Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Καμινάδα

Όλοι βέβαια γνωρίζουμε το τζάκι. Παλιά όλα, μα όλα τα σπίτια διέθεταν τέτοιο, αργότερα βγήκαν οι σόμπες και οι πιο πρακτικές μασίνες και σε πολλά σπίτια γκρέμισαν κάποτε τα τζάκια γιατί τα θεώρησαν άχρηστα πια και τους εμπόδιζαν.
 -Όμως από το ταβάνι και πάνω οι καμινάδες έμειναν, είναι ενσωματωμένες στη στέγη και δεν γκρεμίζονται, αλλά και δεν εμποδίζουν και σε τίποτα, μόνο που κάποιος πρέπει να κλείσει από πάνω, έξω από τη στέγη την τρύπα που έβγαινε ο καπνός, για να μην μπαίνει η βροχή και λερώνει τον τοίχο με τη μαυρίλα που βγάζει η καπνιά συνέχεια.

-Το τζάκι ως γνωστόν -κι’ αν δεν είναι γνωστόν ας το μάθουμε τώρα- στην αρχαιότητα δεν είχε τη μορφή με την οποία το γνωρίσαμε όλοι μας, να είναι δηλαδή σε μια γωνία του δωματίου, σε μια άκρη. Τη φωτιά  οι αρχαίοι την άναβαν και έκαιγε συνέχεια στη μέση του μεγάλου χώρου του σπιτιού ας το πούμε στο σαλόνι της εποχής, στο χώρο όπου περνούσαν την ημέρα τους. Εκεί  στη μέση ακριβώς είχαν τη λεγόμενη «εστία» στην οποία άναβαν και διατηρούσαν τη φωτιά και ο καπνός έβγαινε από ένα άνοιγμα στην οροφή ακριβώς από πάνω και μάλλον, αν συμπεράνουμε από την αναφορά του Ομήρου ο οποίος μιλάει για τα «οπαία», μάλλον αυτά τα ανοίγματα για τον καπνό, θα πρέπει να ήταν περισσότερα.
-Ο καπνός προσπαθούσε να βγει από τα ανοίγματα αυτά  και φαίνεται ότι ο . . . περισσότερος το. . . κατάφερνε, αλλά όσος αργούσε να βγει και κλωθογύριζε, μουτζούρωνε τους τοίχους λέρωνε τα κάδρα και τα. .  ..σεμεδάκια  και ιδίως το ταβάνι, το μαύριζε και το έκανε  «μέλαν» μαύρο δηλαδή, κι’ από κει βγήκε και η ονομασία «μέλαθρον» της μεγάλης σάλας των αρχαίων ανακτόρων στα οποία η εστία ήταν αναμμένη συνέχεια. Η φτωχολογιά την εστία θα την άναβε    πότε πότε και μόνο για να μαγειρέψει και μάλλον, όπως και πριν από λίγα χρόνια στα χωριά, σίγουρα οι φτωχοί στην αυλή μαγείρευαν, όταν είχαν βέβαια τι να βάλουν στην πήλινη κατσαρόλα. .  . 
-Έτσι, σιγά σιγά εξαιτίας της μαυρίλας του . .  .σαλονιού, όλο το μεγάλο σπίτι-ανάκτορο, ονομάστηκε κι’ αυτό μέλαθρον, ενώ σήμερα η ονομασία μέλαθρον συνηθίζεται για τα κτήρια που έχουν σχέση με τον πολιτισμό, εκεί που καλλιεργούνται οι καλές τέχνες, αν και τώρα τελευταία, οι ογκώδεις κατασκευές που φιλοξενούν ιδίως μουσικές εκδηλώσεις ονομάζονται και Μέγαρα, αλλά δεν τα προτιμούν. . . όλες, όπως ακούγεται η διαμαρτυρία κάποιας που λέει «ασματοδώντας» ότι δεν πάει Μέγαρο και μένει με τον παίδαρο. .  . .!!! (και να ήταν και κανένα Τεφαρίκι που έλεγε ο μακαρίτης ο Σταυρίδης. .  ., τέλος πάντων να μην κολαστούμε συνεχίζουμε την περί «οτζακίου» πραγματείαν).     
-Βέβαια τα τζάκια που γνωρίζουμε δεν παρουσιάζουν πολλά  προβλήματα όπως στην αρχαιότητα. Υπάρχουν τα παράθυρα σήμερα που μόλις «μπρουμτίσει»(1) ο αέρας τον καπνό και γεμίσει το σπίτι τα ανοίγεις,  ανοίγεις και τις πόρτες και το πρόβλημα λύνεται. Αλλά όταν πάει κάτι στραβά από πλευράς ελαττωματικής κατασκευής  του τζακιού και ιδίως της καμινάδας οπότε ο περισσότερος καπνός αντί να βγαίνει έξω μένει μέσα, τότε πρέπει κάποιος ειδικός ν’ ανεβεί στα κεραμίδια και να διορθώσει τα στραβά.
-Η επέμβαση αυτή όμως η οποία  φαίνεται  απλή, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες, όχι τόσο στο τεχνικό της μέρος, όσο στο να βρεις τον κατάλληλο μάστορα που για ένα τέτοιο «μερεμέτι» κανένας δεν είναι πρόθυμος να  αναλάβει, γιατί οι. .  πτυχιούχοι μαστόροι, δεν καταδέχονται τα μερεμέτια.
-Πού να τρέχω σου λέει ο άλλος να ανεβαίνω στη στέγη για ν’ αλλάξω δυο κεραμίδια ή για να στερεώσω το καπέλο στην άκρη της καμινάδας, και πόσα να γυρέψω λέει από μέσα του , και φωναχτά δικαιολογείται, «βρείτε κανέναν άλλον, έχω δουλειές τώρα δεν έχω και τόσο μεγάλη σκάλα. . ». Με την ίδια περίπου  δικαιολογία  όλοι οι κανονικοί μαστόροι ξεφεύγουν από κάτι τέτοια κι’ εκεί είναι που σε κάθε χωριό δημιουργείται μια θέση για κάποιον ο οποίος αναλαμβάνει όλα αυτά τα μερεμέτια με το αζημίωτο φυσικά και χωρίς πολλές τεχνικές γνώσεις, με τις ίδιες γνώσεις ίσως που έχει και ο νοικοκύρης ο οποίος  τον φωνάζει να  διορθώσει  τα στραβά και να αποκαταστήσει τις ζημιές  στους σοβάδες και στα κεραμίδια, στα τζάκια και όπου αλλού χρειάζεται. Συνήθως όμως οι ίδιοι οι νοικοκυραίοι σπάνια αναλαμβάνουν μόνοι τους  να κάνουν τα μερεμέτια, γιατί είναι απασχολημένοι και δεν ευκαιρούν, «δεν αδειάζουν»(2), ή το παίζουν αφεντικά, ποιος ξέρει. . ..
-Και εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε και όλους εκείνους που από βαρεμάρα ή αδεξιότητα δεν μπορούν  «ούτε ένα καρφί να βάλουν στον τοίχο», οπότε, νάτος ο αυτοσχέδιος μάστορας που σιγά σιγά γίνεται γνωστός και καταλήγει να είναι απαραίτητος σε κάθε χωριό. Εξασφαλίζει έτσι  κάποιο  μεροκάματο, κάποιο έξτρα  παραδάκι τέλος πάντων, διαθέτοντας μόνο μερικά εργαλεία, το απαραίτητο μυστρί και το σκεπάρνι, κανένα χειροπρίονο, τενεκέ για το χαρμάνι, και δυο τρείς σκάλες, μεγάλες και μικρές, δηλαδή διαθέτει έναν υποτυπώδη εξοπλισμό, ο οποίος του επιτρέπει να καταπιάνεται με τις διάφορες επισκευές στα σπίτια, μικρές και μεγαλύτερες.
-Βέβαια όταν  η  δουλειά είναι να γίνει χαμηλά στο σπίτι ή στο εσωτερικό του, είναι εύκολη. Με μια μικρή σκάλα όλα γίνονται. Όταν όμως η επισκευή πρέπει να γίνει στη σκεπή, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν. Είναι απαραίτητη μια μεγάλη σκάλα την οποία διαθέτει μόνο ο ειδικός, ο μάστορας που λέγαμε παραπάνω, που παλιά την  έφκιαχνε μόνος του με μεγάλα μονοκόμματα ξύλα φερμένα απ’ το βουνό. Παρόλο που η σκάλα κατασκευάζονταν από λεπτά ίσια ξύλα, συνήθως από μηλιάδι,(3) είχε μήκος περίπου δέκα μέτρα και ήταν βαριά, ασήκωτη. Έτσι,  χρειαζόταν δυο και τρία άτομα για να μεταφερθεί στον τόπο της επισκευής και    μάλιστα να σηκωθεί και να ακουμπήσει στη «γριπίδα»(4) της σκεπής.
-Φτάνει νομίζω η εισαγωγή και κάτι τέτοιες επισκευές, ιδίως στις καμινάδες και το «ξανασύρσιμο» των κεραμιδιών το έζησα από κοντά, μια και μοναδικός     μάστορας στο χωριό για παρόμοια μερεμέτια είχε καθιερωθεί ο μπάρμπας μου ο Τάσιος.
-Θεός σχωρέστον πανέξυπνος άνθρωπος και πολυτεχνίτης, ασχολήθηκε με πολλά, από μπόλιασμα δέντρων που «δεν αλάθιψι(5) καμιάφουρα», με σοβάδες, με το «ξανασύρσιμο» των κεραμιδιών, με τζάκια και καμινάδες, με  υδραυλικά μόνο δεν ασχολήθηκε γιατί το  αντικείμενο εμφανίστηκε πολύ αργά, όταν το νερό μπήκε μέσα στα σπίτια. Άλλοι νεότεροι κονόμησαν από τέτοια μαστορέματα, με ή χωρίς πτυχίο αυτοί, αλλά σκέτη αρμύρα στις τιμές, άλλη ιστορία αυτή, εδώ μας ενδιαφέρει το μερεμέτι στο τζάκι και ειδικά στην καμινάδα, αυτό το μέρος του τζακιού που εξέχει πάνω από τη στέγη.
-Και τέλος πάντων καιρός να κόψουμε το χούι και να μην ξεφύγουμε πάλι, όταν ο νοικοκύρης είχε πρόβλημα με την καμινάδα, ειδοποιούσε στο καφενείο το μπάρμπα μου πότε «αδειάζει» να κάνουν μερικές δουλειές στο σπίτι. Η διερευνητική συζήτηση   συνοδεύονταν από τα σχετικά τσίπουρα, που δευτέρωναν και τρίτωναν μέχρι να  καταλήξουν στη συμφωνία για το πότε και κυρίως για να  καταρτιστεί ο προϋπολογισμός, πόσα υλικά και ποια έπρεπε να ετοιμάσει ο νοικοκύρης, τι άλλο θα χρειαστεί και κυρίως να οριστεί η μέρα και ώρα που θα μεταφερθεί η «ασκάλα» στο μέρος που θα γινόταν η επέμβαση.
-Μεγάλη και βαριά είπαμε η σκάλα, μεταφέρονταν με τα χέρια στο σπίτι, και δεμένη με δυο σκοινιά, που το ένα το κρατούσε κάποιος από παράθυρο ή μπαλκόνι και το άλλο το κρατούσαν από  την αντίθετη πλευρά  αλλά πολλές φορές και μόνο με τα χέρια, τη σήκωναν και την ακουμπούσαν στη στέγη, έτοιμη για το ανέβασμα του μάστορα. Έτσι, την ορισμένη μέρα κατέφθανε πρωί πρωί με τα εργαλεία και το ανάλογο ύφος, και, «άdι μαρή φκιάσι κανέναν γκαφέ να δγιούμι τι θα κάνουμι, πώς θα του βουλιέψουμι», έβγαινε και ο νοικοκύρης έτοιμος να βοηθήσει, δίπλα τα υλικά έτοιμα ασβέστης αμμούδα και μερικά κεραμίδια.
-Ανέβαινε ο μάστορας στη σκεπή φαρδοπατώντας  να μη σπάσει κανένα κεραμίδι, ή να σπάσει όσο γίνεται λιγότερα και  άλλο κόλπο αυτό, όσα έσπαζε δεν τα πετούσε κάτω, για να μη φανεί  το φρέσκο σπάσιμο, αλλά τα στρίμωχνε δίπλα στην καμινάδα για άλλη φορά .  . .! 
-Γυρόφερνε  λοιπόν ο μάστορας την καμινάδα και υπολόγιζε  τί θα χρειαζόταν.  Συνήθως  η βλάβη προέρχονταν από τα κεραμίδια που κάλυπταν όρθια το στόμιο, τρία συνήθως ή τέσσερα, τα οποία ενώνονταν στην κορυφή, και όπως ήταν εκτεθειμένα στον αέρα έπεφταν εύκολα και κάθε τόσο έπρεπε κάποιος να τα ξαναβάλει στη θέση τους, ή αν έσπασαν να τοποθετήσει καινούργια.
-Μετά την πρώτη γνωμάτευση και αφού έριχνε και εξεταστικές ματιές στα διπλανά σπίτια για να εντοπίσει τυχόν προβλήματα στις στέγες και να βγει και δεύτερη δουλειά, ο μπάρμπας μου  κατέβαινε  και με το ανάλογο ύφος ενημέρωνε το νοικοκύρη για την κατάσταση.
-Είνι σπαζ(ι)μένα  όλα, ραϊσμένου κι τ’ ατζάκ’, δεν έβαζαν λίγουν ασβέστ’ οι παλνιοί, σκέτου χώμα είνι του dουβάρ’ κι να δγιούμι πώς θα του βουλιέψουμι, θέλ’ κι κιραμίδια  λιανά, είχα καbόσα στου σπίτ’, καρτέρα(6) να πάου να ψάξου,  ούτι θμούμι πού τάβανα. . .
-Έφευγε ο μάστορας και ξαναγύριζε με τα κεραμίδια. Ξαναγύριζε την ώρα που υπολόγιζε ότι όπου νάναι εξαντλείται η υπομονή του νοικοκύρη να περιμένει και άφηνε τα κεραμίδια κάτω λέγοντας,
-Τί να σι πω, έφαγα του dόπου ιφτυχώς τάβρα η δλειά θα γιέν’.. .
-Ξεφυσούσε ο  νοικοκύρης, σου λέει άντε η δουλειά προχωράει, κρύβοντας με το ζόρι τη φούρκα του. 
-Τάσιου ιγώ θα φύγου αύριου για «μέσα» κανόνσι φκιάστου. Άφκα(7) παράδις σ’ν Αργυρή να σι πληρώσ’ , πε πόσου θέλ’ς. . ..
 -Καλά μουρέ θα δγιώ ιγώ  κι θα d’ bω, ιδώ είμιστι σάματι είμιστι ξιέν’ ; Βάλι μαρή κανε τσίπουρου να πχιούμι, άdι ταχιά  τα λιέμι. . . 
Ο  μπάρμπας μου  μετά από το τσίπουρο έφευγε, ταχιά πάλι σου λέει, αύριο αλλά αυτό το αύριο, έτσι αόριστα, χωρίς τον καθορισμό συγκεκριμένης ώρας και τί τη  θέλεις την ορισμένη ώρα, όλο το χωριό ξυπνούσε νωρίς και τα παιδιά  άκουγαν την καμπάνα και ξεκινούσαν για το σχολείο, είχε δικιά του καμπάνα το σχολείο κρεμασμένη σε μια ακακία. Τότε ελάχιστα σπίτια  είχαν ρολόι και στο χωριό, λίγοι είχαν ρολόι της τσέπης. Μόνο στην εκκλησία υπήρχε ένα  μεγάλο ρολόι με ξύλινη κάσσα, στέκονταν όρθιο εκεί δίπλα στο αριστερό ψαλτήρι, που κάθε τόσο το κούρντιζε ο παπάς μ’ ένα κούφιο κλειδί ανοίγοντας το καπάκι.  
Έρχονταν λοιπόν και το αύριο και ο μπάρμπας πρωί πρωί  νάτος, ήξερε η νοικοκυρά, έτοιμος ο καφές, έφκιανε τη λάσπη, ανέβαζε τα κεραμίδια και τα εργαλεία και άρχιζε η επισκευή. 
Όση ώρα κρατούσε η επισκευή, από κει ψηλά ο μάστορας έριχνε ματιές στο δρόμο και χαιρετούσε τους περαστικούς που  τον έβλεπαν χαμογελώντας με σημασία, σου λέει ο Τάσιος  το βρήκε το μεροκάματο και ά σιγά σιγά, έμπαιναν τα κεραμίδια στην τρύπα της καπνοδόχου, τρία και με  κενό ανάμεσα να βγαίνει ο καπνός.
Η επισκευή μπορεί να κρατούσε μόνο λίγη ώρα, αλλά έπρεπε να φανεί ότι κράτησε πολύ, για να δικαιολογηθεί και η κάποια αμοιβή. Γι’ αυτό ο μπάρμπας το πήγαινε από σιγά σιγά που λέμε. Έβαζε και ξανάβαζε τις τρείς όρθιες κεραμίδες και  έκλεινε με σοβά τις τρύπες στην όρθια καμινάδα. Έτσι όταν πια έκρινε ότι δε χωρούσε άλλη καθυστέρηση, κοντά στο μεσημέρι, κατέβαινε και  φώναζε από κάτω απ’ την αυλή, απευθυνόμενος στη νοικοκυρά.
-Βάλι μαρή στ’ ατζιάκ’ λίγου χουρτάρ’ κι βρέξτου κι λίγου κι’ άμα ανιβώ θα σι φουνάξου να τ’   ανάψ’ να δγιούμι τι έκανάμι, τ’ απέτχα, ή θα του ξαναχαλνούμι, κι πότι θα στιγνώσ’, τρανός bιλιάς. . .»
-Άκουγε η νοικοκυρά σι λιέει δυσκουλιέβιτι η μάστουρας κι ποιος ξιέρ’ κι πόσα θα γυρέψ’ , μό να τιλειώνουμι να ξιμπλιέξουμι, κι. . . .
-Ξανανέβαινε ο μπάρμπας και μέσα από την τρύπα της καμινάδας φώναζε, δυνατά.
-Τόβαλις του χουρτάρ’ μαρηήηη; . . .
-Τόβαλα Τάσιου τόβαλα . . . 
-Άναψιέ του μαρή να δγιούμι. . .θα τραβήξ’. . .;.
-Και μόλις φαίνοταν ο καπνός που ανέβαινε πηχτός    και . . .άνετος, έπιανε ο μπάρμπας καναδυό κεραμίδια απ’ αυτά που περίσσεψαν και τάβαζε στα πλαϊνά ανοίγματα, έβαζε και την τραγιάσκα από πάνω. Έτσι,  εγκλωβισμένος  ο καπνός και μπουκωμένος μη έχοντας που να πάει, από πού να βγει, πίσσα μαύρος, ξαναγύριζε πίσω τον κατήφορο και πλημμύριζε το σπίτι. 
-Απελπισμένη η νοικοκυρά έβγαινε στο μπαλκόνι κι’ από πάνω ο μπάρμπας ρωτούσε δυνατά για ‘ ακουστεί.
Καπνίζ’ μαρήηηηη. . .;;Κι’ απαντούσε από κάτω η θειά με λόγια που μόλις ακούγονταν απ’ το βήχα.
-Καπνίζ’  Τάσιου μου καπνίζ’ , Ίιιιιι  καμάδα μ’(8) τι έπαθάμι. . . .
Χαμογελαστός ο μάστορας με νόημα και κουνώντας το κεφάλι δεξιά αριστερά ξεστούμπωνε(9)  την καμινάδα και φώναζε πάλι από πάνω. 
-Άναψιέ του πάλι μαρή . . . για να δγιούμι. . .
-Άρχινούσε  τώρα ο καπνός να βγαίνει κανονικά, τώρα τ’ ατζιάκ’ τραβούσι. . .  ---Από απέναντι, από κάτω,  ο μπάρμπα Στέργιος ο Καραντώνας ο μπακάλης της γειτονιάς, έβλεπε και παρακολουθούσε τη διαδικασία χαμογελώντας,  ήξερε και ρωτούσε με νόημα
-Τι γιένκι ρε Τάσιου, τραβάει τ΄ατζιάκ. . ; 
-Τραβάει λιέει; Άμα θέλ’ ας μη dραβήξ’. .  .
 Χαλαρωμένη η νοικοκυρά με ανοιχτά τα παραθύρια να φύγει ο καπνός, από μονάχη της τώρα και χωρίς να πάρει παραγγελία, έτοιμο το τσίπουρο, στην αυλή πάντα, και όρθιο, το τσίπουρο στα όρθια «πααίν’ παdού». 
-Άdι  αξαδέρφ’  μι παίδιψι μα του κατάφιρα. . .
Κανόνιζαν την πληρωμή τα «λιανώματα» όπως τάλεγε ο μπάρμπας μου κι’ έφευγε περιμένοντας τον επόμενο πελάτη. Ήξερε, σού λέει όσα σπίτια στο χωριό τόσα ατζιάκια, δεν μπορεί όλο και κάποια κεραμίδα θα πέσει απ’ τον αέρα ή θα σπάσει απ’ τον πάγο και το χιόνι. Γιροί νάμιστι να μαστουρεύουμι, μια χώρα πιδιά στου σπίτ’, θέλν’ να φαν, να φουρέσ’ν κι να πουδηθούν, αχώρια του τιφτέρ, στου Στέργιου. . . .
 Αυτά λοιπόν και πάλι  χαιρετίσματα  σε όλους.
                      Βαγγέλης Μαυροδής.
Απαραίτητη  όμως και λίγη γραμματική, παρά την έκταση της περί καμινάδας πραγματείας, κι’ άμα δε σας βολεύει διαβάστε το σε συνέχειες, δε θα χαθεί το . . νόημα, εδώ οι μπαρμπάδες δεν έχασαν τη συνέχεια του «Τσακιτζή» που τον δημοσίευε ο «Ελληνικός Βορράς» επί δεκαπέντε και παραπάνω χρόνια. . .!!
Κι’ όποιος το ξαναδιάβασε αλλού, άμα δεν έχει τι άλλο να κάνει ας το ξαναδιαβάσει, θα το μάθει καλύτερα, μόνο γκρίνιες δε χρειάζονται, τόστειλα κι’ αλλού, αλλά το διάβασαν και το βρήκαν λέει πολύ . . . μεγάλο και το «ζήφσαν»(10) τι να κάνουμε, πολλοί, ακόμα και εντός των . . . συνόρων, μπορεί να τα βλέπουν αλλιώς. 
Και ν’ αρχίσουμε από τα αδιαβάθμητα, τα αναρίθμητα.

-Έχουμε και λέμε λοιπόν και αυτό το «μέσα» που λέει ο νοικοκύρης παραπάνω, είχε δυο σημασίες. Σήμαινε τη Θεσσαλονίκη αλλά και το Άγιο Όρος. Όταν περίμενε κάποιος το λεωφορείο καλοντυμένος το πρωί και έλεγε ότι πηγαίνει για «μέσα», εννοούσε για Θεσσαλονίκη γιατί το λεωφορείο για το άλλο «μέσα» για το Άγιο Όρος δηλαδή, ερχόμενο από τη Θεσσαλονίκη, περνούσε αργότερα, αλλά η κατεύθυνση του ταξιδιώτη φαίνονταν και από τα μπαγάζια που κουβαλούσε μαζί του. Όσοι πήγαιναν για δουλειά στ’ Αγιόρους πάντα έσερναν τρουβάδες και δισάκια και ότι άλλο χρειάζονταν για τη δουλειά τους που δεν τόβρισκαν εκεί και τα τσεκούρια τυλιγμένα με τσιουβάλια αλλιώς δεν τάπαιρνε το λεωφορείο. Όσοι πήγαιναν σ’ αυτό το «μέσα», έφευγαν ξουρισμένοι και όταν γύριζαν για το πανηγύρι ή στις γιορτές, ήταν αγνώριστοι σαν δόκιμοι καλόγηροι. .
-Πάντως αυτό το « μέσα» σηκώνει ένα ολόκληρο κατεβατό, αλλά τ ’αφήνουμε για  άλλη φορά, όπως και πολλά άλλα που αναφέρθηκαν. Στο κείμενο μπήκαν πολλοί ιδιωματισμοί και ποιόν να πρωτοαναφέρουμε, βρήτε και κάτι μόνοι σας, ψάξτε, ρωτήστε. . . . 
-Αυτό το «καμάδα μου», σημαίνει συμφορά που μου ήρθε, και για να τα αναλύσουμε όλα θα πρέπει να γράψουμε πάρα πολλά.
-Παραπάνω φάνηκε και το ρήμα «αδειάζω» που σημαίνει ευκαιρώ και ανάμεσα, φάνηκε και ο αόριστος του ρήματος «αφήνω» εκείνο το «άφκα», ήτοι αφήνω, παρατατικός άφνα, μέλλων θ’ αφήκου,  αόριστος άφκα,  και προστακτική μέσης φωνής, αφκήτι μι και αφσήτι μι (αφήστε με), αφκήτι μας αλλά και αφσήτι μας (αφήστε μας), προστακτική της ενεργητικής  άφκι του, αλλά και άστου (άφησέ το) και αφκήτι του (αφήστε το), όμως το ρήμα σύνθετο με την πρόθεση  α π ό  παίρνει άλλη σημασία, αυτό το  α π α φ ή ν ω   σημαίνει ότι κάποιος αφήνει  μια εντολή να εκτελεσθεί μετά το θάνατό του κλπ κλπ, πρόκειται δηλαδή κατά κάποιο τρόπο για μια άτυπη προφορική διαθήκη κι’ αλάργα απ΄τι μας αυτά.  . .
-Έχουμε όμως και το ρήμα «πουδένουμι» που σημαίνει αγοράζω, βάζω παπούτσια – παπουτσώνομαι- και προέρχεται από τη λέξη υπόδημα.
-Αξίζει όμως εδώ, να σταθούμε κάπως περισσότερο στο εύχρηστο ρήμα  «ορώ» που στη βορείως και Ανατολικά του  Χολομώντα  περιοχή της Χαλκιδικής,το λέμε «γλιέπου» αλλά και «χτάζου», ανάλογα με το πού βρίσκεται το αντικείμενο και πολλές φορές ανάλογα με την ιδιαίτερη σημασία αυτού καθαυτού του ρήματος. Λέμε για παράδειγμα  «άμα μι χτάξ’ στα γιράματα θα σι γράψου του σπίτ’»,  ή  «τούν  κύτταξι κι  τ’ς τάκανι όλα απάνου τ’ς», έγραψε όλη την περιουσία του δηλαδή στο όνομά της. Στο χωριό, ρωτούμε πολλές φορές και λέμε, «τι ρε χτάϊζ;»  Τουτέστιν γιατί με παρατηράς και στην Αρναία αυτό το κάνουν μονοσύλλαβο και λένε τι ρε χτάζ; Κι έχουμε και λέμε , οι χρόνοι του ρήματος ορώ, ήτοι βλέπω, συναντιούνται σε μας, γλιέπου και χτάζου, παρατατικός έγλιπα και έχταζα, αλλά και μεταγενέστερα κοίταζα, -η εξέλιξη βλέπεις. . . !!!- μέλλων θα δγιώ και θα (σι) χτάξου-αυτός ο τύπος του μέλλοντος μόνο με την έννοια του θα σε γηροκομήσω- ο αόριστος  κανονικός αυτός!, είδα , προστακτικές δγιέ, δγείτι, και είναι στερεότυπη η παραίνεση από τις γριές προς τις ανύπαντρες, «δγείτι να τ’λίξτι κανέναν μι παράδις», ή ακούς να λεν, δγιέτου δγιέτου κουτζιάμ παλκαρούδ’ γίνκι κλπ, και όταν κάποιος βλέπει, αλλά το κάνει με ανοιχτό το στόμα, εκεί χρησιμοποιείται το  ρήμα χάσκω με επιτιμητική σημασία κι’ ακούς να λένε τι ρε ή τι μαρή χάσκ’ς; ά τράβα σιαπέρα. . .Πάντως η μοναδική περίπτωση  κατά την οποία χρησιμοποιείται το ρήμα με τον τύπο «κοιτάζω» είναι εκείνη που οργισμένος  κάποιος με μια  πράξη ή ενέργεια  που τον θίγει, απευθύνεται στον ενοχλητικό λέγοντας, «ά σιαπέρα που κει ρε. . . ά  κ ο ί τ α ζ ι  τη δλειά σ’. . .»   
-Και μ’ αυτά τα ολίγα εδώ τιλείουσάμι και  χαρά στην υπομονή σας, αλλά νομίζω ότι  αδικούνται οι ιδιωματισμοί με το να γίνονται ουρά σε ένα κείμενο. Θεωρώ οτι τους αξίζει ένα ιδιαίτερο γραπτό για να τους θυμηθούν όσοι τους ξέχασαν, να δικαιωθούν όσοι τους χρησιμοποιούν ακόμα στην ομιλία τους αλλά και να  τους γνωρίσουν αν θέλουν οι νέοι που δίκαια  όταν τους ακούν τους θεωρούν ξένη γλώσσα. Θα πρέπει λοιπόν όσον ούπω -ωραία αρχαιοελληνικούρα έ;- να αρχίσουμε την παρουσίαση των ιδιωματισμών και γαία πυρί μειχθήτω. Και ποιος ξέρει, ίσως καταδεχτεί να πάρει μέρος στη συζήτηση και κανένας φιλόλογος για να μας βοηθήσει στα δύσκολα, οπότε το πράγμα  σίγουρα θα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον, αλλά  από τώρα  θέτω το ερώτημα, ποιο είναι σωστότερο ηχητικά τουλάχιστον, πιο είναι το σωστό, το «κοίταζα» ή το κατ’ εμέ βαρβαρικό «κοίταγα»; Να το πρώτο ερώτημα.  . . και αν πούμε να διεισδύσουμε βαθύτερα στη γλώσσα και στην προέλευση και εξέλιξη των ιδιωματισμών της, σίγουρα θα χρειαστούμε τη  βοήθεια των φιλολόγων και μάλιστα εκείνων της Κλασικής για να στηρίξουν τις απόψεις μας με τις . . . υποδείξεις τους και, ελπίζουμε να μας καταδεχτεί κάποιος, καθώς και ο   πολύς κύριος Μπαμπινιώτης, . . κι’ αν δεν το κάνει, ο ίδιος θα. . .  .χάσει. . . !!!
Και όσο  για κείνο το «ζήφσαν» που φάνηκε στην αρχή, πρόκειται για το τρίτο πληθυντικό πρόσωπο του αορίστου, του . . .γνωστού ρήματος «Ζβώ», παρατατικός «Ζβούσα», αόριστος «Ζήφσα» και προστακτική ενεστώτος «Ζήβα» , ζήβα το τουτέστιν ζβήστο.  Η συμπλήρωση ήταν απαραίτητη για να μη μείνει καμιά . . .απορία, αλλά όποιος έχει απορίες, η διεύθυνσή μου είναι γνωστή και θα χαρώ πάρα πολύ, να δω παρατηρήσεις και σχόλια επώνυμα και όχι με κείνο  το συνηθισμένο «ανώνυμος».   
 Vagelis_mavrodis@yahoo.gr   24/03/09                                                                





                                                                                                                                                                    
                                                                                

Δεν υπάρχουν σχόλια: