Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Σβούρα ( Το Φουρφούρι)

Μια Ιστορία, ένα  Παραμύθι, μια Εποχή.

Όταν κάθεσαι να γράψεις κάτι για περασμένες εποχές, για πράγματα που ξεχάστηκαν γιατί η ζωή τρέχει και τα προσπέρασε, για πρόσωπα που είναι μιας κάποιας ηλικίας ή δεν υπάρχουν πια, χρειάζεται να γυρίσεις πίσω αρκετά χρόνια και να θυμηθείς λεπτομέρειες τέτοιες, που να μπορούν να δώσουν όσο γίνεται ακριβέστερα τη ζωντανή εικόνα μιας γενιάς και μιας εποχής. Και όλες οι γενιές σημάδεψαν την κοινωνική ζωή του χωριού και συγχρόνως σημαδεύτηκαν απ’ αυτή  και από τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν κάθε φορά. Όλοι, άλλος λίγο άλλος περισσότερο πρόσθεταν και κάτι  κι’ έτσι συνεχίστηκε και συνεχίζεται η ζωή στον τόπο μας, στο Νεοχώρι Χαλκιδικής της επαρχίας Αρναίας εδώ και χίλια τόσα χρόνια. Εδώ κυλά και περνάει η ζωή μας, τον τόπο αυτόν γνωρίσαμε, τον αγαπήσαμε, τον πονέσαμε, είναι ο δικός μας τόπος. Και όταν πολλές φορές υποχρεωτικά τον εγκαταλείπουμε  και ζούμε αλλού γιατί οι συνθήκες άλλαξαν και η ζωή δυσκόλεψε, ο νους γυρίζει και περιπλανιέται στο  χωριό και στα σοκάκια του, εκεί που άμαθοι ακόμα, πρωτοτραγουδήσαμε τους καημούς της πρώτης μας αγάπης, γυρίζει ο νους παντού   και σταματάει σε πρόσωπα που  δεθήκαμε μαζί τους γιατί μεγαλώσαμε ανάμεσα τους, σε πρόσωπα αγαπημένα, σε ανθρώπους αγαπημένους και σεβαστούς, που μας  προστάτεψαν και μας οδήγησαν στο δρόμο που έκριναν σωστό, και, αρχή της ιστορίας και συνέχεια του παραμυθιού και ήταν που λέτε μια φορά κι’ έναν καιρό κι’ όταν λέμε έναν καιρό μην πάει ο νους σας σε πολύ παλιά χρόνια, να. . περίπου πέρασαν από τότε  εξήντα χρόνια, δεν είναι και . . . πολλά είναι όμως μια ζωή ολόκληρη, κι’ όλο λέμε όταν συζητούμε για τα παλιά, « σαν χτες ήταν που. . .  .» και εννοούμε  πριν από 30,και 40 χρόνια, δεν ήταν όμως καθόλου σαν χτες, ήταν πριν από τόσα ακριβώς χρόνια  και το πότε μεγαλώναμε από τη μια μέρα στην άλλη  το ήξεραν και το καταλάβαιναν οι γονείς μας  που έβλεπαν να μας στενεύουν τα παπούτσια και να μη μας χωρούν τα ρούχα κι’ όλα  αυτά κόστιζαν κι’ άκουγες να λένε συχνά, «τράνιψι, γίνκι κουτζιάμ’ παλκαρούδ’ δε dουν χουρούν τα ρούχα τ’» και από τη μια μεριά καμάρωναν που μεγαλώναμε, αλλά βάραινε πολύ που θέλαμε καινούργια ρούχα  και παπούτσια, κι’ όλο το πήγαιναν παραπίσω για το Πάσχα ή για το Παναϊρι, τώρα θα μου πείτε ότι οι μικρότεροι φορούσαν των μεγαλυτέρων, αλλά κι’ εκείνα κάποτε πάλιωναν και τρυπούσαν και στο τέλος τα ρούχα ήταν μόνο για «γιουμίδια»(1)  στις μαξιλάρες. Συνεχίζουμε λοιπόν και υπομονή, η ιστορία είναι μεγάλη, θ’ αργήσει να τελειώσει, στρωθείτε αναπαυτικά για να την απολαύσετε, και άντε ν’ αρχίσουμε, να γυρίσουμε πίσω το χρόνο και να πάμε εκεί, λίγο παρακάτω από την πλατεία του χωριού μας, την «απουλιάνα» όπως τη λέγαμε, εκεί προς του Βενετσανάκη το καφενείο δίπλα στο λάκκο -έτσι  λέγαμε το κεντρικό. . . ποτάμι τού χωριού που ακόμα ήταν ξεσκέπαστο-, Φθινόπωρο και μεσημέρι Κυριακής, ήσυχα όλα, εκεί ήταν μια παρέα, ήταν πολλοί, συνομήλικοι δυο χρόνια πάνω ή κάτω όλοι, ήταν ο Τάκης ο Σαμολαδάς που από δω και πέρα  με το Φουρφούρι του θα είναι ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας μας, ο Αντώνης ο Ψυχούλας, κι’ ο αδερφός του ο Μιχάλης, ο Γιάννης ο Μιχαλούδας, ο Μπαντέλας ο Άνθιμος, ο Γιώργος Κακλαμάνος, ο Βασίλης ο Κίκας,ο  Νίκος Κακλαμάνος, ο Φάνης ο Διαμαντούδης, ο Κλέαρχος ο Νάνος, ο Αλέξης ο Συρόπουλος, ο Θόδωρος ο Καραχρήστος, ο Γιώργος ο Γκέκας, ο Αρχιμήδης ο Κούτμας και ο Μήτσιος Παπαποστόλου, ο Χασάπης ο Νίκος,  ο Μαντώρας ο Νίκος, ο Φράγκος ο Γιώργος  μαζί με το Δημητράκη το Γκατζιώνη  και τον Τσέλιο τον Αργυρό, που αυτοί οι τέσσερις αν και από άλλη γειτονιά, «Καραουλίσιοι» αυτοί, βρέθηκαν μαζί με τους άλλους να παρακολουθούν το παιγνίδι  ήταν ακόμα ο Δημοσθένης ο Δαβίλας που τόσκασε από το μπακάλικο  του πατέρα του για να ξεδώσει κι αυτός, από δίπλα  ο Γρηγόρης Καραβασίλης με το Γιωργάκη Κακλαμάνο και το Γιάννη το Βαλμά, γείτονες αυτοί και φίλοι, ο Δεσποινούδης ο Γιώργος κι’ ο Διονύσης Παυλάτος, ήταν κι’ άλλοι  στην ίδια περίπου  ηλικία  με τον Τάκη το  Σαμολαδά, ο κύκλος μεγάλος πέρασαν χρόνια από τότε, στο βίντεο τής μνήμης η εικόνα ξεθώριασε , ήταν και σκυμμένοι  γύρω από τον Τάκη και δεν καλοφαίνονται όλοι, τον παρακολουθούσαν που σήκωσε τη χειροποίητη σβούρα του, (Φουρφούρι το λέμε στο χωριό),τη σήκωσε και με απανωτές  καμτσικιές την έκανε να γυρίζει τρελά, κι’ όλος ο κόσμος  για τον ίδιο και για όσους παρακολουθούσαν ήταν εκεί, στη σβούρα που γύριζε, γύριζε και άλλαζε θέσεις μια από δω και μια από κει ανάλογα με το χτύπημα και μαζί μετακινούνταν και ο κύκλος της παρέας κι’ ανάμεσα στους μεγάλους τρυπώναμε κι’ εμείς οι μικρότεροι, να δούμε τη  σβούρα να γυρίζει, γύριζε η σβούρα , τρεμόπαιζε, το καμτσίκι έτοιμο την έφερνε πάλι σε ισορροπία, με τα βλέμματα όλα επάνω του ο Τάκης, ζώντας τη μεγάλη στιγμή της  πρωτιάς στο παιγνίδι και της γενικής παραδοχής, ξαναμμένος και μετέωρος πάνω απ’ όλους, γι’ αυτόν τη στιγμή εκείνη δεν υπήρχε άλλο, δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από τη σβούρα που γύριζε, γύριζε η σβούρα γύριζε μαζί κι’ ο κόσμος, ούτε είχε μάτια ο Τάκης για τους γύρω, φρόντιζε μόνο με μικρά χτυπήματα να κρατά τη σβούρα σε ισορροπία, κάποια στιγμή η σβούρα τρεμούλιασε να γείρει, «βάρα ρε. .  .» λύγισε ο Τάκης το αριστερό πόδι όσο χρειάζεται, τέντωσε το δεξί προς τα πίσω και παίρνοντας στάση δισκοβόλου, έτσι μισοσκυμένος, χτύπησε δυνατά με το καμτσίκι, αλλά, θέλεις η φόρτιση της στιγμής, θέλεις η μεγάλη σιγουριά του, ίσως νάφταιξε και η ζαλάδα από τόσες φωνές γύρω του, δε  ζύγιασε καλά το χτύπημα, έβαλε παραπανίσια δύναμη κι’ εκεί έγινε το κακό, έφερε η σβούρα μια στροφή στο χώμα, έπεσε, και με τη φόρα που είχε σύρθηκε  για λίγο και πλάτς έπεσε στον κατεβασμένο λάκκο μέσα στα ορμητικά νερά, δίπλα στο σπίτι του Κακλαμάνου λίγο πιο πάνω από την ξύλινη γέφυρα κοντά στο σχολείο. Σταμάτησε το παιγνίδι κοιτάχτηκαν όλοι αμήχανα και στράφηκαν προς το λάκκο που έπεσε η σβούρα  και σιωπηλοί την έβλεπαν να παρασέρνεται από το νερό και  να απομακρύνεται προς τα κάτω. Ο Τάκης ο Σαμολαδάς και μερικοί ακόμα έτρεξαν δίπλα στο ποτάμι προς του Παρναβέλα το σπίτι, την παρακολούθησαν για λίγο, το νερό πολύ, και ορμητικό, η σβούρα χάθηκε, η παρέα σκόρπισε, άρχισε να βρέχει, ο Τάκης σκεφτικός, κίνησε για το σπίτι παρέα με το Θόδωρο, που τον παρηγόρησε με σιγανή φωνή αμήχανος κι΄αυτός, «δε bειράζ’ ρε, θα φκιάεισ’ άλλην» .
Πέφτοντας η σβούρα στο νερό τάχασε. Τέτοιο πράγμα πρώτη φορά έβλεπε, συμφορά σκέτη. Όταν ήταν νεαρό σκλήθρο(2) πριν γίνει σβούρα από τα επιδέξια χέρια του Τάκη, εκεί στην άκρη στού Μαντώρα το βίραγγα(3) που φύτρωνε, έβλεπε το νερό να περνάει από κάτω άλλοτε θολό κι’ άλλοτε καθαρό  και το διασκέδαζε, τρόμαζε βέβαια  και λίγο, αλλά είχε δίπλα άλλα μεγαλύτερα σκλήθρα και δε φοβόταν. Τώρα όμως τα πράγματα ήταν αλλιώς. Την παράσερνε το θολό νερό και την πήγαινε μια από δω και μια από κει, χτυπούσε πάνω στις πέτρες, τρόμαξε και τι μπορούσε να κάνει, αφέθηκε στη μοίρα της. Πέρασε μπροστά από του γιατρού το σπίτι και πιο κάτω άρχισε να πηγαίνει σιγότερα, το μέρος ήταν ίσιο και το  νερό άπλωνε και σιγά σιγά έφτασε στον τρανό το λάκκο στο κεντρικό ποτάμι του χωριού. Εκεί τα πράγματα δυσκόλεψαν το νερό περισσότερο και πιο ορμητικό, την έφερε μερικές φορές γύρω γύρω μαζί με χόρτα, φύλλα και διάφορα ξύλα που έρχονταν κι’ αυτά ποιος ξέρει από πού, και άρχισε να την παρασέρνει μαζί τους  προς την κατεύθυνσή του προς τα εκεί που πήγαινε. Η σβούρα αφού κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να κάνει κι’ αλλιώς το πήρε απόφαση κι’ άρχισε να περιεργάζεται τα μέρη απ’ όπου περνούσε και τα άλλα πράγματα, που μαζί τους υποχρεωτικά ταξίδευε. Πέρασε από το ξύλινο γεφύρι, το κάτω το γεφύρι που λένε στο χωριό, εκείνο που συνδέει το χωριό με τον Αι Λιά, παρακάτω έφερε μια βόλτα στού Συρόπουλου το βίραγγα, πέρασε δίπλα από το νερόμυλο του  Καραντώνα, έφτασε στον παλιόμυλο και μπήκε σε ξένο έδαφος, σε ξένη επικράτεια, στην περιοχή του διπλανού χωριού, στο Παλαιοχώρι. Άρχισε να συνηθίζει μέσα στα θολά νερά κι’ όταν έφτασε να βγει απ’ το χωριό, πάνω στην ξύλινη γέφυρα είδε  πολλά πιτσιρίκια με μια αγκαλιά πέτρες, να πετροβολούν ότι περνούσε από κάτω, κακιά συνήθεια κι’ αυτή, έφαγε μια πετριά, βούλιαξε για λίγο, ξαναβγήκε στην επιφάνεια και συνέχισε  το υποχρεωτικό ταξίδι. Από κει και κάτω      το ποτάμι  καθόλου δεν έμοιαζε με το λάκκο όπως το έλεγαν στο χωριό, περνούσε μέσα από στενά περάσματα, έγινε πολύ ορμητικό, το νερό, πάρα πολύ, μέχρι που έφτασε στη Σμίξη κοντά στην Πλανά, εκεί συναντιούνται όλα τα κατεβασμένα ποτάμια, γίνονταν χαλασμός. Τα νερά άφριζαν και στροβιλίζονταν μαζί με ξύλα και πέτρες, είδε κι’ έπαθε η σβούρα, φοβήθηκε πραγματικά, νόμισε ότι έφτασε η συντέλεια του κόσμου, χτύπησε από δω κι’ από κει, βούλιαξε ξαναβούλιαξε και πήρε πάλι το δρόμο στον κατήφορο. Έφτασε  στην Ορμύλια, ο τόπος άλλαξε, το νερό πήγαινε πιο αργά ηρέμησε η σβούρα και τότε  είδε και ούτε που κατάλαβε πόση ώρα πέρασε, είδε ότι ταξίδευε μαζί με ένα πράγμα,  ποιος ξέρει από πότε πήγαιναν   μαζί, είδε δίπλα της  κάτι που πρώτη φορά έβλεπε, ήταν ένα αλλόκοτο πράγμα γυρισμένο ανάσκελα, της κίνησε το ενδιαφέρον κι’ άρχισε να το περιεργάζεται. Είχε γύρω  στη ράχη του  ένα άχρωμο τομάρι σκισμένο κι’ από μέσα κάτι σαν ύφασμα χοντρό και σκούρο τρύπιο κι’ αυτό, που από τις μεγάλες τρύπες έβγαινε  ξεφτισμένος και σάπιος σιαμάκος(4) και σικαλιά. Στη ράχη πάνω απ’ το σκισμένο δέρμα είχε κάτι λιανά και πλατειά πελεκημένα ξύλα λίγο στραβά που τα δυο τα από πάνω, περνούσαν μαστορικά μέσα στο πλατύ μονοκόμματο σανίδι στο μπροστινό μέρος και στην άκρη τους είχαν μια πατούρα προς τα μέσα για να κρατούν  τυλιγμένο πάνω τους ένα κομμάτι σκοινί γεμάτο κόμπους. Από πίσω περίσσευε ένα σάπιο φαρδύ λουρί κομμένο κι’ ένα άλλο λουρί πιο στενό κρέμονταν  στη μέση, κομμένο κι’ αυτό και μπολιασμένο με σκοινί. Η σβούρα τέτοιο χάλι δεν είχε ξαναδεί, το κοίταξε ,το περιεργάστηκε αλλά δεν κατάλαβε τίποτα. Όπως τους παράσερνε αργά τώρα το νερό, αυτό το αλλόκοτο πράγμα, ξαφνικά κουνήθηκε, χασμουρήθηκε και   είπε,   « ‘Εϊ . . Έϊ. .  .πού βρε ήρτα;. .  δγιέ , δγιέ. Ώρε  νιρόοοο ».
Ξεθάρρεψε η σβούρα και ρώτησε, τι είσαι, πώς σε λένε, εμένα με λένε σβούρα, έτσι κι’ έτσι, αυτά έπαθα και τώρα δεν ξέρω πού θα καταλήξω. Το πράγμα την κοίταξε καλά καλά και με ύφος ανωτέρου    είπε, «Καλά  δεν ξαναείδες σαμάρι; Εγώ είμαι σαμάρι και η καταγωγή μου είναι απ΄ τη Λόκοβη. Ξέρεις πόσα ταξίδια έκανα εγώ καβάλα στο γαϊδούρι; Γύρισα όλα τα χωριά εγώ που με βλέπεις, κι’ αν δεν έχω κουβαλήσει πράγματα εγώ. . . Τι θαρρείς. . . .Εσύ φαίνεται δεν ξέρεις απ’ αυτά, τέλος πάντων όμως μια που βρεθήκαμε παρέα θα σε φροντίσω μη φοβάσαι κι’ όπου πάμε θα πάμε μαζί». Η σβούρα ξανακοίταξε την παρέα της, είδε τα χάλια που είχε το σαμάρι και ρώτησε « Με τέτοιο χάλι πού τη βρίσκεις την περηφάνια και  μιλάς έτσι; Δε βλέπεις πώς κατάντησες;» Γύρισε το σαμάρι είδε τη σβούρα πιο χαμηλά που γυάλιζε μέσα στο νερό και απάντησε   πολύ  σκεφτικό,
 «να  σε φυλάει ο θεός να μη σου τύχει αφεντικό Λουκοβίτης και τότε να δεις τι γίνεται. . . .Θα σου πω. . .  Εσύ από πού έρχεσαι; Ά. .  .Απ’ το Νεοχώρι. . .Πήγα πολλές φορές εκεί με το γαϊδούρι, μας πήγαινε το αφεντικό. Ξέρεις ποιόν είχα εγώ αφεντικό; Το Γιάννη με τ’ όνομα και πού δε μας πήγε, εμένα και το γαϊδούρι. Είχε φορτωμένα πάνω μου κάτι μπαλωμένα σακούλια και γυρίζαμε στα χωριά όταν μάζωναν τα γεννήματα, περνούσαμε από μύλους κι’ από μαντριά και από όπου είχε ελπίδες το αφεντικό ότι θα μας έδιναν κάτι. Στο Νεοχώρι ερχόμασταν όταν μάζευαν τα φασούλια και γυρίζαμε όλο το χωριό κι’ όλο και κάτι μαζώναμε, όλο στα ακριανά τα σπίτια μας έδωναν, εκεί ήξεραν από φτώχεια, στην πλατέα κανένας δεν έδωνε τίποτα, στο τέλος τα σακούλια γέμιζαν, έχετε και δυο τρεις μύλους εσείς, στον ένα ο μυλωνάς μας έδινε λίγο καλαμποκίσιο αλεύρι, στους άλλους δυο τίποτα, ούτε νερό, μας είπαν μια φορά στο  μύλο εκεί βγαίνοντας απ’ το χωριό σ’ εκείνον το μύλο που  άλεθε  με ξύλα που καίγονταν κάτω από ένα  μεγάλο καζάνι, είπαν στο αφεντικό το Γιάννη δηλαδή, πώς άμα θέλει αλεύρι να κάτσει να δουλέψει στο μύλο, να ρίχνει ξύλα κάτω απ’ το καζάνι, ο Γιάννης άρχισε να κλαίγεται και να λέει, « Έχου γνιέκα άρρουστην καταϊ κι μια χώρα μκρα πιδούδια, δουσίτι μι τίπουτα να φεύγου» ήξερα εγώ ότι η γυναίκα του αφεντικού γύριζε με τον αδερφό της  με άλλο γαϊδούρι στα ζερβοχώρια να γεμίσουν τα σακούλια, δε μας έδωκαν τίποτα στο μύλο, φύγαμε και στο δρόμο τον άκουσα το Γιάννη να μουρμουρίζει  μοναχός του και να λέει πως « άμα ήθιλα δλειά πάεινα  κι στ’ Αγιόρους» και  «καρτέρα τώρα να περάσουμε  αυτό το βαθύ το μέρος  και τα ξαναλέμε, όπου νάναι  φτάνουμε στη θάλασσα, ακούμπα επάνω μου και μη φοβάσαι, πού είσαι; μ’ ακούς; Είσαι και μια σταλιά πράμα εσύ, πρόσεχε μη χαθούμε, άντε ακόμα λίγο και φτάνουμε. . .»  Ηρέμησε  το νερό άλλαξε κι’ ο τόπος, από δω κι’ από κει στο ποτάμι όλο αμμούδες και καλάμια, δυο πιτσιρικάδες Ορμυλιώτες και πώς βρέθηκαν εκεί, είδαν το σαμάρι και τη σβούρα, πολύ την ήθελαν τη σβούρα αλλά πολύ και το νερό, πήραν πέτρες κι’ άρχισαν να
ρίχνουν στο σαμάρι, πήγαινε αργά αργά  κι’ ήταν εύκολος στόχος, το πέτυχε ο ένας ο μεγαλύτερος, έφαγε μια γερή πετριά και κράτς, έσπασε μια παΐδα(6) γύρισε το σαμάρι είδε  το . . . κάταγμα, θυμήθηκε τα χρόνια που γύριζε στα χωριά στη ράχη του γαϊδουριού, θυμήθηκε το αφεντικό το Γιάννη που  σφύριζε όταν είχε καλή σοδειά και τα σακούλια γέμιζαν γρήγορα, θυμήθηκε τη μέχρι τώρα ζωή του, τρεμούλιασε, κι’ αναστέναξε . . .εεεεεχχ   Ακόμα λίγο κι’ έφτασαν στη θάλασσα εκεί τους έβγαλε το ποτάμι  και τους άφησε, το νερό πολύ και αρμυρό, ήσυχο όμως, ήρθε κι’ ένα άσπρο πουλί, ένας γλάρος  και κάθισε στο σαμάρι που είχε γυρίσει μπρούμυτα με τη ράχη προς τα πάνω, κι’ άρχισε να τσιμπάει το τομάρι, είδε ότι δεν τρώγεται, βαρέθηκε, κουτσούλησε στο μπροστάρι(7) και πέταξε μακριά στο πέλαγος.
 Αυτή είναι η θάλασσα λοιπόν είπε το σαμάρι, έχεις ξαναδεί θάλασσα; Πού να τη δεις  εσύ απ’ το Νεοχώρι, από το χωριό σας η θάλασσα δε φαίνεται, μόνο μια φορά το χρόνο τις απόκριες  νομίζω κατεβαίνουν μερικοί χωριανοί σας για πεταλίδες και κάποτε πήγαιναν και  μάζευαν Κρίταμα(8) για το τουρσί, τα ξέρω εγώ αυτά εγώ που με βλέπεις είμαι κοσμογυρισμένος, και το λοιπόν το πώς έφτασα εδώ είναι ολόκληρη ιστορία, θα σου την πω και για να περνάει και η ώρα, μια και δεν έχουμε να κάνουμε και τίποτα, πριν από λίγο καιρό που λες, με τα σακούλια γεμάτα φορτωμένα στο γαϊδούρι, πηγαίναμε για το χωριό, ο Γιάννης χορτάτος και χαρούμενος  σταματήσαμε στο Χολομώντα να ξαποστάσει το γαϊδούρι και το αφεντικό, αλλά και για να μη μπούμε μέρα στο χωριό, ποτέ δεν μπήκαμε μέρα, το είχε σε κακό ο Γιάννης, δεν ήθελε να δουν οι χωριανοί πόσα έφερε, για να μην αρχίσουν να ζητούν αργότερα, ήξερε αυτός, ξεφόρτωσε τα σακούλια  μ’ έβγαλε και μένα από τη ράχη του γαϊδουριού και με γύρισε ανάποδα να στεγνώσω στον ήλιο, έδεσε και το γαϊδούρι παραδίπλα στο ρέμα  για να βοσκήσει κι’ έγειρε και ο ίδιος πάνω στα γεμάτα σακούλια κι’ αποκοιμήθηκε. Εκεί έγινε το κακό. Θέλεις δεν έδεσε καλά το γάϊδαρο, θέλεις  όταν τίναζε το κεφάλι στα σκέλια για να διώξει τις αλογόμυγες να κόπηκε το σκοινί, τι σκοινί δηλαδή, ο Γιάννης αντί για καπίστρι είχε ένα κομμάτι  ζούντσα,(5) ξέρεις απ’ αυτές τις τρίχινες που φασκιώνουν τα μικρά, όταν ξύπνησε και γύρεψε το γάϊδαρο να τον σαμαρώσει, ο γάϊδαρος άφαντος. Κρέμασε τα σακούλια σ’ ένα δέντρο και πήρε τις αντίρες,(9) μα όταν έφτασε παρακάτω βρήκε το γαϊδούρι κοπάνα, ανάσκελα δηλαδή και φαγωμένο από τους λύκους, ούτε το τομάρι δεν είχε απομείνει, μόνο τα νύχια ξεπετάλωτα έδειχναν από δω κι’ από κει. . . . στεναχωρέθηκε ο Γιάννης και φορτωμένος τα σακούλια κίνησε για το χωριό, θέλησε να πάρει κι’ εμένα, αλλά βαρύ το φορτιό στον ανήφορο, με έκρυψε  παράμερα δίπλα στο ρέμα, θα γύριζε να με πάρει μια άλλη φορά, έφτασε κοντά  και κρυμμένος περίμενε να νυχτώσει πρώτα για να πάει στο σπίτι, δεν ήθελε να τον δει κανένας έτσι φορτωμένο με τα σακούλια  και χωρίς το γαϊδούρι, ποιόν αυτόν το Γιάννη με  τόνομα  που δεν είχε αφήσει χωριό για χωριό αγύριστο μέχρι τα χωριά της Νιγρίτας είχε φτάσει, θα ήταν το ρεζίλι μεγάλο να μαθευτεί έτσι απότομα ότι του έφαγε ο λύκος το γάϊδαρο. Πριν  γυρίσει λοιπόν από το χωριό ο Γιάννης να με πάρει, έπιασε μια βροχή κατακλυσμός, κατέβασε το ρέμα με πήρε και με έφερε εδώ κι’ από δω και πέρα  να δούμε τι θα  γίνουμε. Άκουγε η σβούρα άφωνη την ιστορία και τα βάσανα του σαμαριού και με θαυμασμό σκέφτονταν πόσο ωραία πέρασε γυρίζοντας τα χωριά με το γαϊδούρι, κι’ αυτή η ίδια όμως στη σύντομη ζωή της πέρασε καλά στα χέρια του Τάκη του Σαμολαδά, την περιποιόταν τη σκούπιζε, της είχε βάλει κι’ ένα καρφί για να μη φαγώνεται η μύτη της και να γυρίζει πιο γρήγορα, την είχε πάντα στην τσέπη του ζεστή  και το βράδυ την έβαζε κάτω απ’ το μαξιλάρι να  μη χαθεί. Θυμάται μια μέρα που την πήρε στο σχολείο όπως κάθονταν εκείνος στο θρανίο προς την άκρη  και κουνιόταν συνέχεια, ξέφυγε λίγο από το βάθος της τσέπης  και βγήκε το κεφάλι της προς τα έξω, είδε κι’ άκουσε πράγματα θαυμαστά. Είδε σειρές  τα θρανία  και χώρια να κάθονται αγόρια και κορίτσια κι’ ένας κύριος όρθιος να λέει για κάποιον Μεγαλέξαντρο, πού  πήγε και πού γύρισε, έφτασε λέει  μέχρι την άκρη του κόσμου πολεμώντας καβάλα σ’ ένα  δυνατό  άλογο κι’ έρχεται τώρα το σαμάρι να σου λέει ότι γύρισε όλα τα χωριά κουβαλώντας μ’ ένα γαϊδούρι μπαλωμένα σακούλια και το Γιάννη τον αξούριστο. Εκείνος ο κύριος που έλεγε για το Μεγαλέξαντρο και για άλλα πολλά πράγματα κάθε τόσο έλεγε στα παιδιά, «ησυχία Στέργιο, μην κουνιέσαι μπροστά τα χέρια σταυρωμένα» μα όλα τα παιδιά ξύνονταν  συνέχεια στο σώμα και στο κεφάλι σαν να τα περπατούσε κάτι κι’ ο δάσκαλος, έτσι τον έλεγαν εκείνον τον κύριο, κάποια στιγμή  είπε στο διπλανό του Τάκη « Αντώνη πολύ ξύνεσαι σήμερα, να πεις τη μάννα σου να σε  ψάξει», αυτά άκουσε η σβούρα, δεν πολυκατάλαβε, αλλά πολύ της είχε αρέσει το σχολείο, ωραία πέρασε αλλά τώρα τι γίνεται. . . . Έτσι πέρασαν οι μέρες και παρέα οι δυο τους με το σαμάρι, τους πήγαινε η θάλασσα όλο και πιο μέσα, πιο μακριά, τους έφτασε μπροστά σε κάτι απότομα βράχια που πάνω τους ήταν χτισμένα πολύ ψηλά και μεγάλα σπίτια με πολλά παράθυρα και κάθε τόσο χτυπούσαν καμπάνες και κάτι άνθρωποι με γένια και μαύρα μακριά ρούχα πολύ σοβαροί, φαίνονταν να κάνουν διάφορες δουλειές, κάποια στιγμή πέρασε από δίπλα τους ένα μεγάλο πράγμα, το σαμάρι ήξερε ότι το λεν καΐκι  τάραξε πολύ τα νερά, και ντούκου ντούκου απομακρύνθηκε προς τη μεριά του ήλιου φορτωμένο ξύλα. Στο τελείωμα της μέρας  εκεί κάτω από τα μεγάλα σπίτια με τα πολλά παράθυρα και τις καμπάνες, φάνηκε ένα μεγάλο κοπάδι ψάρια όλα στο ίδιο μπόι ίσα με δυο πιθαμές, περιτριγύρισαν το σαμάρι και τη σβούρα και τα περιεργάζονταν και σε μια στιγμή ένα ψάρι από τα μεγαλύτερα, ανοίγει το στόμα του και χλάπ κατάπιε τη σβούρα κι’ έφυγε μαζί με τ’ άλλα.
Η σβούρα βρέθηκε ξαφνικά σ’ ένα ζεστό και σκοτεινό μέρος που μύριζε άσχημα. Αυτό δεν το περίμενε, από τον ήλιο και τον αέρα της θάλασσας να βρεθεί εκεί μέσα  μ’ αυτήν την άσχημη μυρωδιά, έχασε την παρέα της το σαμάρι και ποιόν να
ρωτήσει τώρα, έπεσε σε απόγνωση  και ήταν να σκάσει από το κακό της. Είχε το σαμάρι, ρωτούσε και μάθαινε, βέβαια και το σαμάρι ήξερε μόνο αυτά που γνώρισε γυρίζοντας στα χωριά, αλλά μπροστά σ’ αυτήν την ίδια που γνώριζε  ελάχιστα, εκείνο φάνταζε σοφό. Η σβούρα ούτε καταλάβαινε τι γίνονταν γύρω της κι’ ύστερα από ποιος ξέρει πόσες ώρες, άκουσε φωνές και κατάλαβε ότι κάτι την τραβούσε  έξω απ’ το νερό μαζί με το ψάρι που την κατάπιε. Ένιωσε ένα τράνταγμα και ξαφνικά έπεσε μαζί με το ψάρι στο κατάστρωμα του καϊκιού από την Ιερισσό. Από κει στα γρήγορα, πάντα μέσα στην κοιλιά του ψαριού, βρέθηκε σε μια μεγάλη κάσσα  μαζί με άλλα ψάρια, οι φωνές ακούγονταν συνέχεια κι’ όταν το καΐκι έφτασε  στη στεριά, ένας Ιερισιώτης φόρτωσε δυο κάσσες με ψάρια μαζί κι’ αυτό που την κατάπιε, τα φόρτωσε σ’ ένα σίβο άλογο νύχτα ακόμα και κίνησε να τα πουλήσει στα χωριά. Σε κάθε χωριό που περνούσε ο ψαράς φώναζε ορκίνιααααα. . .(10) έσκυβαν οι άνθρωποι πάνω από τις κάσσες, άλλος έπαιρνε ένα, άλλος έπαιρνε δυο τρία και για αλάτισμα, έφτασε ο Γιάχος ο ψαράς  και στο Νεοχώρι, είχε φτάσει πια μεσημέρι, από κάθε χωριό που περνούσε όλες οι μύγες μαζεύονταν πάνω στις κάσσες που σκεπασμένες μ’ ένα μουσαμά γυάλιζαν στον ήλιο από τα λέπια που ήταν κολλημένα πάνω τους, μαζεμένα από τόσα ταξίδια και πού να δουν πλύσιμο, με το σαμάρι να βρωμοκοπάει και τι να πει το άλογο που πότισε κι’ αυτό το τομάρι του ψαρίλα και δεν έφταναν οι αλογόμυγες οι δικές του που τις είχε μόνιμα στα σκέλια του  χειμώνα καλοκαίρι, δεν έφταναν τα νταβάνια που το τσιμπούσαν όταν έφτανε στη Μπιάβιτσα,(11) πλάκωναν και οι μύγες απ’ τα χωριά, ήταν κι’ εκείνη η μόνιμη μυρωδιά απ’ τα ορκίνια και η ζωή του κόλαση μπροστά στη ζωή που έκανε το γαϊδούρι του Γιάννη του Λουκοβίτη, κι’ ας ήταν και νηστικό , αλλά εκείνο πάει ,το έφαγαν οι λύκοι και ησύχασε. . . .
Μαζεύτηκαν λοιπόν στο μεσοχώρι γύρω από τον ψαρά να δουν τα ορκίνια, πήρε ο μπάρμπα Γιάννης ο Λάμπρος  δυο, άλλα δυο ο μπάρμπα Κώτσιος από δίπλα ο Γκοντίνος, πήρε κι’ ο μπάρμπα Κώτσιος ο Καραντώνας , πήραν κι’ άλλοι, πήρε κι’ ο μπάρμπα Γιώργης ο Σαμολαδάς ο πατέρας του Τάκη, είχαν όλοι μεγάλες οικογένειες ένα ορκίνι πού να φτάσει, ξεπούλησε ο ψαράς και τράβηξε πίσω για το χωριό του. Η μάννα του Τάκη πήρε τα ορκίνια κι’ εκεί που ξεκοίλιαζε το μεγαλύτερο με τις γάτες γύρω γύρω κάτι είδε και μουρμούρισε παραξενεμένη, «μ’ τι μαρή είνι αυτόνου; Μαρί, μαρί. .  .ένα φουρφούρ’ μεζβούζατ’. .  .»τόβγαλε και το έριξε δίπλα, τη στιγμή που ο Τάκης γύριζε από το σκολειό, είδε το Φουρφούρι το γνώρισε και «σιαπού μωρέ του βρήκις του Φουρφούρ’;. . . Μεζβούζατ’; Σώπα μωρέ, αυτό είνι του θκό μ’ που μ’ έπισι στου λάκκου. . .  .!! » Πήρε τη σβούρα και την καθάρισε, ήταν λίγο ξιασπρισμένη σαν τα παπουδιασμένα τα φασόλια, την πήρε και την έβαλε στην τσέπη του. Δεν πίστευε στα μάτια του, έτρεξε απέναντι και βρήκε ποιόν άλλο, το Θόδωρο τον Καραχρήστο του είπε αυτό κι’ αυτό  είπε ο θόδωρος « σώπα ρε, , , σιγά να μηηη. . .» Κράτησε το μυστικό ο Τάκης τόσα χρόνια, και ποιος να τον πίστευε κι’ έγινε η ιστορία παραμύθι ευχάριστο για τους κατοπινούς, ένα παραμύθι με ονειρική διάσταση στην παρουσίασή του, με πρόσωπα υπαρκτά και πλοκή ασυνήθιστη. . . .Το κράτησε ο Τάκης το Φουρφούρι και το ξανάπαιξε αλλά τη  μυρωδιά του δεν  την έχασε κι’ όταν το  άφηνε στο σπίτι η γάτα το  μύριζε και κάπου κάπου το έγλυφε. . .Το ξανάπαιξε το Φουρφούρι ο Τάκης μέχρι που μεγάλωσε, έγινε « μπάρμπας», μεγαλώσαμε κι’ εμείς όλοι μας και τα παρατήσαμε αυτά, άλλες έννοιες  μας καθήλωσαν και μας έστρεψαν αλλού. . . Και το Φουρφούρι του Τάκη του Σαμολαδά     του Γεωργίου και της Αναστασίας γεννηθέντος το 1932, κρυμμένο μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί μαζί με σφοντύλια και αδράχτια, μασούρια και  άχρηστες πια καλτσοβελόνες,  ήταν μέχρι χτες εκεί, παράταιρο ανάμεσα στα άλλα ξεχασμένα και αχρησιμοποίητα τόσα χρόνια. . .και παραμένει εκεί το Φουρφούρι, ελπίζοντας ίσως να ξαναγυρίσει κάποτε. . .αλλά . . . Πάν οι εποχές με τα φουρφούρια, ποιος φκιάχνει τώρα φουρφούρια, άλλαξαν τα παιγνίδια εκείνα, έγιναν παρελθόν, τώρα τα παιδιά παίζουν με ηλεκτρονικά και το λίγο χρόνο που διαθέτουν τον τρων στα φροντιστήρια,  τα παιγνίδια εκείνης της εποχής και τα φουρφούρια ξεχάστηκαν κι’ αν πεις τη λέξη φουρφούρι στο χωριό μόνο οι παλιότεροι θα χαμογελάσουμε, όσοι έχουμε βιώματα από τότε,  που μένουμε με τη νοσταλγία της νιότης, η οποία  δεν πρόκειται να ξανάρθει, έτσι είναι η ζωή, αλλά τίποτα δεν μας εμποδίζει να νοσταλγούμε και να ονειρευόμαστε, να βλέπουμε τη σβούρα να γυρίζει μέσα σε ένα κύκλο ξαναμμένων προσώπων που μοιραία κάθε τόσο αραιώνει.
Όλοι θα θέλαμε να ξανασηκώσουμε και να παίξουμε με το Φουρφούρι  που το φκιάξαμε μόνοι μας  κι’ ας μην έχουμε  σπάγκο για το καμτσίκι όπως και τότε, ας βάζαμε  πάλι φλούδα από σκαμνιά,(12) θα βρίσκαμε, έχει και τώρα σκαμνιές. Ας ήταν να ξαναδούμε  στο γύρισμά του τον κόσμο  ολόκληρο, τα όνειρά μας τα παιδικά. . .
 Να δώσουμε μια δυνατή καμτσικιά να γυρίσει το Φουρφούρι, να γυρίσει ο κόσμος. . .  . .  .Αλλά, όλα έχουν ένα τέλος. Το Φουρφούρι, γύρισε, γύρισε, κάποια στιγμή θ’ αρχίσει να τρεμουλιάζει  και πλάτς θα πέσει στο  ποταμάκι του χωριού αρχίζοντας το μεγάλο του ταξίδι. . . Κάπως έτσι, η αληθινή ιστορία τελειώνει, αλλά το παραμύθι της ζωής συνεχίζεται. . . . .                                                               
                                                                               Βαγγέλης Μαυροδής.
Απαραίτητες και λίγες επεξηγήσεις για τις άγνωστες λέξεις που μπήκαν στο κείμενο, για όσους δεν τις άκουσαν ποτέ αυτές τις λέξεις, αλλά και για όσους. . . επίορκους τις ξέχασαν. . .                                                         
1.    Γιουμίδια, ήταν τα παλιοκούρελα  με τα οποία γέμιζαν τις μαξιλάρες. Πολλές φορές όμως μέσα στις μαξιλάρες έβαζαν και ρούχα που είχαν μικρύνει, ή δεν ήταν η εποχή να φορεθούν και όταν τα έβγαζαν  και τα φορούσαν ήταν πολύ τσαλακωμένα και απ’ αυτό έμεινε εκείνο που λένε ακόμα όταν δουν τσαλακωμένο ρούχο, «απ’ τα γιουμίδια του φόρισις; »                                     
2.    Σκλήθρο, Υδροχαρές φυλλοβόλο δέντρο ,  μαλακό το ξύλο του και κιτρινωπό, παλιά το χρησιμοποιούσαν για τακούνια και τσόκαρα (εκείνα τα γαλιότσια ή όπως τα έλεγαν αλλού γαλέντζια τα θυμόσαστε; Τάκα τούκα στα καλντερίμια;)
Πάντως στο χωριό μας το Νεοχώρι, το σκλήθρο χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την κατασκευή. . . . Φουρφουριών και για βαφές στα μάλλινα νήματα.
3.Βίραγγας ή Βιράγγι. Σημεία στην κοίτη του  παρ’ ολίγον . . .πλωτού ποταμού του χωριού μας, του λάκκου όπως τον λέμε,  που βάθαινε λίγο μέχρι κανένα μέτρο δηλαδή, όπου το καλοκαίρι μπαίναμε όλοι οι πιτσιρικάδες του χωριού και κολυμπούσαμε, αλλά λόγω της μικρής έκτασης αυτής της  φυσικής πισίνας, του μικρού βάθους, αλλά και του πλήθους των  κολυμβητών,  το νερό θόλωνε και σκέτο λάσπη κολλούσε επάνω μας, οπότε οι μανάδες το  καταλάβαιναν και στο σπίτι μας στυλιάρωναν. Επώνυμα βιράγγια στο χωριό  ήταν  του Μαντώρα όπου και η «δέση» για το μυλαύλακο που οδηγούσε το νερό στο  νερόμυλο του Καραντώνα και ο Βίραγγας του Συρόπουλου λίγο παρακάτω από  το «κάτω το γεφύρι» εκεί μάθαμε κολύμπι οι περισσότεροι, -εννοείται ότι κολυμπούσαμε χωρίς μαγιό- ο βίραγγας αυτός ήταν ο μεγαλύτερος και ο πιο βαθύς, δε θόλωνε και πολύ, αλλά είχε νεροφίδες που όταν πέφταμε στο νερό πολλοί μαζί δεν ήξεραν πού να κρυφτούν, τον επισκέφτηκα πριν λίγα χρόνια και αποκαρδιώθηκα που τον είδα σε τέτοιο χάλι με ελάχιστο νερό γεμάτον « ζαμπνιόκια»(πρασινάδες που βγαίνουν στα στάσιμα νερά), ερημιά σκέτη κι’ ένας αλαφιάτης θηρίος λιάζονταν αμέριμνος δίπλα και  χορτάτος (είχε ένα εξόγκωμα στη μέση, άρα κάτι είχε καταπιεί. . ) 
4.Σιαμάκος. Έτσι λέμε στο χωριό εκείνο  το μαλακό κυλινδρικό χόρτο  που έφερναν από τη λίμνη για να γεμίζουν τα σαμάρια, μαζί με τη σικαλιά και σικαλιά πιστεύω γνωρίζουν οι περισσότεροι τι είναι, είναι το καλάμι από τη σίκαλη, μακρύ και ευλύγιστο και πολύ ανθεκτικό για σκεπές στις καλύβες.
5.  Ζούντσα ( παραφθορά της λέξης  ζωνίτσα, μικρή ζώνη) πλεγμένη κορδόνι στο χέρι από πολύχρωμα μάλλινα νήματα την οποία χρησιμοποιούσαν  να δένουν το μωρό πάνω από το τελευταίο συνήθως υφαντό πανί με το οποίο το τύλιγαν. Όταν τυλίγονταν το μωρό και με τη ζούντσα, πιάνοντάς την, μπορούσες να το σηκώσεις μονοκόμματο και αλύγιστο, τα τύλιγαν σφιχτά λέει  τα μωρά για να μην κάνουν στραβά ποδάρια, αλλά πολλές φορές από το πολύ το σφίξιμο τα ξεγόφιαζαν. Είδα μωρό να το «σαραντίζουν» και να το χουν ακουμπισμένο στο σκαλοπάτι μπροστά στο άγιο βήμα, στέκονταν τεντωμένο μονοκόμματο σαν ξύλο απ’ το σφίξιμο.
6. Παΐδες, Τα πλαϊνά στενά, λεπτά και πλατειά ξύλα του σαμαριού  λίγο καμπυλωτά, που μπαίνουν περαστά και δένουν στο «μπροστάρι»  και στο «πιστάρι» τρία από κάθε μεριά, από δυο στο πλάι και από ένα στο πάνω μέρος εκεί που καθόμαστε,   εν ολίγοις τα πλευρά του σαμαριού, γι’ αυτό όταν ψευτοαπειλούμε κάποιον δε λέμε οτι θα του σπάσουμε τα πλευρά, αλλά λέμε « θα σι τσακίσου τα παΐδια», άσε δε που και στο εστιατόριο δεν παραγγέλνουμε αρνίσια πλευρά, αλλά τρώμε «παϊδάκια» και οπωσδήποτε η λέξη έχει άμεση σχέση  με την παγίδα,  η καμπυλότητα βαραίνει εδώ, αλλά η σχέση χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση και δεν «κολλάει» στο κυρίως θέμα, ίσως άλλη φορά  . . .
7.Μπροστάρι.Το μπροστινό μέρος του σαμαριού, συνήθως μονοκόμματο από πλατανίσιο ξύλο για να μη σκίζεται, στολισμένο με διακοσμητικά καρφιά και ρωτήστε και κάποιον επαγγελματία σαμαρά  να σας πει λεπτομέρειες δεν τα ξέρουμε και όλα. . .αλλά και πού να τον βρεις το σαμαρά, ίσως όμως  κι’ αυτοί να μπήκαν στο διαδίκτυο, στο «Ντερνέτ»ποιος ξέρει. . .
8. Κρίταμο, σαρκώδες καταπράσινο  ποώδες φυτό, στην άκρη στα βράχια της θάλασσας εκεί που γλείφει το κύμα, πολύ νόστιμο φρέσκο και τουρσί ή ζεματισμένο, αχτύπητος – και τζάμπα-ουζομεζές με σκορδάκι και ξύδι και όποιος το γνωρίζει, το μάζευαν και το έβαζαν ανάμεσα στα καρπολάχανα που τάφκιαναν τουρσί, τώρα μάλλον ξεχάστηκε και το προτιμούμε μόνο όσοι μερακλήδες το γνωρίζουμε, είναι γεμάτες οι βραχώδεις παραλίες, μάλιστα σε μερικά νησιά του βορείου Αιγαίου το πουλούν σε βαζάκια, αλλά εκεί που μπορούν και κατεβαίνουν γίδια, δεν αφήνουν ούτε ρίζα, τόσο νόστιμο είναι, γιούργια λοιπόν στις παραλίες οι μερακλήδες  το φθινόπωρο είναι η εποχή του.
9.Αντίρα, Λέξη εισαχθείσα μάλλον εκ Σκοπίων και σημαίνει το ίχνος που αφήνει το ζώο στο δρόμο, η πατημασιά.
10. Μπιάβιτσα, τοποθεσία ανατολικά του Νεοχωρίου πριν κατηφορίσουμε για τη θάλασσα, και τι μας νοιάζει, αλλά μια και την αναφέραμε στο κείμενο, να μην πούμε και πού είναι; Τώρα το τι σημαίνει, ξένο δάνειο είναι και θα πει αβδέλλα.
11. Ορκίνι, είναι ο τόνος ,το ψάρι που μας έφερναν από την Ιερισσό και δεν το είχαμε και σε μεγάλη υπόληψη, το έπαιρναν για αλάτισμα συνήθως, μέχρι που το έμαθαν οι. . . ιάπωνες και απορροφούν όλη την παραγωγή.
12. Σκαμνιά, η Μουριά, που ελλείψει σπάγκου, από τα λεπτά κλαδιά της εκείνα τα λαίμαργα βλαστάρια, βγάζαμε φλούδα (φλιέτσα) για το καμτσίκι με το οποίο χτυπούσαμε το Φουρφούρι να γυρίζει και για να μην ξεραθεί η φλούδα, το βράδυ τη βάζαμε μέσα στο νερό, αυτά και πολλά είπαμε, αλλά το . . .διδακτορικό  πάνω στη χειροποίητη σβούρα, ακόμα δεν το αρχίσαμε. . . . κάντε υπομονή. Οι λίγοι που μπορούσαν, για το καμτσίκι αγόραζαν χοντρό σπάγκο.   
Πάντως θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι όσο πιο μακρύ ήταν το φουρφούρι τόσο δύσκολα σηκώνονταν και ισορροπούσε, γι’ αυτό δεν τολμούσε να το παρουσιάσει όποιος κι’ όποιος. Για το  φουρφούρι αυτό είχαμε ειδική ονομασία και το λέγαμε « ξλιάγκουρα». Όλοι όσοι γνωρίζουν το θέμα «περί Φουρφούρι», θα θυμούνται ότι το μεγαλύτερο ξλιάγκουρα, τον σήκωσε ο αείμνηστος Γιώργος Φράγκος  στη γειτονιά μας στο Καραούλι κι’ από τότε για αρκετά χρόνια έμεινε να λέμε, «πλαλάτι η Φράγκους σήκουσι του ξλιάγκουρα στου Καραούλ’. . .»       

Νεοχώρι  1993.  Βαγγέλης Μαυροδής                  
                   






































                                                                                                                                                                                                                                                                                      

Δεν υπάρχουν σχόλια: