι να σι πω. . .
-Ιχτέ  όσου καλαbόκ’ τούρξα, του σκούμσι όλου π’ να του βαρέσ’ αγιέρας . . Σήμιρα δε θα του ρίξου τίπουτα, να δγιούμι τι θα κάν’. . . μό ζουμιά  θα του δώσου, κι, γιά να δγιούμι θα τα πχείει ; Ας  λ’σιάξ’ απ’d bείνα. . ξιέρ’ς  τι θα πει να του ρίχν’ς καλαbόκ’ κι να του σκμίζ’ αράδα;(9) Δε λιέμι καλά που είνι κι τ’ αρνίθια κι τρων που καταή (τρων από κάτω, από το χώμα) του σκουμζμένου του καλαbόκ’. .  . Μα ιμείς ιδώια  έχουμι  κι άλλουν bιλιά, έχουμι κάθι μέρα   τ’ αρνίθια τ’ς Αργυρής που πέρα,  όλου ιδώ  τρουιούρ’ (τριγύρω) στου θκό μας του κμάσ’ ’  βόσκ’ν . . .  Τι να πεις , σιγά σιγά θα μας μάσ’ν κι τ’ αβγά μας απ τσ’ φουλιές τσ’ ιθκιές μας. . Μωρέ σι’ έρχιτι να…. μα λιές πάλι, πίσου μου σιέχου. . . . αdραδέρφ’ είνι τι να πεις, μια αυλή ίμιστι. . . Κι d’  γκρέν’ς κι κάν’ πως δε gαταλαβαίν’. . .έμαθαν γλιέπ’ς, δε gρέν’ dίπ’ κι’η θκόζ’ μ’, άφκητιν σι λιέει, άφκητιν μα κάθι μέρα σί κάν’ κι βράιζ’ . . (βράζεις). 
-Αμ ιγώ  να δγεις,  του θκό μ’, δε bρουλαβαίνου να του ρίξου του βαλάν’(10)  ζ’γκουπανούδα κι’ ούτι του γλιέπ΄, του σκμίζ, μνιάφουρα (αμέσως), φαίνιτι του βαρέθκι του βαλάν’, μι τιλείουσι κι του καλabόκ’ κι λιέου να του δώσου λίγουν γιαρμά, λείπ’ κι η θκόζμ, να πα να φέρ΄ καbόσα κάστανα, πού να πααίνου σιαπάν στου βνό μι τ’ μαννάκα καταή  δε κουτώ(11) να φύγου. . . όλου γκρινιάζ’ κι’ αυτήνην,(12) τώρα κατάπισι dιπ,  ούτι σ’κώνιτι . . ..    
dι, Άdι, να μη σι τύχ’ τέτοιου άσουγου γρούν, ότ’ να του δώϊσ’ θα του σκμήσ’ ιμείς ιπέρσ’ είχαμε ένα μαύρου παρμένου απού έναν Βαρβαριώτ’, ότ’ τόδουνάμι του σκούμζι κι μια μέρα ξιπάτουσι ένα σανίδ’ π’ τού κμάσ’ κι βγήκι, θμάσι μαρή Μαρίγια; Μύθους γίνκαμι στου χουριό, γιλούσι όλους η κόσμους.  Πήρι του βνό κι χάθκη κατά σιαπάν ζ’ Γκαμήλα, ούτι πρόλαβάμι να του μνουχίσουμι,(14) τουν έπιασι η θκοζ μ’ του Βαρβαριώτ’ κι μας ήφιρι άλλου, τουν είπι για του φιβγάτου, σα άγριου να ήταν μι τέτοιουν ζουρνά(15) τουν είπι, κι’ κείνους τα ματσιάλσι,(16) δεν είπι τίπουτα  κι μας ήφιρι τ’ άλλου, κ’ ικείνου  κακοέτρουει, σκούμσι, σκμούσι κι’ ικείνου μα,  γίνκη καbόσις ουκάδις ίσια ίσια που πέρασάμι τ’ς γιουρτές, έφκιασα κι λουκάνκα πιdέξ’ θηλειές για τ’ αdέτ’ . . . Άdι να πααίνου φουνάζ’ η μαννάκα. . . ..
Ύστερα από τέτοιο παράδειγμα πρέπει κάτι να καταλάβατε, αλλά δεν πειράζει, όσο και να σας μείνει, κέρδος θάχετε, αλλά κι’ αν δε σας άρεσε,(πράγμα . . .απίθανο), δεν πειράζει, αν δε σας άρεσε, τι να κάνουμε,  περιμένετε, θα γράψουμε κι’ άλλα.
 Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία και η εξέλιξη του «Σκεδάννυμι»  στα μέρη μας και αν  σας τύχ’ να πέστι κατά σιακεί, είτε σαν γαμπροί, είτε ως ζbιθιροί,(17) μη νομίσετε ότι θα βρεθείτε σε έναν τόπο  ξενόγλωσσο, θα συνεννοηθείτε άνετα, και το πολύ να ξαναρωτήσετε το συνομιλητή σας τι είπε, κι’ εκείνος θα σας μιλήσει έτσι που θα τον καταλάβετε και θα σας αρέσει, αρκεί να μην πάτε φορτωμένοι προκαταλήψεις και ύφος . . .ανωτέρου,  και μακριά από τα –γα  των αθηναίων, αυτά δε συνηθίζονται  εκεί, εκεί δεν ακούς να λεν αγάπαγα, λένε  το ωραίο αγαπούσα, ούτε ακούς το τραγούδαγα και πείναγα, ούτε το πέρναγα και κοίταγα, αλλά εκεί ακόμα λεν τραγουδούσα και πεινούσα, και λεν περνούσα και κοιτούσα. Τόσο απλά . Εκεί μπορεί να πετσόκοψαν ορισμένες λέξεις, μπορεί να τις άλλαξαν τα φώτα όπως λέμε, αλλά δεν αγνόησαν την ουσία και τη σημασία τους, μπορεί να αφαίρεσαν συλλαβές και φωνήεντα, ακόμα και να πρόσθεσαν σύμφωνα στις λέξεις, αλλά το έκαναν με σεβασμό στο μέτρο και στην αρμονία, και όποια αλλαγή δεν πετύχαινε, δεν τους έβγαινε, την άφηναν στην άκρη, και σε καναδυό γενιές την ξεχνούσαν. Οι λαθεμένες και κακόγουστες λέξεις και εκφράσεις, δε ζούσαν για πολύ,  και όπως τα παρανόμια, τα παρασούμια όπως τα λέμε εκεί, ξεχνιόταν  μαζί με το βιολογικό τέλος αυτών που τις πρωτοείπαν και ποιος θυμάται στο χωριό τον παππού τον «Βροντήξο» που τού κόλλησαν το παρασούμι «Βρουντήξος» επειδή λέει  νέος, απειλώντας έλεγε το στερεότυπο « θα σι βρουντήξου μία . .  .»ή τη γιαγια Μαρία μακαρίτισσα πριν από το. . . 1906 που τη βάφτισαν με το παρασούμι «Σ’ μάλου» επειδή λέει πριν να μιλήσει σε κάποιον ξεκινούσε με ένα διακεκομμένο σσσσς . . .έβγαζε δηλαδή τον ήχο που κάνει η σαύρα περπατώντας σε ξερά φύλλα έκανε κάτι σαν «σ’μάλου» (αρσενικό η σ’μάλους)που το λέμε εκεί στο χωριό, εξ ού και το αποκλειστικά δικό μας ρήμα «Σμαλίζω (ου)», και δεν τελειώνουν «αυτάνα», πάμε να το μακρύνουμε πάλι όμως κι θα μας πάρει πολύ, έχουμε να κάνουμε και τις γραμματικές και συντακτικές παρατηρήσεις, να ερμηνεύσουμε άγνωστες λέξεις και βλέπω να βραδιαζόμαστε, αλλά δεν πειράζει, όσοι δε χάσατε ακόμα την υπομονή σας και δεν το αφήσατε στη μέση, ξεκουραστείτε και αφήστε το για σήμερα,  διαβάστε το σε συνέχειες δεν πρόκειται να χάσετε το νόημα. Αλλά  τα παρασούμια που ακούστηκαν στο χωριό και ακούγονται ακόμα , θα άξιζε τον κόπο να πούμε μερικά, έτσι αθώα για να μην παρεξηγηθεί και κανένας, αλλά κι’ αυτό, αφήκτι του για αργότερα.             
 Ξαναγυρίζουμε στο κυρίως θέμα και, είπαμε πολλά γι’ αυτό το ρήμα και θα μπορούσαμε να πούμε κι’ άλλα, είναι που είναι τόσο κακοπαθημένο στην περιοχή μας, το τυραννήσαμε κι’ εμείς, και στο τέλος δε βγάλαμε συμπέρασμα, ποιο είναι το σωστό, αν θάπρεπε να μείνει όπως μας είχε έρθει, ή με το πετσόκομμα που του κάναμε έγινε πιο κομψό, πιο ωραίο;
 Είπαμε όμως ότι η γλώσσα εξελίσσεται, προσαρμόζεται  και αλλάζει, και αυτό συνέβη όχι μόνο με το ρήμα που μας απασχόλησε, αλλά και με άλλες, αμέτρητες  λέξεις,   λέξεις  οι οποίες κάποτε ξεκίνησαν και ήρθαν σωστές και ακέραιες στο χωριό, (σωστές  βέβαια στον τόπο της. .  καταγωγής τους),  και  προσαρμόστηκαν άθελά τους και αλλοιώθηκαν, ήρθαν στα μέτρα της λαλιάς και των αναγκών μας. Γενικά όμως όσο πάμε,  τη γλώσσα μας τη «φτωχαίνουμε», αφού οι ανάγκες μας για επικοινωνία συνέχεια περιορίζονται, και βλέπεις τους νέους να μη μιλούν στις παρέες τους και να ανταλλάσσουν με τα κινητά τηλέφωνα  ηλεκτρονικά  μηνύματα στο ίδιο τραπέζι φορτωμένοι ακουστικά, και αδιαφορώντας για τη ζωντανή παρουσία των φίλων τους.
Τώρα, αν  σκοπεύετε να δοκιμάσετε τις γνώσεις των συγχρόνων, ρωτήστε όποιον θέλετε  να σας πει από πού προέρχεται η λέξη  «διασκέδαση» και είναι σίγουρο ότι ελάχιστοι θα απαντήσουν σωστά, εκτός βέβαια από τους φιλολόγους και απ’ αυτούς οι γνήσιοι φιλόλογοι, εκείνοι που διδάχτηκαν και ασχολήθηκαν με την κλασσική φιλολογία, γιατί τώρα τελευταία όλοι μα όλοι ονομάζονται τέτοιοι κι’ ας προέρχονται από σχολές που διδάχτηκαν τόσα αρχαία όσα χρειάζονται να διαβαστούν  επιγραφές και χωρίς να γνωρίζουν Λατινικά, αλλά το μεγάλο δράμα θα είναι για όσους αριστούχους μπαίνουν τώρα  στα πανεπιστήμια οι οποίοι  βγαίνοντας θα βρουν μπροστά τους σε θέσεις Διευθυντών-Κριτών, Συμβούλων, και υπουργικών παρατρεχάμενων, θα βρουν όσους «εισήχθησαν» με τη βάση μόνο και . . . «προωθήθησαν» για λόγους τους οποίους μόνο οι ίδιοι και οι «προωθητήρες» τους γνωρίζουν. . . . .κι’ αυτό μάλλον -τι μάλλον που είναι σίγουρο- δεν έχει να κάνει με δικά σας και δικά μας παιδιά, έχει να κάνει με την ποιότητα, της «παιδεύσεως» και το μέλλον της φυλής  για την οποία φαίνεται ότι ανησυχούν ελάχιστοι.    
Εδώ όμως αξίζει να κάνουμε ένα ακροτελεύτιο ξεστράτισμα για να αναφέρουμε κάτι  απίστευτο, ότι με παρέμβαση λέει του Πολιτιστικού Σωματείου για την Προαγωγή και  Διάδοση του Ελληνικού Λόγου, η Υπουργός Κυρία Γιαννάκου,  με απόφασή της κατέστησε υποχρεωτική την εξέταση ΚΑΙ στα Αρχαία Ελληνικά, για τους φιλολόγους που θέλουν να διοριστούν μέσω ΑΣΕΠ. . . .!!!! (18).
Έτσι,  φτάσαμε λοιπόν στο τέλος και θα λέγατε όλοι επιτέλους, αλλά αμ δε,  έχουμε να πούμε κι’ άλλα, έχουμε να ερμηνεύσουμε λέξεις και να πούμε για σημασίες, θα δούμε, και στο
Νο 1, Λέμε ότι τα ονόματα όσων υπογράφουν τα πτυχία είναι « κανταροζυγιασμένα» εννοώντας ότι είναι ζυγιασμένα με το καντάρι, γιατί δεν μπορείς να μιλάς για τη βαρύτητα τού ονόματος που υπογράφει ένα πτυχίο και μάλιστα πτυχίο Ιατρικής ζυγίζοντάς το στην ταπεινή «παλάντζα» του παντοπωλείου, εκεί που ζυγίζονται όσπρια ή . . .παστός μπακαλιάρος από το μεγάλο τάσι, και από την άλλη μπαίνουν τα «δράμια» σιδερένια ή μπρούντζινα. Δεν  μπορείς να «ζυγιάζεις» στην ταπεινή  παλάντζα  ένα όνομα     ο  . . . ιδιοκτήτης του οποίου διαθέτει. . . μούσι και στις επίσημες παρουσίες του φοράει εκείνο το καφτάνι με τα σιρίτια    και έχει το ανάλογο σοβαρό ύφος. Για το ζύγιασμα ενός τέτοιου ονόματος το μόνο κατάλληλο «όργανο» είναι το καντάρι και  μόνο από «τις βαριές»   γιατί το καντάρι ζυγίζει με δυο τρόπους, ζυγίζει και από τις «αλαφριές» για μικρά βάρη, και από τις «βαριές» για τα μεγαλύτερα, και λέμε για κάποιον με λίγο μυαλό ότι «αυτός είναι  αλαφρός» και κάνει  «αλαφράδις» (αλαφράδες).      
1α. «Χλιάρας» είναι ο Βλάκας, αυτός που έχει το νού του μόνο στο φαΐ , αυτός που κρατά το χλιάρ’ (το κοχλιάριον) δηλαδή το κουτάλι, και πέρα απ’ το φαγητό δεν ενδιαφέρεται για τίποτα άλλο, γι’ αυτό και είναι ο πλέον ευάλωτος  και ευμετάβλητος, είναι αυτός που γυρνά κάθε φορά «από κει που φυσάει», αρκεί να μη χάσει την κουτάλα.     
2. «Προσθήκη Συμφώνων». Αυτή η αναφορά για προσθήκη συμφώνων σε ορισμένες λέξεις, και συγκεκριμένα του γράμματος –νι- (ν)για να γίνει αντιληπτή, απαιτεί λεπτομερή ανάλυση  και μάλλον πρέπει να αναπτύξουμε το θέμα σε κάποιο ξεχωριστό γραπτό, αλλά μια και το αναφέραμε θα πούμε δυο τρία πράγματα έτσι για να κεντρίσουμε το ενδιαφέρον των . . .φιλολόγων και να ικανοποιήσουμε την περιέργεια όσων ακόμα δεν έχουν πειστεί για τις σωστές γλωσσολογικές επεμβάσεις- εγχειρήσεις που κατά καιρούς κάναμε στη γλώσσα μας. Λέμε λοιπόν για παράδειγμα ότι στην αντωνυμία  Αυτός, Αυτή Αυτό, για να ξεχωρίσουμε το θηλυκό Αυτή από τον πληθυντικό του αρσενικού Αυτοί, κάναμε μια γλωσσική επέμβαση-πρόσθεση και λέμε για το θηλυκό Αυτή αλλά και Αυτήνην  και για τον πληθυντικό του αρσενικού, δε λέμε Αυτοί, αλλά λέμε  προσέξτε, λέμε Αφνοί. Και έτσι ξέρουμε ότι Αφνοί, είναι η ονομαστική πληθυντικού του Αυτός πάει και τελείωσε και νοηματική σύγχυση ουδεμία, ούτε και απορία καμιά.. ., όπως και στην αιτιατική του θηλυκού Αυτή, δε λέμε «αυτή που την έφεραν νύφη» αλλά λέμε «αυτήνην που τ’ν ήφιραν νύφ’» και το λέμε για να αποφύγουμε τη νοηματική σύγχυση, μεταξύ του Αυτή (πού ήρθε ως Νύφη) και τού Αυτοί( που έφεραν τη Νύφη).Γλωσσικές πολυτέλειες και πολύπλοκες επινοήσεις για να βγαίνει νόημα από  συμφραζόμενα και λοιπά, δε χωρούσαν σε μια γλώσσα  που έπρεπε να είναι καθαρή και   σύντομη για να είναι κατανοητή από όλους και να αποφεύγονται οι παρανοήσεις.  Το ίδιο έγινε με το Ποίος-Ποιος, γενική Πχνού, Πληθυντικός Πχνοί, το Όλος, πληθ. Όλνοι, το Άλλος, (και παλιότερα «η Γιάλλους»)  γεν. Αλνού πληθ. Άλνοι, το θηλυκο, «άλλην» και η γενική του θηλυκού «Αλνής», το Καμπόσος, πληθ. Καμπόσνοι και πάρα πολλά άλλα., που είπαμε δεν είναι του παρόντος, αλλά   πάνω σ’ αυτό, «άλλ’ φουρά πλειότιρα»,  γιατί οι περιπτώσεις είναι πολλές.
3. «Γάνιασάμι», πρώτο πληθυντικό αορίστου του ρ. γανιάζω, (παρατατικός δεν συναντάται συχνά), αόριστος γάνιασα, -ις, -σι, γάνιασάμι, γάνιασιέτι, γάνιασαν, ομαλό και πολύ απλό. Παράγωγο η γανάδα, τουτέστιν η σύνθετη ταλαιπωρία,  σωματική και ψυχική. Συνήθης έκφραση  «μι γάνιασι» ( κόπκι του μλάρ κι μι γάνιασι μέχρι να του πχιάσου). Κόπηκε δηλαδή το σκοινί με το οποίο ήταν δεμένο στο παλούκι, και έφυγε, και …
4. «Κοπανούδα», η μικρή σκάφη, αλλά στα μέρη μας σκάφη μονοκόμματη, από γουβωμένο μονοκόμματο κορμό δέντρου, και όχι από καρφωμένα σανίδια.
Έκοβαν έναν χοντρό κορμό, (καστανιά σε μας ή φλαμουριά για τις πινακωτές), τον έσκιζαν στη μέση και με ένα «γουβοσκέπαρνο» τον «γούβωναν» τον πελεκούσαν και τον μετέτρεπαν σε «κοπάνα» σε σκάφη δηλαδή και τέτοιες κοπάνες είχαμε για πλύση, για ζύμωμα και μικρότερες για λιγότερη ποσότητα αλευριού, όπως για πίττες και άλλα.  Την κυρτή- κοίλη εσωτερική επιφάνεια της Κοπάνας ακολουθούσε και η εξωτερική της επιφάνεια, για να είναι ελαφριά και να μεταφέρεται εύκολα, άλλο τώρα που κατά το ζύμωμα ιδίως κουνιόταν κάπως, αλλά τη στερέωναν με κάτι,  ή την κοντράριζε με τα πόδια της η γυναίκα που ζύμωνε γονατιστή. Την κατασκευή της κοπάνας και της πινακωτής με το γουβοσκέπαρνο (και ποιος είδε τέτοιο;) την παρακολούθησα από κοντά, γιατί ο μπάρμπας μου ο Κώτσιος, το είχε ως ευκαιριακό επάγγελμα για να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημα από τα χωραφούδια τα περισσότερα ξερικά στο χωριό μας. 
    Με τον ίδιο τρόπο γίνονταν και οι Πινακωτές στις οποίες τοποθετούσαμε τα ψωμιά σκεπασμένα με το «Μισάλι», να φουσκώσουν «να γίνουν» πριν να πάν στο φούρνο για ψήσιμο.   
5.»Ζουμιά». Τα ζουμιά  όλοι ξέρουμε τι είναι. Έ λοιπόν όλα τα αποφάγια μαζί με πίτυρα και νερό, τα ρίχναμε στην κοπανούδα στο κμάσ’. Δεν πετούσαμε τίποτα, όλα ήταν χρήσιμα.
6. «Καλαbοκ’(ι)». Μάλλον περιττό είναι να το αναλύσουμε αυτό, αλλά για τους . . .ξενόγλωσσους πρέπει να πούμε ότι το προφέρουμε έτσι (με –b- άηχο) και δεν βάζουμε να ακούγεται το –μ- , δε λέμε δηλαδή Καλα- μ- πόκι. Και στην περιοχή μας, μάλλον αυτό στηρίζεται στην αρχή της συντόμευσης , η οποία απαιτεί την αφαίρεση φωνηέντων και συμφώνων, χωρίς να διαταράσσει τη φωνητική αρμονία. Κι’ εδώ δε θα ήταν παραπανίσιο, να πούμε ότι το καλαμπόκι στο χωριό μας οι παλιότεροι το έλεγαν και «Μισίρι», ίσως επειδή κάποτε μας ήρθε από την Αίγυπτο, αλλά και το φυτό του καλαμποκιού και σήμερα ακόμα το λέμε «Μισιρ ι ά» ( χωρίς γάμα όμως, δε λέμε δηλαδή Μισιρ γ ιά).       
7. «Αρνίθις», (οι) , Οι γνωστές μας κότες, τις οποίες από «όρνιθες» με μια πολύ μικρή αλλαγή τις φέραμε στα μέτρα μας και τις είπαμε έτσι, αλλά εκτός από τις θηλυκές «αρνίθες», για το συνολικό πλήθος των πουλερικών που διαβιούν στο κοτέτσι, έχουμε ιδιαίτερο όνομα και όταν αναφερόμαστε στους ενοίκους του κοτετσιού και των αρσενικών συμπεριλαμβανομένων, τότε λέμε  τ’ αρνίθια. ( Ψόφσαν όλα τ’ αρνίθια στου χουριό).     
8. «Δεν πετούμε τίποτα»  στα χωριά, κι’ αυτό γιατί ήταν και είναι ακόμα δύσκολο να βρεις κάτι που σού λείπει ή να αντικαταστήσεις κάποιο εργαλείο που χάλασε, και  για παράδειγμα τότε, ένα σπασμένο τζάμι ήταν πολύ δύσκολο να αντικατασταθεί, έπρεπε να πάς στο διπλανό χωριό να το πάρεις και να το περάσεις μόνος σου, και το σπασμένο δεν το πετούσαμε κρατούσαμε τα κομμάτια για να ξύσουμε και να λειάνουμε  τα στειλιάρια των εργαλείων τα οποία φκιάναμε μόνοι μας, και κρατούσαμε κομμάτια από το δέρμα των άχρηστων  παπουτσιών,  γιατί τα χρειαζόμασταν να σφηνώσουμε τα εργαλεία  στα στειλιάρια τους να μην κουνιούνται και ούτε τα κουρέλια πετιούνταν, τα έκοβαν λουρίδες και τα ύφαιναν στον αργαλειό φκιάνοντας κουρελούδες, αλλά τα καλά κομμάτια τα κρατούσαν για να μπαλώσουν ρούχα που τρύπησαν από τη συνεχή χρήση, κι’ έβλεπες μπαρμπάδες να φορούν παντελόνια με τέσσερα μπαλώματα, ναι τέσσερα, δύο πίσω και δύο μπροστά στα γόνατα και δεν ήταν και απαραίτητο να ταιριάζει το χρώμα του μπαλώματος  με το χρώμα του παντελονιού ή τού σακακιού στους  αγκώνες, τέτοια ωραία τότε. .  .
9. «Αράδα», είναι πολύ απλό, σημαίνει τη συνέχεια και λέμε « πιρνούσαν αράδα . .» δηλαδή, περνούσαν συνέχεια.
10. «Βαλάν’» ,βαλάνι, το βελανίδι το οποίο δίνουμε ως τροφή στο γουρούνι, αλλά κάποτε το βαριέται και πρέπει να γίνει αλλαγή στο σιτηρέσιο, αλλαγή με κάστανα, καλαμπόκι ή βρασμένα κολοκύθια, ανακατωμένα με πίτυρα και με κάποιον συνδυασμό από όλα αυτά.
11. «Κουτώ», Κοτώ,  Ρήμα που σημαίνει τολμώ, και λέμε’ «Δεν κουτώ να πάου πουθινά, έχου τ’ Μαννάκα καταΐ» , έχω τη γιαγιά κατάκοιτη.
12. «Αυτήνην»  είπαμε αρκετά στην ανάλυση του Νο 2.  
13. «Καμήλα», το . . εθνικό βουνό μας στις υπώρειες του οποίου αναπτύσσεται το χωριό μας το Νεοχώρι Χαλκιδικής. Βέβαια οι επίσημοι χάρτες το ονομάζουν Καστέλι, αλλά εμείς λόγω του σχήματός του το λέμε έτσι, Καμήλα,  κι’ από κει προμηθεύομάσταν ξύλα,  κάστανα και βελανίδια, από κει και τα  χαμοκίσσαρα (άγριες φράουλες), το νερό από κει έρχεται στις βρύσες του χωριού , και από την κορυφή της Καμήλας μας, μαγεμένοι  είδαμε για πρώτη φορά τη θάλασσα και τον Άθωνα απέναντι με το σύννεφο –καπέλο στην κορφή του. Και είναι σημαδιακή η ερώτηση των άσχετων, μια ερώτηση που την κάνουν συνήθως οι κυρίες όταν πεις ότι κατάγεσαι από τη Χαλκιδική, οι οποίες κυρίες αμέσως ρωτούν «και από ποιο πόδι της Χαλκιδικής είστε;», γιατί αυτές ίσως (ίσως λέμε) μόνο για τα πόδια ενδιαφέρονται γιατί αυτά γνώρισαν (τα δύο μόνο, γιατί στο άλλο δεν μπορούν να πάνε, το φυλάει ο όσιος  . . . Εφραιμ), αλλά από  έμφυτη ευγένεια δεν   μπορείς να απαντήσεις οτι κάτι που έχει πόδια έχει και παραπάνω, έχει και παρακάτω, τι να πεις, για να τα κάνεις λιανά θα φανείς άξεστος, γι’ αυτό σιωπάς χαμογελώντας ή μάλλον χαμογελάς σιωπηλός και απέρχεσαι. . .        
14. «Μνουχίσουμι», (ευνουχίσουμε) το ρήμα είναι ευνουχίζω, αλλά κι’ αυτό χάριν συντομίας και ακουστικής. . . αρμονίας το πετσοκόψαμε  και από τετρασύλλαβο, το κάναμε δισύλλαβο και μάλιστα συνηρημένο, το κάναμε  «Μνουχώ», δηλαδή Μνουχάω- Μνουχώ, όπως μας τα μάθαιναν τότε παλιά στο Γυμνάσιο και είχαν την απαίτηση να τα ξέρουμε στις εξετάσεις, χωρίς να μας πουν ποτέ σε τι θα μας χρησίμευαν, αλλά κι’ αυτό είναι μια άλλη ιστορία, κι’ όλο με «άλλες» ιστορίες μπλέκουμε και το γραφτό αργεί να τελειώσει και εξ αυτού του λόγου κάποιοι χάνουν την υπομονή τους και τα παρατούν γρήγορα, αλλά είμαι σίγουρος ότι αργότερα επανέρχονται, ιδίως όταν τους κυριεύει η βαρεμάρα και δεν βρίσκουν να κάνουν τίποτα άλλο καλύτερο. Για το «Μνούχ’μα» όμως έχουνε ετοιμάσει κάτι ιδιαίτερο το οποίο θα παρουσιάσουμε «όσον ούπω». (Καλή η. . Ελληνικούρα έ  ;).
15.  «Ζουρνάς», η μουσούδα του γουρουνιού, εκείνη η σκληρή προέκταση της μύτης με την οποία σκάβει το ελεύθερο γουρούνι (άγριο το λέμε εμείς), που σκάβει  για να βρει ρίζες, κάστανα και βελανίδια και η οποία μούρη στα ήμερα γουρούνια τα οικόσιτα, δεν είναι και πολύ αναπτυγμένη, αφού δεν τη χρησιμοποιούν για σκάψιμο, παρά μόνο αν βρεθούν έκτός κουμασίου  , «‘οξω απ’ του κμάσ’». Και για να ολοκληρώσουμε τα περί «Ζουρνά» λέμε και το άλλο, ότι αυτήν τη μουσούδα, μάς την έδιναν να τη φάμε (βρασμένη βέβαια), να τη φάμε για να μην κατουρούμε τη νύχτα στο κρεβάτι, αλλά το γιατροσόφι αποδείχτηκε λανθασμένο, γιατί πέρασαν χρόνια μέχρι να πετάξει η Μάννα μας την άσπρη προβιά που έβαζε από κάτω μας και είχε καταντήσει να έχει ένα χρώμα κιτρινωπό, δεν είχε και πλαστικά τότε, και τα κατουρημένα από ντροπή δεν τα άπλωναν στα μπαλκόνια, τάπλωναν να στεγνώσουν στο κατώι, κι’ άκουγες να λεν οι γυναίκες, «ιγώ τα θκά μ’ έχ’ν χρόνια που σταμάτσαν.  . .» ( σταμάτσαν να κατουριούνται το βράδυ), αλλά η τσίκνα απ’ το κατώι τις πρόδιδε και όποιες τα άκουγαν χαμογελούσαν με σημασία, ξεφύγαμε λίγο, αλλά πού θα πάει κοντεύουμε..  . .
16.  «Ματσιάλσι», τρίτο  ενικό αορίστου του ρήματος Ματσιαλώ, ( Μασώ)  , και το λέμε με συντομία, ματσιαλώ, ματσιαλούσα, ματσιάλ’σα και εν χρήσει η μετοχή του παρακειμένου, «ματσιαλζμένους, ματσιαλζμέν’(η) ,  ματσιαλζμένου», και λέμε εκείνο το δικό μας ανεπανάληπτο, εκείνο  που λένε στις πόλεις για το «μασημένο» ψωμί που έτσι το θέλουν μερικοί, κι’ εμείς αυτό το μασημένο ψωμί το λέμε με μια βαρβαρική έκφραση «ματσιαλζμένου», άσχημο και κακόηχο, αλλά έτσι το λέμε.  Τώρα τελευταία όμως οι δυο τρείς εν ενεργεία φιλόλογοι του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού αποφάσισαν  να επέμβουν και ήδη άρχισαν οι . .  .συσκέψεις και οι διεργασίες σε υψηλό επίπεδο, για την αντικατάσταση  αυτού του κακόηχου ρήματος, με κάποιο περισσότερο εύηχο. Δέχονται και προτάσεις. Και όσνοι έχετε κάποια ιδέα, σπεύσατε. . .  Δε θα απονεμηθούν βραβεία,  δώρα και τίτλοι σε όσους θα καταθέσουν τις προτάσεις τους, αλλά τα ονόματά τους θα αναρτηθούν στην κεντρική πλατεία του χωριού και ίσως αργότερα, μόλις εξασφαλισθεί η σχετική πίστωση, (ίσως λέμε και μην το δένετε κόμπο), ίσως να  φιλοξενηθούν με δαπάνη του Δήμου Αριστοτέλη, στο θαυμάσιο θέρετρο του χωριού μας, εκεί στη «Λαδιαβίτη» που τέτοιο μέρος δεν έχετε δει, και άσε να λένε οι διάφοροι κουλτουριάρηδες για μέρη εξωτικά και ονειρεμένα, που τα τραγούδησε ο μακαρίτης ο Τσιτσάνης κι’ άς μην τα είδε ποτέ. Αν πάτε μια φορά εκεί στη «Λαδιαβίτη» δε θα θέλετε να πάτε πουθενά αλλού. Δοκιμάστε το.  (Δηλαδή γιατί να μην κάνουμε και μια διαφήμιση στο χωριό μας; Βλάπτει;)                
17. «Ζbιθιροί», οι Συμπέθεροι, αλλά η προφορά σε μας είναι όπως ακριβώς γράφτηκε, είναι η  Ζbέθιρους και πληθυντικός οι Ζbιθιροί και όπως διαπιστώσατε, όλα είναι απλά και ωραία, και με μερικές επαναλήψεις τα περισσότερα θα τα . . . μάθετε, θέληση χρειάζεται και ιδίως υπομονή. Εδώ όμως θα πρέπει να επιστήσουμε την προσοχή στον αναγνώστη ως προς την προφορά της λέξης Ζbέθιρους και ειδικά την προφορά του αρχικού Ζήτα (Ζ). Αυτό το Ζ λοιπόν δεν το προφέρουμε ανοιχτό όπως στη λέξη  Ζμάρι ( Ζμάρι μελισσών πουλιών κλπ), ή όπως στη συντομευμένη λέξη Ζνάρι (ζουνάρι), αλλά το λέμε κλειστό, όπως στη λέξη Ζ’ μάρ’(ι) –Ζυμάρι.
Φυσικά στη λέξη μοναδική. . . αξία έχει εκείνο το Ζbε-  με το Ζήτα (ζ)   όχι ανοιχτό όπως το Ζμάρι, ( πουλιά ή μέλισσες) , αλλά όπως το  Ζ’ μάρ’ το Ζυμάρι, με το Ζ κλειστό.
Νο 18.Η πληροφορία αναφέρεται στην εισαγωγική ομιλία  του Ομότιμου Καθηγητού  Ε.Μ.Π Ακαδημαϊκού  Α.Ν. Κουνάδη ,στην Δ’ ημερίδα «Για τη διαχρονικότητα της Ελληνικής Γλώσσας» η οποία οργανώθηκε από το Σωματείο στις 8 Δεκεμβρίου 2006 στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ». (Περιοδικό του Σωματείου ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ  ΕΡΜΗΣ , Τεύχος 1ο, Νοέμβριος 2007,   σελίδα 5η). 
Το μακρύναμε. . . λίγο(;) το γραπτό, αλλά δε βαριέσαι, όσοι φτάσατε μέχρι το τέλος, μπράβο σας,  θα πει οτι δεν είχατε να κάνετε τίποτα καλύτερο και μακάρι να σας άρεσε. Από όσους φουρκίστηκαν ζητούμε συγγνώμη κι’ ας μην το ξανακάνουν, άλλη φορά ας . . .προσέχουν. Και σε όσους  νύσταξαν, καλόν ύπνο, αλλά  ακόμα περιμένω  έστω  κάποιο σχόλιο, έστω έναν  υπαινιγμό ή μια διόρθωση, απ’ αυτούς που σκοπό της ζωής τους όρισαν να φυλάγουν Θερμοπύλες, για να μην περάσουν οι γραφίδες των Βαρβάρων στην αθάνατη γλώσσα μας, αλλά κάτι μέσα μου φωνάζει  σε καθαρή ιδιωματική έκφραση, και λέει. . . « Τώρα!! Που καταπόδ’ . . .» (Τουτέστιν τώρα είναι κάπως ή πολύ αργά) αλλά παρά ταύτα αισιοδοξούμε γιατί  η ελπίδα χάνεται τελευταία, και μακάρι . . .  
 Με αυτά τα. . . ολίγα  λοιπόν αλλά με πολλούς χαιρετισμούς σε όλους, κι’ ας ήταν   κάποιος από τους παλιούς συμμαθητές να στείλει χαιρετίσματα, και λέω μόνο συμμαθητές, γιατί όσες φορές έκανα «κρούση» σε συμμαθήτριες, μία μόνο μού τηλεφώνησε κι’ άκουσα διστακτική τη φωνή της ύστερα από μισόν αιώνα. Γεια σου Ρούλα.       
                   Βαγγέλης Μαυρoδής 
 Ξάνθεια, Μεσούντος μηνός Θαργηλιώνος. 2011  
             






























Δεν υπάρχουν σχόλια: