Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Οι Μπαχάμες.


Μάης, Κυριακή λίγο πριν από το μεσημέρι και το εστιατόριο εκεί στην πλατεία της Αρναίας με τα λίγα τραπέζια κάτω από τις ακακίες χωρίς κίνηση λόγω της ώρας, τα δυο τρία φαγητά σχεδόν έτοιμα στις κατσαρόλες και στο ταψί και το αφεντικό, ο Κυρ Γιάννης με την άσπρη πεντακάθαρη ποδιά με τη ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ανοιχτή , απολαμβάνει το δεύτερο  καφέ του,
έχοντας συγχρόνως το νου του στο μαγαζί μέσα, αν και ο υιός  κάθεται κι’ αυτός σε μια καρέκλα παραδίπλα, αλλά από το αφηρημένο ύφος και το απλανές του βλέμματος, καταλαβαίνει κανείς ότι το μυαλό του μόνο στο μαγαζί δεν είναι. Και βέβαια θα ήταν άτοπο που λένε οι γνωρίζοντες, ένας νέος στην τελευταία ή μάλλον στην προτελευταία τάξη τού Γυμνασίου κάποιο πρωινό και μάλιστα πρωινό Μαγιάτικο, να έχει στο νου του τα ταψιά και τις κατσαρόλες του μαγειρείου που διατηρεί ο πατήρ, ενώ προ ολίγης ώρας  μπροστά του στην πλατεία, από το εκδρομικό λεωφορείο που μόλις έφθασε από τη Θεσσαλονίκη, κατέβηκε και εμφανίστηκε  στην πλατεία μια παρέα ζωηρών και όμορφων κοριτσιών και μερικά μπήκαν στο μαγαζί τους  σκορπίζοντας δροσιά και ξυπνώντας λαγοκοιμώμενες εφηβικές ανησυχίες στον υιόν που έτρεξε να τις εξυπηρετήσει και να ρωτήσει από πού και πώς, στρώνοντας συγχρόνως με σημασία την μικρού μήκους «μπόλκα» στα μαλλιά, και μάλλον την ώρα της ανάγνωσης της εφημερίδας από τον πατέρα, η φαντασία του υιού Τάκη, σίγουρα συνόδευε το αναχωρήσαν προ ολίγου λεωφορείο που απομακρύνθηκε μαζί με τις καλλίγραμμες και θορυβώδεις Θεσσαλονικιές μαθήτριες. Έτσι, την ώρα που ο υιός βρισκόταν σε κατάσταση ονειρικής ευδαιμονίας, παραδίπλα στην παχιά σκιά της ακακίας, ο πατήρ ενημερώνονταν για τα συμβάντα στην υφήλιο όταν την προσοχή του τράβηξε κάποιο γεγονός που περιγράφονταν, γεγονός που συνέβη λέει στις Μπαχάνες. Βέβαια η εφημερίδα έγραφε το σωστό όνομα της χώρας, τόγραφε Μπαχάμες, αλλά ο κυρ Γιάννης έτσι το διάβασε και ποια σημασία θα είχε άλλωστε αν το διάβαζε σωστά, φαίνεται ότι εντυπωσιάστηκε από την περιγραφή των γεγονότων και θέλησε  να πληροφορηθεί κατά πού βρίσκεται αυτή η εξωτική χώρα, όχι ότι είχε σκοπό να. . .  πάει κατά κει, αλλά να, έτσι από περιέργεια. Αμέσως σκέφτηκε το γιο δίπλα του, σου λέει κάτι θα έμαθε δεν μπορεί, Γεωγραφία κάνουν στο Γυμνάσιο θα το ξέρει αυτό, αλίμονο τώρα. . . , κράτησε ανοιχτή την εφημερίδα και γυρνώντας προς  το μέρος του, ρώτησε κοιτώντας πάνω από τα γυαλιά, ρώτησε το βλαστό που μάλλον λαγοκοιμόταν  «Α ρε Τάκη, έ Τάκη. . .»
« Έ  μωρέ…. Τι θέλ’ ς;»
«Κατά σιαπού ρε πέφν αυτές οι Μπαχάνις;»
Ξαφνική η ερώτηση, απρόσμενη, αλλά και το φιλότιμο δεν επιτρέπει να την αφήσουμε αναπάντητη, συνήλθε ο υιός, και όπως ανασηκώθηκε από την καρέκλα, με ύφος που απέκλειε κάθε αμφιβολία και με βεβαιότητα. . . καταξιωμένου. . . .Γεωγράφου, σήκωσε το χέρι και έδειξε προς τη μεριά του Άη Λιά λέγοντας.
-Οι Μπαχάνις;  Ά μωρέ. . . κατά σιακεί σιαπέρα. . .Τί σι νιάζ’; . .  .                                                          
Αυτά λοιπόν τα ωραία και, εδώ πρέπει να γίνει μια διευκρίνιση για τα γραφόμενα, όσα κάθε φορά αναφέρονται σε πρόσωπα και γεγονότα που κάποιοι, λίγοι ή πολλοί, γνώρισαν αυτά τα πρόσωπα ή πρωταγωνίστησαν στα γεγονότα και έζησαν τις καταστάσεις. Στις μικροκοινωνίες που μεγαλώσαμε  εκτός από τους ανθρώπους του συγγενικού περιβάλλοντος και μερικούς από τους δασκάλους  που μας  « δίδαξαν», ουσιαστικό ρόλο στον προσανατολισμό μας, έπαιξαν και άλλοι άνθρωποι οι οποίοι με την ηπιότητα της συμπεριφοράς τους, την όλη παρουσία και τον τρόπο τους συνέβαλαν σ’ αυτή τη «διδαχή» όχι με την έννοια  της  επ’ αμοιβή επαγγελματικής τους ειδικότητας, αλλά της  καταξίωσής τους γενικά στο μικρό και περιορισμένο από τόσες απαγορεύσεις  κοινωνικό χώρο της μικρής κωμόπολης. Ήταν μερικοί άνθρωποι ιδίως γύρω στην κεντρική πλατεία, που μας καταλάβαιναν χωρίς να έχουν κάποιο ιδιαίτερο λόγο αλλά μόνο από  καλοσύνη, ήταν λίγοι αυτοί οι άνθρωποι που μας συγκινούν ακόμα και που αν ζούσαν και σήμερα, όπως και τότε, θα επέμεναν ότι δεν ήταν σωστές και δε μας ωφέλησαν οι γελοίες απαγορεύσεις και τα μέτρα που εφάρμοζε η πολιτεία για τη σωστή συμπεριφορά μας, από το κούρεμα, μέχρι την απαγόρευση της κυκλοφορίας, την ιδιαίτερη στολή του σχολείου με τα διακριτικά, ποδιά και καπέλο και την υποχρεωτική παρακολούθηση εξωσχολικών ψυχοσωτήριων  δραστηριοτήτων, από τις οποίες ψυχοσωστικές δραστηριότητες άλλοι είχαν οικονομικό όφελος, και σε μας δημιουργούσαν ένα εγκεφαλικό ανακάτωμα με τις διαρκείς αμφιβολίες για το αν πρέπει να πιστέψουμε τα συμπεράσματα της βιολογίας που μας δίδασκαν, ή να μείνουμε στις απόψεις των αμειβομένων κατηχητών, μύλος η υπόθεση και όλα αυτά να τα ακούς και να τα υφίστασαι στην εφηβεία, σε ηλικία στην οποία οι σημερινοί συνομήλικοί μας οδηγούν αυτοκίνητο και ψηφίζουν. Εκείνοι οι άνθρωποι που δε συμφωνούσαν με τους περιορισμούς που μας επέβαλλαν,   ήταν οι σιωπηροί συμπαραστάτες μας, εκείνοι που έβλεπαν και λίγο παραπέρα από το «πρέπον» το οποίο δυστυχώς άλλοι  καθόριζαν, ακόμα και γι’ αυτούς τους ίδιους. . .  Ε λοιπόν, αυτοί οι άνθρωποι της πλατείας, ο Κυρ Γιάννης, ο Κυρ Χρήστος απέναντι, ο Κυρ Νίκος με το παντοπωλείο, ο Ιταλός και ο κυρ Θωμάς, η θειά η Σοφία παραπάνω ο Βύρων με την κινούμενη πραμάτεια του  και αρκετοί άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι, ποτέ δε μας κακομίλησαν ποτέ δε μας αποπήραν μόνο και μόνο επειδή ήμασταν ξένοι, «απ’ αλλού», και στην πρώτη τάξη του Γυμνασίου, δε θα ξεχάσω  τα αρνητικά σχόλια από κάποιον άγνωστο  μέσα στο παντοπωλείο του Κυρ Νίκου εκεί στο πάνω μέρος της πλατείας, όταν στην απάντηση μου από πού είμαι, το σχόλιο  και η παρότρυνσή του ήταν για «δλειά» και όχι για γράμματα. Ε λοιπόν ούτε αυτό, ούτε κάτι παρόμοιο ακούσαμε ποτέ από κανέναν από όσους με συγκίνηση θυμόμαστε κι’ όλα τα παραπάνω ας είναι ένα καθυστερημένο «ευχαριστώ», ένα μνημόσυνο για όλους όσοι με την καλοσύνη τους  βοήθησαν στο ξεκίνημα της δικής μας ζωής, για όσους μας παραστάθηκαν με τον τρόπο τους, με έναν καλό λόγο.
 Με σεβασμό και αγάπη για όλους εκείνους, επώνυμους και ανώνυμους.               
                            
2008   Βαγγέλης Μαυροδής.


   
                    

Δεν υπάρχουν σχόλια: