Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

ΜΠΑΧΤΣΙΣ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ

(Να μη στουν απουλύκου)
Τις παλιότερες εποχές σε όλη τη Χαλκιδική αφθονούσαν τα γιδοπρόβατα, είχε πάρα πολλά στο χωριό μας, ιδίως γίδια, είχε και πολλά γελάδια που έβοσκαν ελεύθερα στα βουνά κατά «Νταμπίζη» μεριά, είχε όμως και πολλούς λύκους οι οποίοι καταντούσαν πρόβλημα για τους κτηνοτρόφους και κάθε τόσο ακούγαμε στο χωριό ότι έφαγαν οι λύκοι τόσα γίδια, πρόβατα, η γελάδες και σπάνια κανένα μουλάρι ή γαϊδούρι.
Μάλιστα στο χωριό μου έλεγαν ότι κάποιος χωριανός πήγε να πάρει το γαϊδούρι του από κει που το είχε δεμένο να βοσκήσει έξω απ’ το χωριό και βρήκε μόνο το σαμάρι που το κουβάλησε στην πλάτη κι έμεινε μύθος να το λένε μέχρι σήμερα, και μάλιστα λέει δεν του έφτανε που έψαχνε για να αγοράσει άλλο γάιδαρο αλλά τον έψαχνε και στα μέτρα του σαμαριού ( !!) που έμεινε απ’ τον προηγούμενο, τέτοια βάσανα ο άνθρωπος, τι να πεις, ένα σαμάρι πάντα κόστιζε αρκετά. Έταζαν λοιπόν οι κτηνοτρόφοι μπαχτσίσι για όποιον σκότωνε λύκο. Έτσι, όταν τύχαινε αυτό, έγδερναν το λύκο και γέμιζαν το τομάρι με χορτάρι για να φαίνεται άγριος και φοβερός, το έδεναν σε ένα ξύλο και το γυρνούσαν στο χωριό από σπίτι σε σπίτι να μαζέψουν το μπαχτσίσι. Η συνοδεία είχε κι’ ένα γαϊδούρι μαζί με δυο δισάκια περασμένα στο σαμάρι, το ένα στο «μπροστάρι» του σαμαριού και το άλλο στο «πιστάρι», μέσα στα οποία έβαζαν οι νοικοκυρές το καλαμπόκι, τα φασόλια ή ότι άλλο είχαν ως δώρο γι’ αυτούς που σκότωσαν το θηρίο, τι θηρίο δηλαδή, ένα μικρόσωμο αγρίμι είναι ο λύκος σαν ένα ς τράγος, αλλά τη ζημιά την κάνει, να επιβιώσει θέλει κι’ ο λύκος που τρέφεται αποκλειστικά με λαγούς ποντίκια και ότι άλλο βρίσκει στο περιβάλλον που ζει και όταν βρει και κοπάδι αφύλαχτο ή κάποιο ξεκομμένο ζώο, ορμάει κι’ εκεί, γιατί αν οι λύκοι τρέφονταν αποκλειστικά από τα κοπάδια με τα γιδοπρόβατα η με τα οικόσιτα ζώα, σε λίγα μόνο χρόνια οι. . . .επιδοτήσεις θα ήταν μόνο στα χαρτιά. . . .Όπως λοιπόν γύριζαν το λύκο στο χωριό, ένας από τη συνοδεία μπροστά σε κάθε σπίτι φώναζε δυνατά για να τον ακούν και από παραπέρα και για να γίνεται και σαματάς « Μπαχτσίσ’ του λύκου θεια Κατιρίν’» κι’ ’βγαινε η θεια έχοντας σε ένα αγγειό ότι είχε να ρίξει στα δισάκια, ενώ εμείς οι μικροί, η μαρίδα, ακολουθούσαμε το «θρίαμβο» από πίσω σε όλο το χωριό χαζεύοντας και σχολιάζοντας το τομάρι του λύκου που κρέμονταν απ’ το ξύλο και « Ώ ρε ποιος ξιέρ’ πόσα γίδια έφαει. . .» Η συνοδεία μπροστά στα σπίτια των κτηνοτρόφων σταματούσε κάπως περισσότερο, τους δίναν τι τους δίναν στα δισάκια, τους κερνούσαν κι’ όλας κι’ απ’ τα μπαλκόνια οι νοικοκυρές φώναζαν στους κυνηγούς, « άdι, άdι κι τα ταίρια τ’»,να σκοτώσουν δηλαδή και το έτερον ήμισυ του λύκου για να εξαλειφθεί η λυκογενιά, αμ’ δε. . . Τότε δεν υπήρχαν οικολογικά κινήματα για να διαμαρτυρηθούν για την αλόγιστη χρήση φαρμάκων και τη μόλυνση του περιβάλλοντος που καταστρέφουν την ισορροπία στη φύση ανεπανόρθωτα. Βέβαια το να φάει ο λύκος μερικά γιδοπρόβατα είναι ζημία οπωσδήποτε για κάποιον, αλλά το τραγικότερο ήταν τότε να φάει το μουλάρι ή ένα βόδι γιατί ο ιδιοκτήτης έμενε χωρίς «ζευγάρι» έτσι που δεν μπορούσε να οργώσει και να σπείρει. Περιγράφοντας το μέγεθος της συμφοράς από την απώλεια του βοδιού είτε από λύκο ή από άλλη αιτία ο αρχαίος Θεόφραστος έγραψε για το γεωργό ότι, « κραδίην έδακεν ανδρός αβούτεω….»,δάγκωσε την καρδιά του (η θλίψη) έπαθε συγκοπή ο άνθρωπος ( ο γεωργός) που έμεινε χωρίς βόδια. . . Γι’ αυτό ίσως έμεινε κι’ έφτασε και σε μας η φράση «κι τα ταίρια τ’» σκληρή ευχή σίγουρα, αλλά για κάποιες άλλες εποχές λογική.
Όσο γι’ αυτό το «να μή στουν α που λύ κου ου ου ου . . .»,αυτό το λέγαμε εμείς οι μαρίδα που ακολουθούσαμε την πομπή, το λέγαμε ρυθμικά και γίνονταν ντόρος μέσα σε γέλια και το επαναλάμβαναν και οι γύρω μεγαλύτεροι πότε σιγανά και άλλοτε φωναχτά. Κι’ αυτό όμως έχει την εξήγησή του γιατί όπως μας έλεγαν οι παλιότεροι, σε περασμένες εποχές το λύκο τον έπιαναν ζωντανό και τον γύριζαν όχι μόνο σε ένα χωριό αλλά σε ολόκληρη την περιφέρεια, τον έπιαναν με «σίδηρα» ένα είδος παγίδας που την έστηναν στα περάσματα κρεμώντας από πάνω της ένα κομμάτι κρέας κι’ έτσι έπιαναν το λύκο ζωντανό, συνήθως λέει πιάνονταν τα πόδια του. Τον ακινητοποιούσαν και τον περιέφεραν , δεμένο και φορτωμένο σε ένα γάιδαρο, οπότε όπως ήταν ζωντανός και τον έβλεπε ο κόσμος ,μαζί με το μπαχτσίσι που ζητούσαν, φώναζαν και την απειλή, «να μη στουν απουλύκου».
Κι’ όσο για το γάιδαρο το φουκαρά, το λύκο που τον φοβάται περισσότερο από όλα τα αγρίμια, τον κουβαλούσε δεμένον και φορτωμένο στο σαμάρι, και σίγουρα καταλάβαινε από τη μυρουδιά τι κουβαλούσε αλλά και τι μπορούσε να κάνει, ο έρμος ο γάιδαρος που όταν μυριστεί λύκο γκαρίζει πονεμένα και κατουριέται
Αυτά λοιπόν για το παλιό -έθιμο να το πούμε;- που μάλλον ευτυχώς πάει κι’ αυτό χάθηκε και ξεχάστηκε όπως και πολλά άλλα που δε μας τιμούσαν ιδιαίτερα, γιατί ο λύκος κάνει ζημιά βέβαια, αλλά σκοτώνει για να φάει και να συντηρηθεί, όπως κάνουν και πολλά άλλα σαρκοφάγα «ζλάπια», αλλά ποτέ δε σκοτώνουν τα όμοιά τους σε αντίθεση με μας που ως κυρίαρχο είδος στο ζωικό κόσμο, δεν αφήνουμε τίποτα όρθιο, και μάλιστα έχουμε κάνει επιστήμη τους τρόπους εξόντωσης των ομοίων μας , όχι για να τους φάμε, αλλά για να μοιραστούμε οι υπόλοιποι τον πλούτο της γης που και χωρίς τους πολέμους και τους σκοτωμούς, αυτός ο πλούτος είναι αρκετός για όλους.
Πάντως αν κάποιος πιάσει λύκο ζωντανό, ας τον φέρει, « να τουν απουλύκουμι κατασιακεί που πρέπ’, να μην αφήκ’ τίπουτα. . . ’».
Με χαιρετίσματα από καρδιάς σε όλους.
Βαγγέλης Μαυροδής

Απαραίτητος και ο ανάλογος σχολιασμός για το μπαχτσίσι που είναι γνωστό τοις πάσι και νόμιμο για τους περιφέροντας το λύκο, αφού αυτοί προσέφεραν για τη σωτηρία του ζωικού κεφαλαίου και καλώς πράττουν απαιτούντες εμμέσως πλην σαφώς αμοιβή για τις υπηρεσίες τους με απόδειξη το τομάρι του θηρίου. Και άντε ο κυνηγός σκότωσε το λύκο με το μονόκαννο το οποίο αγόρασε με δικά του χρήματα και καλά κάνει και το ζητάει το μπαχτσίσι, αλλά στην εποχή μας αυτό το μπαχτσίσι άλλαξε μορφή και συνήθως καταβάλλεται στον αιτούντα πριν από το αποτέλεσμα των ενεργειών του γι’ αυτό και λέγεται «λάδωμα» και το χειρότερο, ο απαιτών το κάνει μόνο και μόνο γιατί βρέθηκε σε μια θέση εξουσίας την οποία θέση παραχώρησε η οργανωμένη πολιτεία μας. Το μπαχτσίσι όπως όλα, έχει πολλές μορφές και διαβαθμίσεις. Άλλος το απαιτεί σε είδος όπως οι κυνηγοί, οι περισσότεροι σε ζεστό χρήμα και μερικοί ως είδος κάποιας διευκόλυνσης, όπως διαβάσαμε τελευταία στον τύπο και είδαμε την κατάντια ανθρώπων, να απαιτούν μέσω τρίτων από γνωστή εταιρεία, «καλύτερη τιμή» για την αγορά ενός λεμονοστύφτη που κι’ ο φτωχός ακόμα, ντρέπεται να τον προσφέρει ως δώρο στο γάμο, αφού η αξία του είναι πολύ μικρή.
Κι’ όσο για το ιδιωματικό επίρρημα, αυτό το . . παρασύνθετο « κατασιακεί» -παρασύνθετο από το «κατά, εις και εκεί» δηλώνει αόριστα κατεύθυνση και τόπο, χωρίς να προσδιορίζει επακριβώς το συγκεκριμένο σημείο του χώρου και χρησιμοποιείται πολύ συχνά από συνομιλητές που έχουν οπτική επαφή, που συνδέονται και γνωρίζουν το χώρο αλλά και το αντικείμενο της συζήτησης, λέμε για παράδειγμα, γύρνα κατασιακεί, βάλτο κατά σιακεί, ψάξι κατασιακεί κλπ, και διαφέρει από το άλλο επίρρημα το σκέτο «σιακεί» το οποίο είναι περισσότερο αόριστο κι’ ακούμε στην ερώτηση ας πούμε κάποιου «κατασιαπού πεφτ’ του Γριμπουτζιάκ’»-η Απολλωνία ντε- να απαντάει ο γνωρίζων, ά μουρέ, σιακεί σιακάτ’. . . αν και η ερώτηση αφορά στην απορία κάποιου συμπαθέστατου κυρ Γιάννη, για το κατασιαπού πέφν’ οι Μπαχάνις (Μπαχάμες), εκείνη η ιστορία που εκτυλίχθηκε κάποτε στην πλατεία της Αρναίας και μας απασχόλησε ήδη σε προηγούμενη . . . διατριβή. !!. Αυτές όμως τις ειδικές . . .διατριβές, ας πούμε για τις Μπαχάμες, τα Φύλλα , το Μπαχτσίς του Λύκου, και τόσες άλλες, μην τις θεωρείτε ότι κι’ ότι, και μην τις παίρνετε μόνο από την αστεία πλευρά τους. Μέσα σ’ αυτές τις ιστορίες και στα περιστατικά, βρίσκεται το χαμόγελο των προγόνων μας, βρίσκεται ένα μέρος μικρό ή μεγαλύτερο, από τη γονιδιακή μας αλυσίδα, και μπορεί κάποτε στο μέλλον οι ειδικοί, να «διαβάσουν» όλα αυτά τα οποία σήμερα τα αραδιάζουμε γιατί απλώς τα θυμόμαστε, και τα λέμε για να λέμε, και πρώτα πρώτα για να . . . πείσουμε εμάς τους ίδιους ότι η μνήμη δε μας εγκατέλειψε, αλλά και για να τα μάθουν οι νεότεροι, όσοι θέλουν βέβαια και έχουν όρεξη να μαθαίνουν από τους παλιότερους. Τώρα θα μού πει κάποιος τι μας λιές ρε μπάρμπα; Αλλά να, λιέμι για να λιέμι, κι’ αν κανένας . . . κλπ κλπ.
Και αυτά. . .

























































































































































































Δεν υπάρχουν σχόλια: