Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Τα Φύλλα


Γύρω στις δέκα το πρωί, το λεωφορείο από τη Θεσσαλονίκη κατέφθανε στην πλατεία της Αρναίας, όπου έκανε μια στάση για λίγα λεπτά. Οι  περισσότεροι    επιβάτες κατέβαιναν, με πρώτους και βιαστικούς τους άντρες  κάποιας  ηλικίας  που ως γνωστόν σ’ αυτή την κάποια ηλικία των αντρών, αρχίζουν και εμφανίζονται μερικά συμπτώματα, άκρως ενοχλητικά και πολλές φορές επικίνδυνα ιδίως στα ταξίδια,  και ο νοών νοείτω. . . .
Από τους επιβάτες λοιπόν μερικοί κατευθύνονταν προς τις δημόσιες τουαλέτες, άλλοι στα γύρω καφενεία και μετά την ομαδική. . . ανακούφιση, γυρόφερναν στην πλατεία χαζεύοντας τα πέριξ. Με την άφιξη του λεωφορείου, εκτός από τα όργανα της εξουσίας που συνήθως κατέφθαναν εκ καθήκοντος και μόνο, πλησίαζαν και οι χασομέρηδες, οι μονίμως διαβιούντες στην πλατεία και τα πέριξ ή οι τυχαίως διερχόμενοι, και χάζευαν κι’ αυτοί τους . . . χαζεύοντες ξένους, σχολιάζοντας παρουσίες και αμφιέσεις, ιδίως το καλοκαίρι που η περιβολή  των κατερχομένων τουριστριών με τα μίνι ή τα υποτυπώδη σορτσάκια, τα μόλις και μετά βίας προσφέροντα την απαραίτητη κάλυψη επίμαχων σημείων, επέτρεπε στους τυχερούς αυτούς την έκφραση θαυμασμού άνευ θορύβου και βοής, με μόνη την ανταλλαγή βλεμμάτων μεταξύ τους, αλλά βλεμμάτων με περισσή σημασία η οποία εν κατακλείδι μπορεί να ερμηνευτεί μόνο με τη λαϊκή ρήση που λέει,«φάτε μάτια ψάρια κλπ.». Εκεί, λίγα μέτρα από το σημείο που σταματούσε το λεωφορείο, ο Κυρ Χρήστος διατηρούσε το ένα από τα δύο  μαγειρεία της πλατείας, με την πρωτοτυπία στην ταμπέλα που έγραφε «ΖΥΘΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟΝ ΤΑ ΟΡΝΙΑ».Το άλλο μαγειρείο του συγχωριανού μου τού Κυρ Γιάννη,  ήταν ακριβώς απέναντι. Όταν έφτανε το λεωφορείο και ο Κυρ Χρήστος δεν ήταν απασχολημένος, καμιά φορά φορώντας τις απαραίτητες τιράντες, και χωρίς την ποδιά του μαγαζιού  πλησίαζε, αλλά όχι και πολύ κοντά και σίγουρα από αξιοπρέπεια, για να μη θεωρηθεί ότι το έκανε προς άγραν πελατών. Άλλωστε και ο χρόνος που σταματούσε το λεωφορείο δεν επαρκούσε για φαγητό, αλλά και η ώρα ήταν τελείως ακατάλληλη. Τώρα για να συνδέσουμε τα γεγονότα, στην πλατεία της Αρναίας, δεν υπήρχε κάτι το ιδιαίτερα αξιόλογο για να «τραβήξει» την προσοχή   των ταξιδιωτών, οι οποίοι παρέμεναν για πολύ λίγο χρόνο με προθεσμία θα λέγαμε, αφού σε ένα τέταρτο της ώρας περίπου το λεωφορείο ξανάφευγε. Υπήρχε όμως ο πλάτανος, εκεί προς την άκρη της πλατείας, ένας πλάτανος, όχι όμως  από τους συνηθισμένους. Ένας πλάτανος νεαρός και θαλερός, που μέσα από τον κορμό του με σιδερένιο σωλήνα, έτρεχε νερό, όπως τρέχει και σήμερα, πολύ νερό και κρύο. Εκεί λοιπόν σ’ αυτό το σημείο της πλατείας και ειδικά στον πλάτανο επικεντρώνονταν το ενδιαφέρον των ξένων που πρώτη φορά έβλεπαν το φαινόμενο και άλλοι απλώς κοίταζαν, και μερικοί σχολίαζαν ή έπιναν νερό με τη χούφτα τους. Όπως και να το δει κανείς, το θέαμα είναι ωραίο και η εικόνα του καταπράσινου πλάτανου με το νερό να τρέχει στα πόδια του ασυνήθιστη. Εκεί λοιπόν κάποια μέρα ένας επιβάτης, χάζευε και απολάμβανε το θέαμα, ένας κύριος με τα όλα του, μεσήλικας, καλοντυμένος με τιράντες και ψαθάκι στο κεφάλι, με παπούτσια δίχρωμα τριζάτα, φαίνονταν από μακριά άνθρωπος της πόλης, γυρόφερε τον πλάτανο, έσκυψε και ήπιε νερό, κοίταξε και ξανακοίταξε προς τα πάνω, προς τα κλαδιά, έβαλε το χέρι του στον κορμό, φανερός ο θαυμασμός στο πρόσωπό του. Την ίδια στιγμή ο Κυρ Χρήστος έτυχε να βγει κι’ αυτός και εντοπίζοντας τον ξένο να απολαμβάνει το θέαμα του πλάτανου με το νερό  που έβγαινε από μέσα του, είδε  και κατάλαβε, ο Κυρ Χρήστος ο Παπαγιάννης με το σπινθηροβόλο βλέμμα και την αδιάλειπτα σκωπτική του διάθεση, κατάλαβε την απορία του ξένου για το φαινόμενο, για το «θαύμα» και πλησίασε, όντας βέβαιος ότι θα δεχτεί την αναμενόμενη ερώτησή  για το από πού τέλος πάντων βγαίνει αυτό το νερό, από πού έρχεται, συμπεραίνοντας όμως από το όλο παρουσιαστικό τού ξένου και γνωρίζοντας εκ πείρας ο κυρ Χρήστος, ότι αυτός ο κύριος, ο ξένος, ήθελε περισσότερο να βρει έναν συμμέτοχο στο θαυμασμό του, έναν συνομιλητή, στην ολιγόλεπτη παραμονή του στην πλατεία, να πει κάτι, να ρωτήσει ενδεχομένως, να ρωτήσει όχι για να μάθει, αυτό το ήξερε, δε χρειαζόταν τη γνώμη κανενός για την προέλευση του νερού, αλλά να. .  ., έτσι για την κουβέντα, είδε τον Κυρ Χρήστο που πλησίαζε αργά με τα χέρια πίσω παρατηρώντας τον χωρίς να τον βλέπει συνέχεια, αλλά με διαλείμματα θα λέγαμε, έβλεπε ο κυρ Χρήστος  τα κλαδιά του πλάτανου και στη συνέχεια έστρεφε το βλέμμα προς τον άγνωστο, όχι στο πρόσωπό του, τον έβλεπε έτσι που ο άλλος ο ξένος καταλάβαινε ότι ο ντόπιος προετοιμάζεται για την ολιγόλεπτη συζήτηση, ότι ο άνθρωπος που πλησιάζει ετοιμάζεται να δώσει και να πάρει, ο ξένος αισθάνθηκε ότι συνάντησε τον άνθρωπο που γύρευε, με μια ματιά κατάλαβε ότι είχε να κάνει με  κάποιον από τον οποίο θα μπορούσε να «πάρει» και χωρίς περιστροφές, χαμογελαστός και με το ύφος του ανθρώπου που δείχνει ενδιαφέρον χωρίς φανερή προσποίηση,  είπε. «Κύριε . .,  μπορείτε να μου πείτε. . ., το νερό. . ., αυτό το νερό που τρέχει από το δέντρο, πώς βγαίνει; από πού έρχεται;» Ο Κυρ Χρήστος έκανε δυο βήματα, και πλησίασε τον ξένο σε απόσταση που έκρινε κατάλληλη για μια . . . συνωμοτική  στιχομυθία, φαρδοπάτησε και έγειρε το κορμί ελαφρά προς τα πίσω.  «Έπαιξε» καναδυό φορές τους αντίχειρες στις τιράντες τεντώνοντάς τες και κοίταξε τον ξένο αρχίζοντας από κάτω προς τα πάνω. . .χωρίς να φτάσει το βλέμμα του στο πρόσωπο του άλλου, τον ξανακοίταξε άλλη μια φορά σουφρώνοντας τα χείλια του προτεταμένα, ο ξένος έβλεπε κι’ αυτός και περίμενε, ήξερε την απάντηση, τη μάντεψε με το που αντίκρισε το συνομιλητή του, δυο πνεύματα με την ίδια σπιρτάδα ηλέκτρισαν την ατμόσφαιρα, ο ένας «ζύγιασε» τον άλλον, καμιά στιγμιαία αμηχανία, αυθόρμητα όλα, «γνώριζαν» και οι δυο, ο ξένος γνώριζε την απάντηση αλλά και ο ντόπιος έπρεπε να ανταποκριθεί στη  «θεατρική» πρόκληση, να γίνει « η πράξη, σπουδαία και τέλεια », να λύσει την απορία στη ρητορική ερώτηση  και να επέλθει έτσι η κάθαρση, εκεί, στο αρχαίο σκηνικό της πλατείας. Σήκωσε το κεφάλι ο Κυρ Χρήστος με θεατρική κίνηση, και με το δάχτυλο έδειξε προς τα πάνω τα κλαδιά, έριξε μια ματιά στον πλάτανο σαν να ζητούσε τη συνενοχή του και επιβεβαίωσή στα λεγόμενά του και χωρίς να κοιτάζει το συνομιλητή του, με φανερή τη βεβαιότητα του «ειδικού», έδωσε    την  απάντηση  λιτή, κοφτή και γρήγορη, με ζυγιασμένες λέξεις. « Χμ. . . Το νερό, ε; Από πού βγαίν’; ΑΠ’ ΤΑ ΦΥΛΛΑ  ΠΑΤΡΙΩΤ. . .’», Γέλασαν και οι δυο, συνεννοήθηκαν με τόσο λίγες κουβέντες, έφτασαν σε εγκεφαλικό συγχρωτισμό μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, αλληλοσυμπληρώθηκαν. Ο Αριστοφάνης βρέθηκε στιγμιαία ανάμεσά τους κι’ ο πλάτανος από παραδίπλα, κούνησε τα φύλλα μουρμουρίζοντας σε γλώσσα ακατάληπτη για τους αμύητους. «Γεια σου Έλληνα. . . .!!!! ». Το άκουσαν και οι δυο, το κατάλαβαν. . .. και χαιρετήθηκαν. . . .  Το λεωφορείο έφευγε. . . .Ώρα καλή, καλό δρόμο. . . .
                        Βαγγέλης Μαυροδής.       Ξάνθη     


   










Δεν υπάρχουν σχόλια: