Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Τ Σ Ι Ρ Ε Π Α

                                                                                                                                                            (Αυτά που χάθηκαν)

        Τώρα  γιατί λέμε έτσι τη σπασμένη ,την κουτσουρεμένη, τη μισή στάμνα δεν είναι  του παρόντος, θα ψάξουμε και η απορία σας θα λυθεί μια άλλη φορά, πού να τρέχουμε τώρα να βρούμε από πού βγήκε αυτό το τόσο. . . εύηχο όνομα,. Τσιρέπα λοιπόν την κληρονομήσαμε και τη βρήκαμε και έτσι τη γνωρίζουμε, όσοι τη γνωρίζουμε και καμιά φορά την κάνουμε και ουδέτερη, τη λέμε και «του τσιρέπ’» ( το τσιρέπι). Η γνωστή στους παλιούς «στάμνα» ή λαγήνι λοιπόν που δεν υπάρχει πια κι’ ας βγει  ένας να πει ότι έχει το σπίτι του ή κάπου αλλού αυτό το πήλινο δοχείο και το χρησιμοποιεί, που πάλαί ποτε το είχαμε σε όλα τα σπίτια να κρατάει το νερό δροσερό και να πίνουμε. θα  μου πει κάποιος και με το δίκιο του, άλλο θέμα δεν είχες μ’ αυτά θα ασχοληθούμε, τι να κάνουμε με τα πολύ σοβαρά ασχολούνται  τα κανάλια, τα λιγότερο σοβαρά τα λύνουν οι πολιτικοί στην έρμη τη Βουλή, «τι να πουν οι εκπρόσωποι, έρημοι κι’ απρόσωποι» που τραγουδάει και ο Νιόνιος και τι έμεινε για μας; Να, κάτι τέτοια μένουν για σχολιασμό και αν διαμαρτυρηθεί κάποιος για τη χαμηλή ποιότητα του θέματος, θα του απαντήσουμε, ναι μεν μπορεί να μην έχουμε ποιότητα, έχουμε όμως. . . .πρωτοτυπία!! Και όποιος δε γνωρίζει το αντικείμενο του θέματος  καλά κάνει και διαμαρτύρεται, αλλά όποιος  ξέρει τι πράγμα είναι αυτή η «τσιρέπα» και μόνο γι’ αυτόν αξίζει να ασχοληθούμε  και να το. . . .προχωρήσουμε και στην πορεία θα δείτε ότι τελικά θα αρέσει σε όλους. (Αυτό λέγεται. .  .αισιοδοξία). Αλλά έχουμε και έναν υπότιτλο που πρέπει να εξηγήσουμε, λέμε ότι το αντικείμενο του θέματος είναι  κάτι απ’ αυτά που χάθηκαν, αλλά  που χάθηκαν γι’ αυτούς που το γνώρισαν. Για τους άλλους τους . . . .άσχετους δε χάθηκε τίποτα, όταν όμως το γνωρίσουν έστω και μόνο από την περιγραφή, θα νιώσουν ότι κάτι τους. . . .λείπει. . .! !  αλλά μεταξύ μας κάτι τέτοια  καλά έκαναν και χάθηκαν, αφού  πιά δε χρησιμεύουν σε τίποτα ούτε και σε μουσείο μπαίνουν, το λέμε σ’ αυτό το σημείο, γιατί αν το λέγαμε από την αρχή θα μέναμε χωρίς. . . .θέμα.. .
Τότε λοιπόν που κανένα σπίτι δεν είχε νερό μέσα, γεμίζαμε τη στάμνα από τις βρύσες που υπήρχαν στο χωριό, για να πιούμε, και πόσο να κρατήσει, πολλά τα στόματα, γέμιζε και ξαναγέμιζε και με το πήγαινε έλα στη βρύση μοιραία κάποτε έπεφτε κάτω και έσπαζε. Κι’ άμα σπάσει μια στάμνα δεν κάνει για τίποτα, ιδίως άμα σπάσει μέχρι τον πάτο. Όταν έσπαζαν μόνο τα χερούλια ή έστω και λίγο παρακάτω, άμα κρατούσε λίγο δηλαδή, η ανάγκη και η εφευρετικότητα δεν επέτρεπαν να πεταχτεί το υπόλοιπο, έπιανε ο μπάρμπας το καλιγοτσίμπιδο (τανάλια για το καλίγωμα) και ίσιαζε τον περίγυρο από τη μισή σπασμένη στάμνα κι’ εκείνο το λίγο που απόμενε προς τον πάτο που κάτι χωρούσε, το έβαζαν σε μια άκρη στην αυλή μέσα στο χώμα για να πίνουν τα αρνίθια νερό και όταν αυτό το υπόλοιπο της πρώην στάμνας ήταν αρκετά βαθύ, έβαζαν μέσα ασβέστη για να ασβεστώνουν  κάπου κάπου το τζάκι, δεν υπήρχε βλέπεις τότε αυτή η ποικιλία από πλαστικά δοχεία,  τενεκέδια και μπουκάλια που πετούμε στα σκουπίδια σήμερα και τα βλέπουν οι γριές και τα κατακαίονται γιατί στην εποχή τους ήταν ανύπαρκτα. Θυμούμαι που συζητούσαν οι γιαγιάδες και έφερναν τη συζήτηση στα δικά τους τα παλιά, σκέψου δηλαδή παλιά για μας τότε, και πόσο παλιότερα για σήμερα, έλεγαν για τα δώρα που πήγαιναν στους γάμους, ένα δυο κουτάλια καμιά στάμνα ή χωματένια κατσαρόλα, κανένα τσίγκινο πιάτο (εμαγιέ. . .ντε. . .) και σπάνια κανένα μπουκάλι, πού τα σημερινά τα καλούδια και οι λίστες γάμου και πάς δεν πάς στο γάμο, από το μαγαζί θα περάσεις και θα γραφείς στη λίστα και στη λίστα φαίνεται τι πρόσφερες και πώς θυμούνται οι γυναίκες βρε παιδί μου θυμούνται τι δώρο έφερε η τάδε στο γάμο και την αξία του και ενεργούν ανάλογα κι’ όταν γίνεται η συζήτηση για το δώρο που θα προσφέρουν στο γάμο που τις κάλεσαν εκεί να δεις μπηχτές, τέλος πάντων πάλι φύγαμε από το θέμα, επιστρέφουμε όμως πάραυτα που λένε και συνεχίζουμε με τι άλλο, με την τσιρέπα και το φέραμε από δω το πήγαμε από κει να λίγο για τις γριές να ακόμα λίγο, γέμισε το χαρτί. Όταν στο σπίτι υπήρχε περίσσευμα  από τσιρέπες, έμπαινε και μία στο αποχωρητήριο (βεσέ στα. . . .Ελληνικά) σε μια ακρούδα, όπου έμενε εκεί μόνιμα και ποτίζονταν με την αιώνια τσίκνα, αλλά και η τοποθέτησή της εκεί δε γίνονταν έτσι χωρίς λόγο. Μέσα  σ’ αυτήν την τσιρέπα έβαζαν  τη σκούπα, ποια σκούπα δηλαδή, ένα κοτσάνι ήταν , μια σκούπα φαγωμένη και κολοβή που αφού ξεκινούσε την αποστολή της στην αρχή της καριέρας της από μέσα από το σπίτι, μόλις φαγώνονταν λίγο κατέβαινε στην αυλή και όταν πια παραφαγώνονταν, καταντούσε στον απόπατο μέσα στην τσιρέπα που τσικνοβολούσε, έτσι είναι αυτά, όταν γεράσει κάτι ή παλιώσει αρκετά, χάνει την πρώτη σημασία του, έτσι περνάει η δόξα,sic transit Gloria, (να και το . . . ξενικό μας) και άντε και καλά, η τσιρέπα χρησίμευε σε κάτι μπαίνοντας στην αυλή ή στη χειρότερη περίπτωση στο «αναγκαίον», αλλά μερικά άλλα εργαλεία κι’ ας μην μπούμε σε λεπτομέρειες τώρα, μερικά που όταν γεράσουν δεν κάνουν για τίποτα και πιάνουν  τον. . . . τόπο μόνο  και είναι και μπελάς μεγάλος όταν ψάχνει κανείς να τα βρει και το κατούρημα δεν περιμένει το άτιμο, γέμισαν και τους δρόμους με φώτα, φράχτες και σκοτεινές παράμερες στενούρες δεν υπάρχουν τώρα και άστα να πάνε, πρόβλημα μεγάλο, μη σταματάτε  γέρους στο δρόμο, γέρους που τρέχουν προς το σπίτι σκυφτοί, αυτοί μόνο ξέρουν, έχουν το βάσανό τους, να τώρα από το ένα στο άλλο, αλλά όπου νάναι τελειώνουμε και πάλι χαρά στην υπομονή σας και αν μετά από μερικές χιλιάδες χρόνια βρουν οι αρχαιολόγοι όρθιες τσιρέπες στις αυλές, ας μην απορούν για τη χρησιμότητά τους.  
                                                          Βαγγέλης  Μαυροδής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: