Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Νουρά π’ του Λύκου (παραμύθι)

Η  Νουρά  π’ του Λύκου (παραμύθι)

                         ( Η Ουρά του Λύκου)
Μια φουρά  κι’ ένα γκιρό στα παλιά τα χρόνια  ικεί σιαπάν  στου Χουλουμόdα(1)   ικεί στου θκο μας του ψλό του Βνο, ικεί, λίγου παρακάτ’ απ’  d’ γκουρφή   που γλιέπ’ς τ’ θάλασσα κι τουν Άθουνα αντίκρια στ’ Αγιόρους, στ’ ικείνου τού μέρους, ήταν κι’ είνι ακόμα ένα μκρο χουριό  που παλιά τόλιγαν  Λόκουβ’  κι’ έτσ’ τούξιρι η κόσμους, αμά  ύστιρα,  μιτά που ήρτι του Ιλλινικό, του είπαν αλλιώς, του βάφτσαν Ταξιάρχη, τόδουκαν τόνουμα π’ τουν Άγιου Ταξιάρχη που τουν έχ’ ν προυστάτ’ οι Λουκουβίτις είνι λίγου άγριους η Άγιους αλλά βουλ’κός κι δε bειράζ’ κανέναν   κι’ οι Λουκουβίτις τουν διάλιξαν bουρεί κι’ απού πουνηράδα, σι λιέει  μαχαίρα  βαστάει κι  κουdά στου Dρανό είνι, bουρεί να τουν χριαστεί  καμιά φουρά  του χουριό,
  δε ξιέρς μι τ’ς τρανοί  τι γιένιτι, καλά είνι τ’ς τρανοί να μη  τ’ς πααίν’ς ανάπουδα, μα κι σάματι τι γυρεύ’ η Άγιους  λίγου λαδούδ’ για του καdήλ’ κι κείνου ότ’ νάνει μό να καίει,  οι Αγοί δε χαbαρίζ΄ν  απού ουξύτιτις, κόμα δε dάμαθαν αυτάνα.(2)  
Του λοιπόν ικεί  στουν Dαξιάρχη, τα παλιά τα χρόνια   γίνκαν πράγματα κι θάματα γίνκαν παραμύθ’ κι΄εχ’ν να τα λιεν ακόμα, μαθεύκαν  τα χαbέρια στου χουργιό κι σιγά σιγά πήραν του γκατήφουρου κι’ έφτασαν παdού κι  γιέλασι η κόσμους  όλους κι γιλάει  ποιος ξιέρ’ πόσα χρόνια τώρα, αμά, μπουρεί να γίνκαν αυτάνα, μπουρεί κι να μη γίνκαν έτσ’ , μα γίνκαν δε γίνκαν η κόσμους του γύρσι κι του λιέει του αφηγιέτι σα  παραμύθ’.
Κάπουτι που λιέτι  ήρτι   η κιρός που βγαίν’ τα μαν’τάρια, του προυχείμ’ (3) έβριξι κι καbόσις φουρές κι γιόμσαν τα β΄νά μαν’τάρια, τού  τι είχι  σιαπάν στου Χουλουμόdα  άλλου να σι λιέν κι’ άλλου να του γλιέπ’ς.  Η Πρόιδουρους   έβγαλι του μπάρμπα του Μήτσιου του Dιλιάλ’ κι φώναξι σι όλις τ’ς γειτουνιές να τ’ ακούσ’ν καλά,  έτσ’ γένουνταν τότι, ότ’ ήθιλαν να πουν στου gόσμου έβαζαν του Dιλιάλ’ κι τού φώναζι.
Φώναξι  η μπάρμπα Μήτσιους σι όλου του χουργιό να τ΄ακούσ’ν όλνοι, . .
Ακούτι χώρααααα . . . . απ’ τ’ dρανή τ ’Τζιπουτουρούδα(4) ως του μκρο του Χουλουμουdούδ’(4) σκλι γατί να μη bατήσ’. . . Βγήκι τ’ς  χρουνιάς του μαγείριμααααααα . . . . κι όποιοιυς θέλ’ να πάει να μασ’. . .ιλιεύτιρααααα. . . . »
Βέβια του χουργιό τούξιρι  μα η Dιλιάλ’ς  πλιότιρου του φώναζι να τ’ ακούσ’ν οι τσιλιγκάδις κι να πάρ’ν  τα κουπάδια  απ’ τουν dόπου για καbόσις μέρις ώσπου να μασ’ η κόσμους τα μαν’τάρια.
Του λοιπόν, χύθκι του χουριό τουν ανήφουρου  κι’ αρχίνσαν να μαζών’ μαν’τάριαααα . . ..
Μι τα τσιουβάλια τα κουβανούσαν τα μαν’τάρια, τά   ‘λιαζαν   κι   τάτρουει η κόσμους του χ’μώνα σι πίτις, σι τραχανά, μι τα φασούλια, τάβαζαν σι όλα τα φαϊά για να νουστμίσ’ν  κι γιένταν για μιράκ’, τι να σας πώ. . .Τότι η κόσμους δεν είχι κι πουλλά κι’ όλου μι τέτοια πουρεύdαν, έτρουι ότ’ έβγαζι απ’ τα χουραφούδια τ’, νά τα  φασούλια άσπρα κι παρδαλά, καbόσου καλαbόκ’, πατάτις κι σίκαλ’, κατέβιναν κι σιακάτ’ στου gάbου κι’ άλλαζαν πατάτις μι ιλιές , ήβρισκαν κι κανέ μιρουκάματου κι’ ήφιρναν λίγου λάδ’ σιαπάν’, έτσ’ πιρνούσαν  τότι,  όλους η κόσμους ζούσι  μεσ’ στ’ μαύρ’ τ’ φτώχια, έτσ’ τράνιψάμι όλνοι.. . πείνα,  ψείρα κι τουν γουνέουν .   
Ζούσαν  που λιέτι στου χουριό ικείνα τα χρόνια δυο bατζιανάκδις η Γληγόρ’ς τ’ς Διαλιχτής κι’ η Τραdάφλους τ’ς Ιρμιόοοοοον’ς . . . Κι πήγαν κι’ αφνοί για μαν’τάρια ιδώια σιαπάν  στου μκρό του Χουλουμουdούδ’, πήραν κι τα γαδούρια  είχι πουλλά  μαν’τάρια  ικείν’ τ’ χρουνιά, πήραν τα τσιουβάλια  κι’ απόνα τσκουρούδ’(5) κι τράβξαν τουν ανήφουρου ώσπου  έπισαν μεσ’ στου μανταρότουπου κι’ αρχίνσαν να μαζώωωωων’. . . 
Χουρός φυτρουμένα τα μαν’τάρια, είχι ένα σουρό τι αυγουμλάκια τι  Γκουργκλιάνις απ’ όλα, μα  μαζώντας  ξιαλάργιψαν καbόσου κι’ ικεί που μάζουναν,  πιτάχκι bρουστά τ’ς   ένας λύκους.. . .
Απαράτσαν τα τσιουβάλια μι τα μαν’τάρια κι’ αρχένιψαν να φουνάζ’ν ένας απού δω κι’ η γιάλλους απού κει, τουν είχαν σ’ μέσ’  του λύκου, φουβήθκαν να μη bάει κατά τα γαδούρια, ού μπρε η ένας  ούουου η γιάλλους, φουβήθκι κι’ η λύκους, τάχασι, ήταν κι  νησ’κός κι χώθκι σι μια τρύπα σι’ έναν όχτου, ως φαίνιτι τ’ν ήξιρι d’ dρύπα η λύκους, έβγινι απ’ τ’ν άλλ’  τ’  μιριά μα μεσ’ ζ’  dρουμάρα τ’ δε λουγάριασι  καλά, δε   dουν χουρούσι  η τρύπα να βγει  αντίκρια κι σφηνώθκι μι’ τ’ νουρά απόξου.
Ψύχριμους η  Γλιγόρ’ς,  πλαλάει  κι πχιάν του λύκου απ’ τ’ νουρά κι τραβούσι μι του ένα του χέρ’ κατασιαόξου  κι μι τ’ άλλου είχι του τσκουρούδ’ έτοιμους  να τουν γκουπανήσ’  άμα έκαμνι να βγει κουτσουπίσ’.(6)
Η  Τραdάφλους  πλάλξι  κι πήγι απ’ τ’ν άλλ’ τ’ μιριά  τ’ς  τρύπας,  σκύβ’ να δγει τι γιένιτι μέσα, κι’ ήρτι φάτσα μι του λύκου, μύρσι τα χνώτα τ’, φουβήθκι κι’ έβγαλι τού κιφάλι τ’ κι’ είδι κατά τού Γλιγόρ’ αλλά απού κει που τούν είχι τσακουσμένουν απ’ τ’ν νουρά τού λύκου η Γλιγόρ’ς, έβγινι κουρνιαχτός, η λύκους έσκαβι μι τα πουδάρια για να τούν χουρέσ’ η τρύπα κι να βγει απού bρουστά.
Τουν  είδι η Γλιγόρ’ς του Dραdάφλου  μι του κιφάλ’ χουμένου μέσ’ ζ’ dρύπα κι φουβήθκι, σι λιέει τι κάν’ η χλιάρας κι χών’ του κιφάλι τ’  μέσα, κι’ ικεί στ’ φασαρία μι του λύκου μεσ’ ζ’’ dρύπα να πουλιμάει να βγει κι να κουρνιαχτίζ’ αράδα, έβγαλι του κιφάλ’ η bατζιανάκ’ς  κι ρώτσι  του Γλιγόρ’,
Τι ρε κουρνιαχτίζ’ έτσ’; . . . 
Κι’ η Γλιγόρ’ς  μπαϊλτζμένους απ’ του τράβγμα τουν απάντσι,
Τι κουρνιαχτίζ’; Σα γκουπεί η νουρά π’ του λύκου θα σι πω τι κουρνιαχτίζ’. . .  βγε που κει ρε χλιάρα θα σι φάει. . . 
Μι τα πολλά bαΐλτσι(7) η λύκους κι τουν  γκατάφιραν  κι τουν σκότουσαν, τουν φόρτουσαν στου ένα του γαδούρ’ πήραν κι τα μαν’τάρια κι στου χουριό τουν έγδαραν κρυφά του βράδ’ κι  αλάτσαν του τουμάρ’, του γιόμουσαν καλαμbουκόφ’λλα κι τόραψαν, πέρασαν κι’ ένα ξύλου μέσα για να στέκιτι κι τ’ν άλλ’ τ’ μέρα προυτού να φέξ’ να μη τζ’ δγεί του χουριό, κίνσαν για τα χουριά σιακάτ’ κατά του γκάbου, πήγαν στα Βραστά, στου Μιταγκίτσ’, κατέφκαν στου Γουμάτ’, τ’ς έδουναν οι τσιλιγκάδις ψουμί, λίγου σταρούδ’, να, τέτοια, τ’ς κιρνούσαν κι κανε ρακί, κι του βράδ’ κμούdαν πουθινά σι καμιά καλύβα όξου απ’ τα χουργιά, ποιος να τ’ς βάλ’ μέσα, μυρίζdαν τα σκλιά του λυκουτόμαρου κι μαζώνταν κι τ’ς γαυγουκουπούσαν όλ’ τ’ νύχτα.
Γύρ’σαν όλα τα χουργιά μι τα σκλιά που καταπόδ’ να τ’ς  κυνηγούν, έφτασαν λιέει μέχρι  τη Σκιά ικεί είχι πουλλά κουπάδια  κι στου γυρ’ζμό , πέρασαν νύχτα του βνο, κι  σιαπάν στου Ντραγκντέλ’ τ’ς γιουρούτσαν(8)  ένα κουπάδ’ σκλιά κι δάγκασαν τα γαδούρια θα τ'ς έτρουγαν λιέει, ανιέφκαν σι’ ένα δέdρου κι τ'ς γλίτουσαν οι τσιουbανοί, τ’ς  έβριξι κι καναδυό φουρές στου δρόμου  γύρσαν στουν Αι Νικόλα κι’ ικεί γίνκη του κακόοοοο. . . .
Θέλ’ς δεν του είχαν αλατίσ’ καλά του τουμάρ, θέλ’ς ξιπλήθκι του άλλας απ΄τ’ς  βρουχιές, βρώμσι κι μι του που  μπήκαν στου χουργιό τ’ς  πήραν απού καταπόδ’ τα σκλιά  κι’ απ’ όπ’ πιρνούσαν  τ’ς  ούργιαζαν(9),  ά σιαπέρα που δω καταβρώμσιτι του χουργιό, ά τραβάτι που δω.
Σκλήκιασι του τουμάρ’ αγανάχτσαν, τ’ς φώναξι κι΄η αστυνόμους, φουβήθκαν   κι του πέταξαν απ’ όξου π’ του χουργιό σι’ έναν γκρέμνου  κι  γύρσαν σιαπάν’, ήφιραν καμπόσου σ’τάρ’ μα ξιψούμσαν(10) κι’ όλας τόσις μέρις, πέρασαν καλά. Αυτάνα  γίνκαν τότι κι μαθεύκαν, οι ίδγ’ δε dάλιγαν, μα τάπαν οι γνιέκις, τ’ς ξιέφυγαν στα σόϊα τ’ ς κι σιγά σιγά τά ‘ μαθαν  κι παραόξου κι’ απόμνι  μύθους στου χουριό να του λιέν’. . .  . .
Αυτάνα π’ σας λιέου γίνκαν, αμά τα παράφκιανι κι’ η κόσμους  τόμαθαν κι’ αλλού ακούσκι παdού, του ξιέρν’ όλνοι, στα χουριά έχ’ν να του λιέν  τ’ς θμούdαν λιέει η κόσμους κι  τσιδυό όλου μαζί λιέει πάειναν, η Γιουρουγλιγόρ’ς ήταν λιέει ένας ψ’λός θηρίους, η μπατζιανάκης τ’ ήταν λίγους, μα ήταν τιριασμέν’ . . . γλιέπ’ς  άμα είνι τιριασμένις οι γνιέκις. . .
Όλα τα χρόνια που θμούμιστι κι’ αν δεν έμασαν η κόσμους μαν’τάρια στου Χουλουμόdα. . . μι του δίκιου τ’ς τούπαν τ'ς χρονιάς του μαγείριμα, γλιέπ’ς τι να φάει η κόσμους, πατάτις, φασλούδια ό,τ’ κακουγιένταν στου χουριό κι καρτιρούσι η κόσμους  να σφάξ’ν  τα γρούνια να φάει λίγου κρέας κι πού κι πού καμιά αρνίθα που δε γιννούσι, έβαζει η κόσμους  κλώσσις απού δυο κι τρεις του κάθι σπίτ’ κι τα μ’σά τα π’λιά(11) ώσπου να τρανιέψ’ν κι να τ’ απαρατήσ’ η κλώσσα  τάτρουγαν οι αλπές, άφκι τα γιράκια που κατέβιναν μεσ’ τ’ς αυλιές κι τ’ άρπαζαν, τότι όλνοι απ’ του φτουχό έτρουγαν, στα  β’να  ήταν γιουμάτους η τόπους  ζλάπια, λύκ’, αλπές, γιράκια, τι να κάν’ τ’ ς  πόλεις, τι να φαν, κι τ’ αγρέγρουνα άλλους καμός, ξινιέχουναν(12)  τ' ς πατάτις σιαπάν κι’ έφραζι η κόσμους  μι παλούκια τα χουράφια να μη bιρνάει τίπουτα, σκέτ’ τυράννια  μα τι να κάν’ς όλνοι είχαν απού μια χώρα πιδιά, κι’ όσα τ’ς απόμνησκαν  τα τράνιυαν μι του τίπουτα. . .
Έτσ’ γίνκη η ιστουρία μι του Λύκου κι’ άμα θέλ’τι d’ πιστεύιτι. Η κόσμους όμους τόσα χρόνια,  d’ πίστιψι δε d’ πίστιψι, τα’ λιέει σα παραμύθ’ κι γιλάει. . .κι ζάει καλά κι μεις καλύτιρα κι ζουή νάχουμι να πούμι κι’ άλλα. . . .
 
Ερμηνεία μερικών Ιδιωματισμών
(1) Χουλουμόdας, Ο Χολομώντας και επισήμως στους χάρτες «Υψίζων», το . . . Εθνικό βουνό της Χαλκιδικής. Εκεί στις Νότιες πλαγιές του το χωριό Λόκοβ(η) ο σημερινός Ταξιάρχης.
(2) Αυτάνα , απλό αυτό, είναι το «Αυτά», αλλά στα χωριά της ορεινής Χαλκιδικής για να αποφύγουμε το μπέρδεμα στον προφορικό λόγο, χρησιμοποιούμε διάφορα «τεχνάσματα» προσθέτοντας ή και αφαιρώντας σύμφωνα ή φωνήεντα. Για παράδειγμα, όταν θέλουμε να ακριβολογήσουμε  και να είμαστε . . . σαφείς, για να ξεχωρίσουμε  το «αυτοί» από το θηλυκό «αυτή», για μεν τον πληθυντικό «αυτοί» λέμε «αφνοί» για δε το θηλυκό «αυτή» λέμε «αυτήνην», το ίδιο και για πολλά άλλα, όπως για το «όσοι» και «όση» λέμε αντίστοιχα  «όσνοι» και «όσην», για το «άλλοι» και «άλλη» λέμε αντίστοιχα « άλνοι» και «άλλην» κλπ.
(3) Προυχειμ’ το Προχείμι, το Φθινόπωρο.
(4) Τσιπουτουρούδα και Μκρό Χουλομουdούδ’ , δυο οποθεσίες στα ορεινά του Ταξιάρχη.
(5) Τσκουρούδ΄ το μικρό τσεκούρι, για το κόψιμο λεπτών-λιανών ξύλων και για το σφάξιμο του. . .  κόκορα.
(6) Κουτσουπίσ΄ . Προς τα πίσω, με την . . . όπισθεν.
(7). Μπαΐλτσι, κατακουράστηκε, εξουθενώθηκε από την κούραση.
(8) Γιουρούτσαν, Όρμησαν με μανία, το ρήμα είναι το . . . γνωστό «Γιουρουdώ», προστακτική Γιουρούdα αλλά και Γιούρdα( τουτέστιν, όρμα).
(9) Ουργιάζου, Αποπαίρνω με φωνές , «με σκαιά συμπεριφορά» όπως λένε οι γραμματισμένοι.
(10) Ξιψουμίζου, προσπορίζομαι λίγα τρόφιμα μισοζητιανεύοντας και μυξοκλαίγοντας.Σίγουρα οι δυο μπατζιανάκηδες δείχνοντας το τομάρι του λύκου, μπροστά στα σπίτια των τσελιγκάδων θα έλεγαν με ύφος κακόμοιρο , «δουσίτι μας λίγου ψουμούδ’, έχουμι μκρά πιδούδια που π’νούν, σκότουσάμι του λύκου κι σας γλίτουσάμι του κουπάδ’, κόdιψι να μας φάει η λύκους. . .  και άλλα τέτοια . .  .»
(11) Π’λιά , Τα πουλιά. Στον τόπο μας, τα πολυσύλλαβα όσα μπορέσαμε τα κάναμε μονοσύλλαβα για. . . συντομία, και αντί να πούμε  μουλάρι, σκυλί, πουλί, τουφέκι, λέμε «Μλάρ», «σκλί», «πλί» «τφέκ» 
(12) Ξινιχώνου, ξεχώνω, ξεθάβω.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: