Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Μασέλα








 Αποτέλεσμα εικόνας για μασέλα δοντιών  ΦωτογραφίαΚούκλα  έεεε????

 Η Μασέλα
 Αν κάποτε χρειαστεί και κριθεί απαραίτητο να δημοσιεύσει κάποιος το  βιογραφικό μου το οποίο  νομίζω ότι ούτε τώρα αλλά ούτε και στο μέλλον θα έχει κάποια ιδιαίτερη σημασία, θα πρέπει να γράψει κάπου ότι εργάσθηκα και στο Δασονομείο στο Ν. Μαρμαρά τής ιδιαίτερης πατρίδας μου Χαλκιδικής για κάποιο χρονικό διάστημα, στην αρχή της εργασιακής μου σχέσης με το δημόσιο, τότε  που το ραδιόφωνο μετέδιδε κάθε μέρα τη «μικρή πικρή μου αγάπη», την ώρα που μαγειρεύουν οι νοικοκυρές και στις  τρισήμισι με τέσσερες το απόγευμα, είχε την ειδική εκπομπή  που την παρακολουθούσε όποιος ήθελε να μάθει. . . Γαλλικά, (τα Γαλλικά από ραδιοφώνου παρακαλώ) και μαζί με όλα αυτά, οι τσιπούρες (θαλασσινές βέβαια και ελευθέρας. . . βοσκής  αλανιάρες), τις πουλούσαν  πέντε δραχμές το κιλό (0,014 Ευρώ), και στο εστιατόριο του Καλαμάρη στον Πολύγυρο, εκεί στον Πλάτανο, μια και δεν κυκλοφορούσαν ..  .χαρτοπετσέτες,  ο κάθε τακτικός πελάτης είχε τη δική του λινή πετσέτα, περασμένη σε ξύλινο κρίκο με το όνομά του γραμμένο  σε κολλημένο λευκοπλάστη και την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, από το Ν. Μαρμαρά, έφευγε ένα πράσινο λεωφορείο το πρωί για Θεσσαλονίκη και επέστρεφε το βράδυ, λίγος ο ξένος κόσμος, το καλοκαίρι το πολύ να υπήρχαν έξη εφτά οικογένειες  που παραθέριζαν στο χωριό και το μόνο που φαίνονταν να κινείται ήταν το καφενείο-ταβέρνα των αδερφών Παράσχου και Πέτρου,    και το καρνάγιο του μπάρμπα Θόδωρου εκεί πίσω που έγιναν τα μεγάλα ξενοδοχεία,  εκεί που στην εποχή που αναφέρομαι υπήρχε το νεκροταφείο τού χωριού,  και προς τη μεριά της θάλασσας στάσιμα νερά με βούρλα. Καλά όλα ως εδώ, αλλά αν το μεροκάματο που έπαιρνα τότε σε δραχμές, το μετατρέψω σήμερα σε Ευρώ, έρχεται ακριβώς  σε 0,127 του Ευρώ, κι’ όποιος κατάλαβε . . .
Άλλη εποχή και από ανάγκη ωραία (;), λίγος ο κόσμος, καθαρή η θάλασσα  και είπαμε , οι τουρίστες λιγοστοί, και σε αναλογία τρεις τέσσερες το πολύ ασπριδερές και μακρυφούστανες  «ξένες» κοπέλες  που συνεχώς τις είχε κάποιος «δικός » από κοντά . . .      



Στην ανατολική μεριά του χωριού εκεί στο ακατοίκητο μέρος υπήρχε  το Καρνάγιο, όπου ο μαστροΘόδωρος έφκιανε κάτι βάρκες μακριές και στενές, ολόκλειστες με δύο ανοίγματα περίπου στη μέση που έκλειναν με φαρδιά στρόγγυλα καπάκια, βάρκες περήφανες, με πλώρη και πρύμνη αρχαιοπρεπώς υπερυψωμένες, και  θυμούμαι που τον ρώτησα και μού απάντησε ότι τέτοια σκαριά είχαν στη μαύρη θάλασσα, γιατί  αντέχουν στις τρικυμίες, δε βουλιάζουν. Τον ήξερα το μαστροΘόδωρο, ήταν καλός τεχνίτης και τον βοήθησα αρκετές φορές να βρει στραβόξυλα για τη δουλειά του, στα δημόσια πευκοδάση της περιοχής, αλλά και στο διπλανό καλογερικό, παρόλο που ο παπαΝικόλας ο καλόγηρος γκρίνιαζε. Ο μαστροΘόδωρος ήθελε σώνει και καλά τα στραβόξυλα στο σκαρί να τα βάζει μονοκόμματα, όχι «ματισμένα», μεράκια αυτά, μαστόρευε ο άνθρωπος όλη μέρα, με τα εργαλεία που είχαν και οι αρχαίοι ναυπηγοί, αλλά η δουλειά του τέλεια όπως έλεγαν όσοι γνώριζαν από τέτοια και σάμπως πόσες βάρκες έφκιανε, και τέλος πάντων, η εποχή στην οποία αναφέρομαι πέρασε ανεπιστρεπτί και ο Ν. Μαρμαράς άλλαξε, έγινε  αγνώριστος, γέμισε κτίσματα και μαγαζιά, έγινε της μόδας, με ξενοδοχεία και όσα άλλα χρειάζεται και απαιτεί ο σύγχρονος τουρίστας που  τότε τον ονόμαζαν «παραθεριστή », αλλά αυτή η «αλλαγή» έφερε τα πάνω κάτω στο τοπίο  και στις συνήθειες, από την άλλη μεριά όμως, ανέβασε οικονομικά όσους είχαν την τόλμη και τη διορατικότητα να δουν και να προβλέψουν τις απαιτήσεις των καιρών.
Ο Ν. Μαρμαράς  χωριό προσφύγων, «φυτεύτηκε» ανάμεσα σε Μοναστηριακές εκτάσεις και τα γύρω δάση ανήκουν σε διάφορα  Μοναστήρια του Άθωνα, τα οποία έχουν το δικαίωμα της εκμετάλλευσής τους εκμισθώνοντάς τα σε ιδιώτες, αλλά για την υλοτομία και τον  τρόπο διαχείρισης  αρμόδια είναι η Δασική Υπηρεσία, η οποία επιβλέπει τη σωστή επέμβαση για τη λεγόμενη «απόληψη» των ποικίλων δασικών προϊόντων. Έτσι λοιπόν όταν τελείωσε η υλοτομία σε κάποιο Μοναστηριακό δάσος, δε θυμούμαι σε ποιο, αλλά δεν έχει και καμιά ιδιαίτερη σημασία αυτό, έπρεπε να γίνει η λεγόμενη τελική επιθεώρηση, να πούμε  δηλαδή  «εμείς» οι αρμόδιοι ότι τηρήθηκαν οι κανόνες της σωστής υλοτομίας και για να  γίνει αυτό έπρεπε να μεταβούμε επί τόπου, ο  Δασάρχης και ο γράφων το παρόν. . . βαρετό και μακρύ γραπτό, μαζί με τον έμπορο ο οποίος είχε νοικιάσει το δάσος από το Μοναστήρι. Η μετάβαση θα γινόταν με πλεούμενο, γιατί δρόμος «διά ξηράς» δεν υπήρχε, κανονίστηκαν όλα από την προηγούμενη μέρα και ο έμπορος «κατέλυσε» στο μοναδικό πανδοχείο της κυρίας Αναστασίας Λ., εκεί στο πρώτο λιμανάκι στον πίσω δρόμο. Πολύ πρωί λοιπόν μπήκαμε στο αγκυροβολημένο πλεούμενο όλοι και ο κάπταιν σήκωσε την άγκυρα και άρχισε να κάνει τις απαραίτητες μανούβρες για τον απόπλου. Το σκάφος μικρό μια σταλιά αλλά μας χωρούσε και τους τέσσερες, όρθιοι ήμασταν και πού να κάτσεις. Το  «σκάφος» που  είχε και  κουβούκλιο μόνο για τη μηχανή βέβαια, πήρε κατεύθυνση προς τα έξω, οπότε σε κάποια στιγμή φάνηκε η κυρία Αναστασία η ιδιοκτήτρια του μικρού πανδοχείου, φάνηκε να τρέχει προς τον «αιγιαλό» με το χέρι υψωμένο ανεμίζοντας μια πετσέτα που κρατούσε, κάτι είχε μέσα στην πετσέτα, έτρεχε φωνάζοντας έτσι αόριστα «σταθείτε, σταθείτε», και  ήταν ολοφάνερο ότι  απευθύνονταν σε μάς, που «ταξιδεύαμε» με το μικρό καΐκι. Ο καπετάνιος έκανε «κράτει» τη μηχανή και σιγά σιγά πλησίασε την ακτή και η ασθμαίνουσα κυρία Αναστασία είπε  κάπως δυνατά για να ακουστεί, « αυτός ο κύριος ξέχασε αυτά», και ξετυλίγοντας την πετσέτα, και κρατώντας την ανοιχτή με το  χέρι «προτεταμένο» προς το πέλαγος, πλησίασε κοντά, οπότε  και  φάνηκε το περιεχόμενο.  . .
Μια μασέλα κλειστή, να μάς κοιτάζει περίεργη, μια μασέλα με κουμπωμένα τα άνω και κάτω διαζώματα αλλά εκτός έδρας, περιμένοντας έτοιμα να . .  δουλέψουν μόλις θα έμπαιναν εκεί που έπρεπε. .  .
Ροζ η μασέλα στο χρώμα που έχουν τα ούλα,  και τα δόντια έρημα και ορφανά, παράταιρα εκτός γηπέδου, στραμμένα προς το πέλαγος να περιμένουν τον ιδιοκτήτη να λύσει το αίνιγμα . . . .
Οπότε ο εκ Θεσσαλονίκης « έμπορος» (από χωριό των Ζερβοχωρίων κατάγονταν ο άνθρωπος), με αστραπιαία κίνηση έφερε το χέρι στο στόμα και με προφορά που πρόδιδε έλλειψη των απαραίτητων «παραπέτων» στη στοματική κοιλότητα, φώναξε. «Θκέδμ’ είνι θκέδμ’ οι μαθέλιθ,   φέρτι θ’,. .  . αυτά παθαίνθ άμα διάδιθι . . . »
Γελάσαμε όλοι (σιγανά και αμήχανα. .  .), και ο ξεχασιάρης «ιδιοκτήτης» πήρε τα «εργαλεία» και γυρίζοντας ανάποδα προς το πέλαγος, με μια γρήγορη κίνηση «χλάτς» τα τοποθέτησε  «εντός» και  ξαναβρήκε την ικανότητά του στην σωστή προφορά όλων των συμφώνων, αν και τα φωνήεντα ιδίως το «α», τα πρόφερε αρκετά κλειστά, από φόβο μην πέσει το άνω «διάζωμα» και τρέχα να το βρεις στη θάλασσα. . . .
 Αλλά να, και πες πες,  το ένα φέρνει το άλλο, και θυμήθηκα την πρόταση κάποιας γιαγιάς στη διπλανή της και να μην λέμε ονόματα, μια πρόταση που έγινε όταν ξενυχτούσαν τον παππού, (μακριά πουδώ) κι’ αφού είπαν τι είπαν κι’ ήπιαν καφέδες και η νύχτα ατελείωτη σε τέτοιες περιπτώσεις, άρχισαν να συζητούν για διάφορα, και σε κάποια στιγμή είπε η «Χήρα» στην άλλη, και  μάλλον ρώτησε,
«Τι μαρ’ γίνκη μι τ’ μασιέλα τ’ Αργύρ’; Dbαράγκιλίτι; . .. »  Και απάντησε η σύζυγος του παππού Αργύρ’. .
 « Να δγιούμι τι θα κάνουμι, θέλ’ ένα σουρό παράδις κι . . .»  
Οπότε η το πρώτον λαλήσασα έκανε σοβαρά την πρόταση  ..  .
 « Γιατί μαρή δε bέρν’ς να τουν δώεισ’ τ’ μασιέλα τ’ μακαρίτ’ τ’ παππού μας; Ούτι που τ’ φόρισι . . ., τούν στένιβι κι’ όλας . . νάτην, ιδώια τ’ν έχου στου συρτάρ’. .  . .!!!.»
Αυτά και τέτοια τα γεγονότα λοιπόν παλιά και καινούργια, κι’  η κατάστασ’ δύσκουλην κι να δγιούμι πώς θα τα βουλιέψουμι . . .  
Το ολιγόωρο ταξίδι όμως είχε κι’ άλλα απρόοπτα, αλλά  για τα υπόλοιπα μια άλλη φορά, γεροί νάμαστε να τα πούμε.                 
 Και πάλι χαιρετισμούς  και εύχομαι σε όλους, «να τάχ’ν κί τα τριανταδυό γιρά . . .».   
                                                                Βαγγέλης Μαυροδής 

Δεν υπάρχουν σχόλια: