Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2012

Η άλλη Μαμά

Η ώρα  περίπου δέκα και ο ήλιος ψηλά, κόσμος περνάει,  ποικιλία αμφιέσεων  γλωσσών και χρωμάτων, μικροί και μεγαλύτεροι  όλοι κατευθύνονται προς τη θάλασσα, κι’ εμείς κάτω από την καρυδιά  με τα φλύαρα τζιτζίκια από πάνω μας που δε λεν να σταματήσουν. Οι περισσότεροι συζητούν  μεγαλόφωνα, τα πιτσιρίκια  τρέχουν γύρω από τούς μεγάλους και νά, κάποιου  μικρού τού  έφυγε η σαγιονάρα και  τρέχει να τη βρει πηδώντας στο ένα πόδι, περνούν σε παρέες και μεμονωμένοι, κεφάτοι οι περισσότεροι. Από πέρα φάνηκε να έρχεται ένα ζευγάρι, η κυρία φαίνεται λίγο παρακάτω από τα πρώτα  –άντα, -εκτός αν. . .-  με λουλουδιασμένο πλατύγυρο η κυρία και γυαλιά που καλύπτουν σχεδόν όλο το  πρόσωπο, ντυμένη σικ που λέμε για τη θάλασσα, σοβαρή κι’ αμίλητη με βλέμμα  χαμηλό, και παρουσία η οποία γενικά φανερώνει  απόσταση στα όρια τής ενόχλησης και της οργισμένης μοναξιάς, ένα κινούμενο και περιφερόμενο «θα σας δείξω εγώ. . .», προηγείται ελαφρώς τού κυρίου ο οποίος  μάλλον λίγο πιο κάτω  από τα πρώτα  -ήντα έπεται,  ασκεπής αυτός αλλά φορώντας σκούρα γυαλιά ηλίου από κείνα που ακολουθούν τις καμπύλες τού προσώπου,  ευσταλής ο κύριος με φανερή την αρχόμενη αποψίλωση  τού προσθίου τεταρτημορίου της κεφαλικής τριχοφυΐας  και εμφανέστερη μια «γραμμή» περιμετρικώς στα κοντοκουρεμένα μαλλιά,  σίγουρα   από τη διαρκή πίεση κάποιου υποχρεωτικού υπηρεσιακού «πηλικίου», ακολουθεί ο κύριος συνοδεύοντας διαγωνίως την κυρία, έχοντας στον ώμο του  μια μοδάτη ανοιχτή τσάντα σίγουρα με τα απαραίτητα αξεσουάρ για την παραλία, από την οποία εξέχει ένας παιδικός αναπνευστήρας. Η κυρία προηγείται πάντα  αμίλητη  και ο κύριος ακολουθεί  και κάθε τόσο ρίχνει μια ματιά προς τα πίσω, γιατί  πίσω τους και σε αρκετή απόσταση, έρχονται δύο μικρά αγόρια που περπατούν μαζί, κάτι λέει ο μεγάλος στο μικρό, αλλά είναι ακόμα πέρα και δεν ακούγονται, φαίνονται όμως, μικρά τα παιδιά γύρω στα δέκα ο μεγάλος κι’ ο μικρός περίπου έξι-εφτά, ο μικρός  έχει αγκαλιά  μια πολύχρωμη μπάλα  κι’ ο μεγαλύτερος με το δεξί χέρι τον κρατάει από τους ώμους προστατευτικά και τού μιλάει  σκύβοντας το κεφάλι προς το μέρος του, εκείνος  κάθε τόσο  με το αριστερό χεράκι σκουπίζει τα μάτια του,  κι’ ο μεγάλος  σκύβει ακόμα περισσότερο  και τού μιλά, όπως μόνο τα παιδιά ξέρουν να  μιλούν έτσι σιγανά αναβαθμίζοντας ασυναίσθητα το ρόλο τους, να μιλούν με τέτοια προφύλαξη κι’ ας  μην υπάρχει γύρω κανείς να τούς ακούσει, ο κύριος που προχωρεί, έριξε ακόμα μια ματιά προς τα πίσω  και με κάποια προσποιητή και απολογητική σοβαρότητα είπε για ν’ ακουστεί, «άντε Σπύρο, προχωρείτε τί κάνετε επί τέλους;» Η κυρία συνεχίζει  και η απόσταση σταθερή, δε δείχνει ενδιαφέρον η κυρία για τα παιδιά, ούτε ένα βλέμμα προς τα πίσω.  Πλησίασαν τα παιδιά ήρθαν κοντά, πέρασαν από δίπλα μας.  Όπως φάνηκαν από πέρα, αγκαλιασμένα. Κι’ ο μικρός πάλι τρίβει τα ματάκια του. Τώρα φαίνεται καθαρά. . . Είναι κλαμένος. Προχώρησαν  πιο γρήγορα προς  τούς μεγάλους  και ξεμακραίνοντας λίγο, κοντοστάθηκαν. Έσκυψε πάλι ο μεγαλύτερος  τον έσφιξε περισσότερο  το μικρό και τον τράβηξε επάνω του.. . . . «Πρέπει να καταλάβεις. . . Ακούς;  Πρέπει να το καταλάβεις. . . Αυτή  δεν είναι η δική μας η Μαμά.. . Σταμάτα τώρα . . . Μην κλαίς. . . .Η γιαγιά μάς περιμένει. . . Εκεί θα   πάμε πάλι . . . Ο παππούς είναι εκεί. . . » κι’ εξακολούθησε να τον κρατά τρυφερά  από τους ώμους με αυτήν τη χαρακτηριστική προστατευτική κίνηση, μια κίνηση που ταιριάζει συνήθως μόνο στους μεγαλύτερους, αλλά  που μερικοί  τυχεροί,  τη μαθαίνουν και τη συνηθίζουν από την τρυφερή τους ηλικία. . . . Προχώρησαν κι’ άλλο  τα παιδιά, απομακρύνθηκα και χάθηκαν στη στροφή. . . Αγκαλιασμένα. . . .
                      Βαγγέλης Μαυροδής   Σκάλα Ποταμιάς Θάσου,
                                        Κεκαυμένου Ιουλίου λήγοντος

Δεν υπάρχουν σχόλια: