Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η Διαπόμπευση Των Μοιχών

Μία μάλλον  διασκεδαστική  ιστορία, με λεπτομερή, κατατοπιστική και ολίγον . . . μακροσκελή εισαγωγή, βασισμένη σε . .  .αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία αλλά και  στην προφορική παράδοση. Οπλιστείτε με υπομονή και θα δούμε. . .
Αρχή της ιστορίας λοιπόν,
και,
 Κάποτε, στα  παλιά τα χρόνια, τότε που τα ήθη ήταν πιο τραχιά, σε     κάθε παραστράτημα που πρόσβαλλε την ηθική της Κοινότητας, οι άνθρωποι ακολουθούσαν άγραφους κανόνες για να  τιμωρήσουν  τους παραβάτες, αλλά και να  παραδειγματίσουν  τούς  υπόλοιπους, νάχουν το νου τους,  γιατί   η  τιμωρία  θα ερχόταν σίγουρα, αφού ιδίως για μερικά συγκεκριμένα ηθικά  παραπτώματα   η κοινή γνώμη δε σήκωνε συζήτηση και ελαφρυντικά, άλλο τώρα που η φύση δε σαμαρώνεται κι’ ο καθένας  ότι μπορούσε έκανε,(όταν τον έκρυβε η κόχη),αρκεί να μη φανερώνονταν, γιατί ουσιαστικά αυτό μετράει και σήμερα, αλλά  και μετρούσε  πάντα . Έλα όμως που μερικά περιστατικά  φανερώνονταν και  δεν μπορούσαν να κρυφτούν, εκτός κι’ αν  αφορούσαν πρόσωπα  που  ανήκαν σε μεγάλες και ισχυρές οικογένειες, οπότε τότε τα «σκέπαζαν» και κανένας δεν τολμούσε να μιλήσει φανερά, αν και το γεγονός κυκλοφορούσε  από στόμα σε στόμα κι’ έδινε τροφή σε κουτσομπολιά, μέχρι  που  ο χρόνος να τα σκεπάσει όλα, κι’ από  την αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα, το ηθικό παραστράτημα κάποτε  έφτανε στους κατοπινούς  μόνο ως γεγονός, χωρίς κανένας να δίνει ιδιαίτερη  σημασία για τα πρόσωπα  που ενεπλάκησαν όπως θα λέγαμε σήμερα, έφτανε σε μας σαν παραμύθι  και  ο αφηγητής κατέληγε  να λέει  « μια φορά  στα  παλιά τα χρόνια. . . . »
Οι λίγοι «κάποιοι»,  τα ηθικά παραστρατήματα ( και δυστυχώς μόνων τα παραστρατήματα των θυγατέρων), συνήθως είχαν τον τρόπο να τα ξεπεράσουν,  διόρθωναν το κακό με την προίκα  δίνοντας την  παρεκτραπείσα  συνήθως στα ξένα  και υποχρεώνοντας  άμεσα τον αρσενικό να ξενιτευτεί και το σόι του  σε  σιωπή δια βίου. Βέβαια όλα αυτά τα  γεγονότα πολλές φορές παρά τα γιατροσόφια  που εφάρμοζαν οι πρακτικές μαμές, ο καρπός της   παράνομης  και εξωγαμικής  δραστηριότητας  έβλεπε το φως, οπότε  μπροστά  στην αμαρτία, παραμερίζονταν η  κοινωνική κατακραυγή  και το  νεογέννητο  αν ήταν αγόρι, βαφτίζονταν με το όνομα Θεαγένης, δηλώνοντας έτσι ότι εκ θεού ήρθε. Αν ήταν κορίτσι δεν είναι γνωστό πώς το βάφτιζαν, αλλά μάλλον  θα έπαιρνε κάποιο ανάλογο όνομα, μπορεί Θεοστόρω ή κάτι τέτοιο. Η γνώμη μας είναι ότι σε τέτοιες περιπτώσεις  σ’ αυτά τα παιδιά του έρωτα, θάπρεπε να μπαίνουν ονόματα όπως Άδωνις, Απόλλωνας, Αφροδίτη, αλλά αυτές είπαμε, είναι προσωπικές απόψεις.
Καμιά φορά πάλι, συνέβαινε  να γεννηθεί  κάποιο  παιδί  εντός νομίμου γάμου, αλλά  να μη μοιάζει φανερά σε κανέναν από  το σόι. Ήξεραν  βέβαια οι πλησιέστερες  γυναίκες  (Μάννα, θείες κλπ)  τις τάσεις και   τα κατορθώματα της  θυγατέρας γιατί  φαίνονται  από νωρίς αυτά,  και για να σώσουν  την κατάσταση, και να περισώσουν ότι μπορούσαν, φώναζαν  την πιο  μεγάλη Μαννάκα(1) του χωριού η οποία συνήθως και δεν καλοέβλεπε λόγω ηλικίας και γυαλιά τότε δεν υπήρχαν, τη φώναζαν αφού βέβαια την πλησίαζε  και κάπως τη δασκάλευε με τρόπο, κάποια μεγαλύτερη από το σόι. Κατέφθανε η Μαννάκα ειδοποιημένη από μέρες και σε ώρα που στο σπίτι να βρίσκονται γυναίκες μόνο από το σόι της νύφης μπορεί και κάποια μιλημένη γειτόνισσα,  κατέφθανε με μόνο σκοπό  να δει το  νεογέννητο  και να βγάλει τη «διάγνωση», να  αποφασίσει  επίσημα  σε ποιόν μοιάζει το παιδί.  Το ξεσκέπαζαν το μωρό, τόβλεπε(;) η Μαννάκα, το γύριζε από  δω  το γύριζε από κει, είχε και τις πληροφορίες της, θυμόταν  πρόσωπα από το σόι  του μωρού που κανείς δεν τάχε δει, το φτούσε  τφού τφού τφού (τρείς φορές πάντα)  και  με ύφος. . . Γεννετιστή(!!) που δεν επέτρεπε αμφιβολίες σε κανέναν, αποφαίνονταν λέγοντας, «Αυτόϊα γνιέκις μου είνι  φτστός (φτυστός)   η παππούς η Γιώρ’ς  που  πνίχκι(2)  τα παλιά τα χρόνια   σιακάτ’ σ’ ν Ουρμύλια. Τουν παράμασ’ η λάκκους(3) . Παν κι τα μλάρια  πάν κι τα μιλίσσια. Κι’ απόμνι  χήρα η μακαρίτσα η Αγότσιου(4). . .Ιγώ τ’ς θμούμι   όλνοι…. Μτίιιι. . . » Έπινε τον καφέ η Μαννάκα, έτρωγε και το γλυκό κυδώνι και εύχονταν  «να σας ζεις χαϊρλίδκου»   και τρέχα εσύ να βρεις άκρη και φωτογραφίες δεν υπήρχαν,  δεν πολυρωτούσαν κι όλας, το πράγμα  έμενε εκεί,  και ήταν όλοι ευχαριστημένοι. Σι λιέει(5)  για να  τού πει η μαννάκα Μπιγίνα  «π’ τούν  θμάτι»  έτσ’ θα είνι και η ύποπτη  νυφαριά κρυφά  έδινε και κανένα ζευγάρι σκφούνια(6) στη  Μαννάκα ,μέλι, τραχανά  ή λάδι για να  την ευχαριστήσει για τα καλά της λόγια  και ιδίως για να επιβραβεύσει το. . θυμητικό της!!!! Βέβαια η κάθε Μαννάκα ήξερε, αλλά μέχρι πότε θα το θυμόταν; Και η μνήμη  όταν λαδωθεί  εξασθενεί πάντα. .  .. . άλλωστε είναι γνωστά αυτά και διαχρονικά, και δυστυχώς τα συνηθίσαμε. Και λοιπόν είπαμε τι είπαμε, τη μακρύναμε λίγο την εισαγωγή, είπαμε οτι, άλλο να πεις ένα μασάλι προφορικά, το λες γρήγορα, αλλιώς  ο ακροατής χασμουριέται ή γελάει από υποχρέωση κι’ άλλο να γράψεις κάτι, όποιος  το πιάνει  κι’ έχει την υπομονή να το διαβάσει, δεν σ’ έχει απέναντί του να σε κρίνει κατάφατσα, το πολύ να κάνει  κάποιο σχόλιο  που δεν τιμά την  σπιρτάδα σου, αλλά νισάφι, τέλος η εισαγωγή και θυμούμαι απ’ τα μικρά μου χρόνια  όταν  συνέβαινε κάποια  «ν’ ακουστεί»  έλεγε η Μάννα μου με νόημα «άειντι, στου γαδούρ  ανάπουδα» και κάποτε μου εξήγησε τι σήμαινε αυτό.
Όταν  λέει στα παλιά τα χρόνια, και όλο απ’τα παλιά τα χρόνια  αντλούμε τέτοιες πληροφορίες, τότε λοιπόν, όταν έπιαναν καμία με κάποιον , (και συνήθως το βάρος και το φταίξιμο έπεφτε πάντα στη γυναίκα, λες και ο άλλος ήταν έξω από την όλη . . .διαδικασία, )  όταν τους έπιαναν  σε εξώγαμη και επομένως παράνομη σχέση, και συγκεκριμένα όταν τους τσάκωναν  απάνω στη «ζιέστα» δηλαδή  επ’ αυτοφώρω που λέει ο γραβατωμένος κύριος εισαγγελέας, τους υποχρέωναν να δεχθούν την τιμωρία που είχε προκαθορίσει το χωριό. Τους ανάγκαζαν  να  ανεβούν ο καθένας σε ένα γαϊδούρι ανάποδα, δηλαδή να βλέπουν προς τα πίσω (στην αρχαιότητα τους αποκαλούσαν «ονοβάτιδες»)  και με συνοδεία  τους γύριζαν σε όλο το χωριό σταματώντας μπροστά σε κάθε σπίτι για να τους φτύσουν. Τέτοια ωραία πράγματα, και η συνοδεία προχωρούσε, και  φύτα(7) ο ένας, φύτα ο άλλος κάποτε τελείωνε το πανηγύρι και κλείνονταν ο καθένας στο σπίτι του, μετά τη δικαιοσύνη που αποδόθηκε και την ικανοποίηση του συνόλου. Τώρα ανάμεσα  σ’ αυτό το σύνολο μερικοί κρυφογελούσαν  γιατί οι ίδιοι τη γλίτωσαν την «πομπή», είτε γιατί ήταν αρκετά προσεχτικοί, είτε γιατί απλώς δεν τους έπιασαν.
Έπιασαν λοιπόν κάποτε τους παράνομους και τους γύριζαν στο χωριό καβάλα στα γαϊδούρια (ανάποδα είπαμε) και σε κάποια στιγμή ο άντρας γύρισε και είπε στη  γυναίκα, «μ’ τι έπαθάμι μαρή Μαρίγια(8); Τι τούθιλάμι; Σ’ ίλιγα ιγώ, δε ξιέρου τα κατατόπια στου χουριό ισύ ικεί. . . . μπουλάκι(9) μ’ να γιεν του θκό’  σ’. . . ά τώρα. . . », σίγουρα ήταν από άλλο χωριό,  ξένος ο έρμος,    και η  επί του ετέρου όνου συνένοχος που γνώριζε το χωριό και ήξερε τα σπίτια ένα ένα, γυρνώντας προς τον  διαμαρτυρόμενο εραστή απάντησε «Μη χουλουσκάν’ς  Ξτόδουλι, όσνοι φύτσαν, φύτσαν(10). Δυο σπίτια  απόμναν μουνάχα…!!!»Αυτά λοιπόν και….προσοχή…!!  
Έτσι τελείωνε τότε η ιστορία της διαπόμπευσης, μια ιστορία που γράφτηκε πριν από κάμποσα χρόνια και έμεινε στο συρτάρι. Όμως από τότε μέχρι σήμερα,  μάθαμε καινούργια πράγματα, θυμηθήκαμε παλιότερα  περιστατικά που έβγαιναν στη δημοσιότητα,  και πολλές φορές βλέπαμε ακόμα και φωτογραφίες των «συλληφθέντων μοιχών» που τους οδηγούσαν στο αστυνομικό τμήμα τυλιγμένους με τα σεντόνια, ένα θέμα που τόπιασαν οι σκηνοθέτες και έφκιαξαν ταινίες για τον κινηματογράφο, με τον μακαρίτη τον Κωνσταντάρα να συνοδεύεται από αστυνομικούς τυλιγμένος με το σεντόνι, μέχρι που εκεί γύρω στο 1982 η μοιχεία έπαψε να διώκεται  «αυτεπάγγελτα» και ο νόμος άφησε τη δίωξή της  στη βούληση   του απατηθέντος συζύγου, ο οποίος βέβαια αν το μάθει, το μαθαίνει πάντα τελευταίος.
Τώρα θα πει κάποιος κι’ αν δεν το μάθει ο απατημένος σύζυγος  δεν έγινε και τίποτα σπουδαίο, αρκεί που το ξέρει ο κόσμος και το συζητάει. . .ενώ ο άντρας ιδίως μέσα στην άγνοιά του περηφανεύεται κι’ από πάνω και τον ακούς να λέει. .  . «ιγώ καημένεεε. . .δε μι ξιέρ’ς ιμένα. . . .»  και τι να πεις δε λες τίποτα τον αφήνεις στην . . .ευτυχία του. .  .και. .. πάμε παρακάτω, λέγοντας ότι,  για να ολοκληρωθεί  η  .. . ανάπτυξη του θέματος, θα πρέπει να πούμε κάτι και για το πώς τιμωρούσαν τους μοιχούς οι αρχαίοι μας πρόγονοι, και θα φανεί στη συνέχεια  ότι διαχρονικά, έμειναν. . .  «πρωτοπόροι» αφού  ακόμα και σ’ αυτό,  μέχρι σήμερα δεν τόλμησε κανείς να τους μιμηθεί ή να τους. . . αντιγράψει.  Από δω και κάτω όμως οφείλουμε να προειδοποιήσουμε τον αναγνώστη ότι το θέμα είναι μάλλον ακατάλληλο και ενδεχομένως για τους . . .άπραγους απαιτείται  συναίνεση κάποιου με . . . πείρα περί τα τέτοια. . .. Τώρα από ποιον η συναίνεση, έτσι το λέμε  για να προκαλέσουμε το ενδιαφέρον  όσων διαβάζουν, μόνο για να δουν τι γίνεται. . . παρακάτω. . .
Τότε λοιπόν στα χρόνια τα αρχαία, εκεί κατά  Αθήνα μεριά, ίσως  και σε άλλα μέρη, αλλά μόνο από κει έφτασαν σε μας γραπτές μαρτυρίες, συνέβαιναν πράγματα και θαύματα που λέμε.  Και μπορεί  εδώ και πάρα πολλά χρόνια να μας έκαναν να νομίζουμε ότι «στα χρόνια των Ελλήνων» οι οικογενειακοί θεσμοί και δεσμοί των προγόνων μας γενικά ήταν χαλαροί, αλλά είναι λάθος αυτό,  όλα όσα μας είπαν και μας έμαθαν εξυπηρέτησαν μόνο το φανατισμό μερικών και είναι μακριά απ’ την αλήθεια. Τότε,  χωρίς καμιά αμφιβολία, υπήρχαν νόμοι που κανόνιζαν τα πάντα με λεπτομέρειες, και το σπουδαίο είναι οι Νόμοι τους δεν τροποποιούνταν  με την αλλαγή του άρχοντα  όπως συμβαίνει σήμερα που ούτε οι ίδιοι οι νομοθέτες γνωρίζουν τι ισχύει,  ήταν σταθεροί οι νόμοι τότε για πολλά χρόνια και αυτούς που ίσχυαν οι πολίτες τους γνώριζαν, αφού οι νομοθέτες  τους έγραφαν στο μάρμαρο και τους τοποθετούσαν  στην «αγορά» για να τους διαβάσουν όλοι. Βέβαια από τα μάρμαρα με τους νόμους πολύ λίγα  σώθηκαν αφού τα περισσότερα οι κατοπινοί τάκαναν ασβέστη, λες και δεν υπήρχαν άλλες πέτρες στα βουνά, αλλά από τις επιγραφές και τα γραπτά κείμενα που σώθηκαν και έφτασαν σε μας, υπάρχουν μαρτυρίες και αποδείξεις για πλήθος περιπτώσεις, για έθιμα, συνήθειες και νόμους.  Και όπως είχαν ρυθμίσει όλες τις  κοινωνικές δραστηριότητες, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών, δε θα άφηναν απ’ έξω τη μοιχεία η οποία ύστερα από τον παραμερισμό της μητριαρχικής  οικογένειας  κλόνιζε το θεσμό του γάμου και έβαζε σε κίνδυνο τα συμφέροντα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας. Έτσι, από τη μελέτη των πηγών που σώθηκαν και  έφτασαν σε μας, εκτός των άλλων, μαθαίνουμε ότι η τιμωρία των μοιχών από τότε υπήρχε και όσοι «πιάνονταν» τιμωρούνταν παραδειγματικά, ενώ οι «άλλοι» οι προσεχτικοί ή τυχεροί, όπως και σήμερα και τότε κρυφογελούσαν βλέποντας να περιφέρουν τους συλληφθέντες μοιχούς,  γυμνούς  και με το ρεπάνι μπηγμένο στα οπίσθια, όμως μην ταράζεστε, απ’ την αρχή το είπαμε ότι το θέμα είναι ελαφρώς (;;) ακατάλληλο,      αλλά προχωρούμε στην περιγραφή, αφού το τάξαμε και δεν το λέμε εμείς,  ο Αριστοφάνης το γράφει και πολλοί είναι οι  αρχαίοι που το σχολιάζουν, και κανείς μέχρι τώρα δεν τόλμησε να το αμφισβητήσει και να το . . . .σβήσει, μόνο κάποιος ακαδημαϊκός αυτός και κατόπιν Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας, έγινε ρεζίλι διεθνώς, απαγορεύοντας  να παιχτεί στην Επίδαυρο η κωμωδία  «Όρνιθες» τού Αριστοφάνη και για να τον εκδικηθούν οι σκιτσογράφοι τον παρουσίαζαν για πολλά χρόνια, να σέρνει πίσω του με σκοινί  μια όρνιθα.
 Ήταν πολύ βαριά τότε η τιμωρία των μοιχών, αλλά νομοθετημένη. Και  από τις σωζόμενες γραπτές πηγές, οι πρώτες διατάξεις για τη μοιχεία έρχονται από τη νομοθεσία του Δράκοντα, σύμφωνα με τις οποίες ο απατημένος σύζυγος είχε δικαίωμα στη ζωή του  μοιχού, (λες κι ήταν  σίγουρος . .  . γενικώς). Αργότερα ήρθε πιο ήπια, η νομοθεσία του Σόλωνα η οποία  εκτός από τις άλλες τιμωρίες και ποινές, προέβλεπε και τον   … ευνουχισμό, και στην καλύτερη περίπτωση, έδινε το δικαίωμα  στον κερατωμένο σύζυγο, να  ζητήσει  καί . . . αποζημίωση.  Τώρα, με ποια κριτήρια υπολογίζονταν το ποσό της αποζημίωσης , δε μας το λεν οι πηγές, αλλά μάλλον θα έπαιζε ρόλο η ηλικία της συζύγου, το αξίωμα του κερατωμένου συζύγου, ακόμα  και ο τόπος  που  «εμοιχεύθη» η σύζυγος, γιατί άλλο να «συνευρεθεί μετά του μοιχού» στο αμπέλι ανάμεσα στα κλήματα, ή στο αλώνι μέσα στα άχυρα, ακόμα και στο χωράφι μέσα στον «τράφο», κι’ άλλο να «μαγαρίσει» να μολύνει δηλαδή τη  συζυγική κλίνη, οπότε αυτό το «μαγάρισμα» τής συζυγικής παστάδας, σίγουρα μετρούσε ιδιαίτερα για τον υπολογισμό της αποζημίωσης . . .διότι εμπεριέχει και το στοιχείο της ηθικής βλάβης που λεν οι δικηγόροι. . .Τώρα βέβαια θα ήταν αφέλεια να παραδεχθούμε ότι μια κυρία μεγαλοπιασμένη ήταν ποτέ δυνατόν να  «κουρδουκλιέται»(11) στο αμπέλι ή στον τράφο, αλλά πάλι δεν ξέρεις.. . .   
Βέβαια  αυτό το μέτρο της τιμωρίας με την καταβολή μικρού ή μεγάλου ποσού στον κερατωμένο, και τότε ευνοούσε καθαρά τους «έχοντες» μοιχούς όπως και τώρα, άλλη ιστορία κι’ αυτή. Κι΄ όσο για τον απατημένο σύζυγο, άμα έφτανε στο σημείο να ζητήσει και να δεχτεί αποζημίωση, ήταν άξιος της μοίρας του, ήταν ο ίδιος όπως λέμε σκέτη «μαγάρα» αλλά μπορεί να σκέφτονταν και αλλιώς, έγινε που έγινε το κακό, να μην πάρουμε και κάτι;   Κι’ έτσι, σού λέει μπροστά στο τίποτα. . . τι να πεις, άσε που μερικοί σύζυγοι μπορεί  να το έκαναν και . . .  επάγγελμα, όλα είναι πιθανά, αλλά οι ιστορικές πηγές πάνω σ’ αυτό σιωπούν. . .     Για τη μοιχαλίδα ίσχυε η απαγόρευση εισόδου στους ναούς και αποκλείονταν από τις θρησκευτικές γιορτές και τις θυσίες.  Και αφού τελείωναν όλες  αυτές οι διαδικασίες, ποινικές και διοικητικές, υποχρέωναν τους μοιχούς να ορκιστούν  ενώπιον των δικαστών, ότι  δε θα το … .ξανακάνουν( οι ίδιοι ή με  . . .άλλον δε διευκρινίζει ο νόμος),  αλλά  η ιστορία αιώνων απέδειξε ότι, άμα μια φορά που λέμε κλπ κλπ, το χούι(12) δεν κόβεται και πάνω σ’ αυτόν τον όρκο ο αρχαίος Φιλωνίδης λέει ότι «Όρκους δε μοιχών, εις τέφραν εγώ γράφω. . .» και λίγο πολύ όλοι καταλαβαίνουμε τι θέλει να πει. ..    Τέτοια συνέβαιναν τότε, όχι σα σήμερα που. .  .τέλος πάντων, να μην . . .κολαστούμε πάλι, συνεχίζουμε, για να πούμε και για την άλλη από το Σόλωνα νομοθετημένη τιμωρία  αμφοτέρων των μοιχών, κι’ εδώ είναι το ζουμί, από δω και κάτω αρχίζει το «ακατάλληλον» που έγραφαν παλιά για τις ταινίες στα κινηματόγραφα.    Και εν συντομία λοιπόν λέμε πώς περιγράφει την τιμωρία εκείνος ο  . . αχρείος Αριστοφάνης, στις Νεφέλες  και λέει επί λέξει, «τι δ’ ήν ραφανιδωθή,… τέφρα δε τιλθή;», αλλά και ο Λουκιανός άλλος κουτσομπόλης κι’ αυτός,  αιώνες νεότερος,  γράφει  στον «Περεγρίνο»  του, «ραφανίδι την πυγήν βεβυσμένος . . .» (και νάτο το Βύσμα που λέμε σήμερα), και ο αρχαίος σχολιογράφος του  Αριστοφάνη σημειώνει ότι,  «ούτω γαρ τους αλόντας (13)( τους συλληφθέντας)  μοιχούς, ραφανίδας λαμβάνοντες καθίεσαν εις τους πρωκτούς τούτων και παρατίλλοντες αυτούς  τέφραν  θερμήν επέπασσον, βασάνους ικανούς εργαζόμενοι. . .!!!» που θα πει με σημερινά λόγια,      όταν έπιαναν κάποιους μοιχούς, τους μαδούσαν  στα επίμαχα σημεία της μικρής περιοχής, και αφού τους . . .αποτρίχωναν καλά καλά, τους έβαζαν από πάνω καυτή τέφρα (στάχτη) πράγμα που ήταν σκέτο βασανιστήριο. Αυτή βέβαια είναι η μία άποψη για το μάδημα, γιατί υπάρχει και η άλλη η σοβαρότερη , όσων υποστηρίζουν  ότι την καυτή στάχτη τη χρησιμοποιούσαν για να τους. . . καψαλίσουν, οπότε αυτή η δεύτερη . . . . μέθοδος  ήταν και η. . . φαρμακερή και οπωσδήποτε η σωστή, γιατί αν σκεφτούμε ότι και σήμερα ακόμα  για να μαδήσουμε (να παρατίλλωμεν κατά τους αρχαίους) το κοτόπουλο, το ζεματούμε πρώτα γιατί αλλιώς τα πούπουλα δε βγαίνουν και άρα, την καυτή «τέφρα» την έβαζαν πρώτα και μετά τους μαδούσαν (τους απέτιλλαν), οπότε μετρώντας  τα παραπάνω μαρτύρια, λέμε,   «κι’ άμα σι βαστάει Ξτόδουλι ξαναπάεινι. . . .»και για τους . . .ξενόγλωσσους, «αν σε βαστάει Χριστόδουλε, ξαναπήγαινε. . .». Αλλά όμως, και σ’ αυτό το ζήτημα της τέφρας, οι απόψεις διαφέρουν στους  σχολιαστές  τού Αριστοφάνη , γιατί ορισμένοι υποστηρίζουν ότι στους  αρχαίους  συγγραφείς «τέφρα» γενικά, σήμαινε κάποια καυστική σκόνη (δριμείαν τινά κόνιν έτσι το γράφουν), η οποία δριμεία κόνις μπορεί να ήταν από καυτή πιπιλιά (στάχτη), μέχρι και  αποσταγμένη. . . .   καυτερή πιπεριά , λέμε τώρα εμείς, χωρίς να είμαστε και αυθεντίες στα περί μαδήματος (αποτιλμού), ή να ήταν τέλος πάντων κάποιο άλλο καυστικό αποτριχωτικό, κάποιο «ΜΑΔΟΤΡΙΧΕΞ» της εποχής, (ΤΙΛΛΟΤΡΙΧΕΞ θα το έλεγαν τότε, από το ρήμα τίλλω= μαδώ). Αλλά δυστυχώς  για τους έρμους τους μοιχούς  που, (τι τόθελαν αφού δεν ήξεραν να κρυφτούν), η τιμωρία δε σταματούσε με την υποχρεωτική αποτρίχωση η οποία όσο επώδυνη και να ήταν, κάποτε τελείωνε γιατί και οι τρίχες δεν έπιαναν  και κανένα . . . στρέμμα.. . . λίγος ο τόπος, γνωστά αυτά.  Και  δε σταματούσαν όμως εκεί, είχε και συνέχεια η τιμωρία. Και δεν έφτανε το ρεζίλεμα της επώδυνης, δημόσιας ( και δωρεάν!!!) αποτρίχωσης, και το πασπάλισμα με καυτή πιπιλιά (πριν ή  μετά δεν έχει σημασία), αλλά προχωρούσαν και παραπέρα, (κι’ εδώ είναι το «ακατάλληλον» που είπαμε παραπάνω), προχωρούσαν και σε κάτι που  ακόμα και σήμερα προκαλεί  το γέλιο και δεν είναι δυνατόν να μη γελάσεις φανταζόμενος  τους μοιχούς  να περιφέρονται συνοδευόμενοι από τα αρμόδια όργανα της τότε εξουσίας, να περιφέρονται  γυμνοί και άτριχοι, και το φοβερότερο, να περιφέρονται «ραφανιδωμένοι»  που σημαίνει με ένα  ρεπάνι μπηγμένο στον αρχαιογλωσσικά ονομαζόμενο (και. . . γνωστό σε όλους) «πρωκτόν», ναι ναι έτσι είναι, κι’ όποιος δεν το πιστεύει και διαθέτει την ανάλογη περιέργεια και υπομονή, ας ψάξει κι’ ας διαβάσει τις Νεφέλες και τις Θεσμοφοριάζουσες  εκείνου τού. . . μασκαρά του Αριστοφάνη που δεν «αντράπκι»(14) κι’ έγραψε τέτοια  πράγματα, κι’ όποιος διαθέτει και γνωριμία με φιλολόγους , ας ρωτήσει, δεν μπορεί από τους τόσους με ντοκτορά  όλο και κάποιος θα θυμάται κάτι, ας σταματήσουν οι ιστορικοί και οι φιλόλογοι να επιμένουν και να βαθμολογούν την αποστήθιση, σε άλλα πράγματα βρίσκεται το «ζ’μί»,(15) ας τα πουν όλα αυτά στα παιδιά, ας τα αναλύσουν, και να δεις πως θα τα θυμούνται και μάλιστα θα τα θυμούνται με λεπτομέρειες. . .   Και  με την ευκαιρία, στέλνουμε από δω μια παράκληση στους (Κλασσικούς) Φιλολόγους που επάξια απόκτησαν διδακτορικό, αν το θέμα της εργασίας τους ήταν σχετικό ας πούμε με τη «Ραφανίδωση», να  μας το πουν και να μας  παραπέμψουν εκεί που θα τη βρούμε αυτήν την εργασία να τη μελετήσουμε, όλο και κάτι παραπάνω θα μάθουμε, θα μας φύγουν ορισμένες βασικές απορίες, όπως για το πότε έβαζαν την τέφρα, πριν ή μετά, τι τάκαναν τόσα  . . . μαλλιά, αν τα.. . λανάριζαν, τι έφκιαναν  μ’ αυτά, έπλεκαν σκφούνια, ή ζουνάρια,  ή . . . κασκόλ κλπ κλπ, αυτές κι’ αν είναι απορίες. .  . και σκέψου κάποιον να φοράει στο λαιμό τέτοιο κασκόλ μάλλινο και τι μάλλινο.. και νάναι ας πούμε και . .   .  επώνυμος  Άρχων. …( το βάζουμε έτσι αόριστα αυτό το Άρχων, για να μη μπούμε σε λεπτομέρειες  και μας ξεφύγει και κανένα όνομα  κάποιου ας πούμε . . . Δήμαρχου ή και αντι-).και σκέψου κάποιον (δε λέμε ποιον, λέμε . . .  κάποιον για να αποφύγουμε τις . . . απομιμήσεις), σκέψου κάποιον επώνυμο να φοράει κασκόλ  στο λαιμό και νάναι πλεγμένο από μαδημένες τρίχες, και μάλιστα όχι απ’ όπου νάναι. . . .     
 Λένε μάλιστα (λόγια του κόσμου βέβαια), ότι στα πρασινάδια και στα φύλλα του ρεπανιού που εξείχαν και κουνιόταν φραστ-φρουστ μια από δω και μια από κει όπως περπατούσαν, έδεναν λέει στην άκρη και μια κόκκινη κορδέλα ,είπαμε όμως ότι κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από. . . ιστορικά στοιχεία, αλλά πάλι. . . . λες;. .  Πάντως  θα πρέπει και σήμερα να παραδεχθούμε, ότι ως θέαμα θα ήταν  ανεπανάληπτο και διασκεδαστικό  πολύ, και μάλιστα περισσότερο ξεκαρδιστικό, αν είχε και αέρα και ανέμιζε η κορδέλα. . . . και σκεφθείτε τι θα γινόταν στην αγορά την «πλήθουσαν» και στους δρόμους απ’ όπου περνούσε η πομπή. . . .   Τώρα βέβαια εδώ που τα λέμε το ρεπάνι, η καυτή στάχτη,  η. .. κόκκινη κορδέλα και όλα τα άλλα μπροστά στον ευνουχισμό στο «μνούχ΄μα»(16) δεν ήταν τίποτα, γι’ αυτό και καταλήγουμε να πούμε και να παραδεχτούμε ότι η τιμωρία ανάποδα καβάλα στο γαϊδούρι, σε σύγκριση με το «ραφανίδωμα», είναι πραγματικός περίπατος, αφού ένα φτύσιμο εύκολα ξεπλένεται και η ντροπή κάποτε ξεχνιέται .
 Οπωσδήποτε,   η μέθοδος της «Ραφανιδώσεως» των αρχαίων σίγουρα ήταν πολύ  επώδυνη, αλλά   και αυτό βέβαια εξαρτιόταν και από την εποχή , από το .. . .μέγεθος της ραφανίδος και από αρκετά άλλα,  αλλά να μην ξεχνούμε και το  σπουδαιότερο, ότι  μια τέτοια τιμωρία, ήταν πολύ  πιθανό να αφήσει κάποιο  «κουσούρι» στον άνδρα, και πολλές φορές. . .  .να δημιουργήσει μια κατάσταση  μη . . .  .αναστρέψιμη. Τώρα θα πει κάποιος ότι όποιος το είχε  το κουσούρι θα το εύρισκε το ρεπάνι και μετά, αλλά να, λέμε για να λέμε, γνωστά αυτά, είναι μια πραγματικότητα  που δεν αγνοήθηκε από τότε που βγήκε ο κόσμος. . . . ..  
Εδώ όμως κλείνοντας, θα πρέπει να κάνουμε μια στάση, για να εξετάσουμε πώς κι’ από ποιους γίνονταν αυτή η «Ραφανίδωση» η «Αποτίλλωση» (μάδημα) και όλα τα άλλα που προηγούνταν και ακολουθούσαν, γιατί δεν μπορεί έτσι στα πρόχειρα να γίνονταν αυτά, να γράπωναν δηλαδή τους μοιχούς και άιντε, βάλτους κάτω και αρχίνα να. . . μαδάς, όλα γίνονταν κατά πώς πρέπει, σύμφωνα με την ..  .Εγκύκλιο και τον ισχύοντα Κανονισμό της Υπηρεσίας.  Γραπτές μαρτυρίες δε σώθηκαν. . . πολλές, αλλά οι αρχαίοι αφού τα είχαν προβλέψει όλα  με νόμους και κανονισμούς, δεν μπορεί, θα είχαν οργανώσει και τη σχετική δημόσια υπηρεσία ας την πούμε ΥΠ.Α.ΡΑ (Υπηρεσία  Αποτιλμού –Ραφανιδώσεως) η οποία οπωσδήποτε θα είχε Διευθυντή και λοιπό προσωπικό ειδικευμένο και ανειδίκευτο, θα είχε μονίμους υπαλλήλους και. . . συμβασιούχους, θα είχε και . . .σφραγίδα και σίγουρα, θα διέθετε και τον Οργανισμό της με τις αρμοδιότητες, τον προϋπολογισμό και τα σχετικά κονδύλιά της για όλα τα υλικά όσα της χρειαζόταν, πάγκους, μαγκάλια, κάρβουνα, μπαχτσέ για τα Ρεπάνια, εργαλεία, κορδέλες και όλα τα απαραίτητα, και για τις τυχόν προκύπτουσες εγχειρήσεις (ευνουχισμούς) σίγουρα θα είχε ως  συνεργάτες ειδικούς γιατρούς, αλλά μάλλον με μπλοκάκι αυτοί, γιατί αυτοί, σίγουρα όπως συνηθίζεται μέχρι σήμερα,   θα πληρώνονταν με. .  .το κομμάτι.
 Βέβαια ούτε ο Αριστοφάνης ούτε άλλος κανένας μας άφησε γραπτά από τότε με λεπτομέρειες γι’ αυτά τα πράγματα, και τα αρχεία της υπηρεσίας αποθηκευμένα σε κάποιο υπόγειο μούχλιασαν και χάθηκαν τα στοιχεία των κατά καιρούς ραφανιδωθέντων, αλλά και   κανένας δε  φαντάζονταν τότε ότι θα ήμασταν εμείς σήμερα τόσο περίεργοι για να μάθουμε.  Δεν χρειάζονταν όμως και  να τα γράψουν αφού ο κόσμος τα έβλεπε κάθε τόσο, τα παρακολουθούσε και τα ζούσε ως μια νομοθετημένη πρακτική, και τα χαίρονταν ως θέαμα και μάλιστα θέαμα σπαρταριστό.  Εκεί που χρειάστηκε να αναφερθούν, το έκανε ο Αριστοφάνης  με επιτυχία, κι’ αυτό μας αρκεί. Κι’ αν δε δίνει πολλές λεπτομέρειες, έχουμε τη φαντασία μας, και τους φιλολόγους να συμπληρώσουν τα κενά.     Τώρα τελευταία όμως στη βιβλιοθήκη του Βατικανού,( πού αλλού;)  βρέθηκε  σε αρκετά  καλή κατάσταση, πάπυρος με  αποσπάσματα από το βιβλίο «De  Rapfanidoroum Graecoroum» το οποίο έγραψε ο Ρωμαίος  ιστορικός   GAIUS RUFIANOUS CURCUSSURIUS ( 205-130 πχ), από το   οποίο βιβλίο, αντλούμε πληροφορίες για τη διαδικασία της Ραφανίδωσης των μοιχών στην αρχαία Αθήνα. Η περιγραφή είναι  από πληροφορίες που συνέλεξε ο ίδιος επί τόπου και παρά τη φθορά και το ότι μόνο αποσπάσματα του παπύρου σώζονται, μπόρεσαν οι ειδικοί επιστήμονες  να περιγράψουν ομόφωνα την όλη  διαδικασία. Έτσι λοιπόν, όπως περιγράφει ο προ πολλού μακαρίτης CURCUSSURIUS (Κουρκουσούριος), μετά από την απόφαση του δικαστηρίου, οδηγούσαν τους μοιχούς  φρουρούμενους  από Σκύθες τοξότες  στη αγορά και μάλιστα την ώρα που υπήρχε πολύς κόσμος, «περί αγοράν πλήθουσαν» όπως έλεγαν τότε.  Εκεί οι δούλοι από το πρωί ακόμα, είχαν στημένους τους πάγκους και γύρω τα απαραίτητα εργαλεία και σκεύη για  το μάδημα και τη Ραφανίδωση. Τα μαγκάλια έτοιμα αναμμένα κι΄ από πάνω σε ταψιά η τέφρα καυτή, δίπλα ο πάγκος με τα τριχοτσίμπηδα κι’ από κάτω το  καλάθι  για το μαλλί, και παραδίπλα  η κόφα με τα  ρεπάνια, φρέσκα φρέσκα και τις κόκκινες κορδέλες κρεμασμένες και παραπέρα  το αγγείο με το λάδι, γιατί το λάδι θα χρειαζόταν στη δεύτερη φάση, στην καθεαυτού ραφανίδωση. Έτσι, με πλήθος τους αργόσχολους άντρες γύρω να παρακολουθούν, κατέφθαναν και οι δύο επίσημοι κρατικοί επόπτες   για να βεβαιώσουν την τήρηση των κανονισμών  και άρχιζε η διαδικασία, ενώ οι Σκύθες Τοξότες προσπαθούσαν να επιβάλλουν την τάξη και να απομακρύνουν σε απόσταση όσους πλησίαζαν πολύ,  για να δουν από κοντά το . . .γεγονός, να σχολιάσουν την .. . ύφανση, την.. . ούγια, τα. . . μεγέθη και τα. . . χρώματα και μερικοί να πάρουν . . . μάτι που λέμε,  γιατί είχε και τέτοιους από τότε. . .
Λοιπόν, αφού κούρευαν τους μοιχούς και τους κούρευαν άγαρμπα με  το μεγάλο ψαλίδι, το «κουροψάλιδο», τους ξάπλωναν  ανάσκελα και γυμνούς πάνω στους πάγκους,  και ενώ  τους κρατούσαν ακίνητους οι δούλοι, οι λεγόμενοι. . .. .«μοιχοκρατίωνες»  ο ειδικευμένος  στο μάδημα  «παρατίλτης» όπως ονομάζονταν και με τον τίτλο αυτόν ήταν καταχωρημένο το αξίωμά του στον Κανονισμό της Υπηρεσίας, άρχιζε με τα ειδικά τσιμπίδια  να μαδάει,  ενώ άλλος δούλος ο. . . εριοσυλλέκτης,  μάζευε το μαλλί και τόριχνε στο καλάθι. Πρώτα βέβαια ξεκινούσε τη διαδικασία από τη μοιχαλίδα, αφού στη γυναίκα το μάδημα αντικειμενικά ήταν πιο κουραστικό, ενώ τον μοιχό τον μαδούσε δεύτερο, επειδή εκεί το μάδημα ήταν πιο ξεκούραστο, γιατί όση ώρα μαδούσε είχε και μέρος αν ήθελε να . . . πιαστεί..  . .(τσ τσ τσ ….έεεεεπ.. .και δε χρειάζονται  σχόλια, όποιος κατάλαβε, καλά έκανε και σσσσστ. . .)   
Δυστυχώς όμως ούτε ο Ρωμαίος ιστορικός διευκρινίζει πότε έριχναν την τέφρα πάνω τους, απλώς αναφέρει ότι  συγχρόνως με το μάδημα, με ένα μικρό μεταλλικό «πτύον» (φκιαράκι) λέει, έριχναν την καυτή στάχτη, ενώ από κάτω ο μοιχός  προσπαθούσε να ελευθερωθεί γιατί ήταν σίγουρο ότι πονούσε πολύ. Όταν οι δύο επόπτες  έκριναν  ότι το μάδημα είχε γίνει κανονικά, έδιναν το πρόσταγμα για την άλλη διαδικασία για τη «Ραφανίδωση» και οι  «μοιχοκρατίωνες» δούλοι, γύριζαν τους μοιχούς μπρούμυτα, αφού πρώτα τους έδιναν νερό και τους επέτρεπαν να πάρουν μια ανάσα. Τότε ο ειδικός στη ραφανίδωση, έκανε νεύμα στον Αιθίοπα  δούλο ο οποίος έφερνε  την κόφα με τα ρεπάνια για να διαλέξει το  . . . κατάλληλο. Σημειωτέον ότι ο δούλος αυτός ο οποίος ήταν υπεύθυνος και για το λαχανόκηπο, σύμφωνα με τον οργανισμό της ΥΠ.Α.ΡΑ που είπαμε παραπάνω, ονομάζονταν «Ραφανιδοκρατίων» (κατά το Αρποκρατίων!!!), ενώ άλλος δούλος (. . .  .λαδοκρατίων αυτός. .  .!!) έφερνε το αγγείο με το λάδι.. .  . Δυστυχώς όμως εδώ το κείμενο διακόπτεται, ο πάπυρος είναι τελείως κατεστραμμένος και είναι αδύνατο να  διαβαστεί.  Μόνο σε ένα σημείο οι επιστήμονες μπόρεσαν να συμπληρώσουν  όσα  γραμματικά  στοιχεία  λείπουν και να ανασυστήσουν το κείμενο. Το ελλιπές κείμενο  του παπύρου το οποίο κατόρθωσαν να διαβάσουν παρατιθέμενο όπως διασώθηκε, λέγει  «Τ - ΣΔΕΡ -  -  -  -  -  Δ - ΣΕΝΣ - - ΠΤ -  -  -  -  - - - -- -».Έτσι με την αξιοσύνη και την εμπειρία τους  οι παπυρολόγοι- φιλόλογοι, συμπλήρωσαν  τα κενά και μπράβο τους, και   μας έδωσαν το πλήρες κείμενο το οποίο  λέει ότι « ΤΑΣ ΔΕ ΡΑΦΑΝΙΔΑΣ ΕΝ ΣΚΑΠΤΗ (ΕΠΑΝΑΦΥΤΕΥΟΝ)», πράγμα που σημαίνει ότι ακόμα και τις. . . μεταχειρισμένες ρεπανίδες τις ξαναφύτευαν στο λαχανόκηπο, μπορεί για άλλη φορά, μπορεί για σπόρο, δεν έχει και τόση σημασία, αλλά από τέτοιο σπόρο όποιος έσπερνε, σίγουρα θα είχε μοναδική ποικιλία,   και ποιος ξέρει, μπορεί και τα σημερινά  ρεπάνια εκείνα τα άσπρα τα μακρουλά που καίνε λίγο παραπάνω από τα άλλα, μπορεί να προέρχονται από τα αρχαία εκείνα τα μεταχειρισμένα και . . . ξαναφυτεμένα, ποιος ξέρει, υποθέσεις κάνουμε, αλλά μήπως και οι λύσεις πολλών σοβαρών προβλημάτων δεν ξεκίνησαν από υποθέσεις; Τώρα αν οι σπόροι αυτοί από τότε, αν   στα γενετικά τους χαρακτηριστικά ,συγκράτησαν και σκηνές από το γεγονός  της «Ραφανιδώσεως» θα το δείξει η επιστήμη  στο μέλλον, γιατί προς το παρόν τέτοιες . . . ανιχνεύσεις είναι επιστημονικά  αδύνατες. . . .
Από δω και πέρα όμως, από το σημείο που  η περιγραφή διακόπτεται λόγω της φθοράς του παπύρου, είμαστε υποχρεωμένοι να συμπληρώσουμε τα υπόλοιπα με τη φαντασία και τη λογική, οπότε αντιλαμβανόμαστε τη συνέχεια η οποία κατέληγε στην περιφορά των μοιχών στην αγορά και ίσως στην πόλη, και ακολουθούσε ενώπιον των δικαστών ο σχετικός όρκος ότι δεν θα το ξανατολμήσουν…  γιατί  τα ρεπάνια τούς περίμεναν στον μπαχτσέ . . . .
Η καταστροφή του παπύρου δημιούργησε απορίες και κενά, γιατί θα μπορούσαμε να  πληροφορηθούμε πάρα πολλά πράγματα για τη διαδικασία, αλλά δυστυχώς θα πρέπει να αρκεσθούμε στη φαντασία μας. Έτσι τα ερωτήματα παραμένουν και κανείς δεν είναι σε θέση να μας λύσει σοβαρές απορίες και να μας πληροφορήσει για παράδειγμα, στη  μοιχαλίδα γυναίκα  πόσα ρεπάνια έβαζαν;  Κι’ αν έβαζαν μόνο ένα η κορδέλα ανέμιζε μπροστά ή πίσω;  Μήπως έβαζαν δυο και. .  .αντικριστά;  Και με δύο κορδέλες; Να μερικά σοβαρά ερωτήματα τα οποία δυστυχώς θα μείνουν . . . . αναπάντητα και δε θα είναι τα μοναδικά.. . . .
Θα ήταν όμως σοβαρή παράλειψη, να μην αναφέρουμε  και τον τρόπο που τιμωρούσαν τους μοιχούς στο Βυζάντιο, αλλά θα πήγαινε μακριά η ιστορία, γι’ αυτό λέμε ότι όπως αναφέρουν οι πάρα πολλές ιστορικές πηγές, κι’ εκεί τους μοιχούς τους έβαζαν ανάποδα στο γαϊδούρι κουρεμένους και μάλιστα τους υποχρέωναν να κρατούν και την ουρά του, και δεν έφτανε μόνο αυτό, αλλά τους κρεμούσαν γεμάτα έντερα από ζώα, τους πετούσαν ακαθαρσίες, κι’ όπως λέει ο καθηγητής Φαίδων Κουκουλές, ορισμένες εκφράσεις που έμειναν μέχρι σήμερα, από τότε έρχονται, όπως το «θα σε χέσω το γάιδαρο», καθώς και ότι η πρώτη σημασία του κουράζω, που είναι δεύτερος τύπος τού κουρεύω, το οποίο κουράζω σήμερα σημαίνει καταπονώ, τότε σήμαινε ότι στενοχωρώ κάποιον ψυχικά με το να τον κουρέψω μια και μόνο το υποχρεωτικό και δημόσιο, κούρεμα σήμαινε διαπόμπευση και εξευτελισμό.  Άλλωστε  είναι γνωστή στα μέρη μας και τη λέμε ακόμα  τη λέξη «κουριμένι» (κουρεμένε) και «κουριμάδ’» όταν θέλουμε να ψέξουμε κάποιον, να τον απειλήσουμε έμμεσα ή και να τον υποτιμήσουμε  και λέμε για παράδειγμα « ά ρε κουριμένι δε ξιέρ’ς  τι σι καρτιράει. . .» δηλαδή ά βρε φουκαρά, βρε ταλαίπωρε κλπ κλπ. Και  αυτό το «κουρεμένε» ξεκινάει και έρχεται από τότε .   
Οι Βυζαντινοί σε τέτοια θέματα ηθικής, είχαν νόμους  σκληρότερους από τους αρχαίους, γιατί παράλληλα με την πολιτεία, νομοθετούσε και η εκκλησία με τις συνόδους και τους νομοκάνονες, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία, ας την παρουσιάσουν οι ειδικοί.  
  Και έτσι, . . .επιτέλους ,  μ’ αυτήν την προσθήκη  στο παλιότερο δημοσίευμα, σε κείνη την « εγχώρια» διαπόμπευση, κλείνει ο  κύκλος των  . . .σοβαρών θεμάτων και εν όψει των απόκρεω, αρχίζει ο άλλος κύκλος ο διασκεδαστικός, για να βγούμε λίγο από την κρίση και να κάνουμε όσοι μπορούμε και όσο, να κάνουμε όλα εκείνα που απαιτεί η ζωντάνια, έξω από «κρίσεις», απαγορεύσεις και «δίαιτες», να ζήσουμε διαφορετικά, γιατί δε ζούμε μόνο  για αποταμίευση,  υπάρχουν κι’ άλλα, και μάλιστα  διαχρονικά . . .   πιο  ωραία. .  . ., αρκεί να μην τα έχουμε. . .  .ξεχάσει..  .   
Για την αντιγραφή                                                                  Βαγγέλης Μαυροδής (vagelis_mavrodis@yahoo.gr) 
Και  για όσους δεν είχαν διαβάσει  το πρώτο γραπτό,   προσθέτουμε και λίγη …γραμματική, γιατί έχουμε τη γνώμη ότι απ’ αυτά που   διαβάζει κάποιος όλο και κάτι μένει, στο τέλος κάτι .. .μαθαίνει. . . και αρχίζουμε την ανάλυση των λέξεων οι οποίες θεωρούνται άγνωστες, για τους άσχετους με τους ιδιωματισμούς της γλώσσας που μιλούμε εκεί στα χωριά της βορειοανατολικής Χαλκιδικής. Έχουμε λοιπόν και λέμε,
(1). Μαννάκα, είναι η μεγάλη γιαγιά, η προγιαγιά.
(2).Πνίχκη (πνίγηκε), αόριστος του ρήματος Πνίγομαι κλινόμενος . .  .ομαλά, πνίχκα, πνίχκης, πνίχκη, πνίχκαμι, πνίχκιτι, πνίχκαν. Ο αντίστοιχος χρόνος της ενεργητικής φωνής συναντάται «ίπνιξα» αλλά και σπανιότερα, ως «πίνξα»(!!!). Και οι δύο τύποι, κλίνονται. . . ομαλά.. .
(3).Λάκκους (ο) ,έτσι λέμε τα ανώνυμα ρυάκια , ρέματα, αλλά και τους χειμάρρους που είναι ήρεμοι συνήθως, αλλά αγριεύουν το χειμώνα και κάθε φορά που βρέχει πολύ.
(4) Αγότσιου (η) Παραφθορά και. .  .κατάντια του αυτοκρατορικού γυναικείου ονόματος Αυγούστα. Έτσι το καταντήσαμε στα μέρη μας το παλατιανό όνομα των μεταξωτών  αυτοκρατορισσών, θέλεις από γινάτι, θέλεις από αδυναμία σωστής προφοράς, αλλά το λέμε έτσι και το τιμούμε ως σπάνιο όνομα, χωρίς . . . τύψεις και κλάματα για περασμένα  μεγαλεία, ανθρώπων των οποίων ο κύκλος έκλεισε διά παντός..  . .άλλο τώρα αν μερικοί, ακόμα  ονειρεύονται . .  θρόνους και τα παρόμοια . .  .  
(5).Λιέει, εύκολο αυτό και δεν χρειάζεται ανάλυση, είναι το ρήμα Λέω, Λέγω που κι’ αυτό το σακατέψαμε και λέμε (λιέμι), λιέου λιες, λιέει, λιέμι, λιέτι, λιεν και όπως βλέπετε κι’ αυτό. . . ομαλό είναι, υπομονή μόνο και πάμε παρακάτω, και,
(6) Σκφούνια (τα) και Σκφουν’ (το). Πρόκειται για τις μάλλινες κάλτσες τις πλεχτές στο χέρι με χοντρό μαλλί, και μακριές μέχρι το γόνατο. Εδώ κρίνουμε απαραίτητο να πούμε πώς ονομάζουμε  το ενσωματωμένο μάλλινο σκοινί στο πάνω μέρος του «σκφουνιού» που το τυλίγουμε γύρω από το πάνω μέρος της γάμπας  για να συγκρατιέται το σκφούν’ και να μην ξεσέρνει από το «καλάμι» προς τα κάτω. Έ λοιπόν, αυτό το λεπτό σκοινί, λέγεται «σκφουνόσκνου» αλλά  για τους  έχοντας λεπτή ακοή, το γράφουμε και επί το . . . γλωσσικά ευηχότερο και το λέμε «σκφουνόσκοινον», έτσι για να μπορέσουν μερικοί . . . λεπτεπίλεπτοι, να  συνεχίσουν την ανάγνωση και να μη μας αφήσουν στ μέση. . .αλλά υπομονή είπαμε , έχουμε κι’ άλλα, οι απορίες θα ικανοποιηθούν  όλες ..  .και αν σε κάποιους  δεν αρέσουν μερικές εκφράσεις, ας στραβομουτσουνιάσουν με την ησυχία τους, κι’ ας πουν ότι θέλουν, αφού δεν τους βλέπουμε και δεν τους ακούμε, δε μας πειράζει, μόνοι τους θα θυμώσουν και το ίδιο μοναχοί τους θα ξεθυμώσουν, αλλά εν πάση περιπτώσει, αν δε θέλουν, ας σταματήσουν την ανάγνωση κι’ ας ασχοληθούν με κάτι άλλο.. .   
(7) Φύτα. Προστακτική ενεργητικής φωνής του ρήματος «Φτώ» (Φτύνω) και για τους αρχαιομαθείς, Πτύω.  Στο ρήμα αυτό αξίζει να σταθούνε λίγο παραπάνω, μια και έχει πολλές ιδιομορφίες, χωρίς να παρουσιάζει και τις ανάλογες . . . δυσκολίες.     Εκεί παραπάνω που λέμε ότι «φτάει» η Μαννάκα το μωρό, αυτό το «φτάει» έρχεται από  ρήμα πτύω αλλά εμείς εκεί στις Βορειοανατολικές πλαγιές του Χολομώντα  το συντομέψαμε και το κάναμε Φτώ, δηλαδή Φτώ φτάς φτάει φτούμι φτάτι φτούν. Σπανίως συναντάται και στη μέση φωνή και μόνο σε έναν τύπο τον ερωτηματικό ο οποίος είναι και μοναδικός, ακούμε δηλαδή να λέει κάποια, «τι μαρή φτχιέσι;  τι  κατάπχις;» (γιατί  φτύνεις δηλαδή χωρίς να υπάρχει  λόγος κλπ).Το «φτούσε» είναι τρίτο πρόσωπο του παρατατικού  «φτούσα»,αφού εδώ αναφερόμαστε στο παρελθόν. Το «φύτα» δε χρειάζεται ανάλυση, είναι προστακτική του ενεστώτα αλλά το συναντούμε και ως  «φύτσι» (φύτσι του ρε του κουκούτσ’ θα πνιχτείς…)και συναντιέται μόνο σ’ αυτόν τον τύπο.  Τώρα το ρήμα έχει και αόριστο (αμ δε θα είχε;) ο οποίος είναι στιγμιαίος αόριστος και συναντάται πολύ…ομαλά. Λέμε δηλαδή, φύτσα, φύτσις φύτσι, φύτσαμι, φύτσιτι, φύτσαν.(Το λέγαμε στο κρυφτό διαμαρτυρόμενοι  όταν οι άλλοι αμφέβαλλαν (αφού φύτσα ρε…δεν είδιτι;).Τώρα αυτό που ακούγεται από τους μορφωμένους, αυτό το «φτού» εμείς το κάναμε «τφού» (τφού ρε πώς μι ξιέφυγι;) και ίσως  κάναμε αυτήν τη  μετατόπιση του  Φ(φού)  και στη θέση του  βάλαμε το Τ(Του) κι’ έτσι  το Φτού έγινε Τφού  και ίσως λέω κάναμε αυτήν τη μετατροπή, γιατί είναι βέβαιο ότι μ’ αυτό  το  (τφού) λες τη λέξη και την . .  .ευχαριστιέσαι, αλλά σίγουρα,  και το φτύσιμο πηγαίνει ……μακρύτερα….!!!  
(8). Μαρίγια . Eτσι προφέρουμε τη Μαρία, από παράδοση και χωρίς να το έχουμε  διδαχθεί, βάζουμε εκείνο το  (J) που έβαζαν και οι αρχαιότεροι των προγόνων μας και έλεγαν ας πούμε τη θεά Αθηνά, την έλεγαν ΠΟΤΝΙJA( Ποτνία) και  σίγουρα το πρόφεραν Ποτνίγια. Από δω και πέρα, αν υπάρχουν λεπτομέρειες, ας τις πουν οι ειδικοί, για να συμπληρώσουμε τις γνώσεις μας.
(9).Μπουλάκιμ’ ξένη λέξη που σημαίνει, πεισματικά, με το έτσι θέλω, απερίσκεπτα. Αν κάποιος γνωρίζει περισσότερα, ας το συμπληρώσει.
(10). Αυτό το «Φύτσαν» είναι στιγμιαίος αόριστος του ρήματος «Φτω» που το αναφέραμε παραπάνω, στο Νο (7).  
(11). Αυτό το. . . γνωστό  ρήμα «Κουρδουκλιούμι» το οποίο μάλλον είναι ρήμα σύνθετο από την «κόρδα – χορδή» και το κυλίομαι, και πρέπει να πούμε ότι η σύνθεση παραείναι  ταιριασμένη, αφού όπως περιγράψαμε την περίπτωση παραπάνω, το παράνομο ζεύγος των «κορδοκυλιομένων» είτε εντός της αμπέλου, μέσα στον τράφο  στο καλαμποκοχώραφο, ή στον αχυρώνα, δεν «κορδο-κυλίονται» για να  . . . χάσουν κιλά όπως στα σύγχρονα γυμναστήρια, ούτε είναι χαλαροί  όπως στο. . . χαμάμ, αλλά είναι  . . τσιτωμένοι όπως η κόρδα-χορδή και αποβλέπουν σε ένα και μοναδικό αποτέλεσμα –αλλά ως εδώ-, και δεν έχει σημασία με ποια χορδή τους παρομοιάζουμε , μπορεί να είναι της Λύρας ή του Τόξου, αφού όλοι οι έχοντες κάποια εμπειρία και θυμούνται μερικά από . . . τότε,        τα ξέρουν αυτά και αφού τα θυμούνται κι’ όλας, δεν μπορεί, παρά να συμφωνήσουν ότι η σύνθεση είναι τέλεια. Το ρήμα λοιπόν είναι . . ημι-αμετάβατο, αφού για να επιτευχθεί και να ολοκληρωθεί το «κουρδούκλισμα», απαιτείται η σύμπραξη δύο προσώπων αντιθέτου φύλου, και σημαίνει κυλιούμαι κάτω με τη θέλησή μου, χωρίς να με εξαναγκάζει κάποιος, «κουρδουκλιούμαι» γιατί μού αρέσει, και εκτός από το «κουρδούκλισμα» των ανθρώπων εις στιγμάς απολύτως προσωπικάς( !!),- ακόμα και υπό την σκιάν των κλημάτων της αμπέλου, στον αχυρώνα, ή και μέσα στον τράφο του καλαμποκοχώραφου-, έχουμε και το τοιούτο των ζώων και είναι χαρακτηριστικό το κουρδούκλισμα του γαϊδάρου ο οποίος κουρδουκλιέται – ο έρμος μόνος αυτός- για να ξύσει τη ράχη του, αλλά παράλληλα χρησιμοποιούμε κι . . . παράγωγα αυτού του «κουρδουκλίσματος», όταν θέλουμε να υποτιμήσουμε κάποιο χωράφι και να πούμε για το πόσο μικρή έκταση έχει, και άρα μικρή αξία, λέμε τότε, «κι τι τουν έδουσαν σάματι;(μήπως;). Μια «γαδουρουκουρδουκλίστρα» όσο δηλαδή χρειάζεται ένα γαϊδούρι για να  κουρδουκλιστεί. Το ρήμα έχει και χρόνους, αμ δε θα είχε; Έχει παρατατικό , κουρδουκλιούμαν κλπ. Και αόριστο «κουρδουκλίσ’κα» και εδώ η προφορά αυτής της κατάληξης, είναι πολύ δύσκολη, δεν προφέρουμε  δηλαδή αυτό το  «–σκα» όπως στη λέξη σκά-λα με το σού (σ) ανοιχτό, αλλά το λέμε όπως προφέρουμε συντομευμένη τη λέξη Σκιά (συκιά) κι’ όποιος κατάλαβε καλά, αλλιώς  τι να κάνουμε. . . υπάρχει όμως μία και μοναδική λέξη η προφορά της οποίας  μπορούμε να πούμε είναι ο κανόνας  για τη λύση τού προβλήματος, και δεν είναι παρά το πρώτο ενικό του αορίστου ενός. . .ανακουφιστικού και αμετάβατου    ρήματος γνωστού τοις πάσι και καθημερινής. . . χρήσης, το οποίο  ενεργοποιείται  σε χώρο, που   και ο Άναξ πηγαίνει μόνος και, σκεφθείτε λίγο, δεν είναι δύσκολο.. Και όσο γι’ αυτό το « σάματι» που ακούστηκε παραπάνω, δεν είναι άλλο από το γνωστό «μήπως». Αυτά για το «κορδοκυλίομαι», κι’ όποιος αγανάχτησε, ας σταματήσει την ανάγνωση κι’ ας διαβάσει κάτι πιο . .  .σοβαρό.   
(12). Το Χούι, είναι η συνήθεια, αλλά μια συνήθεια που ενοχλεί, άσχετα αν ευχαριστεί αυτόν που την έχει. Και λέμε χαρακτηριστικά, ότι «πρώτα βγαίν’ η ψ’χή, κι’ ίστιρα βγαίν’ του Χούι», (αυτό δε χρειάζεται ερμηνεία, είναι. . . εύκολο. . .)
Τώρα για το Νο (13), εκείνο το   «αλόντας», δηλαδή τους συλληφθέντας,  λέμε ότι είναι μετοχή, αορίστου του αποθετικού  ρήματος «αλίσκομαι» (παθητική φωνή του αιρέω-ώ) που σημαίνει συλλαμβάνομαι και  θα λέγαμε ότι  αυτοί οι «αλόντες» όπως τους  έλεγαν οι αρχαίοι, σήμερα θα το ερμηνεύαμε αυτό και θα λέγαμε ότι είναι οι «συλληφθέντες», είναι αυτοί «που τους έπιασαν στα πράσα. . .» τόσο απλό και κατανοητό.
Στο Νο (14) Έχουμε τον αόριστο του ρήματος «αντρέπομαι», συστέλλομαι, είμαι ντροπαλός  αρκετά . . . ομαλό κι’ αυτό, ακούγεται και ωραία. Έτσι έχουμε το στιγμιαίο αόριστο, (χωρίς το ενδιάμεσο –νι—(ν) και λέμε αdράπκα, αdράπκις αdράπκι , αdράπκαμι, αdράπκιτι, αdράπκαν, δηλαδή, ντράπηκα, -ες, -ε κλπ κλπ, αλλά εδώ οφείλουμε να πούμε ότι τον ντροπαλό άνθρωπο, και γενικά τον συνεσταλμένο, τον λέμε « αdρουπσιάρ’».   Ά. . και παρά λίγο να το ξεχνούσαμε, στον παρατατικό λέμε «αdρέπουμαν» κλπ. Κι’ αυτός ο χρόνος. . . ομαλός.  
Στο Νο (15) έχουμε μια μονοσύλλαβη λέξη το «Ζμί» που δεν είναι άλλο από το γνωστό ζουμί, τον «Οπό» των αρχαίων και το  Τσούζ  των συγχρόνων Ελλήνων. Και εδώ με την ευκαιρία, καλούμε τους αγαπητούς αναγνώστες αν και εφόσον ο αρμόδιος «Μλογκάρχης» το εγκρίνει, τους καλούμε να στείλουν λέξεις μονοσύλλαβες και ομοιοκατάληκτες με το Ζμί. ( Προσοχή, εκτός από μία κι’ όποιος τολμήσει και τη στείλει θα του βάλουμε πιπέρι στο στόμα. . . !!!).  Όποιος στείλει τις περισσότερες  θα κερδίσει τον θαυμασμό των . . . υπολοίπων. . . 
Και φτάνουμε στο τέλος, στο Νο (16) σ’ αυτό το «Μνούχ΄μα» που δεν είναι τίποτα άλλο από τον ευνουχισμό κατά πώς τον γνωρίζουν οι γραμματιζούμενοι, αλλά περί αυτού, έχουμε ετοιμάσει ιδιαίτερη εργασία με σπαρταριστές λεπτομέρειες η οποία θα αναρτηθεί εν καιρώ. Οπλισθείτε με υπομονή, έχουμε να πούμε κι΄ άλλα, και θα πούμε ακόμα πολλά. 
  Δεν υπάρχουν άλλες . .  .άγνωστες λέξεις και μένει η «Ραφανίδωσις» που  δεν ήταν όπως είπαμε τίποτα άλλο από αυτό που αναλύσαμε παραπάνω, αλλά μένει η απορία τι σόι Ρεπάνια είχαν οι αρχαίοι, γιατί αποκλείεται να είχαν μόνο τα γνωστά, εκείνα τα μικρά στρόγγυλα και κόκκινα, άσε που αυτά δε θα βόλευαν για την τιμωρία των μοιχών,  και οπωσδήποτε θα χρησιμοποιούσαν τα άσπρα τα μακρουλά, και απ’ αυτά θα διάλεγαν μάλλον  τα ντόπια , τα . . . . καυτερά.. . .  (Δγιές  εσύ εφευρετικότητα . . . )  . Αλλά με το πες πες, παρά λίγο  ξεχάσουμε τη λέξη που αναφέρει ο Λουκιανός, εκείνη την «Πυγήν» η οποία σημαίνει το μέρος στο οποίο γινόταν η «ραφανίδωσις» δηλαδή τον «πρωκτόν» , γι’ αυτό εκεί κατά τα μέρη μας τη «σεισο-πυγίδα» των αρχαίων εμείς δεν τη λέμε απλώς σουσουράδα, αλλά μεταφράζοντας κατά λέξη, την ονομάσαμε κωλο-σουσουράδα και τη γνωστή σε όλους «πυγο-λαμπίδα» την είπαμε «κωλο-φωτιά». Και όσο για τον πρωταγωνιστή της ιστορίας τον «Ξτόδουλο» δεν είναι άλλος από το Χριστόδουλο, με σύντομη και σύγχρονη προφορά. . .κι’ όσο για το γυναικείο όνομα Αγότσιου το είπαμε παραπάνω, αλλά μάλλον ξεχνάτε εύκολα. ..
Αυτά λοιπόοοοοον. . .  Τέλος εδώ,   και χαρά στην υπομονή σας. . . .και καλές απόκριες, και μη βγει κανένας πάλι να πει δουλειά δεν έχουμε κλπ κλπ, επειδή και διότι, καί δουλειά έχουμε, και απ’ όλα έχουμε, και χαιρετίσματα μόνο σε όσους μας θυμούνται και ανταποκρίνονται, γιατί τα χαιρετίσματα που στείλαμε  ονομαστικά κάποτε σε καναδυό  παλιές συμμαθήτριες ,  ούτε που απαντήθηκαν. Μερικές τις έφαγαν τα μεγαλεία και οι «εταιρικές» τους υποχρεώσεις. Ας είναι  καλά. .  . κι ας σκεφτούν ότι ο έκτος αριθμός   στο ΑΜΚΑ όλων ημών των συνομηλίκων,   είναι το εννιά (  9 ). Κι’ αυτό δυστυχώς τα λέει και τα προβλέπει, τα προδικάζει … .όλα . . .  Παραβγήκε μακρύ το γραπτό, αλλά αν δεν μπούμε σε λεπτομέρειες δεν κάνουμε τίποτα, αφού το είπαμε κι’ άλλη φορά (πότε;) ότι οι λεπτομέρειες νοστιμίζουν τα πάντα. Έτσι, Ξανά χαιρετίσματα  και πάλι σε όλους.                                          
                                                         Βαγγέλης Μαυροδής


















        

Δεν υπάρχουν σχόλια: