Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Απεργία

Καλημέρα σε όλους. Σε όσους μάς διαβάζουν και ευχαριστιούνται, σε όσους μάς βαριούνται, αλλά και σε όποιους άλλους  στάθηκαν . . . τυχεροί που μας ανακάλυψαν. . .(!! ) όψιμα . .  Η Καλημέρα λοιπόν,  σε όλους τους υπομονετικούς, και μάλλον κάπως περίεργους αναγνώστες, που διαβάζουν και παρακολουθούν γεγονότα και αναφορές σε εποχές που έχουν παρέλθει, αλλά αφού όσο «περνάει» η ηλικία, η μνήμη όλο προς τα  πίσω πηγαίνει, κι’ αυτό ισχύει ανά τους αιώνες, και μη βλέπετε που δεν  κατέγραφαν το φαινόμενο τότε, στα παλιά τα χρόνια.  Ήταν που ακόμα ...
δεν είχε «χαρτογραφηθεί» ο εγκέφαλός μας, ο οποίος λέει διαθέτει καμιά  διακοσιαριά  δισεκατομμύρια «συνάψεις», ναι έτσι λένε τις μπρίζες, τους διακόπτες τα πολύκλωνα καλώδια  και τα κουμπιά του, που μπορούν να δέχονται, να επεξεργάζονται και να μεταδίδουν πληροφορίες από το ένα κέντρο του εγκεφάλου στο απέναντι, την ώρα που κάποια άλλα «κέντρα» μένουν . . . αραχτά σε επιφυλακή χωρίς να  κάνουν κάτι, ενώ κάποια άλλα  τέτοια κέντρα παραπέρα και παραπίσω στο κρανίο μας ,προσπαθούν να ανιχνεύσουν την ακαθορίστου προελεύσεως μυρουδιά που γέμισε το ασανσέρ μόλις μπήκε  ο μπάρμπας με το καλάθι. . . .και χωρίς να μπορούν να εντοπίσουν από πού βγαίνει αυτή η μυρωδιά, από το καλάθι ή από το..  . . μπενεβρέκι. . .  Όμως, αυτά τα πισωγυρίσματα της μνήμης δεν είναι τίποτα άλλο, από  τη μεταφορά των γεγονότων του παρελθόντος στο παρόν, για  να συνεχίσουμε σαν να μη συνέβη τίποτα, σαν να μην πέρασε μια μέρα, όμως πέρασαν πολλές και θα περάσουν κι’ άλλες κι’ αφήστε τις μεγάλες ηλικίες να ζουν  τη ζωή τους με τα γεγονότα  που τη συνόδεψαν, αρκεί να μην προσπαθούν να θυμηθούν, πώς. . . . έλεγαν το λοχαγό στον πόλεμο του 40, και δε νομίζω να ζουν και τρανήτεροι, γιατί βάλε τότε οι βαρετοί αυτοί αφηγητές, να ήταν ας πούμε 25, συν 70  από τότε, έχουμε ένα σύνολο 95, αλλά πάλι δεν ξέρεις, μπορεί να είναι μέσα στις μερικές χιλιάδες αιωνόβιων που εξακολουθούν να εισπράττουν σύνταξη, άλλο τώρα πώς γίνεται αυτό, είναι μια άλλη ιστορία, την οποία προσπάθησε να διορθώσει η απογραφή των συνταξιούχων και το  . . . .  μνημόνιο, αλλά στη χώρα που ζούμε, μάλλον αυτές τις περιπτώσεις θα τις διορθώσουν όχι τα μνημόνια, αλλά τα μνημόσυνα. . .  .
 Έτσι έχουν  τα πράγματα λοιπόν  και    δε χρειάζεται να δικαιολογούμαστε για τις συνεχείς . .  οπισθοδρομήσεις της μνήμης, αυτά θυμούμαστε, αυτά λέμε και δεν πειράζουμε κανέναν και    αφού υπάρχει αναγνωστικό . . . κοινό, πρέπει να ικανοποιείται η περιέργειά του.    Άλλωστε, όποιος θέλει τα διαβάζει αυτά. Δεν τον υποχρεώνει κανένας. Θα μού πείτε ότι όποιος διαβάζει τέτοια δεν έχει να κάνει τίποτα καλύτερο. . . Έ.  . .τί να πούμε. .  .μπορεί να είναι κι’ έτσι. Τώρα αν ένα μέρος από το φανατικό αυτό   αναγνωστικό κοινό μάς  περνάει καμιά ή δυο . . δεκαετίες χαλάλι του γιατί μπορεί και παρακολουθεί όσα λέμε εμείς οι . .. μικρότεροι, «κι θα μι πεις τι να κάν’ κι’ αφνοί άμα τσακίσ’ η ηλικία, έρdι(1) κι’ άλλα  που καταπόδ’(2) τι να κάνουμι, γιροί νάμιστι να παλιγουριούμιστι συναμιτάξυ μας, νά.. . κανέ μνημόσυνου, κανέν  γκαφέ σκέτουν, κανέ ρακούδ’ πού κι πού,(3) αυτά..  .» .Καιρός όμως ύστερα από το διάλειμμα να προχωρήσουμε στην ανάπτυξη του θέματος κι’ εσείς στην ανάγνωση και χαρά στην υπομονή σας, και να πούμε ότι      με το  γραφτό  αυτό θα προσπαθήσω να  σας ενημερώσω για μια ιδιότυπη και παράξενη απεργία , απεργία μονοπρόσωπη  και πετυχημένη 100%,   γιατί ο απεργός ήταν μονάχα ένας, αλλά αν και μόνος του,  απέδειξε περίτρανα  ότι το πλήθος των απεργών δεν μετράει και τόσο, όσο  η χρησιμότητά τους στο πόστο που βρίσκονται και ιδίως η αντοχή στις πιέσεις.  Και για να μη λέμε  τη στερεότυπη φράση «μια φορά κι’ έναν γκαιρό», λέμε ότι  κάποτε εκεί στα μισά τις δεκαετίας του ’50 και του 60 ,  στο χωριό μας  το Νεοχώρι Χαλκιδικής, εκεί που συνέβησαν τα γεγονότα, που  κηρύχθηκε και  πέτυχε η απεργία του ενός και μοναχικού απεργού,  (και τα όσα γίνονταν στα διπλανά χωριά ποιος τα ήξερε και ποιος τα μάθαινε), τότε λοιπόν όπως είπα και σε προηγούμενο σημείωμα, (και δε θυμούμαι πότε . . ),το κάθε σπίτι ή σχεδόν όλα τα σπίτια, είχαν κι’ από μια ή δυο γίδες «γαλάριες»  ή όπως τις λέγαμε  «μαλτέζες» και τις είχαμε  για γάλα και για τα κατσίκια που γεννούσαν με τα οποία κατσίκια  εμείς τα παιδιά «δένουμάσταν»(4) μέχρι να  έρθει το Πάσχα, οπότε τα κατσίκια, τα σφάζαμε γιατί αυτός ήταν ο προορισμός τους και τόχαμε συνηθίσει αυτό, και κάπου μεταξύ συναισθήματος και  «κατσαρόλας» υπερίσχυε η δεύτερη και κάθε χρόνο τα ίδια και  έτσι έχουν τα πράγματα, καλή η ζωοφιλία, αλλά για χορτάτους, το είπαμε κι’ άλλοτε αυτό, και προχωρούμε στην αφήγηση και στην ικανοποίηση του αναγνώστη ο οποίος περιμένει, «σταλαχίζεται»(5) να δει τι θα γίνει παρακάτω, τι θα βγάλει η ιστορία με το θέμα που ξεκινήσαμε. Στο χωριό λοιπόν κάθε μέρα, ένα μέλος της οικογένειας, οδηγούσε τη γίδα στο καθορισμένο μέρος έξω από το χωριό και συγκεκριμένα «ζ’ d Δημητράκ’ d  gαριά (τουτέστιν στού Δημητράκη την καρυδιά, τόσο απλό . . !! Ά . .Και η προφορά  gαρ ι ά, χωρίς γου  -γάμα-, όχι δηλαδή , Καργιά, έτσι;  Μπράβο σας . . .από προφορά, καλά πάμε. . . ). Εκεί από πολύ πρωί, βρισκόταν ο  τσομπάνης του χωριού, ο μπάρμπα Γιώργης, ο οποίος  περίμενε να μαζευτούν  όλες οι «διαπιστευμένες» γίδες  που τις ήξερε όλες μια μία. Ο μπάρμπα Γιώργης ο Γκατζιώνης,  έναντι μηνιαίας αμοιβής, είχε αναλάβει τη φροντίδα «των οικοσίτων αιγών». Τη γίδα συνήθως την πηγαίναμε και την αφήναμε εκεί, λίγο πριν χτυπήσει η καμπάνα για το σχολείο, γιατί τότε ρολόγια δεν υπήρχαν σε όλα τα σπίτια και κάθε πρωί χτυπούσε ο επιμελητής  την καμπάνα  για να ξέρουμε ότι το πολύ σε κανένα τέταρτο της ώρας έπρεπε να βρισκόμαστε στο σχολείο. Σε μερικές περιπτώσεις, κάποιος από τη γειτονιά, μάζευε και των γειτόνων τις γίδες και τις οδηγούσε όλες μαζί ζ’d Δημητράκ’ d gαριά. Οι γίδες  από τη γειτονιά μας για να φτάσουν στον προορισμό τους έπρεπε να διασχίσουν υποχρεωτικά την πλατεία, την κατά τα θ’κά μας ονομαζόμενη «απουλιάνα» (γνωστό αυτό και δε χρειάζεται καμιά ερμηνεία ) και περνώντας από κει  δεν το είχαν σε τίποτα να «γιουμόσ’ν του dόπου κακαρέντζις(6) κι κατουρλιά».   Τώρα να πούμε και κάτι για να το μάθουν «όσνοι δε dου ξιερ’ν», οι γίδες « μο του χουdρό τ’ς του νιρό καν’ πιρπατώντας». Για να κατουρήσ’ η γίδα  «πρέπ’ να σταθεί, να χαυδώσ’(7) τα πισ’νά τα πουδάρια κι’ ύστιρα να κατουρήσ’.»Και για τους τελείως άσχετους, λέμε ότι η γίδα είναι πολύ καθαρό ζώο και δεν ανέχεται τη βρωμιά απάνω της, γι’ αυτό ανοίγει τα πόδια της να μην τα κατουρήσει, αλλά και αυτό το κάνει για να μη χάσει την ισορροπία της κατουρώντας,  από τα σμπρωξίματα  και τα «κουντρίσματα»(8) που γίνονται δίπλα της από τις άλλες γίδες που περνούν. Πάντως από την εμπειρία που αποχτάει κανείς μεγαλώνοντας και ζώντας στο χωριό, όλα τα ζώα «κοπρίζουν» περπατώντας  και κατουρούν σταματημένα, με μόνη εξαίρεση τα βόδια, που μπορούν να κατουρήσουν ενώ περπατούν γιατί το .. . καζανάκι είναι στη μέση του σώματός τους και δεν κινδυνεύουν να «πρασκανίσουν»(9) τα ποδάρια τους, και βλέπεις στο χώμα μια ωραία ξαπλωμένη τέλεια ημιτονοειδή καμπύλη και άντε μπαγάσες, σήμερα θα μάθετε αρκετά πράγματα, και μπορεί να σας. .  .χρειαστούν. . .   Και με θλίψη διαπιστώνουμε οι μεγαλύτεροι ότι, καλό το μάθημα και χρήσιμο, αλλά τι να το κάνεις, τα παιδιά τώρα, γίδες βλέπουν μόνο στην τηλεόραση και . . αν. . και από βόδια πού να τα δουν, πολύ αργότερα θα μπορέσουν να καταλάβουν ότι βόδια υπάρχουν παντού και μάλιστα δίποδα και με γραβάτα, διορισμένα σε «θέσεις» για να ταλαιπωρούν τον κόσμο. . . .    
Έτσι λοιπόν, λίγο πριν από τις    8  το πρωί  , εμφανίζονταν ο μπάρμπα Γιώργης ο   «Κοινοτικός» τσομπάνης  με τον τρουβά και το σακάκι ανάρριχτο, σφύριζε καναδυό φορές και τα γίδια όλα ξεκινούσαν για τη βοσκή πάντα με καθορισμένο δρομολόγιο προς τη μεριά του Αι Λιά «στα προσήλια», δρομολόγιο που δεν άλλαξε ποτέ. Ξεκινούσαν τα γίδια , έφταναν στο εξωκκλήσι του Άι  Δημήτρη, περνούσαν  την πλαγιά προς  του Θεοδόση το μαντρί και ανηφόριζαν προς την «Παλιοκκλησιά» κι’ από πίσω ο μπάρμπα Γιώργης ο Γκατζιώνης, με το σκυλί να τον ακολουθεί, ένα σκυλί περισσότερο για παρέα, γιατί στο χωριό μας  λύκος ποτέ δεν έκανε ζημιά στα γαλάρια. Το δρομολόγιο όμως αυτό  δεν είχε αποφασιστεί τυχαία. Γίνονταν προς τη μεριά του Άη Λιά γιατί προς τα εκεί δεν είχε χωράφια, δεν υπήρχαν  σπαρτά να κινδυνέψουν από το κοπάδι, το μέρος ήταν «καθαρό» για βοσκή. Περνούσε λοιπόν το κοπάδι απέναντι, όχι και πολύ μακριά απ’ το χωριό, ίσα που ακούγονταν  μερικά «τούντζια»(10) όταν είχε ησυχία και θα μού πεις και πότε δεν είχε . . . Τα τρευλοκούδουνα(11) δεν ακούγονταν από τόσο μακριά,  ήταν μόνο για να εντοπίζει ς τη γίδα σου σε κοντινές αποστάσεις. Το κοπάδι λοιπόν αφού έκανε τον περίπατο της βοσκής, έφτανε νωρίς απέναντι  στον «παλιοσταλό»(12) όπου «στάλιαζε»-αναπαύονταν  για καναδυό ώρες, συνέχιζε μέχρι τη  «Ράχη» και σιγά σιγά έπαιρνε τον κατήφορο για το «Χιλιανταρινό» κι’ από κει για το χωριό, οπότε αργά το απόγευμα, δηλαδή καμιά ώρα πριν να κρυφτεί ο ήλιος, έφταναν οι γίδες  στο χωριό και  η κάθε μία κατευθύνονταν στο «σπίτι της» για να την αρμέξουν, να την ποτίσουν και να την οδηγήσουν στο σταύλο. Τα καλοκαίρια βέβαια, τις γίδες τις δέναμε στην αυλή, σε μέρος που να μην το πιάνει αέρας, γιατί  οι μαλτέζες εύκολα κρυολογούσαν και τις έπιανε βήχας, ναι  έτσι είναι. Μάλιστα εμείς στο σπίτι μας εκεί που κοιμόταν έξω η γίδα μας στρώναμε μια παλιά κουρελού.   Και όσο γι’ αυτό  το «στάλισμα» που είπαμε παραπάνω,  για όσους δε γνωρίζουν, είναι απαραίτητο για να μπορέσει η γίδα για καμιά ώρα μπορεί και παραπάνω να «μαρκιέται»(13) δηλαδή να ξαναμασήσει όση τροφή κατάπιε στη διάρκεια της βοσκής. Και πάλι για όσους είναι άσχετοι, η γίδα έχει δυο στομάχια. Τρώει και καταπίνει τα πάντα και τα ρίχνει  στο ένα στομάχι, ας πούμε στον προθάλαμο. Και όταν  ξαπλώσει, αρχίζει να βγάζει την τροφή από το . .  .πρόχειρο στομάχι και να την ξαναμασάει. Γι’ αυτήν τη διαδικασία στο χωριό έχουμε μια έκφραση, ένα ρήμα που τα λέει όλα. Λέμε  «η γίδα μαρκιέται»(13) “ αλλά άλλο είναι το «μαρκαλιέται»(14) εκείνο είναι λίγο πονηρό. .   Την τροφή που είναι βλαβερή, όπως επιβλαβή μανιτάρια, ή ίταμο,  και άλλα,    τη φτύνει  κι’ έτσι  γλιτώνει τις δηλητηριάσεις και όλα τα επακόλουθα, γι’ αυτό ποτέ καμία γίδα δεν έπαθε . . . κοιλιακά.  Και ως εδώ με μια τόσο μεγάλη εισαγωγή, πιστεύω ότι κάτι καταλάβατε, αλλά τώρα θα πούμε και για την απεργία, την οποία έκανε ο τσομπάνης ο μπάρμπα Γιώργης. Από καιρό ο μπάρμπας γκρίνιαζε απευθυνόμενος άτυπα από δω κι’ από κει, στην αρχή στους γνωστούς στη γειτονιά, μετά στο καφενείο, και όλο και η διαμαρτυρία  έπιανε όλους όσοι είχαν γίδες και ζητούσε από τρεις δραχμές που πληρώναμε το μήνα για κάθε γίδα, γύρευε  το ποσόν να γίνει στρόγγυλες πέντε. Δηλαδή το κοπάδι είχε περίπου 150 γίδες, να βγάλει ένα μηνιάτικο  για να μπορεί να επιβιώσει ο άνθρωπος μια που το η δουλειά τον απασχολούσε με συνεχές  ωράριο χωρίς. . .  άδειες και διακοπές και κάθε μέρα, χωρίς γιορτές και αργίες, και μόνο τις χειμωνιάτικες μέρες με το πολύ χιόνι, τα γίδια δεν έβγαιναν στη βοσκή. Στην αρχή ξεκίνησαν οι διαμαρτυρίες με  μουρμούρες, ότι είναι πολλά όσα γυρεύει, τον έπιασαν μερικοί και ζήτησαν εξηγήσεις, είπε ο μπάρμπα Γιώργης ότι «τόσις ώρις χ’μώνα καλουκαίρ’ κι τι παίρνου σάματι;». Έτσι οι χωριανοί, σε λίγες μέρες φάνηκαν να ησυχάζουν, σού λέει άστον να μουρμουρίζει, τι μπορεί να κάνει. . . οπότε μια Κυριακή εκεί στο τέλος της άνοιξης, τότε που οι μπαχτσέδες και τα χωράφια είναι  στο άνθος που λέμε, ο μπάρμπα Γιώργης, έκανε τη μεγάλη κίνηση και δεν εμφανίστηκε να οδηγήσει το κοπάδι στη βοσκή. Τον είδαμε στο μπαλκόνι γιατί το σπίτι τους ήταν λίγο παρακάτω απ’ το δικό μας, κάτι κατάλαβε η Μάννα μας, και χωρίς να ρωτήσει, μ’ έστειλε να «μάσου  d’(Σ) γίδα μας γιατί η Γκατζιών’ς  δε φαίνιτι  να πααίν’ σήμιρα σιαπέρα». Όταν έφτασα στον τόπο που περίμεναν τα γίδια μονάχα τους, ο ήλιος είχε ψηλώσει και μερικές γίδες είχαν «καβαλ’κέψ’ τ’ς πλουκοί»(15)  και ξάκριζαν λαίμαργα, όσες πρασινάδες έβγαιναν ανάμεσα από τα παλούκια, ενώ μερικές κίνησαν για κάτω για το λάκκο, και ήδη είχαν μπει εκεί στού Μαντώρα το βίραγγα»(16) στα φασουλοχώραφα όπου γινόταν χαμός.   Άλλες γίδες επέστρεφαν προς το χωριό και ανεξέλεγκτες και νηστικές, έμπαιναν στις αυλές και όπου έβρισκαν ανοιχτά, και ότι  τρώγονταν το αφάνιζαν στα γρήγορα. Αναστατώθηκε το χωριό, ακούστηκαν φωνές και ο καθένας που είχε  φυτεμένα ζαρζαβατικά, προσπαθούσε να αποτρέψει την καταστροφή, γιατί άμα μπουν δυο τρεις γίδες μέσα, η καταστροφή είναι ολοκληρωτική, αφού η γίδα τρώει χωρίς να μασάει, κόβει και καταπίνει και όπως είπαμε, μετά όσα κατάπιε, τα μασάει με την ησυχία της. Και όποιος είδε γίδα να βόσκει, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα είδε και την εφευρετικότητά της και την  ικανότητά της στο σκαρφάλωμα. Όταν η γίδα σηκωμένη στα πίσω πόδια της δεν μπορεί να φτάσει κάποιο βλαστάρι  να το φάει, ζυγίζει την κατάσταση και αν το δεντράκι είναι λιανό, ανεβαίνει και λυγίζοντάς το με το βάρος του σώματός της το βάζει κάτω από το σώμα της και το ξεφυλλίζει όλο και στο τέλος κόβει κάθετα και την τρυφερή κορφούλα. Το είδα αυτό και βγάζω το καπέλο που λέμε στην εφευρετικότητά της.        Όταν φάνηκε το κακό, ήταν αργά, άρχισε ο καθένας να ψάχνει τη γίδα του, και μέχρι το βράδυ νύχτα, μερικοί  ακόμα  ρωτούσαν ιδίως όσοι δεν είχαν κουδούνι στη γίδα τους και δεν μπορούσαν να την εντοπίσουν. Το βράδυ ο μπάρμπα Γιώργης, «βουλιμένους»(17) κατέβηκε στο καφενείο  όπου δέχτηκε τις διαμαρτυρίες, αλλά παρέμεινε ανένδοτος ως προς το αίτημά του και την άλλη μέρα όλες οι γίδες παρέμειναν «οίκαδε» και ποιος να τις φροντίσει όλη μέρα, και την άλλη μέρα τα ίδια, και έτσι πέρασε σχεδόν ολόκληρη η βδομάδα και φως πουθενά, και κανένας άλλος δε θέλησε να αναλάβει τη δουλειά του κοινοτικού τσομπάνη, οπότε τον ειδοποίησαν να ξαναμαζέψει τις γίδες και κάτι θα γίνει. Έτσι ο μπάρμπα Γιώργης πέτυχε την αύξηση και συνέχισε να βγάζει στη βοσκή τα οικόσιτα  του χωριού, από τα οποία εξασφαλίζαμε το καθημερνό μας γάλα, και μάλιστα  όσο περίσσευε  γινόταν γιαούρτι και μερικές φορές ακόμα και τυρί. Και συνέχισε ο μπάρμπα Γιώργης ο Γκατζιώνης το ίδιο δρομολόγιο για χρόνια, συνέχισε να περνάει κάθε πρωί από το δρόμο κάτω από το σπίτι μας σφυρίζοντας αυτός ο καλοκάγαθος άνθρωπος που στη ζωή του μερμήγκι δεν πείραξε , με τον τρουβά στο δεξιό ώμο και το σακάκι  ανάρριχτο, στα  αριστερά, συνέχισε να οδηγεί τις γαλάριες γίδες του χωριού στη βοσκή, μέχρι που «στένεψαν»  τα πράγματα, οι γίδες λιγόστεψαν, ήρθαν ψυγεία στο χωριό, ήρθε και γάλα «έτοιμο» άλλαξαν και οι συνήθειες  και οι νέες δεν ήθελαν γίδες στο κατώι και ποιος να καθαρίσει το μέρος, και ποιος να πετάξει την κοπριά στο χωράφι, λιγόστεψαν τα μουλάρια, αφανίστηκαν τα γαϊδούρια, και οι λίγοι που απόμειναν  με μια και δυο γίδες, τις κράτησαν για λίγο, τις τάισαν «κλαδί»(18)  καλαμπόκι και  «φασλότσακνα»(18) , αλλά όπως είναι επόμενο, η ζωή έχει όρια, άμα έλειψαν οι γέροι που τα φρόντιζαν αυτά,  οι νέοι δεν συνέχισαν  και έτσι η γίδα αυτό το πανέξυπνο και πολύ χρήσιμο ζώο, αυτό το ζώο που έθρεψε και μεγάλωσε γενιές και γενιές, έπαψε να είναι ο κατακτητής του χωριού και ο φόβος των μπαχτσέδων, και αντικαταστάθηκε από το γάλα εβαπορέ και  το «έτοιμο». Και κατά τη γνώμη μου δεν «έπρεπε» τέτοια τύχη στη γίδα, γιατί απ’ ότι λένε οι ανθρωπολόγοι, ήταν το πρώτο ζώο που εξημερώθηκε και έθρεψε τον άνθρωπο για πολλές χιλιετίες. Και είναι ζώο πολύ σκληρό, μπορεί να επιβιώσει με το τίποτα, μπορεί να βοσκήσει στα πιο απόκρημνα μέρη και  αν σε δει μια φορά σε γνωρίζει  εφ’ όρου ζωής. Προσοχή όμως στο άρμεγμα, ποτέ ξυπόλυτοι, γιατί όταν την αρμέγεις ατζαμίδικα ενοχλείται και λιανοπατάει, κι’ άμα σε πατήσει σε γυμνό πόδι, σε «θαράπαψε»(19). Έτσι λοιπόν με το ένα και με το άλλο,  και με κάποιες  μακροσκοινισμένες  περιγραφές, (σχοινοτενείς για τους πολύ εγγράμματους), τελείωσε κι’ αυτό το γραπτό, και ελπίζω κάτι να άφησε, κάτι θετικό, έστω  και μόνο σε όσους έχουν βιώματα από χωριό και γίδες, αλλά αν παρ’ ελπίδα το διαβάσει και κάποιος νεότερος, με  ανησυχίες όμως και αυξημένη  περιέργεια, ας ψάξει και παραπέρα, να βρει κι’ άλλα στοιχεία να συμπληρώσει τα γραφόμενά μου, γιατί  τα θέματα αυτά δεν εξαντλούνται με μια μονογραφία, μπορούν να συμπληρωθούν και με πολλά άλλα στοιχεία  άγνωστα στους πολλούς, που ένα μέρος έστω και μικρό απ’ αυτούς τους πολλούς απ’ αυτό το πλήθος, περιμένει να μάθει, να πληροφορηθεί, για θέματα με τα οποία πολύ  λίγοι καταπιάνονται. Και τα θέματα  γύρω από τη γίδα είναι ατελείωτα, και μπορεί κανείς να γράψει για την τρίχα της, για το τομάρι της  το μοναδικό που γίνεται τουλούμι, για κρασί και   για λάδι ακόμα και  για τουλουμοτύρι, αλλά και για το αρχαιότερο μουσικό όργανο, την Γκάιντα, που στη γλώσσα μας την ωραία από τα πολύ αρχαία χρόνια εμφανίζεται με τη σωστή ονομασία, ως Άσκαυλος. Εδώ όμως τελείωσε η ιστορία και θα πρέπει από δω και κάτω, να πούμε δυο λόγια για τις άγνωστες λέξεις και εκφράσεις, κι’ αυτό για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με τους ιδιωματισμούς που αναφέρθηκαν στο γραπτό και  
1.Έρdι. Τρίτο πληθυντικό ενεστώτος του ρήματος Έρχουμι, έρχισι, έρχιτι, Έρχουμέστι, έρχιστι , Έρdι.
2.Που καταπόδ’. Στην κυριολεξία, κατά πόδας, από πίσω, στις πατημασιές του. Αλλά έχει και μια άλλη σημασία που λέγεται στην περίπτωση που κάποιος  δεν πρόλαβε κάτι, απέτυχε σε κάτι και λέμε «τώωωωραααα. . . . .που καταπόδ’!!!», δηλαδή δεν πρόλαβες, έχασες την ευκαιρία,  δυστυχώς  πρόλαβε άλλος. . . .    
3.Πού κι πού.  Κάπου κάπου.
4.Δένουμάσταν. «Δενόμασταν» (τότε), παρατατικός μέσης φωνής  του ρήματος δένομαι, δένουμαν , δένουσαν(εσύ)  δέν,dαν(αυτός, αυτή, αυτό), δένουμάσταν δένουσάσταν, δεν’dαν.(αφνοί,- αυτοί- αυτές, αυτά).  5.Σταλαχίζομαι. Ανυπομονώ, αδημονώ, έχω αγωνία  και το δείχνω. 6.Κακαρέντζα . Το «αποπάτημα» της κατσίκας. Η διαφορά της κακαρέντζας από του προβάτου, έγκειται στη . . . μορφή. Της γίδας βγαίνουν ένα ένα σαν κομπολόι και με   . .  μυτούλα στη μια  πλευρά, ενώ στα πρόβατα, βγαίνουν μπαλίτσες πολλές μαζί και με σχήμα ακανόνιστο. Με την ευκαιρία να πούμε ότι του λαγού οι κακαρέντζες, για όσους καταλαβαίνουν, είναι «πεπλατυσμένες εις τους πόλους…!!!)   
7.Χαυδώνω . Ανοίγω τα πόδια μου και συνήθως λέγεται επιτιμητικά για τις γυναίκες  οι οποίες, είναι ανάρμοστο,  «δεν κάνει» να κάθονται με ανοιχτά τα πόδια, «χαυδωμένες».
8.Κουντρίσματα . Από το ρήμα Κουντρώ, κουτουλώ. Οι γίδες κουντριούνται μεταξύ τους χωρίς πάθος, έτσι για αστείο θα λέγαμε, ενώ τα τραγιά, οι τράγοι, το κάνουν στα σοβαρά, αλλά από κοντινή απόσταση, σχεδόν σε επαφή. Σηκώνονται στα πισινά πόδια και χτυπιούνται με τα κέρατα μέχρι ο ένας να υποχωρήσει. Αντίθετα τα κριάρια (τα αρσενικά πρόβατα) προκειμένου να  . . .μονομαχήσουν, απομακρύνονται  και παίρνοντας φόρα τρέχουν με ταχύτητα και πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο με τέτοια δύναμη  που πολλές φορές το ένα  σκοτώνεται. Άλλωστε το βαρύ χοντρό  ξύλο με το οποίο  οι αρχαίο εκπορθούσαν τείχη και πύλες, μπροστά είχε κεφάλι κριαριού, και γι’ αυτό  το ονόμασαν «κριό».
9. Πρασκανίζω. Όπως λέμε  . . .Ελληνικά, Πιτσιλίζω,
10.Τούντζια. Τα μπρούντζινα κουδούνια που κρεμούσαν στο λαιμό της γίδας  και ιδίως στους τράγους.  Ο ήχος τους ήταν δυνατός και μελωδικός. Οι μερακλήδες τσελιγκάδες, που είχαν δικά τους μεγάλα κοπάδια, αγόραζαν δωδεκάδες από τούντζια, κι’ αυτό γιατί το κάθε ένα κουδούνι στη δωδεκάδα, έδινε και διαφορετικό ήχο, ξεκινούσαν δηλαδή από μια χαμηλή νότα και στο δωδέκατο κουδούνι έφταναν στη πιο ψηλή.  Η δωδεκάδα απ’ ότι θυμάμαι  λεγόταν «ουdιρμάς» (ο ). Η λέξη προέρχεται από το σλαβικό ρήμα  udariti που σημαίνει  χτυπώ  και η ονομασία έχει τη σημασία της  και μόνο με παράδειγμα γίνεται κατανοητό αυτό. Δηλαδή   ο μπάρμπα Γιώργης ο Μπρουτζάς που έφκιανε τούντζια στο χωριό μας, όταν έκανε επίδειξη των κουδουνιών  στον μουστερή, (υποψήφιο πελάτη), έπαιρνε ένα  χοντρούτσικο σύρμα  και χτυπούσε τα κουδούνια όπως ήταν κρεμασμένα στη σειρά, κι’ άκουγες όλη την μουσική κλίμακα. Αυτή ήταν και η Τέχνη του  γιατί ο ήχος τού κάθε κουδουνιού  εξαρτιόταν από το μέγεθός του και ιδίως από την αναλογία  των μετάλλων που περιείχε. Στον   πιο μεγάλο τράγο  που θεωρούνταν αρχηγός στο κοπάδι, κρεμούσαν  ένα μεγαλύτερο τούντζι που ξεχώριζε και ακουγόταν από μακριά.
11. Τρευλοκούδουνο ή τρακατάρι, είναι το μικρό κουδούνι  το σφυρήλατο, από ειδική λαμαρίνα. Δε βγάζει ήχο μελωδικό, απλώς ακούγεται ένας   χαρακτηριστικός  μεταλλικός ήχος, όπως κουνιέται το ζώο, βόσκοντας ή όταν ξύνεται. Τέτοιο «τρακατάρι»  έβαζαν και στα ήμερα γουρούνια  που τα έβοσκαν στα βουνά.       
12. Παλιοσταλός. Τοποθεσία στο χωριό μας απέναντι στον Αι Λιά, όπου «στάλιζαν» τα κοπάδια από πολύ παλιά.
13. Μαρκιέται. Παραφθορά του αρχαίου ρήματος Μηρυκάζω.  Το χαλάσαμε λίγο το ρήμα, αλλά η σημασία του . . . παραμένει. Άλλωστε αυτό το ρήμα έδωσε το χαρακτηρισμό στα  θηλαστικά ζώα  που μηρυκάζουν την τροφή τους και γι’ αυτό λέγονται  μηρυκαστικά, όπως είναι οι γίδες, οι αγελάδες,  τα βόδια και άλλα.
14. Μαρκαλιέται. Το ρήμα  δεν έχει ουδεμία σχέση με το προηγούμενο, καθ’ ότι  περιέχει  όχι μόνο σεξουαλικά υπονοούμενα, αλλά είναι σκέτη σεξουαλική πρόθεση και ανοιχτή πρόσκληση για  συνεύρεση, της γίδας με τον τράγο. Και να μην μπούμε σε λεπτομέρειες, αφήνουμε το θέμα για να το αναπτύξουμε σκέτο μια άλλη φορά, αρκεί να πούμε μόνο, ότι το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται για να δηλώσει  αποκλειστικά, ότι η γίδα δείχνει σημάδια «συνευρέσεως» με τον τράγο τον οποίο στο χωριό μας τον λέμε «πουρτσιάδ’», τη συνεύρεση την ονομάζουμε  «πούρτσισμα» και εν κατακλείδι λέμε ότι  «η  γίδα μας πουρτσίσκι» και κατά το Γενάρη θα έχουμε ένα ή δυο κατσίκια, να «πουρέψουμι»(Ε) για το Πάσχα.  Και όλα αυτά, έτσι σύντομα απλά και . . .κατανοητά. (Ε) .Πορεύομαι τουτέστιν προσπορίζομαι, εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη  διαβίωση της οικογένειας. Λέμε όμως και  « . . .να δγιούμι να πουριυτούμι τώρα, κι’ ύστιρα γλιέπουμι. . .»
15. Πλοκός . Ο Φράχτης, αλλά κυριολεκτικά σημαίνει το φράχτη που γίνεται  πλέκοντας λιανά κλαδιά και ξύλα σε όρθια παλούκια μπηγμένα στο χώμα. Αργότερα ο Φράχτης –Πλοκός, γινόταν μόνο με όρθια παλούκια που τα έβαζαν  στη σειρά όρθια μέσα στο αυλάκι που σκάβονταν και  από πάνω, τα στήριζαν στο «διπλάρι» πλέκοντας ανάμεσά τους λιανά κλαδιά και βέργες, γιατί και το σύρμα ήταν ανύπαρκτο και τα καρφιά χειροποίητα και πανάκριβα. Δηλαδή η αρχική ονομασία για το «Φράχτη» παρέμεινε και ακόμα μέχρι σήμερα, λέμε ότι  . . .»σά dου  . . .(τάδε)  που έκαψι τα παλούκια π’τού bλουκό. . .  Εδώ όμως αξίζει να κάνουμε μια διευκρίνιση, και να πούμε γι’ αυτό το d  pou vlepete kathe tosso.

Δεν υπάρχουν σχόλια: